Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας
περιοδικὸ Ζωή (2024), σ. 91
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2023 ἑορτάσθηκαν μὲ πανηγυρικὸ τρόπο τὰ 100 χρόνια συνεχοῦς κυκλοφορίας τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία. Ὁ ἑορτασμὸς προσέλαβε πανορθόδοξο χαρακτῆρα, ἀφοῦ ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι σχεδὸν ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν παρέστησαν στὶς σχετικὲς ἐκδηλώσεις καὶ στὸ διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο μὲ θέμα: «Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία ἐν πορείᾳ στὴν “ἄυλη πραγματικότητα” τῆς ὕστερης νεωτερικότητας». Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ Συνέδριο θὰ ὑπενθυμίσουμε δι’ ὀλίγων τὸν χαρακτῆρα τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἅγιος Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχουν τρία εἴδη θεολογίας: «α) Ἡ ἀσφαλὴς καὶ μυστικὴ τῶν θεοπτῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν ἐκ προσωπικῆς ἐμπειρίας καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Ζῶντα Θεό. β) Ἡ φιλόσοφος θεολογία τῶν μὴ ἐχόντων προσωπικὴ ἐμπειρία θεοπτίας, ἀλλὰ ἐν ταπεινώσει δεχομένων τὶς ἐμπειρίες καὶ θεοπτίες τῶν Ἁγίων καὶ θεολογούντων συμφώνως πρὸς αὐτές. Ἡ θεολογία αὐτὴ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀποδεικτικὴ μέθοδο, αὐτὴν δηλαδὴ ποὺ ἀποδεικνύει τὶς θεολογικὲς θέσεις μὲ συλλογισμοὺς βάσει τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τῶν καταγεγραμμένων ἐμπειριῶν τῶν Ἁγίων. γ) Ἡ καινὴ θεολογία τῶν θρασέων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τὶς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων καὶ θεολογοῦν διαλεκτικῶς κατὰ τίς δικές τους φιλοσοφικὲς ἀρχές. Ἐκπρόσωπος τῆς διαλεκτικῆς θεολογίας ἦταν στοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ ὁ δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαάμ. Τὴν ἀποδεικτικὴ μέθοδο ἠκολούθησαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες οἱ συντάξαντες τὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο τὸ ἔτος 1340, οἱ ὁποῖοι καταλήγουν: ‘Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταῦτα διὰ τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πείρας’»[1].
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους αὐτῆς. «Ἐκεῖνα δὲ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὰ ὁποῖα, ἕνεκα τῆς ταπεινοφρόσυνης των ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας λαμβάνουν τὸ δῶρον ὄχι μόνον νὰ ἀφομοιώσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκφράσουν πιστῶς τὴν καθολικὴν συνείδησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ὀνομάζονται ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι· διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζουν δὲν εἶναι ἁπλῶς αἱ ἀτομικαὶ σκέψεις, ἰδέαι καὶ πεποιθήσεις των, ἀλλ’ ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καθολικῆς πληρότητος τῆς Ἐκκλησίας»[2].
Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ κάθαρση καὶ ἡ προσευχὴ ὑπῆρξαν ἀείποτε οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς θεολογίας: «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», ἐδίδασκε ὁ ὅσιος Νεῖλος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος διευκρινίζει: «Γιὰ τὴν ἔρευνα καὶ γνώση τῶν Γραφῶν χρειάζεται καλὸς βίος καὶ καθαρὴ ψυχὴ καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν ἀρετή. Χωρὶς καθαρὴ διάνοια καὶ μίμηση τοῦ βίου τῶν ἁγίων δὲν θὰ μπορέσει κάποιος νὰ κατανοήσει τοὺς λόγους τῶν ἁγίων. Ὅποιος θέλει νὰ καταλάβει τὴν διάνοια τῶν θεολόγων πρέπει νὰ νίψει καὶ νὰ πλύνει ἀπὸ πρὶν τὴν ψυχή του καὶ νὰ πλησιάσει τοὺς ἁγίους μὲ τὴν ὁμοιότητα στὶς πράξεις …»[3]. («Ἄνευ γὰρ καθαρᾶς διανοίας καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ βίου μιμήσεως, οὐκ ἄν τις καταλαβεῖν δυνηθείη τοὺς τῶν ἁγίων λόγους»). Στὸ Γεροντικὸ περιγράφεται ἐπίσης ἡ θεία πληροφόρηση ἁγίου καὶ ἐναρέτου μοναχοῦ γιὰ δογματικὸ θέμα, κατόπιν προσευχῆς: «ἔνδος μοι τρεῖς ἡμέρας, κἀγὼ ἐρωτῶ τὸν Θεὸν περὶ τούτου, καὶ ἀναγγέλλω σοι»[4]. Στὸν βίο τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου διαβάζουμε: «Ὅ,τι κάνω τὸ ὀφείλω εἰς τὴν προσευχήν. Πρὸ τῆς ἐργασίας θὰ κάνω μίαν προσευχὴν ἔνθερμον, αὐτοσχέδιον μέν, ἀλλὰ θερμοτάτην, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καὶ ἐπενεργεῖ καὶ φέρει ὅ,τι ἀποτέλεσμα ὡραῖον φέρνει. Προσευχή, τὸ πᾶν. Μὴ στηριζόμαστε στὴν ἐξωτερικὴν σοφίαν…»[5].
Καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διδάσκει ὅτι ἄνευ τῆς ἐμπειρίας δὲν μποροῦν οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὁμιλοῦν γιὰ τὶς ἀλήθειές της: «πῶς νὰ μιλήσει κάποιος γιὰ τὸ μέλι ὅτι εἶναι γλυκό· χωρὶς νὰ τὸ ἔχει γευθεῖ, ἀγνοεῖ τὴν γλυκύτητά του»[6]. Καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀναρωτιέται: «Γλυκύτητα μέλιτος πῶς ἀναγγείλω τοῖς ἀγνοοῦσι; Γεύσασθε καὶ ἴδετε. Αἴσθησις λόγου παντὸς ἐναργεστέρα πρὸς πεῖραν (ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων πεῖρα εἶναι ἀνώτερη παντὸς λόγου)»[7]. Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει: «Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ νὰ ἐμβαθύνει στοὺς λόγους τῶν ἐντολῶν, χωρὶς νὰ ἐργάζεται τὶς ἐντολές, κι ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ πετύχει μὲ τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ μάθηση, εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ φαντάζεται ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴ σκιά της. Γιατί στοὺς λόγους τῆς ἀλήθειας μετέχουν μόνο ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μέτοχοι τῆς ἀλήθειας. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μετέχουν στὴν ἀλήθεια κι εἶναι ἀμύητοι σ’ αὐτήν, ζητοῦν ὡστόσο τοὺς λόγους της, βρίσκουν τοὺς λόγους τῆς κοσμικῆς σοφίας ποὺ ἀποδείχθηκε μωρία (Α’ Κορ. 1:20). Αὐτοὺς ὁ Ἀπόστολος τοὺς ὀνόμασε ψυχικούς, καθὼς δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα (Ἰούδα 19), κι ἂς ὑπερηφανεύονται ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια»[8].
[1] Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, «Βλέποντας τὸ Θεό. Μοναχισμὸς καὶ θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός», προσβάσιμο τὸ διαδίκτυο.
[2] Γεωργίου Φλωρόβσκυ, ἐν: Θεολογία, Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ (Ἀθῆναι: Ζωή, 1962), σ. 27.
[3] Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 57 (ΒΕΠ 30, 121). Πρβλ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση (Ἀθήνα: Γρηγόρη, 20213), σ. 325.
[4] Ἀββᾶς Δανιήλ, η’ ἐν: Γεροντικόν (Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 1970), σ. 29.
[5] Ἀπὸ τὴν φυλλάδα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ὁσίου.
[6] Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΙΖ΄, ιβ’ (ΒΕΠ 41, 247).
[7] Μ. Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, 2 (ΒΕΠ 54, 134).
[8] Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ὠφέλιμα, κβ’ (Φιλοκαλία, τόμ. Δ’, σ. 34).