Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Ἐκκλησιολογία Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας

 

Βασιλείου Ι. Τουλουμτσῆ, Μ.Δ.Ε Δογματικῆς Θεολογίας

Ὁ λίβελλος ἀποκήρυξης τῆς ἑνωτικῆς συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ὡς ἔκφραση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787)

http://aktines.blogspot.com/2022/10/1438-1439-787.html

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔχει δεδομένη, ἀδιάσπαστη καὶ ἀμετάβλητη τὴ ζωή της, ἡ ὁποία ὡς διαχρονικὴ ἀλήθεια, παραδίδεται ἀναλλοίωτα στὸ πέρασμα τοῦ συμβατικοῦ ροώδους χρόνου. Ἀρραγὲς θεμέλιο ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ παραδοθεῖσα πίστη, ἡ δογματικὴ ἔκφραση τῆς ὁποίας ὁριοθετεῖ τὴ γνησιότητα τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ βιώματος τῆς ἐν μετοχῇ γνώσης τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁποιαδήποτε διαφοροποίηση ἀπὸ τὸ ἑνοειδὲς τῆς πίστεως, σηματοδοτεῖ ἕνα διαφορετικὸ βίωμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ στὸν κόσμο. Σὲ αὐτὴν ὅμως τὴν περίπτωση ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μετατρέπεται σὲ ἕνα σύνολο ἀπόψεων περὶ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ὅμως κατ’ οὐσίαν οὐδόλως περιγράφουν τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ διάφορα εἴδωλά Του, τὰ ὁποῖα κατασκεύασε ὁ σκοτισμένος ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ σκοτισμοῦ του. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ κάθε αἵρεση ἀποτελεῖ ἐν τέλει μία συνεπῆ εἰδωλολατρεία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ αἰτιολογεῖ τὸν τρόπο, βάσει τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας στὴ διαχρονία του, μέσῳ τῶν δογματικῶν του αἰσθητηρίων, ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀκολούθως ἀντιμετωπίζει κάθε τέτοια ἐκτροπή.

Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787), ἡ ὁποία  κλήθηκε νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐκκλησιαστικὸ τρόπο τὴν αἵρεση της εἰκονομαχίας καὶ τίς ποικίλες συνέπειές της. Πρὶν ὅμως προβεῖ στὴ θεολογικὴ τεκμηρίωση τοῦ ἐξεικονισμοῦ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του, προέβη στὴ διερεύνηση τοῦ ζητήματος τῆς ἀποκατάστασης ἢ μὴ τῆς ἀρχιερωσύνης τῶν μετανοημένων πρώην αἱρετικῶν εἰκονομάχων ἐπισκόπων, ζήτημα τὸ ὁποῖο ἐξετάστηκε στὴ βάση τῆς συμφωνίας αὐτῶν μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Μελετῶντας κανεὶς τὰ Πρακτικά της Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως τὴν θεολογικὴ σοβαρότητα, μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τὴν εἰκονομαχικὴ πρόκληση. Δὲν ἐπιχείρησε νὰ συμβιβάσει καταστάσεις μὲ μεθόδους κοινωνικῆς συμφιλίωσης, ἀλλὰ ἐνήργησε θεραπευτικὰ ἐπὶ τῇ βάσει συγκεκριμένων ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων. Ὁ ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικὸς χαρακτῆρας τῶν ἐνεργειῶν τῆς Συνόδου, τὴν κατέστησε ἔκτοτε ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς στὸν τρόπο ἀποδοχῆς αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν κληρικῶν[1].

Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἐξαρχῆς δὲν τέθηκε ὡς στόχος ἡ ἀπροϋπόθετη - ἀριθμητικὴ ἁπλῶς-  ἐνσωμάτωση τῶν εἰκονομάχων ἐπισκόπων, ὥστε σὲ δεύτερο ἐπίπεδο νὰ ἐπιχειρεῖται ἐρασιτεχνικὰ ἡ εὕρεση βολικῆς καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν πειστικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἀλλὰ ἡ πορεία ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἀντίθετη. Ὅσοι ἐπίσκοποι μετανόησαν γιὰ τὴν δογματική τους ἐκτροπή, ἔχοντας δεδομένη τὴ χειροτονία τους ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι σὲ χαρισματικὰ ἀνυπόστατες (καταδικασμένες συνοδικὰ) ὁμάδες, ἐξετάστηκαν ὡς πρὸς τὸ φρόνημα, ἐξακριβώθηκε τὸ εἰλικρινὲς τῶν προθέσεών τους καὶ ἔπειτα ἀνέγνωσαν λίβελλο κατὰ τῆς αἱρέσεως, ὅπου ἐκτὸς τῶν ἄλλων δεσμεύονταν νὰ μὴν ταλαιπωρήσουν ἐκ νέου τὴν Ἐκκλησία μὲ διασπαστικὲς κινήσεις καὶ αἱρετικὲς διδασκαλίες.

Ὑπὸ αὐτὲς τίς προϋποθέσεις ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σύσσωμα καὶ ὁμόψυχα, ἀποφάνθηκε γιὰ τὸ θετικὸ τῆς ἀποδοχῆς τῶν μετανοημένων πρώην αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Ἐν συνεχείᾳ, τὸ συνοδικὸ σῶμα ἀποδέχθηκε ὑπὸ ἄλλη διατύπωση πλέον τοὺς ἀνωτέρῳ ἀρχιερεῖς: «ὁ θεὸς καλῶς ἤνεγκε τοὺς ὀρθοδόξους»[2], ὥστε ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, νὰ ἀκροαστοῦν τίς ἐπιστολὲς πίστεως τῶν λοιπῶν πατριαρχικῶν θρόνων καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ προχωρήσουν στὸ λοιπὸ ἔργο τῆς Συνόδου, αὐτὸ τῆς ἀποσαφήνισης τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας καὶ τῆς καταδίκης τῆς εἰκονομαχίας· τῆς ἐπιβεβαίωσης καὶ ἀνάδειξης δηλαδὴ τῆς ἑνιαίας παράδοσης, ἡ ὁποία ἐπιχειρήθηκε, ἀπὸ πλευρᾶς τῶν αἱρετικῶν, νὰ τεθεῖ στὸ περιθώριο.

Οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ἔγιναν ἐν τέλει δεκτοὶ δίχως ἀναχειροτονία, βάσει τῆς χειροτονίας ποὺ ἔλαβαν στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, συνεπῶς τῆς ὑπαρκτῆς, ὑποστατῆς ἀρχιερωσύνης τους. Ἄν ἡ βασικότατη αὐτὴ προϋπόθεση θεωρητικὰ ἀπουσίαζε, τότε προφανέστατα ἡ Σύνοδος δὲν θὰ εἶχε κανέναν λόγο καὶ καμία ἐκκλησιολογικὴ βάση νὰ προχωρήσει στὸ ἑπόμενο στάδιο, αὐτὸ τῆς ἐξέταση τοῦ φρονήματος, ἐφόσον οἱ αἰτοῦντες θὰ βρίσκονταν στὶς τάξεις τῶν λαϊκῶν.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο καὶ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀντιμετώπιση, ὡς πρὸς τίς ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις, συναντᾷ κανεὶς σὲ ἕναν λίβελλο τοῦ 1464[3] πρὸς τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο Α΄. Ὁ ἐν λόγῳ λίβελλος ἀφοροῦσε δήλωση μετανοίας ἑνωτικῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὴν ψευδο-σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας «καὶ τὸ συμπέρασμα ἐκείνης τῆς συνόδου, ἤγουν τὴν ἕνωσιν μετὰ λατινικῶν δογμάτων καὶ τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης (σημ. ἡμ. προσθήκη τοῦ filioque στὸ σύμβολο Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως) καὶ τῶν ἄλλων ὧν ὁ ἐκεῖσε ὅρος διαλαμβάνει...»[4]. Μάλιστα δέ, στὸ κείμενο ποὺ παραδίδει τὸ χειρόγραφο Ξενοφῶντος 70, προκύπτει ὅτι ὑπῆρχε καὶ διαμορφωμένο τυπικὸ ἀποδοχῆς γιὰ τὶς συγκεκριμένες περιπτώσεις, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, «περὶ τῶν ἀπὸ προαιρέσεως ἀρνησαμένων καὶ πάλιν ἐπιστρεφόντων»[5]. Στὸ σῶμα τοῦ συγκεκριμένου τυπικοῦ εἶναι πυκνὲς καὶ ἐπαναλαμβανόμενες οἱ ἀναφορὲς πρὸς τὸν ἀποστατήσαντα κληρικὸ περὶ ἐπιστροφῆς καὶ διὰ μετανοίας «ἐπανόδου αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθοροποιοῦ πλάνης» μὲ τὴν ρητὴ ἐρώτηση: «ἀποβάλλῃ τὴν πλάνην εἰς ἥν ηὐτομόλησας ἢ ἐβιάσθης;», ποὺ πρόδηλα προϋποθέτουν τὴν ὕπαρξη ὑποστατῆς ἱερωσύνης πρὶν τὴν προσχώρηση αὐτοῦ στὴν λατινικὴ αἱρετικὴ διδασκαλία.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἐξέταση τοῦ ζητήματος ἀποδοχῆς μετανοημένου κληρικοῦ προϋποθέτει ἀπαραίτητα ὑποστατὴ χειροτονία, ὁ λίβελλος δὲν ἀναφέρεται σὲ λατίνους κληρικούς, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ σὲ ὀρθόδοξους κληρικοὺς ποὺ λατίνισαν. Ἐπ' αὐτοῦ ἀναφέρεται ρητὰ στὸν λίβελλο: «...τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῶν Γραικῶν (Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) ἀποκεκομμένος καὶ ἐκκήρυκτος ὀφθείην, ἐν ᾗ καὶ ἐγεννήθην καὶ ἀνετράφην καὶ ἱερώθην καὶ ἣν ἁγίαν καὶ ὀρθόδοξον καὶ φρονῶ καὶ κηρύττω».

Ἀπολογεῖται ὁ μετανοημένος ὅτι «εἰ γὰρ ἔδοξα κἀκεῖνα τὰ λατινικὰ παραδέξασθαι, ἀλλ’ ὡς σύμφωνα νομίσας τοῖς πρεσβευομένοις παρὰ τῶν Γραικῶν ἐκκλησίας ὀρθοδόξοις δόγμασιν, ὡς οἱ ἐκεῖσε ταῦτα δόξαντες κρίνειν αὐτὰ ἀπεφήναντο, ταῦτα παρεδεξάμην». Ἔπειτα ἀναφέρεται στὴν συνειδητοποίηση καὶ παραδοχὴ τοῦ σφάλματος στὸ ὁποῖο ὑπέπεσε, γεγονὸς ποὺ βιώνει ὡς ἀβάστακτο βάρος: «τὴν δὲ ἀπὸ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καὶ ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῶν Γραικῶν ἐκκοπὴν οὐ φορητὴν ἡγούμενος», ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν διατύπωση τοῦ αἰτήματος πρὸς τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ σύνοδο «ἵνα μοὶ εὐεργετήσῃ συγγνώμην ἐφ' οἷς ἐπλανήθην καὶ ἔστερξα καὶ ἐφρόνησα μέχρις οὗ εἶπον καιροῦ καὶ δωρήσηταί μοι παραδοχὴν ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ καὶ συγχώρησιν τῆς ἱερωσύνης καὶ τὸ ἐνεργεῖν αὐτήν».

Κατόπιν τούτων ἀναφέρεται ὅτι ἡ σύνοδος τῶν πανιερωτάτων ἀρχιερέων αἰτήθηκε τὴν κατάθεση ἔγγραφης ὁμολογίας, στὴν ὁποία ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς δεσμευτικά: «μετὰ πάσης μου γνώμης καὶ προαιρέσεως ἐπὶ μάρτυρι τῷ θεῷ καὶ τοῖς ἁγίοις ἀγγέλοις καὶ πᾶσι τοῖς ἁγίοις, ὁμολογῶ καρδίᾳ καὶ στόματι χωρὶς τινὸς ὑποκρύψεως καὶ τοῦ ἄλλα μὲν φρονεῖν, ἄλλα δὲ λέγειν, καὶ φρονῶ καθὼς ὁμολογεῖ ἄνωθεν ἡ ἁγία καθολικὴ ἐκκλησία τῶν Γραικῶν, ὅτι ὁ πατὴρ ἄναρχος καὶ ἀναίτιος, αἴτιος δὲ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ πνεύματος, τοῦ μὲν γεννητῶς, τοῦ δὲ ἐκπορευτῶς [...] τοῦ υἱοῦ φωνῆς μηδόλως εἰσαγούσης τὸν υἱὸν αἴτιον εἶναι ἢ καθ’ ἑαυτόν, ἢ μετὰ τοῦ πατρός, ὡς εἶναι τὸν υἱὸν καὶ τὸν πατέρα [...] καὶ ἀλλόκοτον ὑπόληψιν [...] καὶ μίαν ἀρχὴν τοῦ πνεύματος. Τοῦτο γὰρ τῆς λατινικῆς ὅν δόξης ἀποβάλλομαι καὶ ἀθετῶ καὶ ἀποστρέφομαι, τοὺς δὲ τοῦτο φρονοῦντας ἀκοινωνήτους ἔχω καὶ ἀποβλήτους καὶ πόρρω τῆς τῶν χριστιανῶν ὀρθοδόξου πίστεως· διὰ τοῦτο καὶ τὴν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκην κακῶς καὶ ἀθέσμως ὁμολογῶ γεγονέναι καὶ ἀποκηρύττω καὶ ἄλλον πᾶν ἔθος τῆς τῶν Λατίνων ἐκκλησίας ἀθετῶ καὶ ἀποστρέφομαι καὶ πάντα κατὰ τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας παρά τινων γεγονότα συγγράμματα καὶ τῆς δόξης  καὶ τῶν ἐθῶν αὐτῆς ἀθετῶ καὶ ἀποστρέφομαι· καὶ ἄλλην πᾶσαν καὶ παντοίαν αἵρεσιν ἀποβληθεῖσαν καὶ ἀναθεματισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν ἑπτὰ συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν ἀναθεματίζω καὶ αὐτὸς καὶ ἀποστρέφομαι , ὥσπερ καὶ τὴν κακοδοξίαν Βαρλαάμ τε καὶ Ἀκινδύνου καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῖς· ἐξέχομαι δὲ ὁλοσχερῶς τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν δογμάτων καὶ διδαγμάτων. Δοξάζων καὶ φρονῶν ὅσα ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ τῶν Γραικῶν ἐκκλησία δοξάζει καὶ φρονεῖ, ταύτην μου τὴν ὁμολογίαν ὅλῳ νῷ καὶ ὑπογράφων, παραδίδωμι τῷ παναγιωτάτῳ μου δεσπότῃ καὶ αὐθέντη τῷ οἰκουμενικῷ πατριάρχῃ, καὶ δι’ αὐτοῦ τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ, μεθ’ ἧς καὶ βιώσαιμι καὶ ἀποβιώσαιμι τῇ τοῦ θεοῦ ἰσχύι ἐνδυναμούμενος πρεσβείαις τῆς θεοτόκου. Ἀμήν».

Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ λιβέλλου καθίσταται σαφές, ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ μόνο θεμέλιο ὁποιασδήποτε ἑνότητας καὶ τὸ ἀδιαπραγμάτευτο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνήκειν στὴν Ἐκκλησία[6]. Ἡ ὁποιαδήποτε διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν καθολικότητα τῆς πίστεως τοποθετεῖ τὸν φορέα της ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη κι ἂν θεσμικὰ φαίνεται κάτι διαφορετικό. Αὐτὸ ἄλλωστε ὁμολόγησε καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἀγκύρας Βασίλειος, καταθέτοντας ἔγγραφη ὁμολογία ἐνώπιον τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, αἰτούμενος νὰ γίνει ἐκ νέου δεκτὸς στὴν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς ὁποίας σαφῶς εἶχε διαφοροποιηθεῖ: «Ὅθεν καὶ ἐγὼ Βασίλειος ἐπίσκοπος πόλεως Ἀγκύρας προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ Ἀδριανῷ τε τῷ ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ Ταρασίῳ τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ τοῖς τε ἁγιωτάτοις ἀποστολικοῖς θρόνοις, λέγω δὴ Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ τῆς ἁγίας πόλεως, ἀλλὰ μὴν καὶ πᾶσι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀρχιερεῦσι τε καὶ ἱερεῦσι...»[7].

Ἐπιπρόσθετα, ὁ πατριάρχης Γεννάδιος, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἀποστέλλει πρὸς τὸν σιναΐτη μοναχὸ Ἰωακεὶμ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1455, παρουσιάζει μὲ ἀκρίβεια τὸ ἐμπροϋπόθετο πλαίσιο τῆς ἀποδοχῆς καὶ ἀποκατάστασης, βάσει τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεραπεύει καὶ εἰρηνεύει παρόμοιες καταστάσεις, μὲ ἔμφαση στὸ φρόνημα τοῦ ἱερέως: «Ἐὰν ἔλθη τις ἱερομόναχος, ἢ κοσμικὸς ἱερεύς, ἢ διάκονος ἀπὸ τῆς Κρήτης, ἢ τῆς Πελοποννήσου, ἢ τῶν ἄλλων νήσων τοῦ γένους ἡμῶν ἔχετε δὲ ἀμφιβολίαν τινὰ ἢ περὶ τοῦ χειροτονήσαντος αὐτόν, μή ποτε ἐφρόνει τὰ τῶν Λατίνων, ἢ περὶ αὐτοῦ τοῦ ἱερωμένου, μή ποτε συνελειτούργησεν ἢ ἐμνημόνευσέ τινα ἀπ’ ἐκείνου τοῦ μέρους, ἢ ἐάν τι γινώσκητε καὶ φανερῶς, ὅμως θέλει νὰ καρτερήσῃ εἰς τὸ μοναστήριον ὁ τοιοῦτος καὶ ποιήσῃ μετάνοιαν καὶ δώσῃ ὁμολογίαν καὶ ὑπόσχεσιν, καὶ τότε δέχεσθε αὐτὸν εἰς ἱερέα καὶ συλλειτουργεῖτε αὐτῷ. Καὶ τοῦτο οὐ λέγομεν μόνον διὰ τὴν χρείαν τοῦ μοναστηρίου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἀλήθειαν καὶ τάξιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ὅπερ ἐποιήσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ πατριαρχεῖον, ὅτι πάντας τοὺς τοιούτους, ὅσοι ἔδωκαν ὁμολογίαν, ἐδεξάμεθα αὐτῶν τὴν μετάνοιαν, καὶ εἰρηνεύσαμεν τὸν κόσμον»[8].

Στὶς ἀνωτέρω διαφορετικὲς μὲν περιπτώσεις καὶ καταστάσεις, ἐντοπίζεται πανομοιότυπο τὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο ἀποδοχῆς τῆς μετάνοιας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀποκατάστασης ἱερέων καὶ ἐπισκόπων ποὺ ἐξέπεσαν τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀνωτέρω πλαίσιο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν κριτήρια καὶ προϋποθέσεις, ἀποτελεῖ τὴν παγιωμένη πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐνεργεῖ θεραπευτικὰ στὶς διαβρωμένες καταστάσεις, ὄντας ἡ συνεπὴς ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας. Ὁ τρόπος αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν δύναται νὰ ἀναγνωρίσει ἔγκυρα καὶ ὑποστατὰ μυστήρια ἐκτὸς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, συνιστᾷ τὴν ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ταυτότητας καὶ τῆς φύσεώς της, «πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φανερώνει σὲ κάθε περίπτωση τὸ τί εἶναι καὶ τὸ τί δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Καὶ αὐτό, διότι τὰ μυστήρια καὶ ἡ κοινωνία τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν ἀποκλειστικὸ "κτῆμα" καὶ περιεχόμενο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε περιέχουσα καὶ ποτὲ περιεχόμενο»[9].

Τέλος, πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι ἡ ἐν γένει συνοδικὴ πράξη ἀναφέρεται σὲ ἀποκατάσταση καὶ ὄχι σὲ ἀναγνώριση τῆς ἱερωσύνης, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι ἐντέχνως συνηθίζεται σήμερα νὰ χαρακτηρίζεται ὡς ἀπόδοση "ὑπόστασης" καὶ κανονικότητας στὴν κατὰ τὰ ἄλλα ἀνυπόστατη ἱερωσύνη. Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα τὸ ἀντικανονικὸ καὶ ἄλλο τὸ ἀνυπόστατο, παρὰ τὴν συχνὰ παρατηρούμενη συνειδητὴ ἢ ἀσυνείδητη ταύτιση τῶν δύο ὅρων καὶ καταστάσεων.

 

[1] Ἐπ' αὐτοῦ βλ. τὴν σχετικὴ μελέτη, Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής, Τὸ Ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο καὶ οἱ προϋποθέσεις ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικά της Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἡ πίστη ὡς θεμέλιο ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 2022.

[2]Πρᾶξις γ΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Prima, Concilii actiones I-III, Berlin - Boston: De Gruyter, 2008, (= Lamberz Ι), σελ. 232.

[3] Γιὰ ἐπιπλέον στοιχεῖα βλ. σχετικῶς τὴν σπουδαία μελέτη, Ἀρχιμ. Νεκταρίου Δ. Καρσιώτη, Ἡ Σύνοδος Φερράρας -Φλωρεντίας ἀπὸ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ὅρου ἑνώσεως ἕως καὶ τῆς καταργήσεώς αὐτοῦ, Ἀθήνα 2020, σελ. 482.  Ὅπως ἀναφέρεται στὴν μελέτη τοῦ π. Νεκταρίου, ὁ λίβελλος αὐτὸς βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νεκτάριο πρὶν τὸ ἔτος 1669 καὶ ἀντιγράφηκε ἀπὸ τὸν διάκονό του Δοσίθεο.

[4] Βλ. Ἀρχιμ. Νεκταρίου Δ. Καρσιώτη, Ἡ Σύνοδος Φερράρας -Φλωρεντίας, σελ. 483. Πρβλ. Νεκταρίου Ἱεροσολύμων, Περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ πάπα ἀντίρρησις, Ἰάσιον 1682, σελ. 231-232.

[5] Γιὰ τὴν μεταγραφὴ τοῦ χειρογράφου βλ. Marie-Hélène Blanchet, Une acolouthie inédite pour la réconciliation des apostats attribuée au patriarche Gennadios II édition princeps et commentaire, The Patriarchate of Constantinople in Context and Comparison, edited by Christian Gastgeber, Ekaterini Mitsiou, Johannes Preiser - Kapeller and Vratislav Zervan, Austrian Academy of Sciences Press, Vienna 2017, p. 183 - 196.

[6] Στὸν ἀντίποδα τῆς παρούσας θεμελιώδους ἀρχῆς περὶ οὐσιαστικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας στέκουν οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ προοπτικὲς τῆς οἰκουμενικῆς θεολογίας, οἱ ὁποῖες κάνουν λόγο γιὰ «ἑνότητα ἐν τῇ ἑτερότητι καὶ μέσῳ τῆς ἑτερότητας» καὶ συναφῶς γιὰ τὴν ἀποδοχὴ δογματικῆς ποικιλίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ  σχῆμα οἱ διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες ἀποτελοῦν τίς ἰδιαίτερες ἐκφράσεις τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τῆς μίας Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ μὲ ἀπόλυτη προτεραιότητα τὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπὸ τὸ σύνθημα τοῦ Y. Congar, «ἑνότητα στὴν πίστη καὶ ἑτερότητα στὶς διατυπώσεις».  Γιὰ περισσότερα βλ. Rosino Gibellini, Θεολογία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, μτφρ. Παναγιώτης Ἀρ. Ὑφαντῆς, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, σελ. 607-648.

[7] Πρᾶξις Α΄, Lamberz Ι, σελ. 50.

[8] Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, Ἅπαντα τὰ εὑρισκόμενα, ἐπιμ. L. Petit. - X. Siderides - M. Jugie, Oeuvres Complètes de Gennade Scholarios, τόμ. 4, ἔκδ. Maison de la Bonne Presse, Paris 1935, σελ. 206.

[9] Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής, Τὸ Ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο καὶ οἱ προϋποθέσεις ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σελ. 12.