Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ἰωάννου Τσέντου, Διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».


Ἰωάννου Τσέντου

1821-2021: ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 

 Περιοδικὸ Παρεμβολὴ τεῦχος 133/2020, σσ. 3-6

 

          Τὴ χρονιὰ ποὺ μᾶς ἔρχεται ἑορτάζουμε τὴν ἐπέτειο τῶν 200 χρόνων ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ἡ μεγάλη ἀλήθεια ποὺ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ ἀναδείξουμε μὲ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εἶναι ὅτι γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ἡ Ἐπανάσταση ἦταν ἕνας ξεσηκωμός «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ μεγάλου ἀρχηγοῦ της, τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ ὑπῆρξε ἀκριβῶς τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομήθηκε τὸ θαῦμα τοῦ ’21. Ἔτσι, ἁρμόζει καὶ ἐν προκειμένῳ ὁ λόγος τοῦ Ἰωάννη (Α΄ Ἰω., ε΄ 4), ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σύνθημά μας γιὰ τὴ χρονιὰ μνήμης ποὺ ἔχουμε μπροστά μας:

«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

          Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν ἀδιάσπαστο σύνδεσμο ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγῶνα τῆς ἐθνεγερσίας, ἀρκεῖ νὰ φέρουμε στὴ σκέψη μας τὶς ζοφερὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦσαν οἱ ραγιᾶδες στὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς:

          – Τὴν ἐξοντωτικὴ φορολογία – θὰ ἀρκοῦσε νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ βασικὸς φόρος ποὺ πλήρωναν οἱ ραγιᾶδες, ὁ «κεφαλικὸς φόρος», ἦταν ὁ φόρος ποὺ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ πληρώνουν, γιὰ νὰ ἔχουν... τὸ δικαίωμα νὰ ζοῦν... (ὅσο καὶ ἂν δυσανασχετοῦμε σήμερα γιὰ τὶς φορολογικὲς ὑποχρεώσεις στὶς ὁποῖες καλούμαστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε, δὲν πάει βέβαια τὸ μυαλό μας ὅτι θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μᾶς ἐπιβάλλεται φόρος, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα στὴ ζωή...).

          – Τὸν πιὸ βαρὺ καὶ δυσβάστακτο φόρο ἀπ’ ὅλους, τὸ ἀπαίσιο παιδομάζωμα, μιὰ δραματικὴ ἀφαίμαξη τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἔχει ὀνομαστεῖ καὶ «φόρος αἵματος».

          – Τὶς ἀπίστευτες ταπεινώσεις. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς ὑπόδουλους ραγιᾶδες ὑπῆρχε μέχρι καὶ εἰδικὸς τρόπος νὰ κάθονται πάνω στὰ ὑποζύγια, γιὰ νὰ πηδοῦν ἀμέσως κάτω καὶ νὰ προσκυνοῦν, ἂν τυχὸν συνέβαινε νὰ δοῦν στὸν δρόμο τους κάποιον Τοῦρκο. Κάποτε, μάλιστα, οἱ Τοῦρκοι ἔφθαναν σὲ τέτοιο σημεῖο θρασύτητας, ὥστε ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τοὺς ραγιᾶδες ποὺ ἔβρισκαν στὸν δρόμο τους νὰ μεταφέρουν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους πάνω στοὺς ὤμους τους στὸν προορισμό τους (μὲ ἀφορμὴ ἕνα τέτοιο ἀκριβῶς περιστατικὸ βγῆκε στὴν παρανομία ὁ Ρήγας Φερραῖος).

          – Τὴν ὠμὴ περιφρόνηση πρὸς τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῶν ραγιάδων, ποὺ βρισκόταν στὸ ἔλεος τοῦ Τούρκου δυνάστη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ φόνος χριστιανοῦ μποροῦσε νὰ μὴ λογίζεται ὡς ἔγκλημα, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναζητηθοῦν καὶ νὰ καταλογισθοῦν εὐθύνες.

          Ὅλα αὐτὰ συμβαίνει κάποτε νὰ τὰ λησμονοῦμε, ἤ, ἀκόμα χειρότερα, νὰ τὰ ἀποσιωποῦμε. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι μιὰ λεπτομέρεια ποὺ παραβλέπουμε ἐντελῶς: Ἄν, φέρνοντας στὴ σκέψη μας ὅλα αὐτά, νιώθαμε ὅτι ὅσοι εἶχαν τὴν ἀτυχία νὰ γεννηθοῦν ραγιᾶδες ἦταν καταδικασμένοι νὰ ζοῦν μέσα στὶς πιὸ μεγάλες στερήσεις, τοὺς πιὸ μεγάλους κινδύνους, τὶς πιὸ μεγάλες ταπεινώσεις, ΔΕΝ θὰ εἴχαμε δίκιο. Οἱ ραγιᾶδες ΔΕΝ ἦταν καταδικασμένοι νὰ ζοῦν αὐτὴ τὴ μαύρη ζωή. Μποροῦσαν, κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νὰ ἀλλάξουν τὴ ζωή τους, μιὰ γιὰ πάντα, μὲ τὸν πιὸ εὔκολο καὶ ἁπλὸ τρόπο: Ἀρκοῦσε νὰ παρουσιασθοῦν μπροστὰ στὶς ὀθωμανικὲς ἀρχὲς καὶ νὰ προφέρουν μία καὶ μόνο φράση: «λὰ ἰλ λὰχ ἰλ ἀλλάχ». Μὲ αὐτὴ τὴ μία φράση, τόσο ἁπλᾶ, ὁμολογοῦσαν ὡς Θεὸ τὸν Ἀλλάχ, ἔπαυαν νὰ εἶναι ραγιᾶδες καὶ γίνονταν Τοῦρκοι, καθ’ ὅλα ἰσότιμοι μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους. Στὸ ἑξῆς, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ πληρώνουν τὸν κεφαλικὸ φόρο, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα στὴ ζωή· θὰ ἀπαλλάσσονταν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους δυσβάστακτους φόρους ποὺ προβλέπονταν γιὰ τοὺς ραγιᾶδες· δὲν θὰ ἀγωνιοῦσαν μήπως τοὺς ἁρπάξουν τὰ παιδιὰ στὸ παιδομάζωμα· δὲν θὰ ὑφίσταντο τὶς μύριες ὅσες ταπεινώσεις· δὲν θὰ κινδύνευαν νὰ χάσουν τὴ ζωή τους ἀπὸ τὰ νεῦρα καὶ τὴν αὐθαιρεσία τοῦ κάθε Τούρκου ἀφέντη. Στὸ ἑξῆς δὲν θὰ προσκυνοῦσαν αὐτοὶ ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ προσκυνοῦσαν αὐτούς.

          Τίποτα δὲν εἶναι τόσο μεγάλο θαῦμα στὴ μακραίωνη ἑλληνικὴ ἱστορία, οὔτε ὁ Μαραθώνας οὔτε ἡ Σαλαμίνα οὔτε ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅσο μεγάλο θαῦμα εἶναι αὐτό: ὅτι ἐπὶ 400 χρόνια ὅλοι οἱ ραγιᾶδες, ὁ καθένας ξεχωριστά, μποροῦσαν μὲ αὐτὸν τὸν τόσο εὔκολο καὶ ἁπλὸ τρόπο νὰ ἀπαλλαγοῦν μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ ὅλα τὰ ἀπίστευτα δεινά τους, νὰ παύσουν νὰ εἶναι ραγιᾶδες καὶ νὰ γίνουν ἀφέντες, ἀλλά... ἐπέλεξαν νὰ μὴν τὸ κάνουν.

          Ὅπως εἶναι φανερό, γιὰ τοὺς Ἕλληνες ποὺ σήκωσαν τὰ ὅπλα ἐνάντια στὸν Τοῦρκο δυνάστη ἡ ἐπανάσταση ἦταν φυσικὸ συμπλήρωμα τῆς χριστιανικῆς τους πίστης. Ἐξ οὗ καὶ τὸ πολὺ γνωστὸ τοῦ Κολοκοτρώνη: «Μία φορὰ ἐβαπτίσθημεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μία μὲ τὸ αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας». Χωρὶς τὴν πέραν πάσης λογικῆς προσήλωση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μέσα στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, δὲν θὰ ὑπῆρχε γένος τῶν Ἑλλήνων νὰ ξεσηκωθεῖ τὸ 1821. Γι’ αὐτὸ λέμε:

«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

          Ἡ πίστη ὑπῆρξε λοιπὸν τὸ στέρεο θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομήθηκε τὸ θαῦμα τοῦ ’21. Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Χωρὶς τὴν πέραν πάσης λογικῆς προσήλωση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μέσα στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα Ἑλλάδα, δὲν θὰ ὑπῆρχαν σήμερα Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες θὰ ἦταν ἕνας ἀκόμα ἐξαφανισμένος λαὸς τῆς Ἀρχαιότητας, ὅπως οἱ Σουμέριοι, οἱ Χιττίτες, οἱ Ἀσσύριοι καὶ οἱ Βαβυλώνιοι.

          Αὐτὴ ἡ πέραν πάσης λογικῆς προσήλωση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στὰ ζοφερὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς σφράγισε ὁριστικὰ τὸν ἀκατάλυτο σύνδεσμο τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμό. Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἀκατάλυτο σύνδεσμο, δὲν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες δὲν μποροῦμε νὰ ἀποστατήσουμε ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μποροῦμε, καὶ πολὺ συχνὰ τὸ κάνουμε, καὶ μάλιστα μὲ περισσὴ εὐκολία. Αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε εἶναι ὅτι, ἂν παύσουμε νὰ εἴμαστε χριστιανοί, παύουμε τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μιλᾶμε γιὰ ἀκατάλυτο σύνδεσμο τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμό. Τὸ 1939 ὁ νεαρὸς τότε θεολόγος τῆς «Ζωῆς» Ἀλέξανδρος Γκιάλας, ποὺ εἶχε μόλις ἀρχίσει νὰ γίνεται γνωστὸς ὡς ποιητὴς Γ. Βερίτης, ἔλεγε: «Ἂν ὁ κόσμος ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ νὰ τραβήξει μπροστά, ἡ Ἑλλὰς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στιγμὴ χωρὶς αὐτόν. Γιὰ τὴν Ἑλλάδα, γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή, ἡ πίστη ὑπῆρξε ἡ ζωή της».

 

*   *   *

 

          Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν ὅλα τὰ παραπάνω. Διότι εἶναι ἀληθινὰ παράδοξο αὐτὸ ποὺ βλέπουμε νὰ συμβαίνει: Ἔχουμε μπροστά μας τὴν ἱστορικὴ ἐπέτειο τῶν 200 χρόνων ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, καὶ ἀντὶ νὰ μᾶς συνεπαίρνει ἡ ἐνθουσιασμός, βλέπουμε νὰ μᾶς κυριεύει... ἡ ἀνησυχία. Ἡ ἀνησυχία... τί θὰ βροῦν πάλι νὰ ποῦν! Καὶ μακάρι μὲν ἡ ἀνησυχία νὰ διαψευσθεῖ, ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀδικαιολόγητη.

          Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἀπὸ τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες ποὺ προσπαθοῦν νὰ κόψουν καὶ νὰ ράψουν τὴν ἱστορία στὰ μέτρα τους. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ πρώτη ποὺ προσπαθεῖ νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται αὐτὸ εἶναι πάντα ὁ ἴδιος: Κάθε ἐποχὴ ποὺ γυρεύει νὰ στήσει τοὺς δικούς της μύθους, καμώνεται πὼς ἔρχεται... νὰ γκρεμίσει τοὺς παλιούς... Ὅταν στὴ ναζιστικὴ Γερμανία καὶ τὴν κομμουνιστικὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση προσπαθοῦσαν νὰ κόψουν καὶ νὰ ράψουν τὴν ἱστορία στὰ μέτρα τῆς ἰδεολογίας τοῦ καθεστῶτος, διεκήρυσσαν πανηγυρικὰ ὅτι ἔρχονταν νὰ γκρεμίσουν... τοὺς μύθους τοῦ παρελθόντος!

          Ἔτσι καὶ σήμερα: Νὰ γκρεμίσουμε τὸν μῦθο τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ, νὰ γκρεμίσουμε τὸν μῦθο ὅτι τὸ παιδομάζωμα ἦταν κάτι κατ’ ἀνάγκην κακό, νὰ γκρεμίσουμε τὸν μῦθο τοῦ ρόλου τοῦ Πατριαρχείου, νὰ γκρεμίσουμε τὸν μῦθο γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, νὰ γκρεμίσουμε τὸν μῦθο ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐλευθερώθηκαν μόνοι τους. Γιατί ὅλα αὐτά; Ὁ στόχος εἶναι ὁ ἴδιος πάντα: νὰ στήσουμε μιὰ ἱστορικὴ ἀφήγηση ποὺ νὰ μᾶς βολεύει περισσότερο. Δὲν ξέρουμε τί εἶναι αὐτό· ἀλλὰ σίγουρα δὲν εἶναι ἱστορία...

          Ἔρχονται λοιπὸν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ποὺ ἐπαγγέλλονται ὅτι «γκρεμίζουν μύθους» καὶ λένε, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ὁ ἑορτασμὸς τῆς ἐπετείου τῆς Ἐπανάστασης τὴν 25η Μαρτίου ἀποτελεῖ φαλκίδευση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας· ὅτι στὴν Ἁγία Λαύρα δὲν ἔγινε ἀπολύτως τίποτα· ὅτι ἡ ἐξέγερση εἶχε ξεκινήσει νωρίτερα· ὅτι, ἑπομένως, ὁ ἑορτασμὸς τὴν 25η Μαρτίου εἶναι μιὰ κατευθυνόμενη προσπάθεια νὰ συνδυαστεῖ ἡ Ἐπανάσταση μὲ τὴ θρησκεία.

          Μά, ὅσοι τὰ λένε αὐτά... παραβιάζουν ἀνοικτὲς θύρες! Ἀπὸ μία ἄποψη, ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ξεκινήσει ὄχι λίγες μέρες, ἀλλὰ ἕνα μῆνα νωρίτερα, στὶς 24 Φεβρουαρίου, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τὴν ἔναρξή της μὲ τὴν προκήρυξή του «Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος» (δὲν εἶναι ἀσφαλῶς τυχαῖο ὅτι καὶ ἐδῶ πίστη καὶ πατρίδα βρίσκονται δίπλα δίπλα). Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Πελοπόννησο, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς δὲν βρισκόταν στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 25 Μαρτίου, ἀλλὰ στὶς 17 Μαρτίου, σὲ ἐπίσημη δοξολογία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ πολιούχου τῶν Καλαβρύτων Ὁσίου Ἀλεξίου – καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἔγινε τότε ἐκεῖ κάτι σημαντικό. Τὴν ἴδια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ μεγάλη δοξολογία στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀρεόπολη οἱ Μανιᾶτες τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ποὺ στὶς 23 Μαρτίου ἀπελευθέρωσαν τὴν Καλαμάτα, τὴν πρώτη πόλη ποὺ ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Οἱ πρῶτες δὲ συγκρούσεις εἶχαν γίνει νωρίτερα.

          Γιατί, λοιπόν, ἡ 25η Μαρτίου; Μήπως ἐπειδὴ τὸ λέει ὁ Πουκεβίλ, ὁ Γάλλος αὐτὸς φιλέλληνας διπλωμάτης ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ποὺ κάνει λόγο γιὰ δοξολογία στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 25 Μαρτίου; Μὰ τὸ ἔργο τοῦ Πουκεβὶλ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἔγινε γνωστὸ στὸ ἑλληνικὸ κοινό τὸ 1890-91, ἐνῷ ἡ 25η Μαρτίου εἶχε θεσπισθεῖ ἐπισήμως ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Ἐπανάστασης «εἰς τὸ διηνεκές» πάνω ἀπὸ πενῆντα χρόνια νωρίτερα, μὲ βασιλικὸ διάταγμα τοῦ Ὄθωνα τὸ 1838.

          Καὶ τότε γιατί ἡ 25η Μαρτίου ἀγκαλιάστηκε ὡς ἡμερομηνία τῆς ἐπετείου τῆς ἐθνεγερσίας, τὴ στιγμὴ ποὺ ἦταν κοινὸ μυστικὸ ὅτι ἡ Ἐπανάσταση εἶχε τελικὰ ξεκινήσει νωρίτερα; Προφανῶς, γιατὶ ὁ ἑλληνισμὸς ἤθελε νὰ ἑορτάζει, μαζὶ μὲ τὴν Ἐπανάσταση, τὴν πίστη πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ Ἐπανάσταση.

          Ἰδοὺ καὶ μιὰ πρόσθετη ἀπόδειξη: Ἡ πρώτη ἐπέτειος τῆς ἐθνεγερσίας ἑορτάσθηκε τὸ 1822. Τότε, ἡ προσωρινὴ κυβέρνηση, ποὺ εἶχε ἕδρα της τὴν Κόρινθο, ἀποφάσισε νὰ ἑορτασθεῖ ἡ πρώτη αὐτὴ ἐπέτειος τῆς Ἐπανάστασης μὲ κάθε ἐπισημότητα. Πότε; Στὶς 2 Ἀπριλίου – ἀνήμερα τὸ Πάσχα. Ἐντελῶς διαφορετικὴ ἡμερομηνία, ἀλλὰ μὲ ἕναν κοινὸ παρονομαστή: τὴ σύμπτωση μὲ μιὰ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιατί; Μά, προφανέστατα, γιατὶ στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἡ ἐπέτειος τῆς ἐθνεγερσίας ὤφειλε νὰ εἶναι διπλῆ ἑορτή: ἑορτὴ τοῦ ἔθνους ποὺ ξεσηκώθηκε, καὶ ἑορτὴ τῆς πίστης ποὺ κράτησε τὸ ἔθνος ζωντανὸ καὶ τὸ ὁδήγησε στὸν ξεσηκωμό. Τὸ ζητούμενο δὲν ἦταν ἡ... ἡμερολογιακὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ νὰ καταδειχθεῖ ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι:

«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

 

*   *   *

 

          Ἔρχονται ὅμως κάποιοι καὶ λένε κυνικὰ καὶ κάτι ἄλλο: Οἱ Ἕλληνες δὲν ἐλευθερώθηκαν μόνοι τους· ἡ Ἐπανάσταση θὰ εἶχε ἀποτύχει, ἂν δὲν ἦταν τὸ Ναβαρῖνο· ἡ Ἐπανάσταση λοιπὸν πέτυχε, γιατὶ τὸ θέλησαν οἱ ξένοι, οἱ ἰσχυροί.

          Τί θὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτά;

          Κατὰ πρῶτον, ὅσοι νομίζουν ὅτι ἀνακαλύπτουν ξένες παρεμβάσεις στὴν Ἐπανάσταση, ἐπισείοντας πανηγυρικὰ τὸ Ναβαρῖνο, ... λένε λίγα. Νὰ προσθέσουμε, λοιπόν, τὴ συνθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας (Αὔγουστος 1828), μὲ τὴν ὁποία ὁ Μωχάμετ Ἄλυ, ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν πυροβόλων τοῦ βρετανικοῦ στόλου τοῦ Κόδρινγκτον, ἀνακάλεσε τὸν Ἰμπραὴμ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἀποστολὴ στὴν Πελοπόννησο γαλλικοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος ὑπὸ τὸν στρατάρχη Μαιζόν, ποὺ ἐξασφάλισε καὶ ἐπόπτευσε τὴν ἀποχώρηση τοῦ Ἰμπραήμ. Καὶ νὰ μὴ λησμονήσουμε καὶ τὸν ρωσοτουρκικὸ πόλεμο (1828-29), συνεπείᾳ τοῦ ὁποίου ὁ Σουλτᾶνος δεσμεύθηκε νὰ παραχωρήσει στοὺς Ἕλληνες αὐτονομία (Συνθήκη Ἁδριανούπολης, 9/1828).

          Ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχάσουμε, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶχε ξεσπάσει... τὴν πιὸ λάθος στιγμή. Λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὴν τραγῳδία τῶν ναπολεόντειων πολέμων, ποὺ εἶχαν λήξει τὸ 1815 ἔχοντας αἱματοκυλίσει τὴν Εὐρώπη, ἡ Ἱερὰ Συμμαχία εἶχε ἀναλάβει θεματοφύλακας τῆς εὐρωπαϊκῆς τάξης, θέτοντας ἐκτὸς νόμου κάθε προσπάθεια μεταβολῆς καθεστώτων καὶ συνόρων (γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ, δῆθεν, ἡ ἐπανάληψη τῆς τραγῳδίας). Καὶ τότε ἀκριβῶς... βρῆκε νὰ ξεσπάσει ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἡ ὁποία καὶ καθεστὼς γύρευε νὰ ἀνατρέψει, καὶ σύνορα νὰ μεταβάλει. Ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης προκάλεσε τὴν ὁμόφωνη ἀποδοκιμασία, ἂν ὄχι καὶ τὸ μένος τῆς Εὐρώπης.

          Εὔλογη ἡ ἀπορία: Τί ἄλλαξε ἐν τῷ μεταξύ, ὥστε νὰ φθάσουμε στὶς εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν Ἐπανάσταση παρεμβάσεις τῶν τελευταίων χρόνων; Μά, πολὺ ἁπλᾶ, ἡ Εὐρώπη συνειδητοποίησε ὅτι, ἀργὰ ἢ γρήγορα, σὲ αὐτὴ τὴ γωνιὰ τῆς εὐρωπαϊκῆς γῆς θὰ γεννιόταν ἕνα νέο κράτος. Μὲ αὐτὸ λοιπὸν τὸ δεδομένο, ποὺ ἔθετε ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων, τί νόημα εἶχε πλέον νὰ ἐπιμένουν νὰ καταδικάζουν τοὺς Ἕλληνες καὶ τὸν ἀγῶνά τους; Ἀπολύτως κανένα. Ἀπεναντίας, τὸ ὄφελος θὰ ἦταν μεγάλο γιὰ ὅποιον θὰ κατόρθωνε νά «πουλήσει» στὸ νέο αὐτὸ κράτος ποὺ γεννιόταν μιὰ κάποια «ἐκδούλευση», ὥστε αὔριο-μεθαύριο νὰ προσδοκᾷ νὰ τὸ ἔχει δεμένο στὸ δικό του ἅρμα. Κυνικό, θὰ πεῖτε. Ἀλλὰ κάπως ἔτσι, οἱ ἴδιες εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιὰ θὰ πρωτοκαταδικάσει τοὺς Ἕλληνες, ἔφθασαν στὸ τέλος νὰ ἀμιλλῶνται... ποιὰ θὰ τοὺς πρωτοευνοήσει.

          Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Σημαίνει, ἁπλᾶ, ὅτι δὲν εἶναι οἱ παρεμβάσεις τῶν ξένων ποὺ καθόρισαν τὸν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων· εἶναι ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων ποὺ καθόρισε τὶς παρεμβάσεις τῶν ξένων! Καὶ βέβαια δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ καθόρισε τὸν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων:

«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

 

*   *   *

 

          Αὐτὸ ποὺ μοιάζει πραγματικὰ δύσκολο νὰ συνειδητοποιήσουμε εἶναι ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς μιὰ περιφερειακὴ σύγκρουση σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Εὐρώπης· ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση κυριολεκτικὰ ἄλλαξε τὸν κόσμο. Κατὰ πρῶτον, σήμανε τὴν ἀρχὴ τῆς κατάρρευσης τῶν αὐτοκρατοριῶν. Πράγματι, σήμανε τὴν ἀπαρχὴ τῆς κατάρρευσης τῆς πάλαι ποτὲ κραταιᾶς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία διαλύθηκε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Ἀλλὰ καὶ ὁ ὁρκισμένος ἐχθρὸς τῆς Ἐπανάστασης, ὁ Μέττερνιχ, εἶχε δίκιο νὰ τρέμει τὸν δρόμο ποὺ ἔδειχναν οἱ Ἕλληνες. Ἂν ἀναγνωριζόταν σὲ ἕναν ἐθνικὸ πληθυσμό –ἐν προκειμένῳ στοὺς Ἕλληνες τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας– τὸ δικαίωμα νὰ κτίσει τὸ δικό του ἐθνικὸ κράτος μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπιτυχημένη ἐξέγερση, αὔριο-μεθαύριο τίποτα δὲν θὰ ἐμπόδιζε νὰ διεκδικήσουν τὸ ἴδιο δικαίωμα καὶ οἱ Οὗγγροι, οἱ Ἰταλοί, οἱ Κροάτες, οἱ Σλοβένοι, οἱ Τσέχοι, οἱ Σλοβάκοι ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς πληθυσμοὺς ποὺ βρίσκονταν μέσα στὰ ὅρια τῆς Αὐστριακῆς αὐτοκρατορίας. Πραγματικά, ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ, τὴ γῆ τὴν ἑλληνική, ἐξαπλώθηκε γρήγορα. Καὶ ΔΕΝ περιορίσθηκε μόνο στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση σήμανε λοιπὸν τὴν ἀρχὴ τῆς κατάρρευσης τῶν αὐτοκρατοριῶν.

          Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση πυροδότησε καὶ μιὰ ἄλλη ἀλλαγή, ἀκόμα μεγαλύτερη. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου ὁ σημαντικὸς ρομαντικὸς ποιητὴς καὶ συγγραφέας τοῦ 19ου αἰῶνα Πιέρ-Ἀντουὰν Λεμπρέν:

          «Τὸ πυροβόλο τοῦ Ναβαρίνου ἔγινε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς καὶ ἀνήγγειλε τὸν θρίαμβο τῆς ἰσχύος τῆς κοινῆς γνώμης, ἑδραιωμένης πάνω ἀπὸ τοὺς θρόνους, τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἀληθινῆς βασίλισσας, ποὺ διέθετε στόλους καὶ πυροβόλα, ἔδινε διαταγὲς στοὺς ναυάρχους, συνάρπαζε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἡγεμόνες καὶ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἀναγνωρίζουν τὶς νίκες της καὶ νὰ οἰκειοποιοῦνται τὶς δάφνες της».

          Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἁπλᾶ: Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἀποφάσιζαν οἱ θρόνοι, καὶ ἀκολουθοῦσαν οἱ λαοί· μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, γιὰ πρώτη ἴσως φορά, ἀποφάσισαν οἱ λαοί, καὶ ἀκολούθησαν οἱ θρόνοι. Ἀπόκειται στὴν κρίση τοῦ καθενὸς νὰ ἀξιολογήσει τὸ μέγεθος καὶ τὴ βαρύτητα αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς. Καὶ συνακόλουθα, τὸ μέγεθος καὶ τὴ βαρύτητα τῆς προσφορᾶς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Καὶ ἂν τὸ συνειδητοποιήσει αὐτό, ἂν ἀναλογισθεῖ καὶ ποιὸ ἦταν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐπανάστασης, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ νιώσει πόσο ἀληθὲς εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε, ὅτι:

«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».