Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου, Tὸ Ἅγιον Πνεῦμα

Ιωαννου Κ. Αγγελοπουλου

«Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»

Ὀρθοδοξία καὶ Παιδεία 3 (2004) 87-105

 

 1.        Εἰσαγωγὴ

 α. Πολὺ πιθανὸν νὰ «ἔχουμε τὴ ζωηρὴ ἐντύπωση ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ‘κάτι τί’ ἀόριστο. Μᾶς εἶναι ἀμήχανο καὶ ἄβολο νὰ τὸ σκεπτόμαστε σὰν ζωντανό, πραγματικὸ πρόσωπο. Πάντοτε ἔχουμε τὴν τάση, λίγο ἢ πολύ, νὰ τὸ ἀναπαριστάνουμε σὰν μιὰ ἀπρόσωπη δύναμη, ἐνέργεια, ἐξουσία»[1]. Ἡ δυσκολία μας προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι «τὸ Πνεῦμα δὲν ἔχει ὄψη, οὔτε καὶ ὄνομα κατάλληλο νὰ φανερώσει μιὰ μορφὴ ἀνθρώπινη. Σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες, τὸ ὄνομά του (ἑβρ. ruah, λατ. spiritus) εἶναι ἕνα οὐσιαστικό, παρμένο ἀπὸ τὰ φυσικὰ φαινόμενα τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς ἀναπνοῆς, κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε τὸ ἴδιο κείμενο: ‘ἐξαποστελῖς τὸ πνεῦμα σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς’ (Ψλ. 103, 30) νὰ μπορεῖ μὲ τὴν ἴδια ἀκρίβεια νὰ ζωντανέψει τὴν κοσμικὴ εἰκόνα τῆς θείας πνοῆς ποὺ ὁ ρυθμός της κανονίζει τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ διάχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ζωογονεῖ τὶς καρδιές. Εἶναι ἀδύνατο νὰ πάρει κανεὶς στὴν κατοχή του τὸ Πνεῦμα: ‘τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις’, ἀναγνωρίζεις τὸ πέρασμά του ἀπὸ κάποια ἴχνη συχνὰ ὁλοφάνερα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ ξέρεις ‘πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει’ (ω. 3,8). Ἐνεργεῖ πάντα μέσω ἄλλου προσώπου, κυριεύοντας καὶ μεταμορφώνοντάς το. ... Τὰ μεγάλα σύμβολα τοῦ Πνεύματος, τὸ νερό, ἡ φωτιά, ὁ ἀέρας καὶ ὁ ἄνεμος, ἀνήκουν στὸν κόσμο τῆς φύσεως καὶ δὲν ἔχουν συγκεκριμένη μορφή. Βασικὰ ἐκδηλώνουν τὴν εἰσβολὴ μιᾶς παρουσίας, μιὰ ἀκατανίκητη ἐξάπλωση καὶ πάντα σὲ βάθος»[2].

Καὶ προκύπτει τὸ ἐρώτημα: «πῶς νὰ ἀποκαταστήσουμε ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μιὰ τόσο στενὴ σχέση, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τοῦ λέμε ‘Ἐσὺ’ καὶ νὰ τὸ ἀκοῦμε νὰ μᾶς λέει ‘Ἐσύ’;»[3]. Καὶ εἶναι ἐπιβεβλημένη ἡ ὀρθὴ σχέσις μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι οἱ «κακῶς φρονοῦντες περὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐδὲ περὶ τοῦ Υἱοῦ καλῶς φρονοῦσιν. Εἰ γὰρ ἐφρόνουν ὀρθῶς περὶ τοῦ Λόγου ἐφρόνουν ὑγιῶς καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, καὶ τοῦ Υἱοῦ ἴδιον ὄν, παρ' αὐτοῦ δίδοται τοῖς μαθηταῖς καὶ πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν εἰς αὐτόν. Οὕτω δὲ πλανώμενοι, οὐδὲ περὶ τοῦ Πατρὸς ὑγιῆ τὴν πίστιν ἔχουσιν. Οἱ γὰρ ἀντικείμενοι τῷ Πνεύματι, ὡς εἶπεν ὁ μέγας μάρτυς Στέφανος, οὗτοι καὶ τὸν Υἱὸν ἀρνοῦνται. Τὸν δὲ Υἱὸν ἀρνούμενοι, οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχουσι»[4].

Γιὰ νὰ ὁμιλήσωμε περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χρειάζονται ὡς προϋποθέσεις, ἡ σωστὴ τοποθέτησις ἀπέναντι τῶν δογμάτων, τὸ δυνατὸν καὶ ὁ τρόπος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καθὼς καὶ ἡ σημασία γιὰ τὴν σωτηρία μας αὐτῆς τῆς γνώσεως. Ἔτσι τὸ δόγμα τῆς Τριάδος προσεγγίζεται «ἐν πίστει καὶ εὐσεβεῖ λογισμῷ μετ' εὐλαβείας»[5]· «τὰ γὰρ τῇ πίστει παραδιδόμενα ἀπεριέργαστον ἔχει τὴν γνῶσιν»[6]. Ἡ δυνατότης γνώσεως τοῦ Θεοῦ στηρίζεται στὴν διάκρισι οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ. «Διὰ τὴν ὀρθόδοξον σκέψιν αἱ ἐνέργειαι δηλοῦν μίαν ἐξωτερικν φανέρωσιν τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ ἐσωτερικευθῇ, νὰ εἰσαχθῇ, οὕτως εἰπεῖν, εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ θείου Ὄντος ὡς φυσικὸς αὐτοῦ προσδιορισμός»[7]. Γνωρίζομε τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς προσοικειώσεως τῶν θείων ἐνεργειῶν Του, μέσῳ τῆς Ἀποκαλύψεως τὴν ὁποία μᾶς ἔκανε. Ὁ τρόπος γνώσεως διαφέρει ἀπὸ τὴν γνῶσι τῶν ἀνθρωπίνων (ἐπιστητῶν) πραγμάτων. Προϋποθέτει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὴν βιωματικὴ προσκύνησι τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ μόνον ὡς καρπὸς τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας μαζί του ἔρχεται. «Ὅτε γὰρ οὐ συνομιλεῖ τοῖς σώμασιν ὁ νοῦς ὁ τῶν ἀνθρώπων, οὐδέ τι τῆς ἐκ τούτων ὡς γέγονεν ἐξ ἀρχῆς· τότε δή, τὰ αἰσθητὰ καὶ πάντα τὰ ἀνθρώπινα διαβάς, ἄνω μετάρσιος γίνεται, καὶ τὸν Λόγον ἰδών, ὁρᾶ ἐν αὐτῷ καὶ τὸν τοῦ Λόγου Πατέρα, ἡδόμενος ἐπὶ τῇ τούτου θεωρίᾳ, καὶ ἀνακαλούμενος ἐπὶ τῷ πρὸς τοῦτον πόθῳ».[8] Τέλος, ἡ σημασία τῆς ὀρθῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι προφανής. Διότι χωρὶς αὐτὴν «δὲν ἀπευθυνόμαστε πιὰ στὰ Πρόσωπα τῆς Τριάδος ἀλλὰ στὸν ‘καλὸ Θεό’, γιὰ τὸν Ὁποῖο δὲ γνωρίζομε ποιὸς εἶναι συγκεκριμένα. Ἐξ ἄλλου διάφοροι τύποι λαϊκῆς εὐσεβείας ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στὸ Χριστό, πράγμα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὸς χριστοκεντρισμός. Ἀντίθετα ἡ ἀκαθόριστη θεολογία ὁδηγεῖ στὸ μυστικισμὸ τῆς θείας ἀβύσσου, στὴ Θεότητα (Gottheit) τοῦ Maitre Eckhart»[9]

β. Ἕνας λόγος περὶ τοῦ Πνεύματος πρέπει νὰ εἶναι ἐντεταγμένος στὸν λόγο περὶ τῆς καθόλου Ἁγίας Τριάδος. Δὲν νοεῖται ξεκομμένα τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴν Τριάδα. Γι' αὐτὸ καὶ εἰσαγωγικῶς θὰ εἰπωθοῦν ὀλίγα περὶ τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κατανοηθῆ ὕστερα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. «Στὴν τριαδική της θεολογία ἡ Ἀνατολὴ παίρνει ὡς σημεῖο ἐκκινήσεως τὴν ἀποκάλυψη ἑνὸς ζῶντος Θεοῦ μ Τρεῖς Ὑποστάσεις, δηλαδὴ τὰ θεῖα Πρόσωπα, ὅπως παραδόθηκαν στὶς Γραφὲς καὶ θεωρήθηκαν στὰ Σύμβολα τῆς πίστεως καὶ τοῦ βαπτίσματος»[10]. Ἡ ἀποκάλυψις τῆς Τριάδος ἔγινε πρὸς τὸν κόσμο σταδιακῶς καὶ προοδευτικῶς: «ἐκήρυσσε φανερῶς ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν ἀμυδρότερον. Ἐφανέρωσεν ἡ Καινὴ τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε τοῦ Πνεύματος τὴν θεότητα. Ἐμπολιτεύεται νῦν τὸ Πνεῦμα, σαφεστέραν ἡμῖν παρέχον τὴν ἑαυτοῦ δήλωσιν. Οὐ γὰρ ἦν ἀσφαλές, μήπω τῆς τοῦ Πατρὸς θεότητος ὁμολογηθείσης, τὸν Υἱὸν ἐκδήλως κηρύττεσθαι· μηδὲ τῆς τοῦ Υἱοῦ παραδεχθείσης, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἵν' εἴπω τι καὶ τολμηρότερον, ἐπιφορτίζεσθαι»[11].

Ἡ ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Τριάδος εἶναι ἕνα μυστήριο δυσκόλως προσεγγιζόμενο ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη διάνοια. Ὁ Θεός, ὅπως γνωρίζομε, εἶναι Τριὰς καὶ συγχρόνως Μονάς. «Ὅταν μὲν οὖν πρὸς τὴν θεότητα βλέψωμεν καὶ τὴν πρώτην αἰτίαν καὶ τὴν μοναρχίαν, ἕν ἡμῖν τὸ φανταζόμενον· ὅταν δὲ πρὸς τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης καὶ τὰ ἐκ τῆς πρώτης αἰτίας ἀχρόνως ἐκεῖθεν ὄντα καὶ ὁμοδόξως, τρία τὰ προσκυνούμενα»[12]. «Τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν μιὰ κοινὴ οὐσία καὶ καθένα ἔχει τὰ προσωπικά του ἰδιώματα. Αὐτὰ εἶναι οἱ ὑποστατικές του ἰδιότητες, ποὺ διακρίνουν τὸν Πατέρα ὡς ἀγέννητο, ὡς ἀρχή, πηγὴ καὶ ρίζα τῆς θεότητος, τὸν Υἱὸ ὡς γεννηθέντα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἐκπορευόμενο»[13]. «Ἄλλο εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὰ φυσικὰ προσόντα αὐτῆς, τὰ ὁποῖα ἀμφότερα συνιστοῦν τὸ κοινὸν καὶ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, καὶ ἄλλο εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, τὰ ὁποῖα εἶναι τὸ ἴδιον καὶ ἀκοινώνητον δι' ἑκάστην τῶν τριῶν ὑποστάσεων»[14]. Ὅμως, «τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα δὲ φανερώνουν καμμιὰ διαφορὰ οὐσίας ἢ ἀξιώματος, καμμιὰ ἀνισότητα τῶν προσώπων, ἀλλὰ προσδιορίζουν τὸν προσωπικὸ καὶ ἀμεταβίβαστο χαρακτήρα καθενός»[15]. Ἔτσι, ἡ θεότης «διαιρεῖται μὲν γὰρ ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι, ταῖς δὲ κατὰ τὴν φύσιν ἑνοῦται»[16].

Πηγὴ τῆς θεότητος καὶ κέντρο τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Πατήρ. «Κατὰ τὴν οὐσιαστικὴ βεβαίωση τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς, τὸ Πρόσωπο τοῦ Πατρὸς καὶ ὄχι ἡ φύση θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ πηγὴ τῶν δύο ἄλλων Ὑποστάσεων»[17]. «Αἱ θεῖαι ὑποστάσεις ἑνοῦνται ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ Πατρός»[18]. «Ἕνας μόνο Θεός, διότι ἕνας καὶ μόνος Πατήρ»[19]. Ἡ ἑνότης τῆς Τριάδος στηρίζεται στὴν μοναρχία τοῦ Πατρός.

Νὰ σημειώσωμε ἀκόμη ὅτι ἡ Τριὰς εἶναι ἀνεξάρτητος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. «Τὰ πλάσματα ἠδύναντο νὰ μὴν ὑπάρχουν, καὶ ὅμως ὁ Θεὸς θὰ ἦτο Τριὰς - Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, διότι ἡ δημιουργία εἶναι μία πρᾶξις θελήσεως, ἡ πρόοδος τῶν προσώπων εἶναι μία πρᾶξις ‘κατὰ φύσιν’»[20].

Κλείνομε τὴν περὶ Τριάδος συνοπτικὴ διδασκαλία λέγοντες ὅτι ἡ ἐνέργεια πρὸς τὰ ἔξω τῆς θεότητος εἶναι κοινή. «Τὰ πρὸς τὰ ἔξω ἔργα τῆς θεότητος εἶναι ... κοινὰ καὶ τῶν τριῶν θείων προσώπων, προσιδιάζοντα μόνον ἑνὶ ἑκάστῳ»[21]. «Κάθε θεία πράξη βρίσκει τὴν πηγή της στὸν Πατέρα, πραγματοποιεῖται ἐν τῷ Υἱῷ καὶ τελειώνεται, πληρώνεται καὶ φανερώνεται διὰ τοῦ Πνεύματος»[22].

 

2. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι «ἀχώριστον ... τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα, ὡς ἀχώριστος ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός»[23]. «Προέρχεται ἐκ τοῦ Πατρός, ἀναπαύεται ἐν τῷ Υἱῷ καὶ ἐπανέρχεται στὸν Πατέρα μέσα στὴν ἀέναη ἀνακύκληση τῆς ἀγάπης τῶν Τριῶν»[24]. «Ἡ σχέση του ἀναφορικὰ μὲ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα θὰ ἦταν μιὰ σχέση ‘ὁμο-ἀγάπης’. Χωρὶς τὴν παραμικρὴ παρείσφρυση ἢ ἐπέμβαση στὸν κύκλο καὶ στὴν ἀνταλλαγὴ τῆς θείας ἀγάπης, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, θὰ ἦταν ἡ Δωρεά, ἡ μεγαλύτερη δωρεὰ ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, ἡ Δωρεὰ ἑνὸς Προσώπου ποὺ αὐτοπροσφέρεται»[25]. Εἶναι «‘ἡ Πατρός τε καὶ Υἱοῦ προαιώνιος χαρά’ ὅπου ἀναπαύονται καὶ οἱ Τρεῖς»[26].

Συμφώνως πρὸς τὴν πίστι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. «Τὸ πνεῦμα ... τὸ ἅγιον φύσει Θεὸς ἐκ Θεοῦ Πατρὸς μόνον ἐκπορευτῶς πηγαζόμενον»[27]. «Ὅμως ὁ Πατὴρ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα ὡς Πατὴρ καὶ ὄχι ὡς Θεός»[28]. Νὰ σημειώσωμε ἐδῶ, ὅτι γενικῶς «οἱ Πατέρες ἀποφεύγουν νὰ ἐκφράζωνται μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κυρίως γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐκπορεύσεώς Του ποὺ παραμένει βασικὰ ἄρρητος»[29]. Ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Τίς οὖν ἡ ἐκπόρευσις; Εἰπὲ σὺ τὴν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγὼ τὴν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ φυσιολογήσω καὶ τὴν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος καὶ παραπληκτίσομεν ἄμφω εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες»[30]. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι «ἡ ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος δὲν συγχέεται καθόλου μὲ τὴ γέννηση καὶ μένει μυστηριώδης»[31].

Ὑπάρχει στὴν ἐκπόρευσι τοῦ Πνεύματος μιὰ διάκρισις μεταξὺ τῆς αἰωνίου ἐκπορεύσεως, ὑπὸ μόνου τοῦ Πατρός, καὶ τῆς ἐν χρόνῳ πέμψεώς Του πρὸς τὸν κόσμο, ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ. «Ἡ ἐκπόρευσις εἶναι παντελῶς διάφορος καὶ ἄνευ ἀντιστοιχίας πρόοδος ἔναντι τῆς ἐν χρόνῳ ἀποστολῆς καὶ πέμψεως τοῦ Πνεύματος»[32]. «Οἱ Ἀνατολικοὶ βεβαιώνουν: τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Υἱὸ παρὰ μόνο στὶς ἀποστολές του στὸν κόσμο· στὴν αἰώνια ζωή Του ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα»[33]. Διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχετικῶς: «Τὸ θεῖον πνεῦμα φυσικῶς ἐνυπάρχον ὡς Θεῷ τῷ Χριστῷ, καὶ πνεῦμα καὶ νοῦς ἐστι αὐτοῦ. Καὶ κατὰ μὲν τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἐστι καὶ ἐξ αὐτοῦ, ὡς ἐμφυσώμενον καὶ πεμπόμενον καὶ φανερούμενον, κατὰ δὲ τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ μέν ἐστιν, οὐκ ἐξ αὐτοῦ δέ, ἀλλ' ἐκ τοῦ γεννήσαντος αὐτόν»[34]. «Εἶναι λοιπὸν ἐπισφαλὲς ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος καὶ τῶν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελεσμάτων τούτων νὰ συναγάγωμεν εἰκασίας καὶ συμπεράσματα περὶ τῶν μετ' ἀλλήλων σχέσεων τῶν θείων τῆς Τριάδος προσώπων κατὰ τὴν ἐσωτερικὴν ζωὴν αὐτῶν»[35].

Γιὰ τὸ μεῖζον θεολογικὸ πρόβλημα τοῦ filioque (= καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) ἔχουν γραφεῖ πολλὰ[36] καὶ αὐτὸ ὑπῆρξε ἡ κυρία ἀφορμὴ ἀποσχίσεως τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. «Γνωρίζομε πὼς ὁ λατινικὸς τύπος - τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ταυτόχρονα ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ - ἐμφανίζεται στὴν Ἱσπανία στὴν Τρίτη Σύνοδο τοῦ Τολέδου, ποὺ ἔγινε τὸ 589· ὁ τρίτος κανόνας της καταδικάζει αὐτοὺς ποὺ δὲν ὁμολογοῦν τὸ filioque»[37]. «Τὸ 807 ὁ Κάρολος ὁ Μέγας συγκαλεῖ Σύνοδο, μὲ σκοπὸ νὰ ἀναθεματίση τὴν ἀντίπαλη αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Πάπας Λέων ὁ 3ος, σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας καὶ μὲ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ διαφυλάξη τὴ μία ὁμόφωνη παράδοση, ἐχάραξε καὶ ἐτοποθέτησε ἐπίσημα πάνω στὴν μπρούντζινη πύλη τοῦ καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ρώμης δύο ἀργυρὲς πλάκες μὲ τὸ κείμενο τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ λατινικὰ χωρὶς καμμιὰ προσθήκη»[38]. Σταδιακῶς, ὅμως, ἡ κακοδοξία αὐτὴ ἐπεκράτησε στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, μέχρις ὅτου ἐθεωρήθη ἐπίσημος διδασκαλία της.

Ὁ ἅγιος Φώτιος ἦταν ὁ πρῶτος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη συστηματικῶς μὲ τὴν κακοδοξία αὐτή. Στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρὸς τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων: «εἰ ἐκπορεύεται τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα, ὥσπερ ἐκ τοῦ Πατρός, τί μὴ καὶ ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πνεύματος γεννᾶται, ὥσπερ ἐκ τοῦ Πατρός; ἵνα εἴη πάντα τοῖς ἀσεβοῦσιν ἀσεβῆ, καὶ αἱ γνῶμαι καὶ τὰ ῥήματα, καὶ μηδὲν αὐτοῖς ἀτόλμητον ὑπολίποιτο»[39]. «Σκόπει δὲ κἀκεῖνο. Εἰ γάρ, ἐν ᾧ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα, ἡ ἰδιότης ἐπιγινώσκεται αὐτοῦ, ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν ᾧ γεννᾶται ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἡ τοῦ Υἱοῦ, ἐκπορεύεται δέ, ὡς ὁ ἐκείνων λῆρος, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ, πλείοσιν ἄρα ἰδιότησι διαστέλλεται τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός, ἤπερ ὁ Υἱός. Κοινὸν μὲν γὰρ Πατρὶ καὶ Υἱῷ ἡ ἐξ αὐτῶν τοῦ Πνεύματος πρόοδος, ἰδία δὲ τοῦ Πνεύματος ἥ τε ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευσις, καὶ μὴν καὶ ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Εἰ δὲ πλείοσι διαφοραῖς διαστέλλεται τὸ Πνεῦμα, ἤπερ ὁ Υἱός, ἐγγυτέρω ἂν εἴη τῆς πατρικῆς οὐσίας ὁ Υἱός, ἤπερ τὸ Πνεῦμα. Καὶ οὕτως ἡ Μακεδονίου πάλιν κατὰ τοῦ Πνεύματος παρακύψει τόλμα, τὸ ἐκείνων ὑποδυομένη δρᾶμα καὶ τὴν σκηνήν»[40]. «Ἄλλως τε δέ, εἰ πάντα τὰ κοινὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Πνεύματος πάντως ὑπάρχει κοινά, ὡς τὸ Θεός, τὸ βασιλεύς, τὸ κύριος, τὸ δημιουργός, τὸ παντοκράτωρ, τὸ ὑπερούσιον, τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἀσχημάτιστον, τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον, ἁπλῶς τὰ ἄλλα πάντα· κοινὸν δὲ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος ἐξ αὐτῶν πρόοδος, καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἄρα ἐκπορευθήσεται τὸ Πνεῦμα· καὶ ἀρχὴ ἔσται αὐτὸ ἑαυτοῦ, καὶ αἴτιον ἅμα καὶ αἰτιατόν· ὅπερ οὐδὲ οἱ τῶν Ἑλλήνων μῦθοι ἀνεπλάσαντο»[41]. «Ἀλλὰ καὶ εἰ μόνου Πνεύματός ἐστι τὸ εἰς ἀρχὰς ἀναφέρεσθαι διαφόρους, πῶς οὐκ ἔστι μόνου Πνεύματος τὸ πολύαρχον ἔχειν ἀρχήν;»[42]. «Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται; Πότερον, τὴν αὐτὴν ἐκπόρευσιν, ἢ τῆς πατρῴας ἀντίθετον; Εἰ μὲν γὰρ τὴν αὐτήν, πῶς οὐ κοινοῦνται αἱ ἰδιότητες, αἷς καὶ μόναις ἡ Τριὰς Τριὰς εἶναι καὶ προσκυνεῖσθαι χαρακτηρίζεται; Εἰ δὲ ἐκείνης ἀντίθετον, πῶς ἡμῖν οὐ Μάνεντες καὶ Μαρκίωνες τῷ ῥήματι τούτῳ προκύπτουσι, τὴν θεομάχον πάλιν κατὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ γλῶσσαν προτείνοντες;»[43]. «Πρὸς δέ γε τοῖς εἰρημένοις, εἰ ἐκ τοῦ Πατρὸς μὲν ὁ Υἱὸς γεγέννηται, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, ὡς εἰς δύο αἰτίας ἀναφερόμενον, οὐδὲ τὸ σύνθετον εἶναι διαδράσειεν»[44].

Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ τὸ filioque εἶναι θεολογικῶς ἀστήρικτο: «εἰ μὲν γὰρ κοινωνεῖ τῷ πατρὶ κατὰ τὸ θεογόνον ὁ υἱὸς προβαλλόμενος τὸ πνεῦμα καὶ ἐν αὐτοῖς τὸ θεογόνον καὶ ἡ ἐκ τούτων αὕτη πρόοδος, τῆς φύσεως ἄρα τοῦτο καὶ οὐ δύο εἰσὶν ἀρχαί, οὐδ' αἱ δύο μία, ἀλλὰ ἁπλῶς μία καὶ ἀπεξένωται τῆς θείας φύσεως αὐτὸ τὸ πνεῦμα, μὴ καὶ αὐτὸ κατὰ τὸ θεογόνον κοινωνοῦν»[45]. Ἀντιθέτως, «ἂν σκεφτοῦμε ὅτι τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ταυτόχρονα ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ‘οὐσιῶδες’, ‘φυσικό’, χαρακτηριστικὸ γνώρισμα· καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, μὲ βάση τὴν κοινὴ φύση τῶν Τριῶν, τὸ Πνεῦμα θὰ ἔπρεπε νὰ συμμετέχη στὴν προσωπική του ἐκπόρευση, ‘καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ προάγον, τὸ δὲ προαγόμενον, καὶ τὸ μὲν αἴτιον, τὸ δὲ αἰτιατόν’ (Φώτιος)»[46]. «Βλέπομε ἐδῶ καθαρὰ ὅλη τὴ δυσκολία νὰ παραδεχθῆ ἡ Ἀνατολὴ τὸ λατινικὸ τύπο. Πραγματικά, ἡ κοινὴ ἐκπόρευση ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ θὰ πρόσθετε στὸ Θεὸ κάτι ποὺ δὲν εἶναι οὔτε οὐσιαστικό, οὔτε φυσικό, ἐφ' ὅσον ἐξαιρεῖται τὸ Πνεῦμα, οὔτε ὑποστατικό, ἐφ' ὅσον εἶναι κάτι κοινὸ στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό»[47].

Οἱ συνέπειες τῆς ἀποδοχῆς τοῦ filioque εἶναι καταστρεπτικὲς γιὰ τὴν ὀρθὴ δόξα τῆς Τριάδος καὶ κατὰ συνέπεια γιὰ τὴν δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. «Γιὰ τὴν Ἀνατολὴ τὸ filioque ἀνατρέπει ἀρχικὰ τὴν τριαδικὴ ἰσορροπία, μειώνει τὴν τέλεια ἰσότητα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Τριάδος. Ἐγγίζει τὴν ἀπόλυτη μοναρχία τοῦ Πατρὸς μεταθέτοντας τὴν ἀρχὴ τῆς τριαδικῆς ἑνότητος ἀπὸ τὴν Ὑπόσταση σὲ μιὰ ἀπρόσωπη θεότητα - οὐσία, μήτρα καὶ πηγὴ τῆς ἐκπορεύσεως»[48]. Ὁδηγεῖ, ἀκόμη, στὴν πολυθεΐα: «ἀντὶ μιᾶς δύο δίδωσι δοξάζειν ἐπὶ τῆς μιᾶς θεότητος ἀρχὰς καὶ τῇ πολυθέῳ πλάνῃ πάροδον παρέχει»[49]. Διότι «εἰ μὲν κοινόν ἐστι πατρί τε καὶ υἱῷ τὸ ἐκπορεύειν, κοινόν ἐσται τοῦτο καὶ τῷ πνεύματι, καὶ τετράς ἐσται ἡ τριάς· καὶ τὸ πνεῦμα γὰρ ἐκπορεύσει πνεῦμα ἕτερον»[50]. Ἄλλη καταστρεπτικὴ συνέπεια τοῦ filioque εἶναι ἡ ἄρνησις, οὐσιαστικῶς, τῆς ὑπάρξεως τριῶν διακεκριμένων προσώπων. Ἐπειδὴ πᾶσα «κοινωνία ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων ἄγει εἰς ‘σαβελλισμόν’, ὡς ἐπιφέρουσα σύγχυσιν καὶ συναλοιφὴν τῶν θείων ὑποστάσεων»[51].

 

 

 

 

3. Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

 

Πρὶν ἀρχίσομε τὴν σκιαγράφησι τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἐνεργειῶν καὶ δράσεων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν κόσμο, πρέπει νὰ ὑπενθυμίσωμε ὅτι οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος πρὸς τὸν κόσμο εἶναι κοινές, προσιδιάζουσες σὲ ἑκάστη θεία Ὑπόστασι. «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμμετέχει εἰς ἁπάσας τὰς ἐνεργείας τῆς θεότητος πρὸς τὸν κόσμον»[52].

α. Στὴν Δημιουργία. «Ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ παράδοση ὑπενθυμίζει ὅτι τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν σοφία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅτι κάθε θεῖο πρόσωπο ἐνεργεῖ σύμφωνα πρὸς τὸν δικό του ἀτομικὸ τρόπο: ‘Ὁ Πατὴρ κελεύει, ὁ Υἱὸς ἐκπληροῖ, τὸ Πνεῦμα ζωοποιεῖ καὶ ἁγιάζει’ λέγουν οἱ Πατέρες»[53]. Κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο. Κατὰ τὴν μαρτυρία τῆς Γενέσεως «πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος»[54]. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐνήργει, πρότερον μὲν ἐν ταῖς ἀγγελικαῖς καὶ οὐρανίοις δυνάμεσι καὶ ὅσαι πρῶται μετὰ Θεὸν καὶ περὶ Θεόν. Οὐ γὰρ ἄλλοθεν αὐταῖς ἡ τελείωσις καὶ ἡ ἔλλαμψις καὶ τὸ πρὸς κακίαν δυσκίνητον ἢ ἀκίνητον, ἢ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[55]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συγκρατεῖ διὰ τῶν ἐνεργειῶν του ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Κατὰ τὸ γνωστὸ ψαλμικὸ χωρίο: «ἀνοίξαντος δέ σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσιν καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμα σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς»[56]. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου στὸ Ἅγιο Πνεῦμα διακρίνονται οἱ ἑξῆς ἐνέργειες: οὐσιοποιὸς ἐνέργεια, δηλ. ἡ δύναμις νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ διάφορα ὄντα, οἱ διάφορες οὐσίες· ζωοποιὸς ἐνέργεια, δηλ. ἡ δυνατότης νὰ ὑπάρχουν τὰ ζῶντα ὄντα· ἡ σοφοποιὸς ἢ λογοποιὸς ἐνέργεια, μὲ τὴν ὁποία δημιουργοῦνται τὰ ἔλλογα ὄντα καὶ τέλος ἡ θεοποιὸς ἐνέργεια, μὲ τὴν ὁποία δύνανται οἱ βουλόμενοι νὰ ὁμοιάζουν μὲ τὸν Θεό, νὰ φθάνουν στὴν κατὰ χάριν θέωσι[57].

«Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ ἐνέργεια συζυγίας τῆς Πνοῆς καὶ τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, τῶν δύο χειρῶν τοῦ Πατρὸς ποὺ δημιουργοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ πᾶσα τὴν κτίση, ὅπως συνήθιζε νὰ λέγει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, παραφράζοντας καὶ ἑρμηνεύοντας τριαδικῶς τὸν στίχο τῶν Ψαλμῶν ‘Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με’ (Ψαλμ. 118, 73). ... [Τὸ Πνεῦμα] Ἐνεργεῖ στὸν κόσμο σὲ συνάφεια πάντοτε μὲ τὸν Λόγο. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐντολεύς, τὸ ἐνδότερο αἴτιο τῶν πραγμάτων, ἡ τάξις τοῦ κόσμου, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ὑφηλίου ὅπως καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς διανοίας του, τῆς κλίσεώς του νὰ γίνει ἱερεύς, βασιλεὺς καὶ προφήτης στὸν κόσμο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς παρουσίας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὴν δημιουργία. ... Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι λιγώτερο παρόν, εἶναι ὅμως πιὸ ρευστό, κινητό, ἀεικίνητο μάλιστα. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διοχετεύει ζωὴ στὴ λογική, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν δύναμη γιὰ τὴν προσέλκυση τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἀκόμη ἡ ἐσωτερικὴ χάρη τοῦ ὄντος, τοῦ προσώπου, τῆς κινήσεως. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συνεργεῖ μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅταν μὲ τὴν μητρική του δύναμη ὑποθάλπει καὶ ζωοποιεῖ τὰ πρωτογενῆ ὕδατα, ἐκχέει τὰ σπέρματα τῆς ζωῆς, ἀναζωπυρεῖ τὴν ἀδρανῆ ὕλη. Στὴν ἀνάδυση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν κλήση του στὴν ζωή, στὴν διάνοια καὶ στὴν ἀγάπη διὰ τοῦ παντοδύναμου Λόγου τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πνέει καὶ πάλι, ποὺ ἐγχέει στὸν ἄνθρωπο τὴν ζωτικὴ ἐνέργεια, τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ δίνει ζωὴ στὸν πηλό. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴν ἀποτυπώνει στὸν ἄνθρωπο μὲ ἀνεξίτηλη σφραγίδα. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιερώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν βασιλική του ἀξιοπρέπεια καὶ τὸν προσανατολίζει πρὸς τὴν κλήση τῆς υἱικῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸν Πατέρα. ... Στὴν δημιουργικὴ ὅμως ἐνέργεια, τὸ Πνεῦμα δὲν προηγεῖται μόνον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἐξασφαλίζει τὴν ἀπήχησή του. Ἔτσι ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα συγχρονίζονται στὴν τάξη τῆς δημιουργίας. Ἡ Βίβλος τὸ ἐπιβεβαιώνει πλειστάκις: ‘Τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν’ (Ψαλμ. 32, 6). Ἢ ἀκόμη: ‘ἐξαποστελεῖ τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ τήξει αὐτὰ (κρύσταλλα)· πνεύσει τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ῥυήσεται ὕδατα’ (Ψαλμ. 147, 7)»[58].

β. Στὴν θεία Οἰκονομία. Καὶ στὸν χῶρο τῆς θείας Οἰκονομίας ὑπάρχει στενὴ συνεργασία μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ. Στὴν Π. Διαθήκη τὸ Πνεῦμα ἐνεργεῖ φωτίζον καὶ λαλοῦν διὰ τῶν δικαίων καὶ τῶν προφητῶν. «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε παρόν, διαπερνᾶ τοὺς προφήτας, τοὺς ἐμπνέει καὶ τοὺς ἐνδυναμώνει γιὰ τὴν μαρτυρία, πληροῖ τοὺς ποιητὰς καὶ τοὺς ψαλμωδούς, καθοδηγεῖ τὸν λαό... ἐξασφαλίζει μιὰ ἀργὴ ζύμωση τοῦ διαλύμματος, τὸ ὁποῖο τείνει πρὸς τὴν ὡριμότητα, μέσα σὲ μιὰ ὁλοὲν περισσότερη ἀνυπόμονη, ἀβάσταχτη καὶ ἐπώδυνη προσδοκία καὶ ἀναμονὴ τοῦ Σωτῆρος, τῶν μεσσιανικῶν χρόνων, τῆς ἐκχειλίσεως τοῦ Πνεύματος τὶς ἔσχατες ἡμέρες. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἐπίσης ἡ δύναμη τῆς πιστότητος τοῦ λαοῦ στὴ συμφωνία ποὺ συνομολογήθηκε μὲ τὸν Θεό. Εἶναι τὸ ἐσωτερικὸ φῶς ποὺ δίνει νόημα στὶς Γραφὲς καὶ ἡ διάκριση τῶν παρεμβάσεων τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Μέσα στὸ φῶς τοῦ Πνεύματος, ἡ ἀνίερη ἱστορία μετατρέπεται ἐξ ὁλοκλήρου σὲ ἱερή, ἑστιασμένη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀδιάκοπη ἐπιθυμία του γιὰ σωτηρία καὶ ζωή»[59]. Στὴν Κ. Διαθήκη ὑπάρχει στενὴ σχέσις Πνεύματος καὶ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸ Πνεῦμα συνοδεύει τὸν Ἰησοῦ σὲ ὁλόκληρο τὴν ἐπίγειο ζωὴ καὶ δρᾶσι Του. «Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ξετυλίγεται κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[60]. Κατὰ τὰ θαυμάσια λόγια τοῦ θεολόγου ἁγίου Γρηγορίου «γεννᾶται Χριστός, προτρέχει, βαπτίζεται, μαρτυρεῖ, πειράζεται, ἀνάγει· δυνάμεις ἐπιτελεῖ, συμπαρομαρτυρεῖ· ἀνέρχεται, διαδέχεται»[61]. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἄλλου μεγάλου θεολόγου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποδεικνύεται ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο ἀπὸ τὴν συμμετοχή Του στὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. «Τοιγαροῦν οὐκ ἀποστέλλεται μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἀλλὰ καὶ ἀποστέλλει τὸν παρὰ τοῦ Πατρὸς ἀποστελλόμενον Υἱόν, παρ' οὗ δείκνυται Πατρί τε καὶ Υἱῷ συμφυὲς καὶ ὁμοσθενὲς καὶ συνεργὸν καὶ ὁμότιμον. Εὐδοκίᾳ τοίνυν τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργείᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δι' ἄφατον φιλανθρωπίας πέλαγος, κλίνας οὐρανοὺς καὶ καταβὰς ἄνωθεν τοῦ Θεοῦ μονογενὴς καὶ καθ' ἡμᾶς ἐπὶ τῆς γῆς ὀφθεὶς καὶ συναναστραφεὶς ἡμῖν, καὶ ἔπραξε καὶ ἐδίδαξε θαυμαστὰ καὶ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ὄντως θεοπρεπῆ, καὶ τοῖς αὐτῷ πειθαρχοῦσιν θεουργὰ καὶ σωτήρια»[62].

γ. Στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Ἰησοῦ τὸ Πνεῦμα, ὡς ἄλλος Παράκλητος, ἐπιδημεῖ στὸν κόσμο. «Τὸ Πνεῦμα ἔρχεται ἐξ ὀνόματος τοῦ Υἱοῦ, γιὰ νὰ μαρτυρήση περὶ Αὐτοῦ, νὰ Τὸν φανερώση καὶ νὰ ὁλοκληρώση μὲ τὰ χαρίσματά Του τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ»[63]. «Ὁ ρόλος τῆς Περιστερᾶς, τὸ λειτούργημα τοῦ Πνεύματος σχετικὰ μ' ἐμᾶς, εἶναι νὰ φανερώσει τὸν Ἀμνό, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν Χριστό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ἀόρατο καὶ ἀψηλάφητο, ἔχει ἀποστολὴ νὰ μᾶς καταστήσει τὸν Ἰησοῦ πνευματικὰ ὁρατὸ καὶ ψηλαφητό»[64]. «Ὁ Ἰησοῦς ἔπρεπε νὰ πορευθεῖ, ἔτσι ὥστε τὴν ὁρατὴ καὶ περιορισμένη (καθότι ἐντοπισμένη) παρουσία του, νὰ τὴν διαδεχθεῖ ἡ ἀόρατη καὶ παγκόσμια παρουσία του»[65]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «μᾶς παρηγορεῖ γιὰ τὴν ὁρατὴ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λέξη Παράκλητος σημαίνει ‘αὐτὸν ποὺ καλεῖται κοντά μας’, αὐτὸν ποὺ βρίσκεται ‘στὸ πλευρό μας’ ὡς ὑπερασπιστής μας, συνήγορος καὶ μάρτυρας τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός»[66].

«Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη μία περίοδος μοναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας, ὁ χρόνος δηλαδὴ ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ πενῆντα ὁλοφώτεινες ἡμέρες μιᾶς τελευταίας διδασκαλίας τοῦ ἀναστάντος Σωτῆρος. Εἶναι μιὰ ἐποχὴ προσδοκίας καὶ σιωπῆς τῆς δημιουργίας ὅλης μπροστὰ στὸ κατώφλι αὐτὸ ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ διαβεῖ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ ἀλλάξει τὸ εἶναι της: μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἀναγγέλλει τὸ γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας ὡς συνεχοῦς Πεντηκοστῆς, μέσα στὸ νέο φῶς ποὺ ἀστράφτει ἐπάνω στὴν κτίση καὶ τὴν μεταμορφώνει ὁριστικὰ ἔσωθεν. Ἐὰν πρό τινος, στὸν Ἰορδάνη, ἡ περιστερὰ μᾶς ἀπεκάλυψε τὸν Ἀμνὸ καὶ τὸν Νυμφίο, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ τῶν μεσσιανικῶν χρόνων (καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ συνεχὴς ἀποστολὴ τοῦ Πνεύματος, νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καὶ δι' ἐκείνου, νὰ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Πατέρα), εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στέλνει ἐκ τοῦ Πατρὸς τὸ Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ὁποῖος σκηνώνει μεταξύ μας καὶ εἶναι ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἀμοιβαία ἀποστολή, διπλῆ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι καὶ τοῦ Πνεύματος ἐν Χριστῷ: αὐτὴ εἶναι βασικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ. Διπλῆ ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς στὸν κόσμο διὰ τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. ‘Αἱ δύο χεῖρες τοῦ Πατρὸςἐκτείνονται γιὰ νὰ ἐναγκαλισθοῦν τὴν πεπτωκυῖα κτίση, καὶ κλείνουν γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν ἀνανεωμένη πρὸς τὸν Πατέρα»[67].

Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ στὸν κόσμο καὶ παραμένει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ. «Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν πάντες ὁμοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρὸς καὶ ἐκάθισεν ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν πάντες Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου ἀποφθέγγεσθαι αὐτοῖς»[68]. Ἑρμηνεύει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «ἄρχεται δὲ τελεῖσθαι καὶ τὰ φανεροῦντα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κατ' ἰδίαν ὑπόστασιν ὑπάρχον, ἵν' ἡμεῖς ἐπιγνῶμέν τε καὶ σκεφθῶμεν τὸ μέγα καὶ προσκυνητὸν τῆς ἁγίας Τριάδος μυστήριον. Ἐνήργει μὲν γὰρ καὶ πρότερον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τοῦτο γάρ ἐστι τὸ διὰ τῶν προφητῶν λαλῆσαν καὶ προκαταγγεῖλαν τὰ μέλλοντα, ἐνήργει καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ἔπειτα, δαίμονας ἐλαῦνον καὶ νόσους ἰώμενον, ἐφανερώθη δὲ καὶ νῦν ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει τοῖς πᾶσι διὰ τῶν πυρίνων γλωσσῶν· καὶ τοῖς τοῦ Χριστοῦ μαθηταῖς ἐπικαθῆσαν δεσποτικῶς, καὶ οἷον ἐνθρονισθέν, ὄργανα τούτους πεποίηκε τῆς οἰκείας δυνάμεως. Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν ὤφθη διὰ τοῦ σχήματος τῶν γλωσσῶν; Ἵνα τὴν πρὸς τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον ἐπιδείξηται συμφυΐαν· γλώσσης γὰρ πρὸς λόγον οὐδὲν συγγενέστερον»[69].

«Ἡ Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ σύνολον τοῦ πληρώματος, ὅλου τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν ὑπάρχει μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ οὐσιαστικὸν πλαίσιον τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ λατρείας. Τὸ μυστήριον ‘τοῦ ὅλου Χριστοῦ’ (totus Christus) συνεχίζεται, εἶναι παρὸν καὶ βιοῦται μὲ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα εἰς τὸν μυστηριακὸν χῶρον, εἴτε αὐτὸς λέγεται βάπτισμα ἢ ἱερωσύνη ἢ γάμος ἢ θεία εὐχαριστία, βεβαπτισμένοι καὶ κοινωνοὶ τῶν μυστηρίων γεύονται τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ βιώνουν τὴν πραγματικὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ πιστὸς ἔρχεται εἰς συνεχῆ κοινωνίαν ὑπάρξεως καὶ καθαγιασμοῦ, ἡ ὁποία συνεπάγεται τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ἐν τῷ συνόλῳ του καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς ἑνότητός του. Γίνεται ὁ πιστὸς μέλος μιᾶς κοινωνίας, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν βιώνει τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποίαν δίδει μαρτυρίαν ζωῆς. Παύει ὁ κάθε πιστὸς νὰ εἶναι ἄτομον μεμονωμένον, διότι διὰ τῆς συμμετοχῆς του εἰς τὴν κοινὴν λατρευτικὴν καὶ μυστηριακὴν ζωὴν καθίσταται μέτοχος μιᾶς εὐχαριστιακῆς δυνάμεως καὶ χάριτος»[70].

Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου τὰ ἐκκλησιαστικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγοῦνται γιὰ νὰ λειτουργῆ καὶ ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ γι' αὐτὸ καθίστανται κα ἐκλαμβάνονται ὡς διακονήματα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσίν, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσιν, καὶ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, δὲ αὐτὸς Θεὸς ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. ἑκάστῳ δὲ δίδοται φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον. μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ ἑνὶ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνείᾳ γλωσσῶν· πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται»[71]. Καὶ συνεχίζει: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήμψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσιν; μὴ πάντες διερμηνεύουσιν; ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα»[72]. Νὰ ἐπισημάνωμε ἐδῶ ὅτι «ἡ διανομὴ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία γίνεται ‘πρὸς τὸ συμφέρον’, δηλαδὴ γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρον, γιὰ τὸ καλό, τόσο τοῦ κάθε πιστοῦ ὅσο καὶ ὁλόκληρης τῆς κοινότητος»[73]. Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει ὅτι «καὶ μεριζόμενον γὰρ κατὰ τὰς διαφόρους αὐτοῦ δυνάμεις καὶ ἐνεργείας, δι' ἑκάστης τῶν ἐνεργειῶν ὅλον πάρεστι καὶ ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἀμερίστως μεριζόμενον καὶ ὁλοσχερῶς μετεχόμενον, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος»[74].

Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ ὡς ὁ Κύριος αὐτῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια, τὴν προστατεύει ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες, ἀναδεικνύει τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους αὐτῆς, χαριτώνει τοὺς Ποιμένες της καὶ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας»[75]. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἀλάθητος καὶ ἀναμάρτητος ἐπειδὴ ἐνεργεῖ ἐν αὐτῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτό, βεβαίως, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μόνον ‘Πνεύματι περιπατοῦντες’ παραμένουν στὸ ἅγιο καὶ ἀναμάρτητο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ στὶς Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές, χρησιμοποιεῖται ἡ φράσις ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο «ἔδοξεν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡμῖν»[76].

Ἡ ἐσχατολογικὴ προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δευτέρα ἐν δόξῃ ἔλευσις τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτὸ «Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· ἔρχου... ναὶ ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ»[77].

 

4. Ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ

Ἡ προσέλκυσις στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία Του γίνεται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔλεγε ὅτι «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστιν, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν»[78]. Γι' αὐτὸ καὶ «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριος Ἰησοῦς, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[79]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖο μᾶς φανερώνει τὸν Υἱὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς αὐτόν. Ὁλόκληρος ζωὴ ἑνὸς πιστοῦ χριστιανοῦ καθίσταται κυριολεκτικῶς ἁγιοπνευματικὴ ζωή.

Κατὰ ἀρχὰς τὸ βάπτισμα γίνεται ἀρχὴ καὶ βάσις τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. ἄνθρωπος βαπτιζόμενος ἐγκεντρίζεται στὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, δηλ. στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναδεικνύεται μέλος αὐτοῦ τοῦ Σώματος καὶ ναὸς (=κατοικία) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μὲ τὸ ἅγιο Χρῖσμα βαπτισθεὶς χριστιανὸς λαμβάνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὰ χαρίσματά Του καὶ συμμετέχει στὸ τριπλὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου (βασιλικό, ἀρχιερατικό, προφητικό). Ἕκαστος χριστιανὸς λαμβάνει τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἐν σπερματικῇ μορφῇ καὶ κατόπιν μὲ τὴν ἄσκησι καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα τὰ αὐξάνη καὶ τὰ προσφέρη στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας ὡς διακονήματα πλέον πρὸς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαιτέρως πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μετέχουν τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι μόνον οἱ κληρικοί. Γι' αὐτὸ καὶ ὅλοι συναποτελοῦν τὸ Ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ὅλων τὰ χαρίσματα χρειάζεται Ἐκκλησία ἑκάστης ἐποχῆς καὶ περιοχῆς.

θεία Εὐχαριστία εἶναι μέθεξις τοῦ Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταβάλλει τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅπως σαφῶς μᾶς διδάσκει εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς τῆς θείας Λειτουργίας. (‘Μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί Σου τῷ Ἁγίῳ’). «Μετὰ τὴ μεταβολὴ τῶν θείων δώρων, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ τὴ μεταβολὴ αὐτῶν τῶν ἰδίων ποὺ κοινωνοῦν. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄλλη ὄψη τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ οἱ πιστοὶ ὀνομάζουνμυστήριο’»[80].

Καὶ στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας συντελεῖται ἐπιστροφὴ ἐν Πνεύματι Κυρίου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ πρώην ἁμαρτήσαντος καὶ ἐπιθυμοῦντος τὴν ἐπανασύνδεσί του μὲ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγεῖται ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπούλωσις τῶν τραυμάτων τῆς ἁμαρτίας, ἐξαφάνισις τῶν γεγονότων καὶ ἐνδυνάμωσις τοῦ μετανοοῦντος στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῆς ἁμαρτίας. «Ἑκατὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, χίλιες φορὲς τὴν ἡμερα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἁπαλά, στοργικά, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μᾶς προσανατολίσει πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ νὰ ξυπνήσει μέσα μας τὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ»[81]. Πρέπει νὰ εἴμαστε σίγουροι πὼς «πίσω ἀπὸ κάθε πραγματικὴ μεταστροφή, πίσω ἀπὸ κάθε μακρὰ σύντομη διεργασία ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀόρατη καὶ ἄρρητη ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ καὶ ἄμεση ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[82].

προσευχὴ ἀποτελεῖ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ἡμῖν. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς. «Ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν ξέρουμε νὰ προσευχόμαστεκαθ' δεῖ’, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀντικαθιστᾶ τὰ δικά μας ψελλίσματα μὲ τοὺς δικούς του ἀλάλητους στεναγμούς, ‘ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις’ (Ῥωμ. η´  26) ... Κατὰ κάποιο τρόπο μπαίνει στὴ θέση μας. Καὶ μάλιστα παίρνει τὴ δική μας θέση. Τὸ Πνεῦμα μᾶς ἐπιτρέπει νὰ λέμεἐγὼὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Ἰησοῦ σὰν σὲ ἕναΣύ’»[83].

Γιὰ τὴν ἀπόκτησι καὶ διατήρησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ἡμῖν ἀπαιτεῖται ἰσόβιος ἀγὼν καὶ ἔμπονος ἄσκησις. Ἐτόνιζον οἱ ἀρχαῖοι ἀσκητές: ‘δὸς αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα’. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ὁδὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὁδὸς ἀσκήσεως καὶ πόνων πνευματικῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ πιστὸς καλλιεργεῖ τὴν ψυχή του, ὥστε ἡ θεία Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὡς ἄλλος ὑετὸς νὰ χαρίση πλουσία καρποφορία. Τὸ πλεῖστον, βεβαίως, τῆς καρποφορίας ἀνάγεται στὴν πανσθενῆ θεία Χάρι καὶ τὸ ἐλάχιστο στὴν ἀνθρωπίνη συμμετοχὴ καὶ ἄσκησι.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει τὴν διάκρισι μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ σαρκικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος περιπατεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ κοσμεῖται ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐμφορεῖται ἀπὸ ἐγκοσμιοκρατικὸ καὶ ὑλιστικὸ πνεῦμα καὶ φρονεῖ τὰ τῆς σαρκὸς καὶ ὄχι τὰ τοῦ Πνεύματος. «Λέγω δέ, Πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε. ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται, ἵνα μὴ ἃ ἐὰν θέλητε ταῦτα ποιῆτε. εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον. φανερὰ δέ ἐστιν τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστιν πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρις, ζῆλος, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν, καθὼς προεῖπον ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη χαρὰ εἰρήνη, μακροθυμία χρηστότης ἀγαθωσύνη, πίστις πραότης ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστιν νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες»[84].

Ἐδῶ πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἕνας, ἀλλὰ μὲ πολλὲς διαστάσεις-ἐκφάνσεις. ἀρετὴ εἶναι μία, ἀλλὰ πολύμορφος καὶ πολυδιάστατος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχουν μεμονωμένες ἀρετές· δὲν μπορεῖ ἕνας πιστὸς χριστιανὸς νὰ ἔχη χαρὰ καὶ νὰ μὴ ἔχη εἰρήνη. Γι' αὐτὸ καὶ ἅγιος Ἰωάννης Σιναΐτης σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Κλίμακός του θεωρεῖ τὴν μία ἀρετὴ πότε ὡς μητέρα καὶ πότε ὡς θυγατέρα κάποιας ἄλλης.

Ἂς μὴ διαφεύγει ὅμως τῆς προσοχῆς μας «ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι μόνο Δωρητής, ἐκεῖνος ποὺ παρέχει τὰ δῶρα, ἀλλὰ ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι τὸ κατ' ἐξοχὴν Δῶρο, ἐκεῖνο ποὺ προσφέρει τὴν ἴδιά του τὴν ὕπαρξη. Κάτι ἀκόμη περισσότερο: ταυτίζεται μὲ τὴ δωρεά, μὲ τὴν πράξη τῆς προσφορᾶς, γιατὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν πράξη. προορισμός του, ἐνδελέχειά του εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ αὐτοκαταναλίσκεται. Προσφέρεται σπάταλα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων»[85]. 

Σκοπὸς τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸν Ἰησοῦ καὶ δι' Αὐτοῦ πρὸς τὸν Πατέρα. «Καθὼς δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσωμε τὸν Πατέρα παρὰ μόνο διὰ τοῦ Υἱοῦ, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσωμε καὶ τὸν Υἱὸ παρὰ μόνο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[86].

Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ οὐσία καὶ ὁ στόχος τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γιὰ νὰ πλησιάσωμε καὶ νὰ ἀποκτήσωμε τὸ Πνεῦμα πρέπει νὰ ἐκκινοῦμε ἀπὸ τὸν στενὸ σύνδεσμο Πνεύματος καὶ Υἱοῦ. «Ὅταν θεωροῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ξέχωρα ἀπὸ τὸν Υἱὸ τὸν Ἀγαπητό, τότε τὸ Πνεῦμα σβήνει, ἐξαφανίζεται. Δὲν μᾶς μένει τίποτα στὰ χέρια, θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε. Ὁ μόνος τρόπος νὰ προσεγγίσουμε τὴν Περιστερὰ εἶναι νὰ συμμερισθοῦμε τὸ πέταγμά της πρὸς τὸν Ἀμνὸ καὶ νὰ λάβουμε ἀπ' Αὐτὴν σὰν δῶρο τὴν παρουσία τοῦ Ἀμνοῦ»[87]. «Σὲ κάθε κίνηση τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν Ἰησοῦ βρίσκεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὑποκύπτουμε σ' αὐτὴ τὴν κίνηση, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ προσκύνηση καὶ λατρεία πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα»[88]. Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Παναγίου Πνεύματος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑκούσιο καὶ πλήρη ἐγκατάλειψι τοῦ πιστοῦ πρὸς Αὐτό: «ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐγκαταλείπεται στὸ Πνεῦμα γίνεται ὅμοιος μὲ φύλλο ποὺ τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος»[89].

Θὰ κλείσωμε τὰ περὶ τοῦ Παναγίου Πνεύματος μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀποκάλυψί Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀναποκάλυπτο πρόσωπο. «Ἂν ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ, τὸ Πνεῦμα, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲν ἔχει τὴν εἰκόνα Του σ' ἕνα ἄλλο Πρόσωπο, εἶναι οὐσιαστικὰ μυστηριῶδες ... Τὸ Πνεῦμα κατέρχεται στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ Πρόσωπό του κρύβεται σ' αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐπιφάνειά Του. Τὸ μεγάλο μυστήριο Τὸ καλύπτει. Οἱ  εἰκόνες Του στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἀκαθόριστες καὶ φευγαλέες: πνοή, πῦρ, μῦρο, χρῖσμα, περιστερά, φλεγόμενη βάτος»[90]. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς ὠθεῖ νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ «τὸ μυστήριον τῆς κενώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐρχομένου εἰς τὸν κόσμον. Ἐὰν εἰς τὴν κένωσιν τοῦ Υἱοῦ τὸ πρόσωπον ἐνεφανίσθη εἰς ἡμᾶς, ἐνῷ ἡ θεότης παρέμενε κεκρυμένη ὑπὸ τὴν ‘μορφὴν δούλου’, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν ἔλευσίν Του, φανεροῖ τὴν κοινὴν φύσιν τῆς Τριάδος, ἀλλὰ ἀφήνει τὸ πρόσωπόν Του κεκρυμμένον ὑπὸ τὴν θεότητα»[91]. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται ἔν τινι βαθμῷ σήμερα στὰ πρόσωπα τῶν πνευματοφόρων ἁγίων. Στὸ μέλλον ἡ ἀποκάλυψίς Του θὰ εἶναι τελεία. «Τότε τὸ ἄγνωστον τοῦτο θεῖον πρόσωπον, τὸ μὴ ἔχον τὴν εἰκόνα αὐτοῦ εἰς μίαν ἄλλην ὑπόστασιν, θὰ ἐμφανισθῇ ἐν τοῖς θεωθεῖσιν προσώποις: διότι ἡ πληθὺς τῶν Ἁγίων θὰ εἶναι ἡ εἰκὼν Αὐτοῦ»[92].

 

 

 

Χρησιμοποιηθεισα  Βιβλιογραφια

 

Ἀθανασίου, Ἐπιστολαὶ πρὸς Σεραπίωνα, Α´-Δ´. ΒΕΠ 33, 90-149.

Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ΒΕΠ 52, 231-300.

Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ´. ΒΕΠ 59, 267-282.

Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ´. ΒΕΠ 60, 111-120.

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´-Β´. Συγγράμματα, τόμ. Α´, σσ. 23-153.

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ´. ΕΠΕ 10, 96-122.

 

Ἀνδρούτσου Χρήστου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19562.

Γιανναρᾶ Χρήστου, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα: Δόμος, 1986.

Δεληκωστόπουλου Ἀθανασίου, Ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1992.

Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν, Κατερίνη: Τέρτιος, 1991.

Εὐδοκίμωφ Παύλου, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος, 1972.

Ζιλλὲ Λέβ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνός, Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981.

Θεοδώρου Ἀνδρέα, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1993.

Θεοδωρούδη Γεωργίου, Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τοὺς συγγραφεῖς τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1990.

Καρμίρη Ἰωάννου, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957.

Κασσομενάκη Ἰωάννου - Κόμπου Ἀντωνίου, Ἐγχειρίδιον Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1970.

Ματσούκα Νίκου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Β´, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19882.

Μητσοπούλου Νικολάου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθῆναι: Παν. Ἀθηνῶν, 1983.

Μητσοπούλου Νικολάου, “Τὸ Πνεῦμα … Θεὸς καὶ θεοποιοῦν”, Ἀθῆναι 1973.

Μπιλάλη Σπυρίδωνος, Ἡ αἵρεσις τοῦ filioque, τόμ. Α´, Ἀθῆναι: Ὀρθόδοξος Τύπος, 1973.

Ξεξάκη Νικολάου, Ἡ θεολογία τοῦ ὁμοουσίου, Ἀθῆναι 2003.

Ρώση Ζήκου, Σύστημα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1983.

Ὀρφανοῦ Μάρκου, Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὴν τριαδολογίαν τοῦ Μ. Βασιλείου, Ἀθῆναι 1976.

Τρακατέλλη Δημητρίου, Παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀθήνα: Σήμαντρο, 1984.

Τρεμπέλα Παναγιώτου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19792.

Φαράντου Μέγα, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985.

 

Congar Yves, I believe in the Holy Spirit, New York: Crossroad Pu. Co., 2000.

Evdokimov Paul, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση, Θεσσαλονίκη 19872.

Lossky Vladimir, μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19732.

Torrance Thomas, The Trinitarian Faith, Edinburgh: T.& T. Clark, 2000.



[1] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 10.

[2] «Πνεῦμα Κυρίου», Λεξικὸ Βιβλικῆς Θεολογίας (Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1980), στ. 826-827.

[3] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 11.

[4] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα, Α´, 2 (ΒΕΠ 33, 91).

[5] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα, Α´, 20 (ΒΕΠ 33, 109).

[6] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα, Δ´, 5 (ΒΕΠ 33, 136).

[7] Vladimir Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 19732), σ. 89.

[8] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, 2 (ΒΕΠ 30, 32-33).

[9] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 62-63.

[10] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 77.

[11] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ´, 26 (ΒΕΠ 59, 278).

[12] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ´, 14 (ΒΕΠ 59, 273).

[13] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 51.

[14] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 358.

[15] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 51.

[16] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 13 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 40).

[17] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 73.

[18] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 357.

[19] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 60.

[20] Vladimir Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 19732), σ. 50.

[21] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 359.

[22] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 79.

[23] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα, 33 (ΒΕΠ 33, 121).

[24] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 79-80.

[25] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 41-42.

[26] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 102.

[27] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 10 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 38).

[28] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 77.

[29] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 71.

[30] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ´, 8 (ΒΕΠ 59, 270).

[31] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 51.

[32] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 359.

[33] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 78.

[34] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 9 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 37).

[35] Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´  (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19782), σ. 282.

[36] Βλ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ἡ αἵρεσις τοῦ filioque, τόμ. Α´  (Ἀθῆναι: Ὀρθόδοξος Τύπος, 1972). Boris Bobrinskoy, «Τὸ filioque χθὲς καὶ σήμερα», Ἐκκλησία (1985), σσ. 240 κ.ἑξ.

[37] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 68.

[38] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 69.

[39] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 10, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 324.

[40] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 11, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 324.

[41] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 12, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 324.

[42] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 13, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 324.

[43] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 17, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 325.

[44] Φωτίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 18, παρά: Ἰωάννου Καρμίρη, Δ.Σ.Μ., τόμ. Α´, σ. 325.

[45] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 14 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 43).

[46] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 77.

[47] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 77.

[48] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 85.

[49] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 12 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 39).

[50] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοί, Α´, 15 (Συγγράμματα, τόμ. Α´, σ. 43).

[51] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 358.

[52] Μέγα Φαράντου, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία (Ἀθῆναι 1985), σ. 376.

[53] Βόριδος Μπόμπρισκοϊ, «Ζωῆς χορηγὲ συντήρησον τὴν κτίσιν», Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν (Κατερίνη: Τέρτιος, 1991), σ. 130.

[54] Γεν. 1: 2.

[55] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ´, 11 (ΒΕΠ 60, 116).

[56] Ψαλμ. 103: 28-30.

[57] Ἀθηναγόρου Καραμαντζάνη, Τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ Νύμφη (Ὠρωπός: Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 1983), σ. 45.

[58] Βόριδος Μπόμπρισκοϊ, «Ζωῆς χορηγὲ συντήρησον τὴν κτίσιν», Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν (Κατερίνη: Τέρτιος, 1991), σσ. 131-134.

[59] Βόριδος Μπόμπρισκοϊ, «Ζωῆς χορηγὲ συντήρησον τὴν κτίσιν», Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν (Κατερίνη: Τέρτιος, 1991), σ. 134-135.

[60] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 22.

[61] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ´, 29 (ΒΕΠ 59, 280).

[62] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ´, 2 (ΕΠΕ 10, 98-100).

[63] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 111.

[64] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 16.

[65] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 15.

[66] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 114.

[67] Βόριδος Μπόμπρισκοϊ, «Ζωῆς χορηγὲ συντήρησον τὴν κτίσιν», Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν (Κατερίνη: Τέρτιος, 1991), σ. 137.

[68] Πραξ. 2: 1-4.

[69] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ´, 6-7 (ΕΠΕ 10, 98-106).

[70] Γενναδίου Λυμούρη, «Εἰ μὴ Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἂν συνέστη ἡ Ἐκκλησία. Χριστολογικὸς καὶ Πνευματολογικὸς χαρακτὴρ τῆς Ἐκκλησίας», Ἐλθέ, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τὴν κτίσιν (Κατερίνη: Τέρτιος, 1991), σ. 98.

[71] Α´ Κορ. 12: 4-11.

[72] Α´ Κορ. 12: 27-31.

[73] Δημητρίου Τρακατέλλη, Παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἀθήνα: Σήμαντρο, 1984), σ. 93.

[74] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ´, 8 (ΕΠΕ 10, 108).

[75] Τροπάριον Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, Πεντηκοστάριον (Ἀθῆναι: Φῶς, χ.χ.), σ. 217.

[76] Πραξ. 15: 28.

[77] Ἀποκ. 22: 17, 20.

[78] Ἰω. 3: 5-6.

[79] Α´ Κορ. 12: 3.

[80] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 136.

[81] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 49.

[82] Δημητρίου Τρακατέλλη, Παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἀθήνα: Σήμαντρο, 1984), σ. 70-71.

[83] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 17.

[84] Γαλ. 5: 16-26.

[85] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 38.

[86] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 130-131.

[87] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 19.

[88] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 27.

[89] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ Περιστερὰ καὶ ὁ Ἀμνὸς (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, 1981), σ. 26.

[90] Paul Evdokimov, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση (Θεσσαλονίκη 19872), σ. 113.

[91] Vladimir Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 19732), σ. 196.

[92] Vladimir Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 19732), σ. 201.

Δεν υπάρχουν σχόλια: