Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Christine Εmba, Ὁ ἀληθινὸς λόγος ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν κάνουν παιδιὰ

 

Ὁ ἀληθινὸς λόγος ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν κάνουν παιδιά

Christine Εmba The Atlantic, 1.8.2024

https://enromiosini.gr/arthrografia/o-alithinos-logos-poy/

Τὰ δεδομένα της λεγόμενης κρίσης ὑπογεννητικότητας εἶναι πολὺ γνωστά: οἱ γεννήσεις στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες παρουσιάζουν πτωτικὴ τάση ἐδῶ καὶ δύο δεκαετίες καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ ἄλλες εὔπορες χῶρες βιώνουν τὸ ἴδιο. Μεταξὺ τῶν προτάσεων γιὰ τὴν ἀντιστροφὴ τῆς τάσης, ἡ συμβατικὴ σοφία λέει ὅτι ἂν τὸ κράτος προσέφερε περισσότερη οἰκονομικὴ στήριξη στοὺς γονεῖς, τὰ ποσοστὰ γεννήσεων θὰ ἄρχιζαν νὰ αὐξάνονται καὶ πάλι.

Τί γίνεται ὅμως ἂν αὐτὴ ἡ σοφία σφάλλει; Τὸ 1960, οἱ Ἀμερικανίδες ἔκαναν κατὰ μέσο ὅρο 3,6 παιδιά. Τὸ 2023, ὁ συνολικὸς δείκτης γονιμότητας (ὁ μέσος ἀριθμὸς παιδιῶν ποὺ μιὰ γυναῖκα ἀναμένει νὰ ἀποκτήσει στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς της) ἦταν 1,62, ὁ χαμηλότερος ποὺ ἔχει καταγραφεῖ ποτὲ καὶ πολὺ κάτω ἀπὸ τὸ ποσοστὸ ἀντικατάστασης 2,1. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ ποσοστὰ ἀτεκνίας αὐξάνονται: τὸ 2018, περισσότερες ἀπὸ μία στὶς ἑπτὰ γυναῖκες ἡλικίας 40 ἕως 44 ἐτῶν δὲν εἶχαν βιολογικὰ παιδιά, σὲ σύγκριση μὲ μόλις μία στὶς 10 τὸ 1976. Καὶ σύμφωνα μὲ νέα ἔκθεση τοῦ Pew Research Center, τὸ ποσοστὸ τῶν Ἀμερικανῶν ἐνηλίκων ἡλικίας κάτω τῶν 50 ἐτῶν ποὺ δηλώνουν ὅτι εἶναι ἀπίθανο νὰ ἀποκτήσουν ποτὲ παιδιὰ αὐξήθηκε κατὰ 10 ποσοστιαῖες μονάδες μεταξὺ 2018 καὶ 2023, στὸ 47%. Στὸν κυρίαρχο ἀμερικανικὸ λόγο, οἱ ἐξηγήσεις γιὰ αὐτὲς τὶς τάσεις τείνουν νὰ ἐπικεντρώνονται στοὺς οἰκονομικοὺς περιορισμούς: οἱ ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ μὴν κάνουν παιδιὰ λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ κόστους τῆς παιδικῆς φροντίδας, λόγῳ τῶν περιορισμῶν στὶς γονικὲς ἄδειες καὶ λόγῳ τοῦ μισθολογικοῦ μειονεκτήματος ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ μητέρες. Ὁρισμένοι ὑπεύθυνοι (καὶ κάποιοι ἀνήσυχοι πολῖτες) ὑποστηρίζουν ὅτι μὲ δαπανηρὲς κρατικὲς παρεμβάσεις αὐτὴ ἡ στάση τῶν ἀνθρώπων εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξει.

Ὅμως τὰ δεδομένα ἀπὸ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου, συμπεριλαμβανομένων τῶν χωρῶν μὲ γενναιόδωρη οἰκογενειακὴ πολιτική, δείχνουν τὸ ἀντίθετο. Σήμερα ὅλες οἱ χῶρες τοῦ ΟΟΣΑ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ, ἔχουν ποσοστὸ γονιμότητας κάτω ἀπὸ τὴν ἀναπλήρωση, καὶ ἡ ταχύτητα τῆς μείωσης κατὰ τὴν τελευταία δεκαετία ἔχει ξεπεράσει τὶς προβολές των δημογράφων. Τὸ 2022, ὁ μέσος δείκτης γονιμότητας τῶν χωρῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἦταν 1,46. Τὸ 2023, ὁ δείκτης τῆς Νότιας Κορέας ἦταν 0,72, ὁ χαμηλότερος στὸν κόσμο.

Ἡ Νότιος Κορέα ἔχει δαπανήσει περισσότερα ἀπὸ 200 δισεκατομμύρια δολάρια τὰ τελευταῖα 16 χρόνια σὲ μέτρα γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς γονιμότητας, ὅπως σὲ ἐπιδόματα τέκνων, διευρυμένες γονικὲς ἄδειες καὶ προγεννητικὴ φροντίδα, ὡστόσο ὁ δείκτης γονιμότητας τῆς χώρας μειώθηκε κατὰ 25% σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα. Ἡ Γαλλία δαπανᾶ ὑψηλότερο ποσοστὸ τοῦ ΑΕΠ της γιὰ τὴν οἰκογένεια ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη χώρα-μέλος τοῦ ΟΟΣΑ, ἀλλὰ πέρυσι σημείωσε τὸν χαμηλότερο ἀριθμὸ γεννήσεων ἀπὸ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἀκόμη καὶ οἱ σκανδιναβικὲς χῶρες, μὲ τὸ ἑδραιωμένο ἀπὸ καιρὸ προνοιακὸ κράτος τους, τὶς ἐγγυήσεις γιὰ τὴ φροντίδα τῶν παιδιῶν καὶ τὶς παρατεταμένες γονικὲς ἄδειες, βιώνουν ἀπότομη μείωση τῆς γονιμότητας.

Τὰ μέτρα ποὺ καθιστοῦν τὴ ζωὴ τῶν γονέων εὐκολότερη καὶ λιγότερο δαπανηρὴ εἶναι ἀσφαλῶς σημαντικά. Ἀλλὰ μέχρι στιγμῆς, δὲν ἔχουν βελτιώσει τὰ χαμηλὰ ποσοστὰ γονιμότητας τῶν περισσότερων χωρῶν. Αὐτὸ ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἄλλου, ἐλάχιστα συζητημένου λόγου ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν κάνουν παιδιά, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔχω καταλήξει νὰ πιστεύω, ἔχει πολὺ μικρὴ σχέση μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰ βαθιὰ ἀλλὰ μὴ μετρήσιμη ἀνθρώπινη ἀνάγκη.

Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ νόημα. Στὴν προσπάθειά τους νὰ λύσουν τὸν γρῖφο τῆς γονιμότητας, διάφοροι στοχαστὲς ἔχουν ἀναφερθεῖ στὶς ἀνησυχίες τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὰ οἰκονομικά τους, τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, τὴν πολιτικὴ ἀστάθεια ἢ ἀκόμη καὶ ἕναν ἐπικείμενο πόλεμο. Ὅμως ἀκούγοντας προσεκτικὰ τί οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι λένε, ἔχω ἐντοπίσει ἕνα εὐρύτερο νῆμα ἀβεβαιότητας – ὡς πρὸς τὴν ἀξία τῆς ἴδιας ζωῆς καὶ τὸν λόγο τῆς ὕπαρξης μας. Πολλοὶ ἀπὸ τὴ σημερινὴ γενιὰ τῶν νέων δὲν φαίνονται βέβαιοι ὅτι ἡ δική τους ζωὴ ἔχει ἕναν σκοπὸ ἢ ἡ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητας γενικότερα, πόσο μᾶλλον ἡ ζωὴ ἑνὸς καινούργιου παιδιοῦ. Ἴσως γιὰ πολλούς, ἐλλείψει αὐτῆς τῆς σαφοῦς αἴσθησης τοῦ νοήματος, οἱ δυσκολίες τῆς ἀνατροφῆς νὰ βαραίνουν στὴ ζυγαριὰ περισσότερο ἀπὸ τὸ ὅποιο ἐπίδομα μπορεῖ νὰ τοὺς προσφέρει τὸ κράτος.

Τὴ δεκαετία τοῦ 1960, ὁ νομπελίστας οἰκονομολόγος Γκάρυ Μπέκερ διατύπωσε τὴ θεωρία ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν νοικοκυριῶν, συμπεριλαμβανομένων αὐτῶν περὶ τεκνοποίησης, εἶναι ἀναλύσιμες ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς οἰκονομίας. Πιὸ συγκεκριμένα, τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ παρομοιαστοῦν μὲ ἀγαθά, ὅπως ἕνα σπίτι ἢ ἕνα αὐτοκίνητο. Ὁ ἀριθμός τους ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δυνατότητα τῶν γονέων νὰ τοὺς διαθέσουν χρόνο καὶ χρῆμα. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ λογική, ἂν τὰ ἀγαθὰ γίνουν προσιτότερα –μέσῳ ἐπιδομάτων, ἐγγυήσεων ἐπιστροφῆς στὴν ἐπαγγελματικὴ σταδιοδρομία καὶ ἄλλων οἰκονομικῶν κινήτρων– αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὠθήσει τοὺς γονεῖς νὰ κάνουν περισσότερα παιδιά.

Οἱ κυβερνήσεις γενικὰ ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν παραδοχὴ ὅταν δρομολογοῦν μέτρα προνοιακοῦ χαρακτῆρα. Ὅμως δύο νέα βιβλία ποὺ διερευνοῦν τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι κάνουν ἢ δὲν κάνουν παιδιά –ἔργα ποὺ προσεγγίζουν τὸ ζήτημα ἀπὸ ἐντελῶς ἄλλη σκοπιά– ὑποδηλώνουν ὅτι ἡ μέθοδος αὐτὴ εἶναι λανθασμένη.

Στὸ βιβλίο τῆς Hannah’s Children: The Women Quietly Defying the Birth Dearth, ἡ Κάθριν Ροὺθ Πάκαλουκ, οἰκονομολόγος καὶ καθολικὴ μητέρα ὀκτὼ παιδιῶν, συγκέντρωσε συνεντεύξεις 55 γυναικῶν ἀπὸ ὅλες τις Ἡνωμένες Πολιτεῖες ποὺ ἔχουν πέντε ἢ περισσότερα παιδιά – πρόκειται γιὰ μιὰ ποιοτικὴ μελέτη μὲ μητέρες ποὺ ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ χαμηλοῦ ποσοστοῦ γεννήσεων. Τὴ συγγραφέα καὶ τὶς ἀσυνήθιστες συνομιλήτριές της (μόνο τὸ 5% περίπου τῶν μητέρων στὶς ΗΠΑ ἔχουν πέντε ἢ περισσότερα παιδιὰ) συνδέει ἡ κοινὴ βεβαιότητα ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ἀγαθὸ καὶ ὅτι ἡ ἀνατροφή τους εἶναι δραστηριότητα μὲ θετικὸ νόημα.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι πολὺ λιγότερο σίγουροι. Στὸ βιβλίο τους What Are Children For? On Ambivalence and Choice, Ἀναστάζια Μπέργκ, πανεπιστημιακὸς καὶ συντάκτρια τοῦ περιοδικοῦ The Point, καὶ Ρέητσελ Γουάϊζμαν, συντάκτρια τοῦ ἴδιου ἐντύπου, ἐκκινοῦν ἀπὸ τὴ λογοτεχνία, τὴ φιλοσοφία καὶ διάφορα ἀντιτεκνοποιητικὰ γραπτὰ γιὰ νὰ θέσουν τὸ ἐρώτημα ἂν ἀξίζει κἂν νὰ κάνει κάποιος παιδιά. Μιὰ τέτοια ἀπόφαση περιγράφεται ὡς «παραλυτικὴ» καὶ «ἀγχωτική», ὡς πρόξενος μάλιστα τρόμου, ἂν καὶ οἱ συγγραφεῖς προσωπικὰ βρίσκουν μιὰ ἄκρη στὸ τέλος). Ὡστόσο τὸ βιβλίο τους ἀπηχεῖ τὸ βιβλίο τῆς Πάκαλουκ σὲ ἕνα ἐντυπωσιακὸ σημεῖο: Καὶ τὰ δύο ἔργα μοιράζονται τὴν ἄποψη ὅτι ἀπὸ τὴν τρέχουσα πολιτικὴ στρατηγικὴ γιὰ τὴν ἐνθάρρυνση τῶν ἀνθρώπων νὰ κάνουν παιδιὰ λείπει ἕνα κρίσιμο στοιχεῖο. «Ὅσο ἑλκυστικὴ καὶ ἂν μοιάζει ἡ οἰκονομικὴ προσέγγιση ὡς λύση στὸ αἴνιγμα τῆς αὐξανόμενης ἀμφιθυμίας ὡς πρὸς τὴν ἀπόκτηση παιδιῶν, εἶναι στὴν καλύτερη περίπτωση μιὰ προσέγγιση μερική», γράφουν οἱ Μπὲργκ καὶ Γουάϊζμαν. Ἡ Πάκαλουκ πάλι παρατηρεῖ: «Τὰ χρηματικὰ κίνητρα καὶ οἱ φορολογικὲς ἐλαφρύνσεις δὲν πρόκειται νὰ πείσουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι θὰ κάνουν κάτι τέτοιο μόνο χάριν τοῦ Θεοῦ, τῶν οἰκογένειών τους καὶ τῶν μελλοντικῶν τους τέκνων». Μὲ ἄλλα λόγια, κανένα χρηματικὸ ποσὸ ἢ βοήθημα δὲν θὰ ἐμπνεύσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν παιδιά – ἐκτὸς ἂν ἔχουν κάποια βαθύτερη βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ἔχει νόημα.

Σὲ πολλοὺς κύκλους, αὐτὸ τὸ εἶδος βεβαιότητας εἶναι πλέον ἄπιαστο. Πράγματι, οἱ Μπὲργκ καὶ Γουάϊζμαν ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἀντίθετό της: τὸ ἄγχος ἂν ἡ τεκνοποίηση εἶναι κάτι καλὸ ἢ ἂν εἶναι κάτι καταπιεστικό, μιὰ ἀπόφαση ποὺ μπορεῖ νὰ στερήσει ἀπὸ ἕνα ἄτομο τὴν ἀτομική του ὁλοκλήρωση ἢ ἀκόμη καὶ νὰ κάνει τὸν κόσμο χειρότερο μακροπρόθεσμα, συμβάλλοντας, γιὰ παράδειγμα, στὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, στὸν ὑπερπληθυσμὸ ἢ στὴ συνέχιση τῶν ὀπισθοδρομικῶν προτύπων τῶν φύλων. «Τὸ νὰ γίνεις γονιός», γράφουν, «ἴσως μοιάζει λιγότερο μὲ μετάβαση καὶ περισσότερο μὲ γκρεμοτσάκισμα».

Οἱ συγγραφεῖς συζητοῦν τοὺς συνήθεις λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ νέοι καθυστεροῦν ἢ παραλείπουν ἐντελῶς νὰ κάνουν παιδιά –οἰκονομικὰ ἄγχη, δυσκολία στὴν εὕρεση συντρόφου, ἀνησυχίες ὅτι ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν θὰ εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴν καριέρα τους– ἀλλὰ αὐτοὺς τοὺς περιγράφουν ὡς «ἐξωτερικὲς πτυχές», δανειζόμενοι ἕναν ὅρο ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ θεραπεύτρια καὶ συγγραφέα Ἀνν Ντάβιντμαν, καὶ ὄχι ὡς τὸ βασικὸ πρόβλημα. Μία ἀπὸ τὶς συνεντευξιαζόμενές τους λ.χ. τοὺς λέει χαρακτηριστικὰ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν τὰ χρήματα δὲν ἦταν ζήτημα, ἡ ἴδια θὰ ἦταν «τοὐλάχιστον οὐδέτερη» στὸ θέμα τῆς τεκνοποίησης. Ἀντίθετα, οἱ συγγραφεῖς στέκονται περισσότερο σὲ ὑπαρξιακότερου τύπου ἀνησυχίες, ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ἔλλειψη σταθερότητας καὶ αὐτοπεποίθησης ποὺ χαρακτηρίζει τις νεώτερες γενιὲς ἢ στὴν ἀπουσία ἑνὸς γενικότερου νοηματοδοτικοῦ πλαισίου (θρησκευτικοῦ ἢ ἄλλου) ποὺ θὰ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς μιὰ «καλὴ» ζωή. «Τὰ παλιὰ πλαίσια, ὅποια καὶ ἂν ἦταν αὐτά, δὲν φαίνεται νὰ ἰσχύουν πλέον», γράφουν οἱ Μπὲργκ καὶ Γουάϊζμαν. «Καὶ τὰ νέα δὲν μᾶς παρέχουν καμιὰ ἀπάντηση σχεδόν».

Οἱ μητέρες μὲ τὶς ὁποῖες συζητᾶ ἡ Πάκαλουκ προσεγγίζουν τὴν τεκνοποίηση μὲ πολὺ λιγότερη ἀσάφεια. Ὅπως τῆς εἶπε μία, «ἁπλῶς πιστεύω ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν κάποιο σκοπό». Οἱ δικές της ἐρωτώμενες τρέφουν εἰλικρινῆ πίστη στὴν Πρόνοια καὶ ἡ θρησκευτική τους πίστη παίζει ἐδῶ σημαντικὸ ρόλο. Αὐτὲς οἱ μητέρες ἔχουν τὴν πεποίθηση ὅτι τὰ παιδιά τους μποροῦν νὰ εὐδοκιμήσουν ἀκόμη καὶ ὑπὸ δυσχερεῖς συνθῆκες, ὅτι τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας θὰ ἀλληλοστηριχθοῦν καὶ ὅτι οἱ οἰκονομικὲς καὶ ἄλλες πιέσεις μὲ τὸν ἕναν ἢ ἄλλον τρόπο θὰ ἐπιλυθοῦν μόνες. Καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τρέφουν καὶ προφανεῖς ἀνησυχίες –γιὰ τὴ ὑγεία τους, τὴν ἐπαγγελματική τους θέση, τὴν ταυτότητά τους–, αὐτὲς δὲν εἶναι καθοριστικές. Ἡ Ἂνν, μητέρα ἕξι παιδιῶν, λέει στὴν Πάκαλουκ ὅτι δὲν αἰσθάνεται «ὑποχρεωμένη» νὰ κάνει μεγάλη οἰκογένεια, ἀλλὰ ὅτι βλέπει «τὰ παιδιὰ ὡς μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὰ ταξίδια ἢ τὴν καριέρα ... Ἐλπίζω ὅτι θὰ προλάβουμε νὰ κάνουμε καὶ τέτοια πράγματα, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶναι πιὸ σημαντική. Ὅτι εἶναι μεγαλύτερο ἀγαθό».

Ὁ ἰσχυρισμὸς εἶναι παραπλανητικὰ ἁπλός – καὶ ἐνισχύει τὴν ἄποψη ὅτι ἂν οἱ ἄνθρωποι πρόκειται νὰ κάνουν παιδιά, χρειάζονται κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα προαίσθημα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι πολύτιμη. «Δὲν εἶναι μόνο ἡ δυνατότητα τοῦ καλοῦ ἀλλὰ ἡ πραγματικότητά του ποὺ τροφοδοτεῖ τὴ βαθύτερη λαχτάρα μας νὰ ἐξασφαλίσουμε ἕνα ἀνθρώπινο μέλλον», προτείνουν οἱ Μπὲργκ καὶ Γουάϊζμαν. Καὶ ὅμως, ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἀκόμη καὶ ὅσοι εἶναι σίγουροι γιὰ τὴν ἀπόκτηση παιδιῶν ἀντιμετωπίζονται μερικὲς φορὲς μὲ σκεπτικισμό. Τὸ νὰ διακηρύσσει κανεὶς ὅτι ἡ γονεϊκότητα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ θετικὴ ἐμπειρία εἶναι, σὲ ὁρισμένους κύκλους, ἐλαφρῶς ἄκομψο. «Τὸ νὰ ὑποστηρίζεις πόσο καλὴ εἶναι ἡ δική σου ζωή», γράφουν οἱ συγγραφεῖς, «σημαίνει ὅτι κινδυνεύει νὰ φανεῖς προνομιοῦχος ἢ ἁπλῶς ἀπελπιστικὰ ἀφελής».

Ἀντιπαραθέστε το αὐτὸ μὲ τὴ στάση τῆς Χάννας, μιᾶς μητέρας ἑπτὰ παιδιῶν, ἡ ὁποία λέει στὴν Πάκαλουκ ὅτι κάθε νέο παιδὶ «φέρνει ὄφελος στὴν οἰκογένεια καὶ στὸν κόσμο». Αὐτὴ καὶ οἱ ἄλλες μητέρες ἀποτελοῦν παράδειγμα γιὰ τὸ τί γεννιέται ὅταν αὐτὴ ἡ πίστη ἐσωτερικεύεται βαθιά: Πολλὰ παιδιὰ καί –σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς γυναῖκες– μεγάλη χαρά.

Φυσικά, ἡ χαρὰ εἶναι δύσκολη ἐπαγγελία γιὰ μιὰ κυβέρνηση. Οἱ κρατικὲς ὑπηρεσίες βασίζονται σὲ στατιστικὰ στοιχεῖα –εἰσόδημα, ἔτη, «παραγωγικότητα» – ὅταν κάνουν λόγο γιὰ παρεμβάσεις καὶ τείνουν νὰ παραβλέπουν τὰ μὴ μετρήσιμα. Τὰ ἄϋλα κίνητρα, ὅπως ὁ σκοπός, ἡ συναλληλία καὶ ἡ ἀγάπη, δὲν φαίνονται πάντοτε λογικά. Ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ σὲ μιὰ ὁμιλία του στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Κάνσας τὸ 1968, ποὺ ἐκφωνήθηκε τρεῖς μῆνες πρὶν τὴ δολοφονία του:

«Τὸ ΑΕΠ τῆς χώρας μας δὲν μετράει τὴν ὑγεία τῶν παιδιῶν μας, τὴν ποιότητα τῆς ἐκπαίδευσής τους ἢ τὴ χαρὰ τοῦ παιχνιδιοῦ τους. Δὲν περιλαμβάνει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ποίησής μας ἢ τὴ δύναμη τῶν γάμων μας, τὴν γονιμότητα τοῦ δημόσιου διαλόγου μας ἢ τὴν ἀκεραιότητα τῶν κρατικῶν λειτουργῶν μας. Δὲν μετράει οὔτε τὴν εὐφυΐα μας οὔτε τὸ θάρρος μας, οὔτε τὴ σοφία μας οὔτε τὴ μόρφωσή μας, οὔτε τὴ συμπόνια μας οὔτε τὴν ἀφοσίωσή μας στὴν πατρίδα, μὲ δυὸ λόγια μετράει τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνουν τὴ ζωὴ νὰ ἀξίζει τὸν κόπο».

Ὁ Κέννεντυ οὐσιαστικὰ προέτρεπε ἔτσι τοὺς Ἀμερικανοὺς νὰ ἐπιδιώξουν τὸ νόημα, ὑπονοῶντας ὅτι μόνο ἔτσι θὰ εἶχαν τὸ σθένος νὰ καταπολεμήσουν τὴν ἀπελπισία. Ἀλλὰ τὸ «νόημα» δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὰ κράτη μποροῦν εὔκολα νὰ παρέχουν – συνήθως γεννιέται ἀπὸ τὴν συνένωση τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον μιᾶς ἀνεπιθύμητης κρίσης (ἕναν πόλεμο, ἕναν λοιμὸ) ἢ ἀπὸ κάποιους κανόνες θρησκευτικοὺς ἢ πολιτισμικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σήμερα δὲν εἶναι εὐρέως ἀποδεκτοί. (Καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖ ἴσως γιατί τὸ Ἰσραὴλ ἀντιστάθηκε στὴν τάση περιορισμοῦ τῶν γεννήσεων: Ἡ θρησκευτικὴ ἐντολὴ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ἀποτελεῖ κομμάτι τῆς ἐθνικῆς του κουλτούρας καὶ ἡ τεκνοποίηση θεωρεῖται συμβολὴ σὲ ἕναν συλλογικὸ στόχο).

Ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς τώρα, ἡ ἀφηρημένη περιγραφὴ ἑνὸς προβλήματος χωρὶς τὴν ὑπόδειξη μιᾶς κάποιας λύσης δὲν προσφέρει κάτι οὐσιῶδες. Ἂν ἡ μείωση τῶν γεννήσεων μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν ἀπώλεια νοήματος, τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι ἂν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια κρατικὴ λύση γιὰ τὴν ὑπογεννητικότητα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συζητοῦν ἂν πρέπει νὰ κάνουν παιδιὰ φαίνεται νὰ ἀναζητοῦν διαβεβαίωση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι κάτι ἀγαθό, ὅτι οἱ περισσότερες ζωὲς εἶναι ἑπομένως ἀκόμη μεγαλύτερο ἀγαθό, καὶ ὅτι ἂν τυχὸν χρειαστοῦν ὑποστήριξη θὰ τὴ λάβουν. Τὸ κράτος μπορεῖ νὰ τοὺς παράσχει ἀρωγὴ σὲ αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Οἱ δύο πρῶτες διαβεβαιώσεις θὰ προέρθουν πιθανότατα μόνο ἀπὸ ἄλλη πηγή.