Ιωαννου Κ. Αγγελοπουλου
«Ἀκτιβισμὸς καὶ Πνευματικότης»
Ἀκτῖνες 72 (2009) 333-340
1. Εἰσαγωγὴ
Ἡ παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων[1] μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ γιὰ μία διερεύνησι τῶν σχέσεων ἐξωτερικῆς δράσεως καὶ ἐσωτερικῆς καλλιεργείας. Οἱ πέντε παρθένοι τῆς παραβολῆς, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν κάποια σπουδαία ἀρετή, ἐν τέλει δὲν εἰσῆλθαν εἰς τὴν χαρὰν τοῦ νυμφίου, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἔλαιο οἱ λαμπάδες τους. Καὶ κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὲς Πατέρες ἡ ἀρετὴ τῆς παρθενίας δὲν ἐξαρκεῖ γιὰ τὴν σωτηρία, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Σημειώνεται σχετικῶς σὲ κείμενο ἀποδιδόμενο στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἦσαν δέ, φησίν, αἱ πέντε φρόνιμοι, καὶ αἱ πέντε μωραί. Ὅτι συνῆψαν τῇ σωφροσύνη τὴν ἐλεημοσύνην, ἐκόσμησαν τὴν παρθενίαν τῇ εὐποιΐᾳ, ἔγνωσαν ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν, ἐδοκίμασαν ὅτι τὸ ἓν οὐκ ἐπαρκεῖ πρὸς σωτηρίαν κατόρθωμα· ἑνὶ γὰρ πτερῷ ἀετὸς εἰς ὕψος οὐκ ἐφικνεῖται. Ἐμνημόνευσαν τῆς τοῦ νυμφίου φωνῆς τῆς λεγούσης· Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· καὶ πάλιν, ὅτι Κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. Ταῦτα καλῶς βουλευόμεναι, ἐπλήρωσαν τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν ἐλαίου. Ποῖα ἆρα ἀγγεῖα; Τὰς τῶν πεινώντων κοιλίας. Μεσίτας γὰρ τοῦ πνευματικοῦ γάμου πτωχοὺς ἐπορίσαντο, ἐσκεύασαν μεθ’ ἑαυτῶν τῶν οἰκτιρμῶν τὰ ἐφόδια· οἱ πεινῶντες ἐτρέφοντο καὶ αἱ λαμπάδες ἐφαιδρύνοντο· οἱ πτωχοὶ ηὐχαρίστουν καὶ ὁ νυμφίος ἐτέρπετο· ἡ ἐλεημοσύνη ἐσπείρετο, καὶ ὁ προσδοκώμενος μισθὸς ηὐτρεπίζετο … [Ἀντιθέτως οἱ ἀνόητες] Πῶς εἴχοντο ἑνὶ κατορθώματι; Πῶς τὴν μὲν ἁγνείαν ἐκτήσατο, τὴν δὲ φιλανθρωπίαν ἀπώσαντο; Πῶς ἀπάθειαν μὲν τῷ σώματι περιεποιήσαντο, συμπάθειαν δὲ περὶ τοὺς δεομένους οὐκ ἐπεδείξαντο; Πῶς τὴν μὲν σωφροσύνην ἠγάπησαν, τὴν δὲ φιλοξενίαν ἀπεστράφησαν;»[2].
Πολλοὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν μονομερῶς εἴτε τὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια καὶ πνευματικότητα, εἴτε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, τὴν κοινωνικὴ διακονία καὶ προσφορά. Κι ἐδῶ χρειαζόμαστε, γιὰ ἄλλη μία φορὰ νὰ ἐπανεύρωμε τὸ μέτρο καὶ τὴν μεσότητα.
Πρὶν προχωρήσωμε στὴν ἀνάλυσι τοῦ θέματος καλὸ εἶναι νὰ διασαφηνίσωμε τοὺς χρησιμοποιουμένους ὅρους. Ὡς ἀκτιβισμὸ ὁρίζομε τὴν δραστηριότητα ἐντὸς τῆς κοινωνίας. Ἀκτιβιστὲς θεωροῦνται οἱ ἐνεργοὶ πολῖτες, οἱ συμμετέχοντες στὰ θέματα τῆς κοινωνίας. Κατὰ τὸ Λεξικὸ τοῦ Μπαμπινιώτη «ἀκτιβισμὸς ἑλλ. πρακτικισμός [εἶναι] ἡ πολιτικὴ ἀντίληψη καὶ πρακτικὴ ποὺ δίνει μεγάλη ἔμφαση στὴ σημασία τῆς δράσης (κυρ. μὲ ἔντονες μορφές), τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ἐπίτευξη στόχων (π.χ. διαδηλώσεις, καταλήψεις κ.λπ.)»[3]. Στὸ παρὸν ἄρθρο μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ χαρακτηρίζομε τὰ μέλη ἐκεῖνα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα δραστηριοποιοῦνται (ἐνεργοῦν καὶ πράττουν) εἴτε στὸ διδακτικό – κατηχητικό - ἱεραποστολικό της ἔργο, εἴτε στὸ κοινωνικό – φιλανθρωπικό - διακονικό της ἔργο.
Μὲ τὸν ὅρο πνευματικότητα ἐννοοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἑνὸς πιστοῦ χριστιανοῦ. Τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἄσκησι, τὴν συμμετοχὴ στὴν λατρεία, τὴν μυστηριακὴ ζωή, ἐν ὀλίγοις τὴν ἐν Χριστῷ καὶ κατὰ Χριστὸν ζωή.
2. Ὁ ἀκτιβισμὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
Ἡ δρᾶσις τῶν χριστιανῶν ἐν τῷ κόσμῳ θεμελιώνεται καὶ στηρίζεται στὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπενθυμίζομε ὅτι συμφώνως μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι»[4]. Καὶ ἀλλοῦ ὁ Κύριός μας ἐτόνιζε ὅτι: «ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[5]· δηλώνων μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὅτι οἱ πιστοὶ χριστιανοί, ζῶντες ὡς πιστοί, φωτίζουν μὲ τὴν ζωή τους τοὺς συνανθρώπους τους. Βεβαίως, ἡ δραστηριότης τοῦ πιστοῦ περικλείεται μέσα στὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα ἔθεσε ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας: ἀφ’ ἑνὸς τὰ ἔργα πρέπει νὰ εἶναι «καρποὶ ἄξιοι τῆς μετανοίας»[6] καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ γίνωνται ἐξ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης[7] καὶ ὄχι πρὸς τὸ «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις»[8]. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ζητᾶ ὁ Κύριος νὰ γίνονται, ἰδίως οἱ πράξεις ἀγαθοεργίας καὶ φιλαλληλίας, «ἐν τῷ κρυπτῷ», γιὰ νὰ φανερωθοῦν στὴν μέλλουσα ζωὴ «ἐν τῷ φανερῷ»[9].
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ δρᾶσις πρέπει νὰ ὑλοποιεῖται μόνον ὡς καρπὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅπως χαρακτηριστικῶς μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ»[10]. Ἕνας ἀκτιβισμὸς χωρὶς ἀναφορὰ καὶ ὀργανικὴ σύνδεσι μὲ τὴν χριστιανικὴ βιωτὴ μπορεῖ νὰ γίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀθέους. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖ τὴν δρᾶσι τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν δρᾶσι τῶν ὑπολοίπων ἀκτιβιστῶν εἶναι τὸ νόημά της καὶ ὁ προσανατολισμός της. Γιὰ τὸν δραστηριοποιούμενο πιστὸ ἡ δρᾶσις ἀποτελεῖ ἔκφρασι ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος διεκήρυξε ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε»[11]. Ἡ διακονία τοῦ λόγου ἢ ἡ διακονία τῆς προσφορᾶς γίνεται ἀπὸ τὸν χριστιανὸ ἐπειδὴ «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μιςῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[12].
Ἤδη ἀπὸ τὶς πληροφορίες μας γιὰ τὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων διαπιστώνομε ὅτι ἀρχῆθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ συνυπῆρχαν ἡ ἐσωτερικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν καὶ ἡ δρᾶσις ἐν τῷ κόσμῳ. Διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι οἱ πρῶτοι πιστοὶ «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς»[13]. Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων ἀποδεικνύει ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία παρὰ τὴν βαρύτητα, τὴν ὁποία ἔδιδε στὴν «διακονία τοῦ λόγου» μὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀντιμετώπιζε καὶ τὰ πρακτικὰ ζητήματα μὲ τὴν θεσμοθέτησι τῆς «διακονίας τῶν τραπεζῶν»[14]. Τὸ κήρυγμα καὶ ἡ ἐξάπλωσις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶχαν καταστῆ δευτέρα φύσις γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ὅπως φανερώνεται ἀπὸ τὴν ἵδρυσι τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἀπὸ ἁπλοὺς (λαϊκοὺς) χριστιανούς. («Ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι»[15] ἱδρύουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἡ ὁποία τόσο σημαντικὸ ρόλο θὰ παίξη γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ Χριστιανισμοῦ στὰ πέρατα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας). Ἡ ἰδία ἀντίληψις ἐσυνεχίσθη καὶ στὰ χρόνια τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πέριξ τῶν ναῶν ἱδρύοντο εὐαγῆ ἱδρύματα (πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, ξενοδοχεῖα) πρὸς ἀνακούφισι τῶν πασχόντων καὶ ἐμπεριστάτων ἀνθρώπων[16]. Ἐγίνετο, δηλ. ἐν τῇ πράξει συνδυασμὸς τῆς λατρείας καὶ τῆς πνευματικῆς καλλιεργείας τῶν πιστῶν μὲ τὴν προσφορὰ καὶ τὴν διακονία πρὸς τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες (πνευματικότης καὶ δραστηριότης).
Σχεδὸν ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἱερᾶρχες τῆς Ἐκκλησίας μας συνεδύαζαν μία αὐστηροτάτη προσωπικὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ παραλλήλως μία ἐντονοτάτη κοινωνικὴ καὶ κηρυκτικὴ - ποιμαντικὴ δρᾶσι. Ἀναφέρομε, ἐνδεικτικῶς, στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἔζησε χρόνια ὁλόκληρα στὸ ἀσκητήριο στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφικό του φίλο καὶ συνασκητή του ἅγιο Γρηγόριο, προετοιμαζόμενος γιὰ τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν εἶχε προωρίση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του δράσεως στὴν Καισάρεια παραλλήλως ἔζη μοναστικὸ καὶ ἀσκητικὸ βίο (μὲ νηστεῖες, προσευχές, χαυμευνίες) καὶ συγχρόνως εἶχε μία ἐκπληκτικὴ δραστηριότητα μὲ τὴν ἵδρυσι τῆς Βασιλειάδος, ὅπου ὑπῆρχαν πλῆθος ἱδρυμάτων πρὸς ἀνακούφισι τῶν πονεμένων καὶ ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων. Ὁ ἴδιος μάλιστα διακονοῦσε στὸ νοσοκομεῖο ὡς ἰατρὸς καὶ νοσηλευτής[17]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κηρυκτικὸ - διδακτικό του ἔργο, διηύθυνε ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ σύστημα διατροφῆς 7.000 ἀνθρώπων ἡμερησίως μὲ λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς συνεργάτες του (ὀνομαστὴ ἡ Διακόνισσα Ὀλυμπιὰς)· ἐσχεδίασε καὶ ὑλοποίησε συστηματικὴ ἱεραποστολὴ πρὸς «τὴν Γοτθίαν, τὴν Σκυθίαν, τὴν Κελτικήν, τὴν Περσίαν καὶ τὴν Φοινίκην»[18]· ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀνάπτυξι τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ὑπ’ αὐτὸν ἱερατείου καὶ συγχρόνως ἠσχολεῖτο μὲ τὴν δική του καλλιέργεια κάνοντας αὐστηροτάτη ἄσκησι: «Αὐστηρὰ δίαιτα, ἀποφυγὴ κατ’ οἶκον ἐπισκέψεων, ἀπόρριψις προσκλήσεων εἰς γεύματα, μοναχοφαγία ἦσαν συνήθειαι δίδουσαι εὐκόλως ἀφορμὴν εἰς μομφὴν περὶ ἀκοινωνησίας»[19]. «Παρ’ ὅλα τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, πρώτη του ἀσχολία ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀπορροφοῦνταν τόσο σὲ αὐτήν, ποὺ λησμονοῦσε νὰ λάβει τροφὴ καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ»[20]. Ἀνάλογο ζωὴ βλέπομε καὶ στὸν ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἠσχολεῖτο μὲ τὴν θεολογικὴ δημιουργία πρὸς ἀντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων καὶ παραλλήλως προσηύχετο τόσο ὥστε πολλάκις οἱ ἀκροατὲς τῶν λόγων του νὰ τὸν βλέπουν μὲ ἀλλοιωμένα ἀπὸ ἕνα λαμπρὸ φῶς χαρακτηριστικά[21].
Ὑπάρχουν, ἐπίσης, πολλὰ ἱστορικὰ παραδείγματα ἁγίων μοναχῶν μὲ κοινωνικὴ καὶ ἱεραποστολικὴ δρᾶσι. Στὸ Γεροντικό, μάλιστα, διαβάζομε ὅτι συμφώνως μὲ τὴν ρῆσι τοῦ ἀββᾶ ... ἐὰν κτυπήσουν τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀσκητοῦ τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἀνοίξη καὶ νὰ δεχθῆ τὸν ξένο προσκυνητή, ἀφοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης εἶναι μεγαλυτέρα τῆς ἐντολῆς τῆς προσευχῆς. Ἀπὸ τὰ νεώτερα χρόνια ξεχωρίζουν οἱ μορφὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Καὶ οἱ δύο εἶχαν ἐντονωτάτη κηρυκτικὴ ἢ συγγραφικὴ δραστηριότητα, συνδυασμένη μὲ ἰσόβιο ἄσκησι καὶ νῆψι ψυχῆς.
Ἀλλὰ καὶ ἡ συμβολὴ τῶν μοναστηριῶν στὴν διατήρησι τῆς θύραθεν γραμματείας ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀσυμβίβαστο μεταξὺ τῆς ἐσωτερικῆς καλλιεργείας καὶ ὀρθοδόξου πνευματικότητος μὲ τὴν ἐνασχόλησι μὲ τὴν θύραθεν, δηλ. τὴν κοσμικὴ καὶ κυρίως τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία. Πλῆθος μοναχῶν σὲ πολλὰ μοναστήρια εἶχε ὡς ἐργόχειρο καὶ διακόνημα τὴν ἀντιγραφὴ καὶ τὴν φιλοτέχνησι τῶν ἀντιγράφων ἔργων τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο διασώθησαν τὰ ἀθάνατα ἔργα τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος μέχρι τὴν ἐφεύρεσι τῆς τυπογραφίας.
Ἐπὶ πλέον μεγάλη ἦταν ἡ συμβολὴ τῶν μοναστηριῶν καὶ στὴν ἀναγέννησι καὶ ἄνθησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν (ὑμνογραφίας, εἰκονογραφίας, μουσικῆς, κ.λπ.). Δὲν εἶπαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἐμεῖς ἤρθαμε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ σώσωμε τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ ἡ σωτηρία αὐτὴ περνοῦσε μέςῳ τῆς ὁδοῦ τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχε δωρίση ὁ δωρεοδότης Κύριος. Μοναχοὶ μὲ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο συνέγραψαν ὕμνους καὶ μουσικὰ μέλη καθὼς καὶ ἀπαράμιλλες θεολογικὲς πραγματεῖες, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἡ φιλανθρωπικὴ δρᾶσις τῶν μοναστηριῶν ἀποτελεῖ μία ἄλλη μεγάλη καὶ μὲ βαθεῖες ρίζες παράδοσι τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας ὑπάρχουν μοναστήρια, τὰ ὁποῖα πλησίον αὐτῶν ἔχουν εὐαγῆ ἱδρύματα (ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα)[22].
Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μαθαίνομε ὅτι κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ὑπῆρχαν πολλὲς ἀδελφότητες λαϊκῶν χριστιανῶν εἴτε μοναστικοῦ χαρακτῆρος (μὲ ἀφιερωμένα μέλη) εἴτε καὶ ἐγγάμων χριστιανῶν. Οἱ πλέον ὀνομαστὲς ἦταν ἡ Ἀδελφότης τῶν Σπουδαίων καὶ ἡ Ἀδελφότης τῶν Παραβαλανέων[23], ἀφιερωμένες σὲ ἔργα κοινωνικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς.
Βεβαίως, μέσα στὴν ἐν τῷ κόσμῳ δρᾶσι τῶν χριστιανῶν ἐλλοχεύει πάντοτε ὁ πειρασμὸς τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ πρωτίστου σκοποῦ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προσωπικὸς ἁγιασμὸς ἑκάστου πιστοῦ, τοῦ «ἑνὸς οὗ ἔστι χρεία»[24]. Διότι, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας, «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον, ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς;»[25]. Ποιό εἶναι τὸ ὄφελος γιὰ ἕνα πιστὸ νὰ ὁδηγήση στὴν σωτηρία πλῆθος συνανθρώπων του καὶ αὐτὸς νὰ ἀποκλεισθῆ τῆς μακαρίας ζωῆς;
Κατὰ τὴν Παράδοσι, ὅμως, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ προσωπικὸς ἁγιασμὸς ἑκάστου πιστοῦ συντελεῖται ἐντὸς τῶν ἐκκλησιολογικῶν πλαισίων, ὄχι ἰδιωτικῶς. Ὁ χριστιανὸς ζεῖ καὶ δρᾶ κατ’ ἐκκλησιαστικό, δηλ. κοινοτικό, τρόπο. Νηστεύει, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ νηστεύει ὁλόκληρος ἡ κοινότης καὶ ὄχι ἀτομικῶς. Προσεύχεται πάλι ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν συσχετίσει καὶ συναρτήσει μὲ τὰ λοιπὰ μέλη, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο νὰ τελεῖται ἀτομικῶς καὶ μεμονωμένως. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ὀρθόδοξο θεολογία γίνεται λόγος περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου (δηλ. συσχετιζομένου) καὶ ὄχι ὡς ἀτόμου (ἀποκεκομένου καὶ ἀσχέτου μὲ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους)[26]. Στὸ ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ πνεῦμα ἐντάσσεται καὶ ἡ μέριμνα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον ἑκάστου πιστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος διεκήρυττε: «οὐ κέρδος ἡγοῦμαι τὸ μόνος σώζεσθαι οὐδὲ χωρὶς ὑμῶν δοξάζειν θέλω τὸν Θεόν»[27]. Καὶ στὴν ἁγία Γραφὴ διαβάζομε ὅτι: «εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη»[28]. Κι αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο γιὰ τὶς πνευματικὲς καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑλικὲς καὶ σωματικὲς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων του. Τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ συνανθρώπου προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας πρὸς αὐτόν: «ἀγάπης γὰρ ἀληθοῦς καὶ βεβαίας ἐστίν, μὴ μόνον ἑαυτόν θέλειν σώζεσθαι, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀδελφούς»[29]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει καὶ μᾶς διδάσκει συγχρόνως: «Τοιοῦτον τοίνυν ἔχοντες Δεσπότην, οὕτω φιλάνθρωπον, οὕτως ἀγαθόν, οὕτως ἥμερον, καὶ τῆς οἰκείας σωτηρίας φροντίζωμεν, καὶ τῶν ἀδελφῶν τῶν ἡμετέρων. Τοῦτο γὰρ ἡμῖν καὶ σωτηρίας ὑπόθεσις γενήσεται, ὅταν μὴ ὑπὲρ ἑαυτῶν μόνον σπουδάζωμεν, ἀλλ’ ὅταν καὶ τὸν πλησίον ὠφελῶμεν, καὶ πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας ὁδὸν χειραγωγῶμεν. Καὶ ἵνα μάθῃς, ὅσον ἐστὶν ἀγαθὸν τὸ δυνηθῆναι μετὰ τῆς οἰκείας σωτηρίας καὶ ἕτερον κερδᾶναι, ἄκουσον ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ λέγοντος τοῦ Προφήτου· ‘Ὁ ἐξάγων τίμιον ἐξ ἀναξίου, ὡς στόμα μου ἔσται’. Τί δὲ τοῦτό ἐστιν; Ὁ ἐκ τῆς πλάνης πρὸς τὴν ἀλήθειαν, φησί, χειραγωγῶν, ἢ ἀπὸ τῆς κακίας πρὸς ἀρετὴν ὁδηγῶν τὸν πλησίον, κατὰ δύναμιν ἀνθρωπίνην ἐμὲ μιμεῖται»[30].
Στὴν Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ὁ ἀκτιβισμὸς (Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν) ἀκολούθησε διαφορετικὸ δρόμο. Οἱ μὲν Ρωμαιοκαθολικοὶ ἔδωσαν μεγάλη προτεραιότητα στὴν ἐν τῷ κόσμῳ δρᾶσι, ἱδρύοντες ἀκόμη καὶ μοναχικὰ τάγματα κοινωνικῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς. Καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μὲ τὴν ἐμμονή τους σὲ ἠθικὲς ἐπιταγὲς ἐστράφησαν στὴν ἐγκοσμιοκρατία καὶ ἐδημιούργησαν τὸ κεφαλαιοκρατικὸ σύστημα τῆς οἰκονομίας. Παρὰ τὴν ὕπαρξι διαφορετικῶν προϋποθέσεων (θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν) στὴν Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα ἀνιδιοτελῶν καὶ καταπληκτικῶν ἱεραποστόλων, κοινωνικῶν ἐργατῶν καὶ ἀναμορφωτῶν[31].
3. Συνδυασμὸς δράσεως καὶ πνευματικότητος
Ἡ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς ἐξωτερικῆς δράσεως καὶ ἐσωτερικῆς καλλιεργείας, ἀκτιβισμοῦ καὶ πνευματικότητος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πρότυπο ὅλων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἐργαζομένων χριστιανῶν, διεκήρυττε: «ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας, αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι»[32]. Καὶ ἀλλοῦ ἐρωτᾶ: «ὃ οὖν διδάσκεις ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις;»[33]. Ἡ ἔντονος κοινωνικὴ ἐργασία ἀπαιτεῖ μία ἰσόρροπο πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἄσκησι γιὰ νὰ μὴ ἐκτραπῆ καὶ ἀπωλέση τὸν στόχο της. Γιατὶ ὁ ἴδιος ἔγραφε σὲ ἄλλη ἐπιστολή του: «Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα»[34]. Ἡ ἱεραποστολὴ ὅταν δὲν συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ πνευματικὴ (ἐσωτερικὴ) ἐργασία μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σὲ κόπωσι, ἀκόμη καὶ σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἕνας σύγχρονος ἅγιος διεκήρυττε: «Ἡ πολλὴ δουλειὰ δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ μὴν προσεύχομαι»[35]!
Κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Κυρίου μας, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Καὶ στὴν ἀντιλογία τῶν ἀνθρώπων «οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;», ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου εἶναι: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν»[36]. Δὲν ἔχουν μέρος μὲ τὸν Χριστὸ ὅσοι δὲν ἔζησαν κατὰ τὸ θέλημά Του. Καὶ ὅταν κάποτε ἐπέστρεψαν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ περιοδεία μαθητές Του καὶ τοῦ ἐδήλωναν περιχαρεῖς: «Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου», ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἦταν: «ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ... χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[37]. Καὶ τοὺς διέταζε: «δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον»[38]. Γιὰ νὰ ἐξισορροπηθῆ ἡ ἐξωτερικὴ δρᾶσις μὲ τὴν ἀνανέωσι, τὴν τροφοδοσία, τὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία, καθ’ ὅσον κατὰ τὸ λόγιο τοῦ Κυρίου μας: «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύ-ματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ»[39]. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κενὸς περιεχομένου ἐκφράζει καὶ ἐξωτερικεύει κενὰ ρήματα, «γέγονε χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»[40].
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ συνδυασμοῦ ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἐργασίας πρέπει νὰ διαβάζωνται καὶ σχετικὲς ρήσεις τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι, γενέσθω φῶς, καὶ φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους, ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι»[41]. Ὁ ἀγὼν τοῦ πιστοῦ εἶναι ἰσοβίως διπλός: ἀφ’ ἑνὸς πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἐργασία ἐσωτερικὴ καὶ ἀφ’ ἑτέρου κοινωνικὴ διακονία καὶ διάδοσις τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς ὑπολοίπους ἀνθρώπους. Γιατὶ «οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν»[42].
4. Ἐπίλογος
Ἡ μεσότης εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδός. Καὶ στὸ δίλημμα, λοιπόν, ἀκτιβισμὸς ἢ πνευματικότης ἡ ἀπάντησις εἶναι ἀκτιβισμὸς μὲ πνευματικότητα καὶ πνευματικότης μὲ ἀκτιβισμό. Συνδυασμὸς καὶ τῶν δύο. Ἡ μὲν πνευματικότης θὰ ἐξωτερικεύεται ὡς ἐν τῷ κόσμῳ καὶ τῇ κοινωνίᾳ δρᾶσις, ὡς φῶς ἐκπεμπόμενο ἀπὸ μία ἁγία βιωτή. Καὶ ἡ δρᾶσις θὰ γίνεται μὲ φόβο Θεοῦ, ὡς ὑπηρέτες καὶ ἀπόστολοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ στόχο τὴν διακονία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου· ὄχι πρὸς τὸ θεαθῆναι ἢ πρὸς ἀναπλήρωσι ψυχικῶν κενῶν τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ὅπως γιὰ τὴν βίωσι τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς χρειάζονται καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ πιστοῦ, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ ἐσωτερικὴ καλλιέργεια καὶ ἁγιότης θὰ ἐξωτερικεύεται ἀβιάστως καὶ φυσικῷ τῷ τρόπῳ ὡς προσφορὰ στὸν συνάνθρωπο λόγου καὶ παρακλήσεως.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐδίδασκε ὅτι «πρᾶξις ἐπίβασις θεωρίας»[43]· γιὰ νὰ φθάση κάποιος στὴν θεωρία (θέα) τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖται ἡ ἄσκησις τῶν ἀρετῶν, ἡ πρᾶξις. Καὶ οἱ ἀρετὲς ἐπιτυγχάνονται θείᾳ χάριτι μὲ τὴν καθ’ ἡμέραν ὑπακοὴ στὸ θέλημα, στὶς ἐντολές, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ὁποῖος ἐτόνισε ὅτι «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσία»[44]. Πρωτεύει, ἡ εὐσπλαγχνία πρὸς τὸν ἄλλο, δηλ. ἡ διακονία τῶν πνευματικῶν (διὰ τοῦ λόγου μας) καὶ τῶν σωματικῶν (διὰ τῶν προσφορῶν μας) ἀναγκῶν τοῦ συνανθρώπου μας, ἀπὸ τὴν τυπικὴ συμμετοχή μας στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Βιβλιογραφία
Maczewski Christoph, Ἡ κίνηση τῆς "Ζωῆς" στὴν Ἑλλάδα: Συμβολὴ στὸ πρόβλημα τῆς παραδόσεως τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Ἁρμός, 2002.
Spidlik Tomas, Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ: Συστηματικὸ ἐγχειρίδιο, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2000.
Βασιλειάδη Πέτρου, «Εὐχαριστία ἢ κάθαρση τὸ κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας;», Σύναξη 49/1994.
Βλάχου Ἱεροθέου, Μικρὰ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 1998.
Βουλγαράκη Ἠλία, Ἱεραποστολή: Μεθόριος χριστιανισμοῦ καὶ ἑλληνισμού, Ἀθήνα: Μαΐστρος, 2007.
Γιαννουλάτου Ἀναστάσιου, Μοναχοὶ καὶ ἱεραποστολή: Κατὰ τοὺς 4ο καὶ 9ο αἰῶνες, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 2008.
Γιούλτση Βασίλειου, Πνευματικότητα καὶ κοινωνικὴ ζωή, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 1999.
Γουσίδη Ἀλεξάνδρου, Οἱ χριστιανικὲς Ὀργανώσεις, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19932.
Ἡ μαρτυρία τῆς ἀγάπης. Τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία.
Καρδαμάκη Μιχαήλ, Ὀρθόδοξη πνευματικότητα: Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπινου ἤθους, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1993.
Καρύδη Σπύρου, Ὀρθόδοξες ἀδελφότητες καὶ συναδελφικοὶ ναοὶ στὴν Κέρκυρα 15ος-19ος αἰ. , Ἀθήνα: Σταμούλης, 2004.
Μαντζαρίδη Γεώργιου, Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 1993.
Μποζονίτη Σταύρου, Σύλλογοι καὶ Ἀδελφότητες στὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 2006.
Μωυσῆ Ἁγιορείτου, Ὀρθόδοξος μοναχισμός: Συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία, τὴν ἀξία καὶ τὴν προσφορά, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 1995.
Πασσάκου Δημητρίου, Εὐχαριστία καὶ ἱεραποστολή. Κοινωνιολογικὲς προϋποθέσεις τῆς Παύλειας θεολογίας, Ἀθήνα: Ἑλληνικὰ Γράμματα, 1997.
Πατρώνου Γεωργίου, Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱεραποστολή, Ἀθήνα: Δόμος, 2001.
Πατρώνου Γεωργίου, Βιβλικὲς προϋποθέσεις τῆς ἱεραποστολῆς, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 1983.
Τσάμη Δημητρίου, Οἱ ὀρθόδοξες Ἀδελφότητες (3ος – 20ος αἰ.), Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2007.
[1] Βλ. Ματθ. 25: 1-13.
[2] Ἰωάννου Χρυσοστόμου (ψευδ.), Εἰς τὴν παραβολὴν τῶν δέκα παρθένων καὶ περὶ ἐλεημοσύνης, 1 (PG 59, 528-529).
[3] Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας (Ἀθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 1998), σ. 113.
[4] Ἰω. 5: 17.
[5] Ματθ. 5: 14-16.
[6] Πρβλ. Λουκ. 3: 8.
[7] Πρβλ. Α’ Κορ. 13: 3: «ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, … ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι».
[8] Ματθ. 23: 5.
[9] Ματθ. 6: 4.
[10] Ματθ. 12: 34.
[11] Ματθ. 25: 40.
[12] Α’ Ἰω. 4: 20.
[13] Πράξ. 2: 42.
[14] Πράξ. 6: 2.
[15] Πράξ. 11: 20.
[16] Βλ. Δημητρίου Κωνσταντέλλου, Βυζαντινὴ φιλανθρωπία καὶ κοινωνικὴ πρόνοια (Ἀθήνα: Φῶς, ), Δημητρίου Κωνσταντέλλου, Πενία, κοινωνία καὶ φιλανθρωπία (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1994), Timothy Miller, Ἡ γέννησις τοῦ νοσοκομείου στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία (Ἀθήνα: Βῆτα, 1998).
[17] Βλ. Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 29, Κωνσταντίνου Μπόνη, ΒΕΠ 51, 66-68.
[18] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 238
[19] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 237.
[20] Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. 10 (Ἀθῆναι: Ἴνδικτος, 2004), σ. 155. Πρβλ. Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1999).
[21] Πρβλ. Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, Ὁ πληγωμένος ἀετὸς. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 19983), σ. 216: «Τὸ πρόσωπό του εἶχε γίνει ἀπαύγασμα ἱεροῦ φωτός».
[22] Βλ. Ἡ μαρτυρία τῆς ἀγάπης. Τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, ).
[23] Βλ. Δημητρίου Τσάμη, Οἱ ὀρθόδοξες Ἀδελφότητες (3ος – 20ος αἰ.), (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2007), Σταύρου Μποζονίτη, Σύλλογοι καὶ Ἀδελφότητες στὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 2006), Ἀλεξάνδρου Γουσίδη, Οἱ χριστιανικὲς Ὀργανώσεις (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19932).
[24] Πρβλ. Λουκ. 10: 42.
[25] Λουκ. 9: 25.
[26] Βλ. ἡμέτερο «Θεολογία τοῦ προσώπου», Ὀρθοδοξία καὶ Παιδεία 1 (2002) 121-131, ὅπου καὶ βιβλιογραφία.
[27] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις, ΙΘ’ (Ἔργα, τόμ. Α’, σ. 269).
[28] Α’ Κορ. 12: 26.
[29] Μαρτύριον Πολυκάρπου, Ι 2 (ΒΕΠ 3, 21).
[30] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Γ’, δ’ (ΒΕΠ 91, 35).
[31] Βλ. Τί προσέφερε ὁ Χριστιανισμός; Τεύχη Α’- Η’ (Ἀθήνα: Τῆνος, ).
[32] Α’ Κορ. 9: 27.
[33] Ῥωμ. 2: 21.
[34] Β’ Τιμ. 4: 10.
[35] Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς, ἐν: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. 10 (Ἀθῆναι: Ἴνδικτος, 2008), σ. 237.
[36] Ματθ. 7: 21-23.
[37] Λουκ. 10: 17, 20.
[38] Μαρκ. 6: 31.
[39] Ματθ. 12: 34.
[40] Α’ Κορ. 13: 1.
[41] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς, (Β’), 71 (ΒΕΠ 58, 270).
[42] Πράξ. 4: 20.
[43] Γρηγορίου Θεολόγου, Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων (Κ’), 12 (ΒΕΠ 59, 147).
[44] Ματθ. 9: 13, 12: 7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου