Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο
ΗΔΟΝΗ ΟΔΥΝΗ, τοῦ π. Εὐσεβίου Βίττη
«Ἂν ὁ διαβάτης βρῆ τὸ πέρασμα καὶ τὸ χρησιμοποιήση, θὰ καταλάβη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πεῖρα του πιὰ πόσο σωτήριο εἶναι τὸ πατερικὸ μήνυμα»[1].
Καὶ πιστεύουμε πῶς μόνο ἡ διαφώτιση καὶ ἡ χειραγώγηση ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδαχή, σκέψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σ’ αὐτὴν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο νὰ ἀντικρούση ἀποτελεσματικὰ τὶς θεωρητικὲς θέσεις τῶν διαφόρων ἡδονιστικῶν καὶ νικολαϊτικῶν τάσεων καὶ ρευμάτων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντισταθεῖ νικηφόρα στὶς ροπὲς καὶ κλίσεις ποὺ ὑπάρχουν μέσα του καὶ τὸν σπρώχνουν νὰ ὑποταχθῆ στὶς | αἰσθήσεις του καὶ νὰ ὑποκύψη στὸ ζυγὸ τῆς μυριώνυμης καὶ πολύμορφης ἡδονῆς μὲ ἀποτέλεσμα ἀναπόφευκτο καὶ κατάντημά της μοιραῖο την ἀπροσμέτρητη ὀδύνη καὶ τὸν ἄφατο πόνο εἴτε καθαρὰ σωματικὸς εἶναι αὐτὸς εἴτε καθαρὰ ψυχικὸς εἴτε τὸ συναμφότερο, ψυχοσωματικός»[2].
«Ἡ κατανόηση τοῦ πατερικοῦ πνεύματος ἔγκειται βασικὰ στὴ μὲ ὁλοκάρδια πίστη ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος καὶ τὴν παράλληλη προσπάθεια βιώσεώς του, πράγμα ποὺ πρῶτα πέτυχαν πέρα γιὰ πέρα οἱ ἴδιοι»[3].
«Γι’ αὐτὸ σὲ θέματα πνευματικὰ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ ἐσωτερικὴ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἡ ἀδιάκοπη ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ θεῖα λόγια, τῶν ὁποίων γίνεται κανένας δέκτης καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσπάθεια βιώσεώς τους. Ἀλλιῶς ‘εἰς ἀέρα δέρομεν’ καὶ προσφέροντες καὶ ἀποδέκτες, χωρὶς ὠφέλεια οὐσιαστική»[4].
«Παραθέτοντας αὐτούσια ἀποσπάσματα κειμένων τῶν ἁγίων Πατέρων βοηθοῦμε, νομίζουμε, σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸ λόγο τους καὶ τὴν ἁγία διδαχή τους. Ἄλλωστε πάντα τὰ κείμενα αὐτὰ συνοδεύονται ἀπὸ ἀπόδοσή τους στὴ νεοελληνικὴ ἢ συνοπτικὴ ἀνάλυσή τους ἢ νοηματικὴ ἀπόδοσή τους, ἀνάλογα. Καὶ δὲν παραλείπουμε πάντα νὰ ἀναφερώμαστε στὴν πηγή τους , ὥστε νὰ εἶναι εὔκολος ὁ ἔλεγχός τους ἢ ἡ περισσότερη ἴσως ἐπαφὴ μὲ τὸ ὅλο πατερικὸ κείμενο. Ἔτσι πετυχαίνεται καὶ ἡ περισσότερη ἐξοικείωση μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὴ σκέψη τῶν Πατέρων»[5].
«Στὴν ψυχὴ ὑπῆρξε ἐμβεβλημένας ΄ἀρχῆθεν’ ὁ θεῖος ἔρως ποὺ τὴν ἔκανε νὰ τείνη πρώτιστα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα πρὸς ὅλα τὰ νοητὰ κατὰ τρόπο ἐκ-στατικό, δηλαδὴ βγαίνοντας ἀπερινόητα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της γιὰ νὰ συναντήση τὸ ἐραστὸν ἢ μᾶλλον τὸν Ἐραστόν»[6].
«Ἡ παρακοὴ τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὸ θὰνατο ὑπὸ πνευματικὴ ἔννοια ἀμέσως καὶ ὑπὸ σωματικὴ ἔννοια μέσα στὸ χρόνο. Προοίμιο καὶ προειδοποίηση τοῦ θανάτου θὰ ἀποτελοῦσε πιὰ ἡ ὀδύνη ὡς ζωντανὸ σύμβολό του»[7].
«Ἡ εἰσβολὴ τῆς ὀδύνης ἦταν συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ συνεχὴς ὅμως παρουσία της καὶ ὁ ἐγκεντρισμός της, τὸ μπόλιασμά της, στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνο ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη θεϊκὴ ἔγινε»[8].
«ἡ μὴ ἄμεση αἴσθηση ὀδύνης κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡδονῆς δὲν σημαίνει καὶ ἀπουσία τῆς ὀδύνης. Ἡ ὀδύνη συνυπάρχει ὁπωσδήποτε κρυμμένη σὲ κάποια μυστικὴ πτυχὴ τῆς ὑπάρξεως. Ἡ ἐπικράτηση ἁπλῶς τῆς ἡδονῆς δὲν ἐπιτρέπει τὴν αἴσθηση τῆς ὀδύνης, ὅπως ἕνα δυνατὸ εὔοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μιὰ ἀφόρητη δυσοσμία»[9].
«Ἡ φρενίτιδα ἀπαλλαγῆς μὲ κάθε τρόπο ἀπὸ τὴν ὀδύνη ὁδηγεῖ τελικὰ στὴ δημιουργία ἀναρίθμητης σειρᾶς παθῶν»[10].
«Ἡ σύζευξη ἐπιθυμίας καὶ αἰσθήσεως κατ’ ἀρχὴν καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ λόγου, τῆς λογικότητος , ἀπὸ αὐτὴν γεννάει τὴν ἡδονή»[11].
«Τὸ ἀπρόσωπον. Τὸ πρῶτο αὐτὸ χαρακτηριστικὸ τῆς αἰσθησιακῆς ἡδονῆς ἔχει σημασία γιατὶ ἀναφέρεται στὴν ἐκφυλιστικὴ κατάπτωση τῆς ἡδονῆς ποὺ ἀπὸ προσωπικὴ στὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καταντάει ἀπρόσωπη κίνηση τυφλῆς ὁρμῆς»[12].
«Ἔνθα λόγος οὐ κρατεῖ, τὸ κατ΄ αἴσθησιν πέφυκεν ἐπιγίνεσθαι κράτος» (Μάξιμος)[13].
«Τὸ εὐμάραντον. Τὸ εὐμάραντον τῆς ἡδονῆς, ποὺ σημαίνει τὴν προσωρινότητά της, ὑπογραμμίζει τὴ μὴ ἀνταπόκρισή της στὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς γιὰ μονιμότητα τῆς ἡδονῆς καὶ διάρκεια χωρὶς τέλος»[14].
«Ἡ ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων ἀποτελεῖ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἡδονή, πρὸς τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ κατατείνη ὁ ἄνθρωπος»[15].
«τοσοῦτον ἐρρίζωται τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς αἰσθήσεως ἡ τῆς ἀλογίας δύναμις , ὥστε τοὺς πολλοὺς μηδ’ ἄλλο τι νομίζειν εἶναι τῶν ἀνθρώπων ἢ σάρκα, δύναμιν πρὸς ἀπόλαυσιν τῆς παρούσης ζωῆς τὴν αἴσθησιν ἔχουσαν» (Μάξιμος)[16].
«ἡδονῆς διὰ τὴν φιλαυτίαν περιποιούμενοι καὶ ὀδύνην διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν φεύγειν σπουδάζοντες φθοροποιῶν παθῶν ἐπινοοῦμεν τὰς γενέσεις» (Μάξιμος)[17].
«Σὲ λεπτομερέστερη ἀνάλυση προβαίνει σχετικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ξεκινάει ἀπὸ ἕνα τρισδιάστατο πάθος, τὴ φιληδονία, τὴ φιλοδοξία καὶ τὴ φιλαργυρία. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ πάθη εἶναι κατὰ βάθος τὰ ἴδια. Πίσω τους κρύβεται ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ ἡδονή, πού, ὅταν ὑποδουλώση τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἄλλα τρία πάθη, συγγενικὰ καὶ αὐτὰ μεταξύ τους, τὴ λήθη, τὴ ραθυμία καὶ τὴν ἄγνοια»[18].
«Ἡ σωστή, ἡ πραγματικὴ καὶ "κατὰ φύσιν" ἡδονὴ εἶναι "ἡ κατὰ νοῦν", νοερὰ ἡδονή, γιὰ τὴν ὁποία εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος, ὁπότε ἡ ἀληθινὴ ἡδονὴ εἶναι "ἡ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν λόγον συμβίωσις"»[19].
«Νομίζοντας κανένας πὼς ἐπιδιώκοντας κατὰ κόρον τὴν αἰσθησιακὴ ἡδονὴ θὰ πληρώση τὸ κενὸ τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν ἀπόλαυσή της, τὴν κρατάει ἄδεια, ἐπαυξάνει τὸ κενό της καὶ τὴν καθιστᾶ δοχεῖο ὀδύνης καὶ δυστυχίας»[20].
«Κάθε ὀδύνη καὶ πόνος ἔχουν ὡς αἰτία τους κάποια ἡδονὴ ποὺ προηγήθηκε πρακτικά. Καὶ ἀποτελοῦν ἐκπλήρωση χρέους ποὺ ξεπληρώνεται αἰτιωδῶς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ φυσικὸς πόνος ἀκολουθεῖ τὴν παραφυσικὴ ἡδονή»[21].
«τῆς ἡδονῆς θάνατός ἐστιν ὁ πόνος ὅ τε γὰρ προαιρετικὸς καὶ ὁ παρὰ προαίρεσιν»[22].
«Ὁ Θεὸς ἔχει συνδέσει μὲ τὸ σῶμα μιὰ ποινή. Αὐτὴ ὅμως δὲν ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸ σῶμα σὰν σῶμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ θάνατο ποὺ φυτεύθηκε μέσα σ’ αὐτό. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ ποινὴ αὐτὴ δὲν δόθηκε γιὰ ἕνα ἁμάρτημα τῆς ψυχῆς σὲ μιὰ κατάσταση προϋπάρχουσα, παρὰ γιὰ τὴν ἄλογη κίνηση τῆς θέλησής μας μετὰ τὴ δημιουργία μας. Γιατὶ ἡ θέλησή μας ἀντὶ νὰ κατευθύνει τὸν ἔρωτά μας πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, τὸν ἔχει κατευθύνει πρὸς τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει αἰώνια μὲ τὴ δική του δύναμη. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δείξει μὲ τὸ θάνατο, μὲ | τὸν ὁποῖο ἔχει χτυπήσει τὸ σῶμα καὶ τὶς βιολογικὲς ὀντότητες, ὅτι ἀγαποῦμε στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἁμαρτία τὸ μηδέν. Αὐτὴ ἡ ποινὴ λοιπὸν δὲν εἶναι τιμωρία (κόλαση), ἀλλὰ παιδαγωγικὴ ἐπίπληξη, προορισμένη νὰ μετατρέψει τὸν ἔρωτά μας ἀπὸ τὴν πρὸς τὸ μηδὲν κατεύθυνση πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ ὑπάρχει ἀληθινά»[23].
«Ἀμέσως μόλις ἐμφανίσθηκε στὴν ἱστορία ὁ θάνατος, ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο ἀνήκει κάθε πρωτοβουλία τελικά, τὸν χρησιμοποίησε ὅπως ὁ ἴδιος θέλησε καὶ μὲ τὴ διαφορετικὴ χρήση ἄλλαξε ριζικὰ τὴ φύση του. Ἐπιτρέποντας νὰ ντυθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ βιολογικὴ ζωή, καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἔστρεψε τὸ θάνατο, ἐπίσης καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ ἔτσι μὲ τὸ θάνατο θανατώνεται ὄχι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ φθορὰ ποὺ τὸν περιβάλλει. Ὁ θάνατος καταστρέφει τὸ δεσμωτήριο τῆς ἐν φθορᾷ ζωῆς καὶ ὁ ἄνθρωπος, καταθέτοντας μὲ τὸ θάνατο στὴ φθορὰ ὅ,τι ἔλαβε ἀπὸ αὐτήν, ἐλευθερώνεται»[24].
«Φανερώνεται ἔτσι τὸ μέγα θαῦμα τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος δελεάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν γκρεμίζει στὸ βάραθρο τῆς διαφθορᾶς, ὅταν τὸν κρατάει δέσμιο μὲ τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέποντας τὸ θάνατο τὸν στρέφει κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ κατὰ τῆς αἰτίας τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας, καὶ θέτει τέρμα τόσο στὴ φθορά, ὅσο καὶ στὴν ἁμαρτία. Περιορίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸ κακὸ καὶ σχετικοποιεῖ τὴν πτώση. Τὸ ἀρχικὸ σχέδιό του γιὰ τὴν αἰώνια καὶ μακάρια μέσα του ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνέπαφο. Τὸ μυστήριο τῆς ἄπειρης θείας εὐσπλαγχνίας ἑρμηνεύοντας οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέχθηκε καὶ συγχώρησε τὸ θάνατο ‘ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν’»[25].
«ὁ πρὸς τὸν Θεὸν ἔρως φυσικῶς ἐνερρίζωται»[26].
«Χωρὶς γὰρ αἰσθητοῦ πράγματος πάθος οὐ συνίσταται. Μὴ γὰρ οὔσης γυναικὸς οὐκ ἔστι πορνεία· καὶ βρωμάτων, οὐκ ἔσται γαστριμαργία· καὶ χρυσοῦ μὴ ὄντος, οὐκ ἔσται φιλαργυρία. Οὐκοῦν πόσης ἐμπαθοῦς κινήσεως τῶν ἐν ἡμῖν φυσικῶν δυνάμεων ἄρχει τὸ αἰσθητόν»[27].
«Ἡ ἀνικανοποίητη ἐπιθυμία ταράζει καὶ καθιστᾶ | ἀνήσυχη καὶ ἀνειρήνευτη τὴν ψυχή. Μόνη της ὅμως ἡ ἐπιθυμία, ὅσο ἰσχυρὴ κι ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθῆ χωρὶς τὴ συνεργασία καὶ τοῦ θυμικοῦ»[28].
«Τὰ πάθη τοῦ θυμικοῦ, π.χ. ἡ ὀργή, ὁ θυμός, τὸ μῖσος κ.λπ. εἶναι πιὸ δυσκολοπολέμητα ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, γιατὶ εἶναι πιὸ δυνατὰ καὶ ριζώνουν πιὸ βαθειὰ στὴν ψυχή. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ εἰδικὸς καὶ πολὺ σκληρὸς ἀγώνας γιὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν ἀπὸ τὴν ψυχή»[29].
«Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου ἡ φαντασία συνεχίζει τὴ δραστηριότητά της καὶ δημιουργεῖ τὰ γνωστά μας ὄνειρα, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνες συνήθως μεταπλασμένες καὶ μεταμορφωμένες , ἀνάξιες προσοχῆς»[30].
«Ἐκεῖνο ποὺ βασικὰ ἐννοεῖ ἡ πατερικὴ σκέψη δὲν εἶναι ὁ διαχωρισμὸς τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἀχρήστευση κάποιων ἀπ’ αὐτές, ἀλλὰ ἡ ἐπανένωσή τους καὶ ἡ κατὰ ἱεραρχημένη τάξη καὶ σωστὸ ρυθμὸ λειτουργία τους ὡς ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο, γιατὶ ἔτσι καὶ γι’ αὐτὸ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δόθηκαν στὸν ἄνθρωπο ὡς πολύτιμο δῶρο»[31].
«Ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήση τὸ πολυμέριμνο καὶ τὸ πολύφροντι παρὰ τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νιώθει στὴν κατάσταση αὐτή. Καὶ ἐφ’ ὅσον βρίσκεται ἀκόμη στὴν ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνα ποὺ θὰ τὸν ξαναφέρη στὸ ‘κατὰ φύσιν’ του, στενοχωριέται, ἀντιδρᾶ, ζητάει τὴ φενάκη τῆς ‘ἐλευθερίας’. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἀναζητάει τὴν ἀσυδοσία καὶ τὴν ‘ἀλητεία’ (ἀπὸ τὸ ἀλάομαι=περιπλανῶμαι, τριγυρνάω ἐδῶ κι ἐκεῖ), τὴν ἀμέριμνη δηλαδὴ περιπλάνηση ποὺ εἶχε πρὶν νὰ μπῆ κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ ποὺ θὰ τὸν ἀπελευθερώση πραγματικά»[32].
«Εἶναι ἀδύνατο, παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Θαλάσσιος, νὰ ἀπασχολῆται ὁ νοῦς διαρκῶς μὲ κάποιο αἰσθητό, ἂν δὲν ἔχη ὁπωσδήποτε κάποιο πάθος ἔναντι του, ἂν δὲν εἶναι ‘παθιασμένος’ μ’ αὐτό. Ὅταν ὅμως κυριέψη τὸ πάθος τὸ νοῦ, ὅταν τὸν ‘μορφώση’, τοῦ δώση δηλαδὴ μορφή, μὲ τὴν εἰσβολή του σ’ αὐτόν, τότε ‘τὸ παράλογο πάθος πείθει τὸ νοῦ ποὺ παραμελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ νὰ ξεπέφτη στὶς αἰσθήσεις καὶ νὰ καθηλώνεται τελικὰ στὴν ἡδονή’, λέει πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος»[33].
«Ἡ μακροχρόνια ἐμμονὴ τοῦ νοῦ στὴν ἡδονὴ ἢ τὴν ἀντίθετή της λύπη ὁδηγεῖ τὸ νοῦ στὸ πάθος τῆς ἀκηδίας, τῆς ἀκεφιᾶς, τῆς βαρυεστημάρας. Ὁ νοῦς μὲ τὴν ἀκηδία γίνεται δυσκίνητος, ἀμελής, ἀπρόσωπος καὶ ἑπομένως ξεπέφτει ἀπὸ τὴ λειτουργικότητά του, ποὺ τὴ χαρακτηρίζει ἡ ἀεικινησία, ἡ σβελτάδα καὶ ἡ ‘κατὰ φύσιν’ κίνησή του πρὸς τὸ ἀγαθό»[34].
«Τὸ δέλεαρ τῆς ἡδονῆς, ποὺ προσφέρει ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο, ἐρεθίζει τὴ φιλαυτία του, ἡ ὁποία κάνει τὸν ἴδιο κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό»[35].
«Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀρνεῖται μὲ πεῖσμα τὸ διάβολο, ἀλλὰ ταυτόχρονα δέχεται ὅλο τὸν ἐπηρεασμό του καὶ τὶς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ ἐπηρεασμοῦ σὲ ὅλες τους τὶς ἐκδηλώσεις κατὰ βάθος καὶ πλάτος»[36].
«Ἂν ἐπιτραπῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ διάβολο νὰ προκαλέση στὸν ἄνθρωπο πειρασμούς, τότε αὐτὸς βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώση καί, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ ἱκανοποιήση τὶς ἄγριες καὶ μισάνθρωπες διαθέσεις του. Ταυτόχρονα δὲ ἐλπίζει, ὅτι τὸ πλῆθος τῶν δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων ποὺ θὰ ἐπακολουθήσουν τὴν παράβαση τοῦ θείου θελή|ματος, στὴν ὁποία τὸν σπρώχνει βίαια, θὰ κάμψουν τὸ ἠθικό του καὶ θὰ μειώσουν ἢ θὰ ἐκμηδενίσουν τὴν πίστη του στὸν Θεό, γιατὶ πάντα ἡ θλίψη δημιουργεῖ ἀτονία στὴν ψυχὴ καὶ τὴν παραλύει, ἔστω καὶ γιὰ λίγο»[37].
«Ἡ ἀκούσια αὐτὴ ὀδύνη ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ ποὺ μ’ αὐτὸ ἀποτρέπει ὁ Θεὸς τὴ δηλητηριώδη ἐπίδραση τῆς ἡδονῆς ποὺ εἶναι τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας μέσα στὸν πνευματικὸ ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη. Ἔτσι γίνεται ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ δυσκολία ‘τῆς πρὸς ἀρετὴν ἐπαναγωγῆς περιστατικὴ αἰτία’ (ἀφορμὴ περιστασιακὴ γιὰ νὰ ξαναγυρίση ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀρετή) ἐκείνων ποὺ ξεγλίστρησαν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ»[38].
«Ἡ παράκαμψη τῆς ἡδονῆς εἶχε ὡς συνέπεια τὴν πλήρη ἐλευθερία τῆς φύσεως τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ συνέπειά της, τὴν ὀδύνη καὶ τὸ κορύφωμά της, τὸ θάνατο»[39].
«Ἡ ἄσκηση δὲν ἀποτελεῖ μιὰ μηχανικὴ ἐνέργεια καὶ ὅταν ἔχει χαρακτῆρα καθαρὰ ‘μηχανικὸ’ καὶ σωματικό, π.χ. νηστεία, ἀγρυπνία, στάση ὁλονύκτια κ.λπ. Ὅποιος λοιπὸν τεθῆ ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἄσκηση, ὑποτίθεται ὅτι ξέρει γιατὶ ἀσκεῖται. Πρέπει νὰ ξέρη! Χωρὶς αὐτὴ τὴ συνείδηση καὶ ἐπίγνωση δὲν ἔχει νόημα ἡ ἄσκηση»[40].
«Ἡ ἄσκηση, ὅπως θὰ τονισθῆ πολλὲς φορές, δὲν στρέφεται ἐναντίον τῆς φύσεώς μας, γιατὶ ἡ φύση καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι κακὴ ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προσπάθεια ἐναντίον τῆς ‘κατα-στροφῆς’, τῆς πορείας καὶ στροφῆς της πρὸς τὰ κάτω, καὶ τῆς ἐπακόλουθής της ‘δια-στροφῆς’, ποὺ χαρακτηρίζει τὴ μεταπτωτική της κατάσταση, δηλαδὴ αὐτὸ ποῦ λέμε ‘παρὰ φύσιν’. Ὡς τέτοια ἡ ἄσκηση δὲν πρέπει νὰ νοηθῆ, ὅπως ἤδη παρατηρήθηκε, ὡς ἐξωτερικὸ γεγονὸς μὲ κύριο χαρακτηριστικό της τὴ σωματικότητα, καὶ μάλιστα κυρίως τέτοια, γιατὶ στὸ τέλος τέλος οἱ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ ‘παρὰ φύσιν’ δὲν εἶναι παρὰ ἔκφραση τῆς ἀχρειώσεως τοῦ ‘κατ’ εἰκόνα’ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὕπαρξη στὰ κατάβαθά της, ἀλλὰ πρέπει νὰ νοηθῆ κυρίως ὡς ἐσωτερικὸ γεγονὸς καὶ πράξη»[41].
«Συνειδητοποιεῖ ἀκόμη τὴν ἐσωτερική του ἀντινομία καὶ ἀκηδία, μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη νὰ πέση. Καὶ ἐνῶ μὲ συγκινητικὲς καὶ ἱερὲς ἐξάρσεις ποὺ καταπλήσσουν καὶ συγκλονίζουν καὶ κάποιους ἄλλους μπορεῖ νὰ ὁμολογῆ ἀφιέρωση καὶ ἀφοσίωση στὸν Θεό, μπορεῖ νὰ ξαναπέφτη μὲ μανία ἀσυγκράτητη, ὄχι δὲ σπάνια μὲ ἀληθινὴ λύσσα, στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ στὴν ὑποδούλωση στὴ σάρκα. Ὁπότε γίνεται ὁ ‘κατὰ φύσιν’ καὶ ‘καινὸς ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος’ πάλι ‘παλαιός’»[42].
«Αὐτὸς ποὺ νικάει τὴ σάρκα εἶναι ὁ ‘ἄσκητής’ καὶ αὐτὸς ἀναλαβαίνει νὰ τὴ ‘δουλαγωγήση’, δηλαδὴ νὰ τὴν ὑποτάξη πέρα γιὰ πέρα καὶ νὰ τὴν κάνη ὑποχείριά του»[43].
«Ὁ φίλαυτος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσή του στὶς ἡδονὲς καὶ τὴν ἔλλειψη ὑπομονῆς στὰ δυσάρεστα, ὅποια καὶ νά ’ναι αὐτά. Γι’ αὐτό, ὅταν πετυχαίνη τὴν ἱκανοποίηση τοῦ θελήματος του, βρίσκεται σὲ κατάσταση | ἡδονῆς καὶ ἐπάρσεως, καί, ὅταν δὲν τὸ πετυχαίνη, τυραννιέται ἀπὸ πόνο καὶ ὀδύνη καὶ νιώθει πνιγμονὴ στὴν ψυχή του, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς γέεννας τοῦ πυρός. Ἀκριβῶς ἀντίθετα ἐνεργεῖ ὁ φρόνιμος, γιατὶ ἡ φρόνηση ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ὑπομονῆς. Ὡς ἐγκρατὴς ὁ φρόνιμος χαλιναγωγεῖ τὰ θελήματά του καὶ ὑπομένει τὰ δυσάρεστα»[44].
«Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἠθελημένη καὶ ἑκούσια στέρηση τῶν ἡδονῶν τῶν αἰσθήσεων προκαλεῖ τὴν πέδησή του, γιατὶ εἶναι πραγματικὰ ‘πέδικλον’, φρένο γιὰ τὸ σῶμα καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ προχωρήση στὸ χῶρο τῆς ἁμαρτίας. Δημιουργεῖ ἕνα εἶδος ‘ἀκινησίας’ τῆς ψυχῆς ὡς πρὸς τὴν ἀρνητικὴ κατεύθυνση»[45].
«Ἡ ἀπόκρουση τοῦ γήινου ἔρωτα ὅποιας μορφῆς κι ἂν εἶναι αὐτὸς καὶ ἡ σβέση καὶ ἡ ἐξουδετέρωση τῆς ὅποιας ὑλικῆς πυρώσεως μόνο μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἄϋλου πυρὸς μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ»[46].
«Ἔτσι καὶ ἡ πιὸ κοπιαστικὴ ἄσκηση χάνει τὴ σκυθρωπότητα τοῦ σωματικοῦ μόχθου καὶ γίνεται ἱλαρά, φαιδρή, ἐπίχαρις, ἐρωτικὴ κίνηση φλογερὴ πρὸς τὸν Κύριο. Ἡ σωματικότητα τῆς ἀσκήσεως ἀπορροφᾶται πιὰ ἀπὸ τὴ θέρμη τοῦ οὐράνιου ἔρωτα καὶ τοῦ θείου πυρὸς ποὺ κατακαίει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀσκητῆ. ‘Ὁ εἰς βάθος τρωθεὶς ὑπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ὅσιος Νικήτας, ἀπολειπομένην ἔχει τῆς προθέσεως τὴν τοῦ σώματος δύναμιν. Οὐ γὰρ ἔστι κόρος τῇ του|του προθέσει ἐν πόνοις καὶ ἱδρῶσιν ἀσκήσεως. Κατὰ γὰρ τοὺς λίαν διψῶντας διακείμενος, τὸ διακαὲς αὐτῆς οὐκ ἔστι τὸ θεραπεῦον εἰς κόρον, ἀλλὰ διὰ πάσης ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς διψᾷ τὸ πονεῖν καὶ τῇ δυνάμει τοῦ σώματος ἥττηται. Οἶμαι δὲ τῷ ὑπερφυεῖ τούτῳ πάθει καὶ οἱ τοῦ Χριστοῦ μάρτυρες κρατηθέντες, τῶν βασάνων οὐκ ἐπησθάνοντο. Καὶ κόρον οὐκ εἶχον ταύταις προσομιλοῦντες, ἀλλ’ ἐνίκων αὐτοὶ ἑαυτοὺς τῷ διακαεῖ πρὸς τὸν Θεὸν ἔρωτι καὶ ἀεὶ ὑπολειπομένους ἑώρων τῆς πρὸς τὸ παθεῖν ἐμπύρου προθέσεως»[47].
«Τὸ ἴδιο γεγονός, ὁ θάνατος, στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδὰμ ἦταν καταδίκη τῆς φύσεώς μας. Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἦταν καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, ἑπομένως καὶ καταδίκη τῆς ἡδονῆς, ποὺ ὡδήγησε σ’ αὐτήν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ξαναφέρνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀνήδονο πνευματικὴ γέννηση καὶ στὸ ‘κατὰ φύσιν’ ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ ἐκτροπὴ τοῦ ‘παρὰ φύσιν’»[48].
«ἡ ἄσκηση, γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν τὸν Κύριο στὸ δρόμο ποὺ αὐτὸς χάραξε πρῶτος, εἶναι στὸ βάθος της ‘συμπάσχειν Θεῷ’, πράγμα ποὺ προσδίδει ἰδιαίτερο μεγαλεῖο καὶ αἴγλη καὶ ἀπροσδιόριστο βάθος σ’ αὐτήν. ‘Εἰ Θεὸς πάσχει σαρκὶ γενόμενος ἄνθρωπος, τίς πάσχων οὐ γέγηθε Θεὸν ἔχων τοῦ πάθους συμμέτοχον; ᾧ τὸ συμπάσχειν Βασιλείας πρόξενον γίνεται. Ἀληθὴς γὰρ ὁ εἰπὼν εἴπερ συμπάσχομεν, ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν’»[49].
«Ἡ ἄσκηση εἶναι, ὅπως εἴδαμε, ἑκούσια ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις εἶναι ‘ἀκούσιαι ἐπιφοραί’, συμβάντα ποὺ ἔρχονται χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὰ περιμένουμε ἢ νὰ τὰ θέλουμε. Εἶναι ὅμως καὶ αὐτὰ στοιχεῖα τὸ ἴδιο συντελεστικὰ τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐπιδιώκει ἡ ἄσκηση»[50].
«Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀφήνει βέβαια τὴν κακία τοῦ διαβόλου νὰ ἐκδηλωθῆ στὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἴδιος θὰ ἤθελε. Ὁ διάβολος ἐνεργεῖ πάντα μέσα στὰ αὐστηρὰ ὅρια | ποὺ τοῦ καθορίζει ὁ Θεός, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Ἡ ἄδεια ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸ διάβολο ἔχει πάντα παιδευτικὸ σκοπό. Ἔτσι ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τοὺς δικούς του σκοποὺς παρὰ τὴν κακία καὶ τὸ μῖσος τοῦ διαβόλου γιὰ τὸν ἄνθρωπο»[51].
«Ὁ πόνος εἰσχωρεῖ βαθειὰ μὲς στὴν ψυχὴ καὶ ὅ,τι δὲν θὰ μποροῦσε μόνη της ἡ ψυχὴ νὰ πετύχη, τὸ πετυχαίνει αὐτός. Ξεριζώνει τὴν ἡδονὴ ποὺ παριστάνεται ὡς συλητὴς καὶ κλέφτης, ποὺ ἀφαιρεῖ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ἀπὸ τὸ νοῦ, τοῦ ὁποίου ὅμως ἀποτελεῖ τὸ φυσικὸ περιεχόμενο, ὅ,τι οὐσιαστικὰ τὸν γεμίζει καὶ τὸν καθιστᾶ ἄξιο τῆς ἰδιότητός του»[52].
«ὁ πόνος καὶ ὅ,τι πάσχει καὶ ὑφίσταται ἡ ψυχή, ἀποτελοῦν ἀντιπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὶς ὅποιες παραβάσεις του. Καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ γίνεται ὡς ἔκφραση ὀφειλῆς καὶ χρέους. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προσφέρει ἡ ψυχὴ στὸ Θεὸ ὡς ἀληθινὴ λατρεία μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ τὴ διόρθωση ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀπὸ ἀμέλεια παρέλειψε νὰ κάνει»[53].
«Καὶ ὁ πόνος καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ οἱ δυσκολίες θὰ μᾶς μάθουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ἀναρίθμητα σχολεῖα καὶ βιβλία. Ἡ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξη μάθηση εἶναι ἡ ἀληθινὴ μάθηση»[54].
«Ἂν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος δὲν ἦταν μέγιστα καὶ ἀπερινόητα, δὲν θὰ μᾶς πολεμοῦσαν μὲ τόση μανία οἱ δαίμονες. Καὶ νομίζουν αὐτοὶ πὼς μὲ τὴ λυσσαλέα πολεμική τους θὰ μᾶς φέρουν σὲ ἀπόγνωση, ὥστε νὰ μὴν τὰ ἐλπίζουμε. Ἐπιτρέποντας ὅμως αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ὁ Κύριος μᾶς ἀναγκάζει νὰ καταφύγουμε περισσότερο κοντά του καὶ νὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ ἀναζωπυρώνουμε τὴν πίστη καί τὴν ἐλπίδα μας σ’ αὐτόν»[55].
«τῆς δὲ ἡδονῆς θάνατός ἐστιν ὁ πόνος· ὅ τε προαιρετικὸς καὶ ὁ παρὰ προαίρεσιν»[56].
Ἀνάγνωση βιβλίων μὲ ReadEra
https://readera.org
[1] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 13.
[2] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 24-25.
[3] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 26.
[4] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 27.
[5] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 30.
[6] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 35.
[7] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 39.
[8] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 40.
[9] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 44.
[10] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 44.
[11] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 47.
[12] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 52.
[13] παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 52.
[14] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 53.
[15] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 54.
[16] παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 55.
[17] παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 56.
[18] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 57.
[19] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 63.
[20] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 67.
[21] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 69.
[22] παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 70.
[23] Δημητρίου Στανιλοάε, παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 82-83.
[24] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 83.
[25] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 83.
[26] παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 86.
[27] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογικά, Ε΄, γ΄ (Φιλοκαλία, Β΄, 127), παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 91.
[28] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 104-105.
[29] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 109.
[30] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 115.
[31] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 122.
[32] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 126.
[33] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 137.
[34] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 138.
[35] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 144.
[36] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 146.
[37] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 149-150.
[38] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 151.
[39] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 158.
[40] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 163.
[41] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 164.
[42] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 167.
[43] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 168.
[44] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 169-170.
[45] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 176.
[46] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 188.
[47] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 188-189.
[48] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 191.
[49] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 193.
[50] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 194.
[51] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 195-196.
[52] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 196.
[53] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 197.
[54] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 198.
[55] Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 199.
[56] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, παρά: Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990), σ. 202.