Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Κριτική τοῦ Θεολογικοῦ Κλάδου


Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ
Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ (2018) 125-126

Ἕνωσή μας, ὡς ἐκ τοῦ σκοποῦ της, εὑρίσκετο ἐξ ἀρχῆς πλησίον τοῦ θεολογικοῦ κλάδου. Πληθύς θεολόγων, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ὡς μέλη τῆς Ἑνώσεώς μας. Ἄλλωστε πιό κοντά στήν μεταφορά καί μετάδοση τῶν ἀρχῶν τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ εὑρίσκετο ὁ μνημονευθείς κλάδος.


Τά τελευταῖα χρόνια ὅμως ἔχει ἐπέλθει ρήξη στόν χῶρο τοῦ θεολογικοῦ κλάδου. Σύμπτωμα προφανῶς τῆς ἐποχῆς μας, ἀφοῦ βλέπουμε νά ὑπάρχουν διακριτές καί ἀντίθετες  ἐν πολλοῖς ἀπόψεις ἀκόμα καί στήν Ἱεραρχία τῆς ἑλλαδικῆς -καί ὄχι μόνο- Ἐκκλησίας μέ δημόσια ἀλληλογραφία καί ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτους χαρακτηρισμούς. Θά περιμέναμε μιά ἄλλη συμπεριφορά πού νά προβάλει το διαφορετικό, ἕνα ἄλλο ἦθος καί ὕφος.
Γι’ αὐτό δέν μᾶς ἐκπλήσσει ἡ συνδικαλιστική-σωματειακή διάσπαση τοῦ θεολογικοῦ κόσμου. Μπορεῖ νά μή μᾶς ἐκπλήσσει, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι δέν μᾶς ἀπογοητεύει. Στήν ἤδη ὑφιστάμενη ἕνωση θεολόγων, ἦρθε νά προστεθεῖ μιά ἀκόμα. Δέν μᾶς πέφτει λόγος, οὔτε ἐρχόμαστε νά κρίνουμε ὡς «διαιτητές», ἀλλά ὡς ἐνδιαφερόμενοι και ὡς πιστεύοντες ὅτι στήν παρούσα τουλάχιστον χρονική συγκυρία, ἡ ἑνότητα εἶναι προτιμότερη τῆς διάσπασης.
Διαβάσαμε καί ἐμεῖς καί λάβαμε τήν κλήση τοῦ θεολογικοῦ συνδέσμου «Καιρός». Αὐτό μᾶς ὁδήγησε στίς παρακάτω σκέψεις:
Ἀναφέρεται ἀπό τούς ἐπιστέλλοντες ὅτι ἐνδιαφέρονται γιά τήν «ἀληθινή ἀναβάθμιση» τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Ἀκούγεται πολύ ὡραῖο. Εἶναι ὅμως πρόσφατο αἴτημα ἡ ἀναβάθμιση καί δή ἡ ἀληθινή τοιαύτη; Καί τήν ἀντελήφθησαν μόνο οἱ ἐμπνευστές τῆς ἰδέας αὐτῆς;
Καί συνεχίζοντας τίς σκέψεις και τόν προβληματισμό μας:
1.ὅσοι δέν συνταχθοῦν μέ τόν σύνδεσμο, κρίνονται ὡς μή ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν ἀληθινή ἀναβάθμιση;
2. μέ ποιό ἤ ποιά κριτήρια τά μέλη του πιστεύουν ὅτι αὐτοί ἔχουν βρεῖ ἤ ἀνακαλύψει τόν δρόμο πρός τήν ἀληθινή ἀναβάθμιση ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ὄχι;
3. ἔχουν προβεῖ σέ σχετικές ἔρευνες γιά νά ἔχουν ἐπιστημονικά καί τεκμηριωμένα κριτήρια καί δεδομένα ὅτι οἱ ἀπόψεις τους, οἱ ἰδέες τους, συντέλεσαν στήν ἀναβάθμιση τοῦ μαθήματος μέ δεδομένο ότι ἡ συμμετοχή κορυφαίων ἐξ αὐτῶν καί ἐμπνευστῶν τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος σέ ὁμάδες καί φορεῖς λήψεως σημαντικῶν καί καθοριστικῶν ἀποφάσεων;
4. πιστεύουν ὅτι ἡ ἀναβάθμιση εἶναι θέμα ὕλης καί μεθόδων καί ὄχι ἀνθρώπων πού τά ἐφαρμόζουν;
5. ἐπειδή πολλοί ὁμιλοῦν γιά τήν «νεωτερικότητα», ποιά ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἄποψή τους γιά τό θρησκευτικό μάθημα στό «νεωτερικό»ἤ «μετανεωτερικό» σχολεῖο; Σημειώνουμε, ὅτι οἱ ὅροι αὐτοί, δέν μᾶς εἶναι ἰδιαίτερα συμπαθεῖς, ἀλλά γιά νά ὑπάρχει ἕνα μίνιμουμ συνεννόησης, ἀναγκαζόμαστε νά τούς χρησιμοποιήσουμε. Καί διευκρινίζουμε, ὅτι οἱ ὅροι δέν φταῖνε σέ κάτι, ἀλλά ἡ ἐναγώνια προσπάθεια νά μιλήσουμε δῆθεν στήν σύγχρονη γλῶσσα, δέν εἶναι πάντα ἐπιτυχής καί ἀποτελεσματική.
6. ποιός ἐμποδίζει τήν ἀνανέωση καί τόν ἐκσυγχρονισμό  τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος στήν ἐποχή μας; Τήν πλήρη  παράδοση τοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος στόν «νεωτερικό» καί ὅπως κατέληξε στόν «α-χριστιανικό» του χαρακτήρα; Χαρακτήρα πού ἔχει ξεσηκώσει τήν ἑλληνική κοινωνία καί τόν θρησκευόμενο λαό; Καί ποιοί τόν προκάλεσαν;
7. ἀναβάθμιση σημαίνει, σέ συνέχεια τοῦ ἀνωτέρω, ἕνα τρόπον τινά θρησκειολογικό μάθημα, χωρίς ταυτότητα; Μέ ἀπώτερο συνδικαλιστικό σκοπό καί στόχο νά μή χάσουν οἱ θεολόγοι τίς θέσεις ἐργασίας τους;
8. ἡ ἀναβάθμιση κατά τόν θεολογικό κόσμο θά πραγματοποιηθεῖ ὅταν ὅλες οἱ θρησκεῖες  μποῦν σέ ἕνα μίξερ, μέ τούς μαθητές νά ἔχουν τόν ρόλο τοῦ «ἐργαστηρίου» πού θά ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπεξεργασία γιά τήν ἀναγνώριση τῶν συνιστώντων στοιχείων, ὅπως ἕνα χημικό ἐργαστήριο δραστηριοποιεῖται μέ τήν εὕρεση τῶν περιεχομένων σέ μιά οὐσία στοιχείων; Αὐτό πιστεύουμε ὅτι θά ἀναβαθμίσει τό μάθημα;
Πολλά θά εἴχαμε νά ἐπισημάνουμε, ὅπως τό μονοπώλιο τῆς ἀγάπης στούς μαθητές, γιά τό ἄν το σχολεῖο πρέπει νά παραμείνει (ἄν κατά τή γνώμη κάποιων εἶναι) βῆμα διαλόγου καί χῶρος ἀνταλλαγῆς ἰδεῶν, ἀλλά κρίνουμε σκόπιμο νά παρατηρήσουμε ὡς κατακλείδα τά ἑξῆς:
Ἡ κατανόηση τῶν συνθηκῶν πού ἐπικαλοῦνται οἱ καλοί φίλοι  καί σχετίζονται μέ τίς ἀναφερόμενες θρησκειοπολιτισμικές διαφοροποιήσεις, εἶναι ὄντως ἀπαραίτητη. Πρόβλημα διαχρονικό τοῦ χριστιανικοῦ λόγου, ἀπό τήν ἀρχή τῆς κήρυξής του ὡς νέου καί ἐπαναστατικοῦ ἐκτός τῶν ἄλλων μηνύματος. Καί πράγματι, ὁ ἀπ. Παῦλος ἔδωσε λύση «γενόμενος τοῖς πᾶσι τά πάντα». Καί ὅπως οἱ βιβλικοί θεολόγοι παρατηροῦν, τό χριστιανικό ὑπόβαθρο τοῦ λόγου του ἦταν ξεκάθαρο καί σαφές. Πράγματι συζητοῦσε, πράγματι διελέγετο, πράγματι ἔγραφε ἐπιστολές κ.λπ. ἀλλά ἦταν πάντα ξεκάθαρο σέ κάθε ἕναν καί κάθε μία τό ποιός ἦταν.   
Τό μοντέλο τοῦ θεολόγου καί τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πού προτείνεται, εἶναι ξεκάθαρο καί σαφές τό τί εἶναι, τό ποιός εἶναι, φορέας τίνος πνεύματος θά εἶναι; Ἡ φράση τοῦ Κυρίου  παρ’ ὅτι ἐλλείπει  ἀπό την κριτική ἔκδοση τῆς  Κ.Δ. «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματος...» (Λκ. 9,55) νομίζουμε ὅτι μπορεῖ νά ἀποτελέσει τόν καθρέπτη κάθε βήματος γιά τόν χαρακτήρα τοῦ μαθήματος καί τό ἔργο τοῦ θεολόγου στό σχολεῖο τῆς ἐποχῆς μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: