Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Φύσις καὶ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας

 

Φύσις καὶ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας – 1ον

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

Ὀρθόδοξος Τύπος 7.6.2024

ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ

  Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει, διότι προηγεῖται ἡ βούληση τῆς οὐσίας Του, τουλάχιστον κατὰ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, ἡ κτιστὴ φύση στερεῖται αὐτῆς τῆς προαναφερθείσας ἐλευθερίας, καθότι δὲν προηγεῖται ἡ θέληση τῆς ὕπαρξής της, δηλαδὴ τῆς οὐσίας της, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ κτιστὴ οὐσία ὑπάρχει ἀναγκαστικά, δηλονότι ἀθέλητα καὶ μὲ μηχανικὸ τρόπο, ἐφόσον αὐτὴ δὲν ἐρωτᾶται γιὰ τὸ ἐὰν θέλει νὰ ὑπάρχει.

  Ὁ καθ. Χρῆστος Γιανναρᾶς παρατηρεῖ τὸ ἑξῆς: «Μᾶς φανερώνει ἡ ἐνανθρώπηση (μᾶς χαρίζει τὴ γνώση) ὅτι ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῶν ὑπαρκτῶν δὲν εἶναι προκαθορισμένη νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν προκαθορίζεται ἀπὸ μιὰ οὐσία ἢ φύση θεότητας, ἕνα ἀνερμήνευτα δεδομένο λόγο-τρόπο ποὺ προηγεῖται ὑπαρκτικὰ καὶ καθορίζει αὐτὸ ποὺ «ὀφείλει» νὰ εἶναι ὡς Θεός.Ἕνας τέτοιος προκαθορισμὸς συμβαίνει μόνο στὰ κτιστά (τὰ αἰτιατὰ), ποὺ ἔχουν τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής τους ὄχι στὴν ἐλεύθερη θέλησή τους, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ἕνα τριαντάφυλλο, ἕνας πάνθηρας, ἕνα ἠλεκτρόνιο, ὁ ἄνθρωπος, εἶναι προκαθορισμένα νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν τὸ ἐπέλεξαν. Ὑπάρχουν, σύμφωνα μὲ τὸν δεδομένο λόγο-τρόπο ποὺ κάνει κάθε τριαντάφυλλο νὰ εἶναι τριαντάφυλλο, κάθε πάνθηρα νὰ εἶναι πάνθηρας, κάθε ἠλεκτρόνιο νὰ εἶναι ἠλεκτρόνιο, κάθε ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὅμως δὲν ὑπάρχει δεδομένος λόγος-τρόπος (οὐσία-φύση) ὑπαρκτικὰ προγενέστερος τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς τοῦ ὑπάρχειν, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεὸς «ὡς ἐκ τοῦ λόγου τῆς οὐσίας του» νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι — ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει μὲ προκαθορισμένη «κατὰ λόγον ἀναγκαιότητος» τὴν ὕπαρξή του, ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση κάθε ἄλλου ὑπαρκτοῦ»[1].

  Μὲ τὸν ἀνωτέρω ἀναγκαστικὸ τρόπο ὕπαρξης τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως φαίνεται νὰ διαφωνεῖ, ὅμως, ὁλόκληρη ἡ θεολογικὴ παράδοση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνυπαρξία ὁποιασδήποτε μορφῆς ἀναγκαιότητας στὴν κτιστὴ νοερή, δηλαδὴ ἔλλογη, πραγματικότητα φανερώνεται ἀπὸ τὴν κατὰ φύσιν ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἄκτιστο Τριαδικὸ Θεό, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ αὐτεξουσίου, τὸ ὁποῖο εἶναι αὐτὸ ποὺ διασφαλίζει τὴ δυνατότητα τῆς μεθέξεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα καί, ὡς ἐκ τούτου, αὐτὸ ποὺ διασφαλίζει τὴν ἀνυπαρξία ὁποιασδήποτε μορφῆς ἀναγκαιότητας ἐντὸς τῆς ἔλλογης, νοερῆς καὶ αἰσθητῆς, κτιστῆς πραγματικότητας[2]. Τὸν ἐλεύθερο χαρακτῆρα τῆς  νοερῆς  κτιστῆς  πρα­γματικότητας ὑποστηρίζει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει μὲ σαφήνεια: «Οὐ μόνον ἡ θεία καί ἄκτιστος φύσις οὐδέν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ᾿ οὐδέ ἡ νοερά καί κτιστή.  Τό γάρ φύσει λογικόν, δύναμιν ἔχει φυσικήν τήν λογικήν ὄρεξιν,ἥτις καί θέλησις καλεῖ­ται τῆς νοερᾶς ψυχῆς· καθ᾿ ἥν θέλοντες λογιζόμεθα· καί λογιζόμενοι, θέλοντες βουλόμεθα», πρᾶγμα τό ὁποῖο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι «μηδέν φυσικόν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον»[3].

  Ἔτσι, καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ αὐτεξούσια θέληση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐλεύθερη, ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκούσια, ἀλλὰ ἑκούσια.  Τὸ ἑκούσιον, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὸ νοερὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, δηλώνει πὼς ὁ,τιδήποτε πράττουμε, τὸ πράττουμε πάντοτε μὲ τὴ θέλησή μας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχουμε δημιουργηθεῖ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε «θέλοντες ζητοῦμεν, σκεπτόμεθά τε καί βουλευόμεθα, καί κρίνομεν, καί διατιθέμεθα, καί προαιρού­μεθα, καί ὁρῶμεν, καί κεχρήμεθα.  Κατά φύσιν δέ ἡμῖν, ὡς εἴρηται, προσόν­τος τοῦ λογικῶς ὀρέγεσθαι, ἤγουν θέλειν, καί λογίζεσθαι· βουλεύεσθαί τε καί ζητεῖν, καί σκέπτεσθαι, καί βούλεσθαι, καί κρίνειν, καί διατίθεσθαι, καί αἱρεῖσθαι, καί ὁρμᾷν, καί κεχρῆσθαι».  Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητὴς καταλήγει ἀβιάστως στὸ ἑξῆς συμπέρασμα: «οὐκ ἄρα ἠναγκασμένα τὰ τῶν νοερῶν φυσικὰ»[4]. Ὁ Μέγας Βασίλειος παρατηρεῖ ὅτι ἡ φυσικὴ ὁρμὴ πρὸς τὸ ὀρεκτό, δηλαδὴ ἡ θέληση – βούληση, εἶναι ἰδίωμα τῆς ἐλλόγου ψυχῆς, ἡ ὁποία, πέραν τοῦ ὅτι ζωοποιεῖ τὸ σωματικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴ λογικότητα. Αὐτὴ ἡ λογικότητα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ μὲ τὸ λογικὸν τοῦ νοός, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε εἴδους ἀναγκαιότητα, ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτὴ ἔχει δημιουργηθεῖ «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ ἀπολύτως ἐλεύθερου δημιουργοῦ της[5]. Ὁ ἀνωτέρω ἀναφερθεὶς μιμητικὸς τρόπος ὕπαρξης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δηλονότι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ δημιουργεῖται «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς ἄκτιστης θείας πραγματικότητας, δὲ σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα, καθότι ὁ ἄνθρωπος διαθέτει φυσικὴ ἐλευθερία, ἕνεκα τῆς λογικότητας – αὐτεξουσιότητας ποὺ ὑπάρχει ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ ὁποία, μὲ τὴ σειρά της, ἔμφυτα τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὸ ἀγαθό.  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ἀβιάστως τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὡς τεχνητὴ εἰκόνα καὶ μίμημα τῆς θείας φύσεως, εἶναι ἐκ φύσεως ἐλεύθερη[6].

  Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὡς μίμημα τῆς θείας φύσεως, εἶναι λίαν καλή, πλήρης, ἀγαθὴ καὶ δημιουργημένη μὲ ἔμφυτες ἀρετές, δίχως νὰ διαθέτει κάποιο ἐγγενὲς στοιχεῖο ἀναγκαιότητας, προκαθορισμοῦ, ἀκόμη καὶ κακίας. Ἐφόσον, ὅμως, ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἀγαθὴ κατὰ τὴ φύση της, τότε γιὰ ποιὸ λόγο ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν ἄσκηση ἢ νηπτικὸ ἀγῶνα; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ φαίνεται δύσκολη, ἀλλὰ δὲν εἶναι, τουλάχιστον γιὰ ὅσους ἔχουν ὡς βάση τῆς σκέψεών των τὴν πατερικὴ θεολογία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖται, δὲν προσπαθεῖ νὰ εἰσάγει στὴ φύση του ἐξωτερικὲς ἀρετές, διότι οἱ ἀρετὲς εἶναι δοσμένες καὶ στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.  Ἑπομένως, ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι μία προσπάθεια εἰσαγωγῆς ἐξωτερικῶν ἀρετῶν μέσα στὴ φύση του, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ ἠθικὴ φιλοσοφία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Δὲν εἶναι μία προσπάθεια ὑπέρβασης τῆς ἀναγκαιότητας τῆς φύσης, ἀλλὰ εἶναι μία προσπάθεια ἐκδίωξης ὅλων τῶν παρὰ φύσιν στοιχείων ποὺ εἰσχώρησαν διὰ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὡς ἑκούσια ἀποβολὴ τῶν θείων δεδωρημένων ἀγαθῶν, μέσα του. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἡ νηπτικὴ ζωὴ δὲ δημιουργεῖ ἐξωτερικὲς ἀρετές, ἀλλὰ ἐξαλείφει καθετὶ τὸ ὁποῖο ἔχει εἰσχωρήσει παρασιτικὰ καὶ διαβρωτικὰ στὴν τεχνητὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο.  Συνεπῶς, μέσῳ τῆς ἀσκήσεως ἢ τῆς νήψεως ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνει ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ ἀντιμάχονται τὴ φυσική του ροπὴ πρὸς τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ πρὸς τὸν ἄκτιστο Τριαδικὸ Θεὸ[7].  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων ἐξάγεται ἀβιάστως τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀρετὴ ἀποτελεῖ ἕνα φυσικὸ δῶρο, τὸ ὁποῖο ἔμφυτα διαθέτει κάθε ἄνθρωπος, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἔχει ἐμφυτευθεῖ ἐκ γενετῆς στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄκτιστο Τριαδικὸ Θεό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξύ της φυσικῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας.  Ἡ μετοχὴ στὴν ἀρετὴ σημαίνει τὴ μετοχὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐνῷ ἡ μετοχὴ στὴ ἁγιότητα σημαίνει τὴ μετοχὴ στὴν ἄκτιστη θεοποιὸ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑφίσταται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεταβεῖ ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν στὸ κατὰ φύσιν[8]. Ἄρα, ἡ ἀποδοχὴ τῆς φυσικῆς ἀρετῆς ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου, καθότι τὸ ὑπὲρ φύσιν χορηγεῖται μονάχα σὲ ὅσους ζοῦν κατὰ φύσιν.

  Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα φαίνεται νὰ μὴ ἰσχύει ἡ ἄποψη τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεου Βλάχου, ὁ ὁποῖος, προσπαθώντας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς νεωτερικῆς καὶ μετανεωτερικῆς προσωποκεντρικῆς ὀντολογίας καὶ τῆς παραδοσιακῆς, δηλαδὴ διαχρονικῆς, βιβλικῆς – πατερικῆς θεολογίας, συνδέει τὴ νηπτικὴ ἄσκηση ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑπόσταση, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ κοινωνὸς τῆς ἀκτίστου θείας δόξης, δηλονότι ὁ τεθεωμένος ἄνθρωπος, ταυτίζεται μὲ τὴν ὑπόσταση ἢ τὸ πρόσωπο[9]. Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σὲ πρόσωπο μέσῳ τῆς ἀσκήσεως ἢ τῆς νήψεως δὲν εὐσταθεῖ ἐπ’ οὐδενὶ λόγω, διότι τοῦτο προϋποθέτει κάποιου εἴδους σχάση καὶ διαφοροποίηση μεταξὺ τῆς φύσεως καὶ τοῦ προσώπου. Ἐνδεχόμενη ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς σχάσης, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ προσώπου καὶ τῆς φύσεως, θὰ σήμαινε ὅτι ἡ ἀρετὴ κατορθώνεται μόνο διὰ τοῦ προσώπου καὶ ὅτι ἡ φύση ἔχει οὐδέτερο ἢ ἀρνητικὸ χαρακτῆρα.  Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη Δαμασκηνό, ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀπότοκο καὶ ἀποκλειστικὸ ἐπίτευγμα τοῦ προσώπου, οὔτε εἰσάγεται στὴ φύση ἔξωθεν ἀπὸ αὐτό, ἀλλὰ εἶναι ἡ παραμονὴ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἡ ἐμμονὴ στὸ φυσικὸ τρόπο ὕπαρξης τῆς οὐσίας[10].

Σημειώσεις:

[1] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα (ἀπόπειρες ὀντολογικῆς ἑρμηνευτικῆς), ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2016, σελ.18. [2] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 184BC: «Οὐκοῦν ἐστιν ἐν ἡμῖν παντὸς μὲν καλοῦ ἰδέα, πᾶσα δὲ ἀρετὴ καὶ σοφία, καὶ πᾶν ὅ,τιπέρ ἐστι πρὸς τὸ κρεῖττον νοούμενον. Ἓν δὲ τῶν πάντων καὶ τὸ ἐλεύθερον ἀνάγκης εἶναι, καὶ μὴ ὑπεζεῦχθαί τινι φυσικῇ δυναστείᾳ· ἀλλ’ αὐτεξούσιον πρὸς τὸ δοκοῦν ἔχειν τὴν γνώμην. Ἀδέσποτον γάρ τι χρῆμα ἡ ἀρετὴ καὶ ἑκούσιον, τὸ δὲ κατηναγκασμένον καὶ βεβιασμένον ἀρετὴ εἶναι οὐ δύναται».

[3] ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρὸς Πύρρον,PG 91, 293D-296A.

[4] Ὅπ.π., PG 91,293 BC.

[5] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344BC: «∆ιὰ τί δὲ ὅλως δεκτικὴ τοῦ κακοῦ; ∆ιὰ τὴν αὐτεξού­σιον ὁρμὴν, μάλιστα πρέπουσαν λογικῇ φύσει. Λελυμένη γὰρ πάσης ἀνάγκης, καὶ αὐθαίρετον ζωὴν λαβοῦσα παρὰ τοῦ κτίσαντος, διὰ τὸ κατ’ εἰκόνα γεγενῆσθαι Θεοῦ, νοεῖ μὲν τὸ ἀγαθὸν, καὶ οἶδεν αὐτοῦ τὴν ἀπόλαυσιν, καὶ ἔχει ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, ἐπιμένουσα τῇ τοῦ καλοῦ θεωρίᾳ καὶ τῇ ἀπολαύσει τῶν νοητῶν, διαφυλάσσειν αὑτῆς τὴν κατὰ φύσιν ζωήν· ἔχει δὲ ἐξουσίαν καὶ ἀπονεῦσαί ποτε τοῦ καλοῦ».

[6] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ Ἀναστάσεως, PG 46, 101CD:  «Πᾶσα δ’ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καί πρός ἑαυτήν οἰκείως ἔχει».

[7] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρὸς Πύρρον, PG 91, 309B – 312A: «ΠΥΡ. Τί οὖν; φυσικαί εἰσιν αἱ ἀρεταί;  ΜΑΞ. Ναί, φυσικαί.  ΠΥΡ. Καί εἰ φυσικαί, διά τί μή ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσι τοῖς ὁμοφυέσι;  [ΜΑΞ. Πᾶσι τοῖς ὁμοφυέσιν ἐπίσης ἐνυπάρχουσι.] ΠΥΡ. Καί πόθεν ἐν ἡμῖν τοσαύτη ἀνισότης; ΜΑΞ. Ἐκ τοῦ μή ἐπίσης ἐνεργεῖν τά τῆς φύσεως. Ὡς εἴπερ πάντες ἴσως, ἐφ᾿ ᾧ καί γεγόναμεν, ἐνηργοῦ­μεν τά φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις, οὕτω καί ἀρετή, τό μᾶλλον καί ἧττον οὐκ ἐπιδεχομένη.  ΠΥΡ. Εἰ οὐκ ἐξ ἀσκήσεως ἡμῖν τά φυσικά πρόεισιν, ἀλλ᾿ ἐκ δημιουργίας, ἡ δέ ἀρετή φυσική, πῶς πόνῳ καί ἀσκήσει τάς ἀρετάς, φυσικάς οὔσας, κτώμεθα;  ΜΑΞ. Ἡ ἄσκησις, καί οἱ ταύτῃ ἑπόμενοι πόνοι, πρός τό μόνον διαχωρίσαι τήν ἐμφυρεῖσαν δι᾿ αἰσθήσεως ἀπάτην τῇ ψυχῇ ἐπενοήθησαν τοῖς φιλαρέτοις· οὐ πρός τό ἔξωθεν προσφάτως ἐπεισαγαγεῖν τάς ἀρετάς· ἔγκειται γάρ ἡμῖν ἐκ δημιουργίας, ὡς εἴρηται· ὅθεν καί ἅμα τελείως διακριθῇ ἡ ἀπάτη, ἅμα καί τῆς κατά φύσιν ἀρετῆς τήν λαμπρότητα ἐνδείκνυται ἡ ψυχή.  Ὁ γάρ μή ἄφρων, φρόνιμος· καί ὁ μή δειλός ἤ θρασύς, ἀνδρεῖ­ος· καί ὁ μή ἀκόλαστος σώφρων· καί ὁ μή ἄδικος, δίκαιος. Κατά φύσιν δέ ὁ λόγος, φρόνησίς ἐστι· καί τό κριτήριον, δικαιοσύνη, καί ὁ θυμός, ἀνδρεία· καί ἡ ἐπιθυμία, σωφροσύνη. Ἄρα τῇ ἀφαιρέσει τῶν παρά φύσιν, τά κατά φύσιν καί μόνα διαφαίνεσθαι εἴωθεν· ὥσπερ καί τῇ τοῦ ἰοῦ ἀποβολῇ, ἡ τοῦ σιδήρου κατά φύσιν αὐγή καί λαμπρότης».

[8]  ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG 90, 1353B

[9] Ἱεροθ. Βλάχος, Μεταπατερικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λειβαδιὰ 2016, σελ. 262 – 265.

[10]  ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατὰ Μανιχαίων Διάλογος, P.B. Kotter Die Schriften des Johannes von Damaskos, τ. 4, σελ. 370: «ἀρετή γάρ ἐστι τό μένειν ἐν τοῖς ὅροις τῆς φύσεως».

Φύσις καὶ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας – 2ον

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

Ὀρθόδοξος Τύπος 14.6.2024

ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΜΕΡΟΣ

Γνωμικὸν θέλημα καὶ ἀναγκαιότης εἰς τοὺς Ἕλληνας Πατέρας

  Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπιλέγει ἐλευθέρως, τουλάχιστον στὸ χριστιανισμό, μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καθότι ἡ μόνη πραγματικότητα εἶναι τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ ὁ Τριαδικὸς Θεός.  Ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἐπιλογῆς σημαίνει τὴ χρήση τοῦ γνωμικοῦ ἢ ἀτομικοῦ του θελήματος.  Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, δὲ γεμίζει τὴν «οὐδέτερη» φύση του, διὰ τῆς χρήσεως τοῦ γνωμικοῦ του θελήματος, μὲ κακίες ἢ μὲ ἀρετές, διότι ἡ ἴδια ἡ φύση εἶναι δημιουργημένη ὡς κάτι τὸ ἀγαθό, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως δείχτηκε στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου, εἶναι ἐκ φύσεως ἀγαθὸς[11]. Ἑπομένως, διὰ τῆς μετοχῆς τῶν ὄντων στὸ εἶναι, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐκ φύσεως ἀγαθό, τὰ κτίσματα μετέχουν κατ’ ἐνέργειαν τῆς ἀκτίστου θείας πραγματικότητας. Ὁ καθ. Νικόλαος Ξιώνης παρατηρεῖ ὅτι ἡ κατὰ νόμον, δηλαδὴ ἡ κατὰ φύσιν, χρήση τῶν φυσικῶν παθῶν ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, δείχνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἀγαθὸ τρόπο ὕπαρξης τῆς ἐλλόγου κτιστῆς φύσεως[12]. Παρατηρεῖται, λοιπόν, τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀγαθότητα εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα καὶ ἀποδεικνύεται τοιουτοτρόπως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φύση δὲ δηλώνει κάποια ἀναγκαιότητα, καθὼς αὐτὴ δημιουργεῖται ἀγαθὴ διὰ τῆς θείας δημιουργικῆς δυνάμεως.  Συν­επῶς, ἡ ἄποψη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ φύση ὑποτάσσεται στὴν ὁρμέμφυτη ἀναγκαιότητα, δὲν εὐσταθεῖ σὲ καμία περίπτωση, διότι ἡ φύση δὲν εἶναι ἁμαρτωλὴ καὶ οὔτε ἀναγκάζει ἕνα ὂν νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, διότι αὐτὴ θέλει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει. Ἀντίθετη ἄποψη φαίνεται νὰ ἔχει ὁ καθ. Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ὅτι τὸ Ρωμ. 7, 23 («Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου») εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐνδείξεις τοῦ βιβλικοῦ περσοναλισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει διάσπαρτα σὲ ὅλα τὰ χριστιανικὰ κείμενα, καθότι διὰ τοῦ χωρίου αὐτοῦ δηλώνεται ἀπερίφραστα τὸ γεγονὸς τῆς ἀναγκαιότητας τῆς κτιστῆς, ἀλόγου καὶ ἐλλόγου, φύσεως. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ προαναφερθεὶς καθηγητής, ἑρμηνεύοντας τὸ ἀνωτέρω χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, σημειώνει ὅτι «ἡ φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀτομικότητας ἀντιστρατεύεται ἢ καὶ δεσμεύει τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα, ποὺ μόνο ὡς ἀγάπη μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ, πέρα ἀπὸ κάθε φυσικὸ καθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα.  Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου δὲν ἀναιρεῖται, μόνο ἀλλοιώνεται καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀντιθετικὴ διάσταση μὲ τὴ φύση, σὲ ἀδιάκοπη διπολικὴ ἀντιθετικὴ φορά, βιώνεται σὰν τραγικὸς διχασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης»[13].

  Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀντιτάσσεται καὶ ἐναντιώνεται στὸν νόμο τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἴδια ἡ φύση. Τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν προαιρετικὴ καὶ τὴ διανοητικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ ὑπακούει ἐλευθέρως καὶ πειθήνια τὸ θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης δύναται καὶ νὰ Τοῦ ἐναντιώνεται, λόγω τῆς κακῆς καὶ ἄρα ἰδιοτελοῦς χρήσης τοῦ φυσικοῦ αὐτεξουσίου. Τὸ φρόνημα, ὅπως ἀναλύεται ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο, δὲ μπορεῖ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ σημασία τῆς λέξεως «φρονεῖν», καθὼς τὸ ρῆμα «φρονῶ» σημαίνει καὶ ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ καὶ σημασιολογικὰ μὲ τὸ ρῆμα «νοῶ»[14]. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι ἀπότοκο καὶ προϊὸν τῆς νοητικῆς, καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς προαιρετικῆς διαδικασίας, δηλονότι τῆς ἑκούσιας γνωμικῆς – προσωπικῆς, ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲ μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία δημιούργησε φύσει καλὴ ὁ Θεός.  Ἔτσι, γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ σαρκικὸ φρόνημα δὲν εἶναι μία ἔμφυτη καὶ ὁρμέμφυτη φυσικὴ ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια καὶ λογικὴ συνέπεια τῆς κτιστότητας καὶ τῆς ὑλικότητας τοῦ ἀνθρώπου.  Ἐὰν τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο, τότε θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν ἴδια τὴν κακία, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε τὴν ὀρθόδοξη θεολογία στὴν ἀποδοχὴ μανιχαϊστικῶν ἀντιλήψεων, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁποιαδήποτε θεώρηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος ὡς κατὰ φύσιν ὑπάρχοντος ἐντὸς τῆς ἀνθρωπότητας, θὰ ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα στὴν ἀποδοχὴ τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ δυϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται ὅτι ὑφίσταται μεταξὺ τῆς ὕλης καὶ τοῦ πνεύματος. Πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικοὺς κόσμους, οἱ ὁποῖοι συγκρούονται ἀενάως μεταξύ τους, λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι τὰ τοῦ πνεύματος θέλουν καὶ ὀρέγονται τὰ τοῦ πνεύματος καὶ τὰ τοῦ σώματος θέλουν καὶ ὀρέγονται τὰ τοῦ σώματος.  Τὸ πνεῦμα ἐμποδίζεται πρὸς τὴν ἄνοδο τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, ἐξαιτίας τῶν ὑλικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ σώματος.  Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ δυαρχία ἀπορρίπτεται διαρρήδην ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ γραμματεία.

  Ἐπιπλέον, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τὴν ἁμαρτία ὡς ἀποτέλεσμα τῆς διαστροφῆς τοῦ νοὸς καὶ ὄχι ὡς τὴ σωματικότητα, δηλαδὴ τὴν ὑλικότητα[15]. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ σαρκικὸ φρόνημα συνδέεται μὲ τὴν προαίρεση, δηλαδὴ μὲ τὸ γνωμικὸ θέλημα, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.  Στὴν πραγματικότητα, τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμεῖ ὁ γνωμικὰ θέλων, δηλαδὴ ὁ ἰδιοτελὴς καὶ διεστραμμένος νοῦς, τὰ μὴ ὄντα καὶ νὰ ἀποστρέφεται τὰ ὄντα[16].

  Ἔτσι, καθίσταται σαφὲς ὅτι τὸ γνωμικὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύεται ὡς παράχρηση καὶ διαστροφὴ τοῦ φυσικοῦ θελήματος, εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἰσάγει τὴν ἀναγκαιότητα στὸ μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο, λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτὸ μερίζει τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φυσικὴ ἐλευθερία καὶ βούληση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φαίνεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καθημερινῶν διλημμάτων, τριλημμάτων καὶ γενικὰ μυριάδων πολυλημμάτων.  Αὐτὴ ἡ ἀπειρότητα τῶν ἐπιλογῶν ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ λήθη τοῦ Θεοῦ, καθὼς τὸν ἐγκλωβίζει στὴν παροῦσα φάση τῆς μεταπτωτικῆς, δηλαδὴ τῆς χωροχρονικῆς ὑλώδους, ζωῆς.  Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐκδηλώνεται μὲ τὸ γνωμικὸ θέλημα, διότι ἡ γνώμη, τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ ἡ προαίρεση δηλώνουν ἄγνοια, διαστροφὴ καὶ ἀντικατάσταση τῆς ἤδη ὑπάρχουσας πραγματικότητας μὲ τὴ φαντασία, δηλαδὴ μὲ μία θεώρηση τῆς πραγματικότητας, τὴν ὁποία θὰ ἐπιθυμοῦσε ὁ φορέας τοῦ γνωμικοῦ θελήματος νὰ ὑπάρχει, δίχως, ὅμως, αὐτὴ νὰ ὑφίσταται πραγματικά.  Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἄπειρη δυνατότητα πραγματώσεως πολλῶν διαφορετικῶν ἐπιλογῶν ἐντὸς τοῦ ροώδους χρόνου καὶ τοῦ περιγραπτοῦ τόπου, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἑκούσια ἄρνηση ὁποιασδήποτε ἐπιλογῆς, διαφοροποίησης καὶ αὐτονομίας ἔναντι τοῦ Θεοῦ[17]. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἄρνηση ὁποιασδήποτε ἐπιλογῆς, ὄχι βεβαίως μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ ὑποκύπτει ἀνεξετάστως στοὺς ἠθικοὺς κανόνες καὶ στὶς πεπερασμένες ἀντιλήψεις διαφόρων πολιτικῶν, ἠθικῶν, κοινωνικῶν, ἀνθρωπιστικῶν καὶ θρησκευτικῶν συστημάτων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπεμπόλησης τοῦ κοσμικοῦ – σαρκικοῦ φρονήματος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κατορθώνεται μονάχα διὰ τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν.

Σημειώσεις:

[11] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρὸς Πύρρον, PG 91, 308D: «Ἡμεῖς μέν γάρ ἁπλῶς φύσει καλοῦ φυσικῶς ἔχομεν τήν ὄρεξιν· τοῦ δέ πῶς καλοῦ πεῖραν διά ζητήσεως καί βουλῆς. Καί διά τοῦτο ἐφ᾿ ἡμῶν καί γνώμη προσφυῶς λέγεται, τρόπος οὖσα χρήσεως, οὐ λόγος φύσεως· ἐπεί καί ἀπειράκις μετέβαλεν ἡ φύσις».  Βλ. ἐπίσης Γ. Καραλής, Ἡ μωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου. Διαδρομές μεταξύ Θεολογίας καὶ πνεύματος τῆς ἐποχῆς, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2017, σελ. 247 – 294. [12] Ν. Ξιώνης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι καὶ Θεὸς καὶ ἐκ Θεοῦ κατὰ φύσιν, ἐκδόσεις Ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 275. [13] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2002, σελ. 28. [14] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Πρός τά Ἀπολλιναρίου Ἀντιρρητικός, PG 45, 1137BC: «ὁ τοίνυν λέγων ἄνθρωπον εἶναι τὸν προσειλημμένον, ἔμψυχον δὲ τοῦτον διδοὺς οὐδὲν ἕτερον ἢ καὶ νοητὴν αὐτῷ προσεμαρτύρησε δύναμιν, ὅπερ ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ἐστὶ ψυχῆς, ἐξ αὐτῶν, ὧν παρέ­θετο ἡμῖν, τῶν τοῦ ἀποστόλου ῥημάτων· ὁ γὰρ εἰπὼν ὅτι Τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν (τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται) τῆς προαιρετικῆς τε καὶ διανοητικῆς δυνάμεως ἐναργῆ τὰ ἰδιώματα λέγει· τὸ γὰρ ἐπιπειθῶς ἢ ἀντιτύπως πρὸς τὸν νόμον ἔχειν προαιρέσεως ἴδιον αὐτό τε τὸ τοῦ φρονήματος ὄνομα οὐκ ἄν τις τῆς κατὰ τὸ φρονεῖν ἐνεργείας ἀποχωρίσειε. τὸ δὲ φρονεῖν ταὐτὸν εἶναι τῷ νοεῖν οὐδ’ ἂν τῶν κομιδῇ τις νηπιαζόντων ἀντείποι· ὅ τε ἀντιστρατευόμενος καὶ αἰχμαλωτίζων πῶς ἂν τῆς ἐνεργείας τοῦ νοεῖν ἀμοιρήσειεν; οὐ γὰρ τὸ πρὸς τὰ φαῦλα κινεῖ­σθαι τοῖς κακοῖς τὴν προαίρεσιν ἀπόδειξις τοῦ μὴ εἶναι νοῦν ἐν ἐκείνοις ἐστίν, ἀλλὰ καλῆς μὲν διανοίας ἐκτός εἰσι, νοοῦσι δὲ ὅμως· ἐπεὶ καὶ τὸν ὄφιν ἐκεῖ­νον, ὃν δὴ τῆς κακίας ἀρχηγὸν καὶ εὑρετὴν παρὰ τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, οὐκ ἀνόητον εἶναί φησιν ὁ θεόπνευστος λόγος, πλεί­ονα τῶν ἄλλων προσμαρτυρῶν τούτῳ τὴν φρονιμότητα». [15] Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Α’.Εἰσαγωγὴ στὴ θεολογικὴ γνωσιολογία, {φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ βιβλιοθήκη – 2}, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 87-100 καὶ τοῦ Ἰδίου, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-Δυ­τικοευρωπαϊκῆς. Μὲ σύντομη εἰσαγωγὴ στὴ Φιλοσοφία, {φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ βιβλιοθήκη – 47}, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 367 – 381. [16] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 9Β – 12Α. [17] Γ. Παναγόπουλος, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ Θεολογικὸς ἐκσυγχρονισμός, Σύγχρονα θεολογικὰ ρεύματα στὴν Ἑλλάδα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2017, σελ. 177 – 179.