Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Οὐσία καὶ ὑπόστασις κατὰ τὸν Παῦλον Εὐδοκίμωφ

 

Οὐσία καὶ ὑπόστασις κατὰ τὸν Παῦλον Εὐδοκίμωφ

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

Ὀρθόδοξος Τύπος 19.7.2024

 

Ὁ Παῦλος Εὐδοκίμωφ υἱοθετεῖ ἄκριτα τὸ σχεδὸν κυρίαρχο στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογικὴ διανόηση ἀφήγημα τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ ἱστορικοῦ Th. De Regnon, τὸ ὁποῖο ἐν συντομίᾳ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διαφέρουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς κατὰ τὸ ὅτι προτάσσουν τὸ πρόσωπο ἢ ὑπόσταση ἔναντι τῆς φύσεως ἢ οὐσίας (μεταφυσικὴ ἢ ὀντολογία τοῦ προσώπου). Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἀνατολικὴ χριστιανοσύνη ὑποτίθεται ὅτι θεμελιώνει τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν πραγμάτευση ὅλων ὅσα ἀφοροῦν στὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος (ὑπόσταση καὶ ὑποστατικά), ἐνῷ ἡ δυτικὴ χριστιανοσύνη ἔχει ὡς ἀφετηρία τοῦ θεολογικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ της στοχασμοῦ τὴν οὐσία ἢ φύση τῆς ἀκτίστου θεότητας καὶ στὴ συνέχεια καταλήγει στὴν πραγμάτευση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων [1]. Ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς Λατίνους σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Π. Εὐδοκίμωφ, εἶναι πρωτίστως ἡ οὐσία καὶ μετὰ τὰ πρόσωπα, ἐνῷ γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες εἶναι ὁ Πατὴρ καὶ μετὰ ἡ οὐσία [2].

  Ὁ Π. Εὐδοκίμωφ ἐν συνεχείᾳ θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ ὑπόσταση ἀποτελεῖ τὸν τρόπο ὕπαρξης τῆς θείας φύσεως μονάχα γιὰ τοὺς Λατίνους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, ἐνῷ γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ θεία φύση ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ προσώπου (sic). Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Π. Εὐδόκιμωφ εἶναι νὰ διαφοροποιεῖ τὶς δύο χριστιανικὲς παραδόσεις, τουτέστιν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, μὲ βάση τὸ ξεπερασμένο, πλέον, περσοναλιστικὸ ἀφήγημα [3]. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, οἱ Λατῖνοι εἶναι οὐσιοκράτες, καθότι προτάσσουν τὴν οὐσία, ἐνῷ οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προσωποκράτες, καθὼς προτάσσουν τὴν ὑπόσταση ἢ τὴν ἐπὶ μέρους ὕπαρξη. Τοῦτο, ὅμως, δὲ μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ μὲ βάση τὴν πατερικὴ θεολογία, καθότι ἡ ὑπόσταση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν τρόπο ὕπαρξης τῆς οὐσίας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Λατῖνοι δὲν σφάλλουν διόλου. Ἡ οὐσία ἐκφράζεται πάντοτε σὲ ὑποστάσεις καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζει τὴν οὐσία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνας τρόπος της. Ἡ διαφοροποίηση τῶν Λατίνων συγγραφέων μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ θεώρηση τῆς ὑποστάσεως ὡς τρόπου τῆς οὐσίας, ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ πρῶτοι ταυτίζουν τὸ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσιώδη σχέση, ἐνῷ οἱ Ἕλληνες Πατέρες τὰ διακρίνουν ἐναργῶς. Συνελόντι εἰπεῖν, ὑπόσταση καὶ ὑποστατικὰ διαφέρουν [4], σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία, καθὼς ἄλλο εἶναι ἡ πατρότητα καὶ ἄλλο εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἄλλο εἶναι ἡ υἱότητα καὶ ἄλλο εἶναι τὸ γεννητόν, ἄλλο εἶναι ἡ ἁγιαστικὴ δύναμη καὶ ἄλλο εἶναι τὸ ἐκπορευτόν. Τὰ ὀνόματα «Πατήρ», «Υἱὸς» καὶ «Ἅγ. Πνεῦμα» δηλώνουν τὸ πῶς ἔχουν – σχετίζονται οἱ ὑποστάσεις μεταξύ τους (ἀναφορά), ἐνῷ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα δηλώνουν τὸ πῶς ὑπάρχει ἡ οὐσία στὶς ὑποστάσεις. Ἔτσι, ὅλη ἡ θεία οὐσία ὑπάρχει ἀγεννήτως στὸν Πατέρα, γεννητῶς στὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορευτῶς στὸ Ἅγ. Πνεῦμα [5]. Οἱ Λατῖνοι ἀπὸ τὴν ἄλλη ταυτίζουν τὸν Πατέρα μὲ τὴν πατρότητα, τὸν Υἱὸ μὲ τὴν υἱότητα καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦ­μα μὲ τὴν παθητικὴ (ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) πνεύση, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει πὼς σχέση καὶ ὑπόσταση εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα (σχεσιακὴ ὀντολογία [6]). Ἑπομένως, περισσότερο περσοναλιστὲς φαίνεται νὰ εἶναι οἱ Λατῖνοι, οἱ ὁποῖ­οι θεωροῦν τὸ πρόσωπο ὡς σχέση, παρὰ οἱ Ἕλληνες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸ πρόσωπο ὡς ἰδιαίτερη φανέρωση – ἔκφανση τῆς φύσης. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ὑπόσταση ἀποτελεῖ τὸν τρόπο ὕπαρξης τῆς οὐσίας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρεθεῖ ἢ νὰ χαριστεῖ στοὺς Λατίνους, ἐπειδὴ ὁ Π. Εὐδοκίμωφ θέλει νὰ ἑρμηνεύει τὴν Ἁγία Τριάδα περσοναλιστικά.

  Ἀκόμη, ἡ ἄκτιστη θεία φύση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου, ὅπως ὑποστηρίζουν ἐσφαλμένα οἱ Th. De Regnon, Vl. Lossky καὶ Π. Εὐδοκίμωφ, καθότι δὲν προηγεῖται σὲ καμία περίπτωση τὸ πρόσωπο τῆς φύσεως, οὕτως ὥστε τὸ πρῶτο νὰ περιέχει σὰν σὲ δοχεῖο τὴ δεύτερη. Πάντως, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ὑποστηρίζει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα μὲ τοὺς «ὀρθόδοξους» Ρώσους θεολόγους τῆς διασπορᾶς, τουτέστιν ὅτι: «τὰ δὲ περιεχόμενα λέγονται καὶ ἄτομα καὶ ὑποστάσεις καὶ πρόσωπα» [7]. Ἐάν, λοιπόν, οἱ ὑποστάσεις εἶναι περιεχόμενα καὶ τὸ ἴδιο ἐπακριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν οὐσία (ὅπως μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Π. Εὐδοκίμωφ), τότε σὲ τί ἀκριβῶς συνίσταται ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑπόστασης; Ἐπίσης, ἐὰν καὶ τὰ δύο εἶναι περιεχόμενα, τότε θὰ πρέπει νὰ βρεθεῖ μία ἀνώτερη ὀντολογικὴ κατηγορία, ἡ ὁποία θὰ τὰ περιέχει ἀμφότερα (κάτι σὰν μία ἄλλη οὐσία). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μὲ τὸν ἀποδιδόμενο στὴν ὑπόσταση ὅρο «περιεχόμενο» εἶναι ὅτι τὸ πρόσωπο δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο πάρα τὴν προσδιορισμένη μὲ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα (ἀγέννητο, γεννητό, ἐκπορευτὸ) φανέρωση τῆς θείας φύσεως [8], πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ οὐσία καὶ ἡ ὑπόσταση εἶναι πράγματα ἀδιαχώριστα, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀδιάκριτα μεταξύ τους.

  Ἡ οὐσία, λοιπόν, βρίσκεται στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, δίχως νὰ προηγεῖται ὀντολογικὰ αὐτῶν. Τὸ αὐτὸ ἐπακριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας, ἤτοι ὅτι ἡ ὑπόσταση, ἄτομο καὶ πρόσωπο δὲν προηγοῦνται σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσία, φύση καὶ μορφή, καθότι τὴν ἐκφράζουν, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο αὐτὸ ποὺ περιέχει (οὐσία) καὶ τὰ περιεχόμενά της (τριαδικὲς ὑποστάσεις) παραμένουν ἀκατάληπτα ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ἢ ἀγγελικὸ νοῦ.

Σημειώσεις:

[1] P. Evdokimov, Ἡ Ὀρθοδοξία, μτφρ: Ἀγαμέμνων Τ. Μουρτζόπουλος, ἐκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 184.

[2] Ὅπ.π., σσ. 184-185.

[3] Λέω ξεπερασμένο, καθότι δὲν βασίζεται ἐπὶ τῶν κειμενικῶν πηγῶν, καὶ ὄχι διότι δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων ἀποδεκτό.

[4] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ θεοποιοῦ μεθέξεως, 24, Π. Χρήστου Β΄, σσ. 157-158: «ὑπόστασιν οὐκοῦν ἐρεῖς τὰ ὑποστατικά, καθάπερ φύσιν ἔλεγες τὰ φυσικὰ συνωνύμως, ἀλλ’ οὐχ ὁμωνύμως; Ἀλλ’ οὐχ οἱ πατέρες οὕτως· ἐνυπόστατα γὰρ ταῦ­τα λέγουσιν, ἀλλ’ οὐχ ὑπόστασιν, ὥσπερ ἐκεῖνα οὐκ οὐσίαν, ἀλλ’ ἐνούσια κυρίως».

[5] Βασίλειος Καισαρείας, Ἀνατρεπτικὸς κατὰ Εὐνομίου Β΄, Migne PG 29, 637AD.

[6] Compendio della Somma Teologica, a cura di Sac. Dott. G. Dal Sasso, Libreria Gregoriana Editrice, Padova 1923, p. 24-35.

[7] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Λόγος Α’, PG Migne 77, 1149A.

[8] Μὲ τὸν ὅρο «τρόπος» δὲν ἐννοεῖται ἡ σαβελλιανικὴ φανέρωση τῆς θείας οὐσίας πότε σὲ Πατέρα, πότε σὲ Υἱὸ καὶ πότε σὲ Ἅγ. Πνεῦμα, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ὑπόσταση δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία μετὰ τῶν ὑποστατικῶν ἢ προσωπικῶν ἰδιωμάτων, πρᾶγμα ποὺ δεικνύει τὴν αὐτοκίνηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μονάδα σὲ δυάδα καὶ τριάδα. Βλ. ἐνδεικτικὰ Βασίλειος Καισαρείας, Ἐπιστολὴ 236, 6, Migne PG 31, 884ΑΒ καὶ Μάξιμος Ὁμολογητής, Περὶ κοινοῦ καὶ ἰδίου, δηλαδὴ περὶ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως (ἐπιστολὴ ΙΕ’), Migne PG 91, 560Α.