ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ
ΑΛΓΟΦΟΒΙΑ ὡς θανατοφοβία: «Ὅσο περισσότερο γίνεται ἡ ζωὴ ἐπιβίωση, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ ἀλγοφοβία εἶναι θανατοφοβία»[1].
ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΑ δὲν ἀντικαθιστοῦν τὴν ὑποδοχὴ καὶ θεραπεία διὰ τοῦ ἀγγίγματος: «Κανένα ἀναλγητικὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ἀρχέγονη σκηνὴ τῆς θεραπείας»[2].
ΑΝΙΑ ὡς συνέπεια τοῦ πόνου: «ἡ ἀνία δὲν εἶναι παρὰ τὸ διάλυμα τοῦ πόνου σὲ βάθος χρόνου»[3].
ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ ἐχθρὸς τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας: «Ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὑπέρμαχος τῆς φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ἡ ἀπόλαυση ἀντιπροσωπεύει γι’ αὐτὸν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ψηφιακὴ ψυχοπολιτική, ἡ ὁποία ὑπονομεύει τὴ φιλελεύθερη ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, δὲν διαταράσσει τὴν εὐεξία του, καὶ ἡ ὑστερικὴ προσήλωση στὴν ὑγεία τὸν ὁδηγεῖ σὲ συνεχῆ αὐτοεπιτήρηση. Ἐγκαθιδρύει μιὰ ἐσωτερικὴ δικτατορία, ἕνα ἐσωτερικὸ καθεστὼς ἐλέγχου. Ἐκεῖ ὅπου ἡ ἐσωτερικὴ δικτατορία συναντᾶ τὴν βιοπολιτικὴ ἐπιτήρηση, ἡ τελευταία δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς καταπίεση, διότι ἐμφανίζεται στὸ ὄνομα τῆς ὑγείας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐλεύθερος στὸ βιοπολιτικὸ καθεστώς. Κυριαρχία καὶ ἐλευθερία συγχωνεύονται καὶ πάλι»[4].
ΑΥΤΟΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ πρὸς ἐπιβεβαίωσι τοῦ ἑαυτοῦ: «Ἡ αὔξουσα τάση αὐτοτραυματιστικῆς συμπεριφορᾶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς μιὰ ἀπελπισμένη προσπά|θεια τοῦ ναρκισσιστικοῦ, καταθλιπτικοῦ Ἐγὼ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του, νὰ νιώσει τὸν ἑαυτό του. Πονάω, ἄρα ὑπάρχω. Καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ὕπαρξης, τὴ χρωστᾶμε στὸν πόνο. Ἂν ἐξαλειφθεῖ ἐντελῶς, ἀναζητοῦμε ὑποκατάστατα. Ἡ τεχνητὴ πρόκληση πόνου εἶναι μιὰ λύση. Τὰ ἀκραῖα ἀθλήματα καὶ οἱ παρακινδυνευμένες συμπεριφορὲς εἶναι ἀπόπειρες ἐπιβεβαίωσης τῆς ὕπαρξής μας. Ἔτσι, λοιπόν, κατὰ παράδοξο τρόπο, ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς παράγει ἐξτρεμιστές. Ἡ ἀπουσία τῆς κουλτούρας τοῦ πόνου παράγει βαρβαρότητα: ‘Ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρὰ διεργερτικὰ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ δώσουν στὸν ἄνθρωπο τῆς ἀναισθητοποιημένης κοινωνίας τὴν αἴσθηση τῆς ζωντάνιας. Ναρκωτικά, βία καὶ τρομοκρατία εἶναι τὰ μόνα διεγερτικὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν μιὰ ὑπαρξιακὴ ἐμπειρία’»[5].
ΒΙΑ ἡ θέασίς της ἀμβλύνει τὸν πόνο: «Οἱ πορνογραφικὲς εἰκόνες βίας ἐπιδροῦν ὡς ἀναλγητικό. Μᾶς κάνουν ἀναίσθητους ἀπέναντι στὸν πόνο τῶν ἄλλων. Ἐπίσης, ὁ κατακλυσμὸς ἀπὸ εἰκόνες πόνου καὶ | βίας στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης καὶ στὸ διαδίκτυο, μᾶς ἐξωθεῖ στὴν παθητικότητα καὶ τὴν ἀδιαφορία τοῦ σιωπηλοῦ θεατῆ. Λόγῳ τοῦ πλήθους τους δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἐπεξεργαστοῦμε νοητικά. Ἐπιβάλλονται ἐκβιαστικὰ στὴν ἀντίληψη. Δὲν ἀπορρέει πιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἐκείνη ἡ ἠθικὴ προσταγή, στὴν ὁποία ἐμμένει ἡ Σούζαν Σόνταγκ: ‘Ἡ εἰκόνα λέει: Δῶσε ἕνα τέλος σ’ αὐτό, ἀναμείξου, δράσε’. Τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων βίας καὶ πόνου φροντίζει ὥστε ἡ ἀντίληψη νὰ ἀποσυνδέεται ἐντελῶς ἀπὸ τὴν πράξη, καθὼς ἡ πράξη προϋποθέτει μιὰ ἐντατικὴ προσοχή, μιὰ ψυχικὴ συμμετοχή. Ἡ ἀποσπασματικὴ προσοχὴ μᾶς ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀποκλείσει τὴν ψυχικὴ συμμετοχή»[6].
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ὡς ἐκμετάλλευσις τοῦ ἑαυτοῦ: «Ἡ ἐλευθερία δὲν περιορίζεται, ἀλλὰ γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης. Ἡ ἐπιταγὴ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος παράγει ἕναν καταναγκασμὸ ποὺ εἶναι πιὸ ὀλέθριος ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι ὑπάκουος»[7].
ΕΠΙΒΙΩΣΙΣ θυσιάζομε τὴν ζωὴ γιὰ χάρι της: «Εἴμαστε πρόθυμοι νὰ θυσιάσουμε στὸ ὄνομα τῆς ἐπιβίωσης ὅλα ὅσα κάνουν τὴ ζωὴ ἄξια νὰ βιωθεῖ. Ἐξαιτίας τῆς πανδημίας γίνεται ἀποδεκτὸς δίχως ἐνστάσεις καὶ ὁ ριζικὸς περιορισμὸς τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων μας. Ὑποκύπτουμε ἀμαχητὶ στὴν κατάσταση ἔκτακτης ἀνάγκης ἡ ὁποία ὑποβιβάζει τὴ ζωὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς γυμνῆς ζωῆς»[8].
ΕΠΙΒΙΩΣΙΣ καθιστᾶ τὴν ζωὴ ἐφήμερη: «Ἡ ὑστερία τῆς ἐπιβίωσης καθιστᾶ τὴ ζωὴ ριζικὰ ἐφήμερη. Ἡ ζωὴ ὑποβιβάζεται σὲ μιὰ βιολογικὴ διαδικασία, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ βελτιστοποιηθεῖ. Χάνει κάθε μετα-φυσικὴ διάσταση»[9].
ΕΠΙΒΙΩΣΙΣ μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τοὺς ἰούς: «Στὴν ἀποκλειστική μας μέριμνα γιὰ ἐπιβίωση μοιάζουμε μὲ τὸν ἰό, αὐτὸ τὸ ἀπέθαντο ὂν ποὺ μόνο πολλαπλασιάζεται, δηλαδὴ ἐπιβιώνει χωρὶς νὰ ζεῖ»[10].
ΕΠΙΒΙΩΣΙΣ ὅταν κυριαρχῆ ὁ θάνατος ἐπὶ τῆς ζωῆς: «Ἐν ὄψει τῆς πανδημίας, ἡ κοινωνία τῆς ἐπιβίωσης ἀπαγορεύει ἀκόμη καὶ τὴν Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς ἀσκοῦν τὰ | λειτουργικά τους καθήκοντα τηρῶντας τὸ ‘social distancing’ καὶ φορῶντας μάσκα. Θυσιάζουν τὴν πίστη τους στὸν βωμὸ τῆς ἐπιβίωσης. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἐκφράζεται, κατὰ παράδοξο τρόπο, ὡς τήρηση τῆς ἀπόστασης. Ὁ πλησίον εἶναι ἕνας δυνητικὸς φορέας τοῦ ἰοῦ. Ἡ Ἰολογία καθαιρεῖ τὴν Θεολογία. Ὅλοι ἀκοῦν προσεκτικὰ τοὺς ἰολόγους, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦν τὸ ἀπόλυτο δικαίωμα στὴν αὐθεντικὴ ἐξήγηση. Τὸ ἀφήγημα τῆς Ἀνάστασης ὑποχωρεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἔναντι τῆς ἰδεολογίας τῆς ὑγείας καὶ τῆς ἐπιβίωσης. Ἐν ὄψει τοῦ ἰοῦ, ἡ πίστη ὑποβιβάζεται σὲ φάρσα. Ἀντικαθίσταται ἀπὸ μονάδες ἐντατικῆς θεραπείας καὶ ἀναπνευστικὲς συσκευές. Γίνεται καθημερινὴ καταμέτρηση νεκρῶν. Ὁ θάνατος κυριαρχεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἐπὶ τῆς ζωῆς. Τὴν μετατρέπει σὲ ἁπλῆ ἐπιβίωση»[11].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ ὡς ἐκμετάλλευσις τοῦ ἑαυτοῦ: «Τὸ ὑποκείμενο τῆς ἐπίδοσης ἀσκεῖ βία στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ἐκμεταλλεύεται τὸν ἑαυτό του οἰκειοθελῶς μέχρι νὰ καταρρεύσει. Ὁ δοῦλος παίρνει τὸ μαστίγιο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀφέντη του καὶ αὐτομαστιγώνεται γιὰ νὰ γίνει ἀφέντης ὁ ἴδιος· γιὰ νὰ γίνει ἐλεύθερος. Τὸ ὑποκείμενο τῆς ἐπίδοσης διεξάγει πόλεμο μὲ τὸν ἑαυτό του. Οἱ ἐσωτερικὲς πιέσεις ποὺ δημιουργοῦνται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸ ὁδηγοῦν στὴν κατάθλιψη. Προκαλοῦν, ἐπίσης, χρόνιους πόνους»[12].
ΕΠΙΤΗΡΗΣΙΣ ὡς καρπὸς τῆς ψευδοῦς ἐλευθερίας: «Σήμερα, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποκαλύπτουμε οἰκειοθελῶς εὐαίσθητα προσωπικὰ δεδομένα. Ἀπογυμνωνόμαστε ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη καὶ ὄχι ἐπειδὴ μᾶς ἐξαναγκάζουν νὰ τὸ κάνουμε. Γινόμαστε ἀπολύτως διαφανεῖς. Ἡ κυριαρχία ὁλοκληρώνεται ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἐλευθερία. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ διαλεκτικὴ τῆς ἐλευθερίας. Ἡ δίχως ὅρια ἐπικοινωνία ὡς ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας μετατρέπεται σὲ ἀπόλυτη ἐπιτήρηση»[13].
ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ προϋποθέτει ἄνοιγμα στὸν ἄλλο: «Ἡ εὐαισθησία γιὰ τὸν ἄλλον προϋποθέτει μιὰ τρωτότητα. Ἡ ἐπώδυνη πληγὴ εἶναι ἕνα πρωταρχικὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν Ἄλλον»[14].
ΖΩΗ παραμένει ὡς ἄγγιγμα τοῦ ἄλλου: «Μόνο τὸ ‘ἄγγιγμα τοῦ Ἄλλου’ κρατᾶ ζωντανὴ τὴ ζωή. Εἰδεμή, αὐτὴ μένει φυλακισμένη στὴν κόλαση τοῦ Ἴδιου»[15].
ΘΑΝΑΤΟΣ ὡς συσχέτισις μὲ τὸ μὴ διαθέσιμο: «Ὁ θάνατος σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται μὲ τὸ μὴ διαθέσιμο, μὲ τὸ ἐντελῶς ἄλλο, τὸ ὁποῖο δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτόν»[16].
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ὡς ἄγγιγμα καὶ ἐπικοινωνία: «Ὅλο καὶ πιὸ σπάνια γίνεται ἡ ἐμπειρία τῆς θεραπευτικῆς φροντίδας ὡς αἴσθησης τοῦ νὰ σὲ ἀγγίζουν καὶ νὰ σοῦ μιλᾶνε. Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία αὐξανομένης μοναξιᾶς καὶ ἀπομόνωσης. Ὁ ναρκισσισμὸς καὶ ὁ ἐγωισμὸς παροξύνονται»[17].
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΙΣ καὶ Τέχνη: «Ἡ σφαῖρα τῆς κατανάλωσης εἰσδύει στὴ σφαῖρα τῆς τέχνης. Καταναλωτικὰ ἀγαθὰ παρουσιάζονται ὡς ἔργα τέχνης. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀναμειγνύεται ἡ σφαῖρα τῆς τέχνης μὲ τὴν σφαῖρα τῆς κατανάλωσης, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ τέχνη τώρα ἀπὸ τὴ μεριά της νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν αἰσθητικὴ τῆς κατανάλωσης»[18].
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ καὶ ἱκανοποίησις τοῦ μπορῶ: «Τὸ Μπορῶ εἶναι τὸ ρῆμα τοῦ Ἐγὼ ὡς ὑποκειμένου τῆς ἐπίδοσης. Κατανάλωση, ἀπόλαυση καὶ βίωμα εἶναι συνώνυμα τοῦ Μπορῶ»[19].
ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ὡς δυνατότης ἐπιλογῆς: «Νοημοσύνη (intelligenz) σημαίνει ἐπιλέγω μεταξύ (inter-legere). Εἶναι μιὰ ἱκανότητα διάκρισης»[20].
ΠΑΝΔΗΜΙΑ ὁδηγεῖ σὲ ἀδράνεια: «Ἡ καραντίνα δὲν ὁδηγεῖ σὲ γαλήνια ἀργία, ἀλλὰ σὲ ἐξαναγκαστικὴ ἀδράνεια. Δὲν εἶναι τόπος τῆς σχόλης»[21].
ΠΑΝΔΗΜΙΑ ὠθεῖ σὲ ἐπιβίωσι καὶ ὄχι ζωή: «Ἡ πανδημία δὲν παρέχει ἐλπίδες γιὰ ἐναλλακτικὲς μορφὲς ζωῆς. Στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἰοῦ ἡ ζωὴ εἶναι περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἐπιβίωση. Ἡ ὑστερία τῆς ἐπιβίωσης ἐπιδεινώνεται ἰικά»[22].
ΠΟΝΟΣ ἀναδεικνύει ἀλήθειες: «Ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὁ δεσμὸς ἦταν ἀληθινός. Μόνο οἱ ἀλήθειες πονᾶνε. Ὅλα ὅσα εἶναι ἀληθινά, εἶναι ὀδυνηρά. Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς εἶναι μιὰ κοινωνία δίχως ἀλήθεια, εἶναι ἡ κόλαση τοῦ Ἴδιου»[23].
ΠΟΝΟΣ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸ ἡδονιστικὸ σῶμα: «Τὸ ἡδονιστικὸ σῶμα, αὐτάρεσκο καὶ αὐτοϊκανοποιούμενο, δίχως καμμία ἀναφορὰ σὲ ἀνώτερο σκοπό, υἱοθετεῖ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πειθαρχημένο σῶμα, μιὰ στάση ἀπόρριψης ἔναντι τοῦ πόνου. Θεωρεῖ τὸν πόνο ἀπολύτως παράλογο καὶ ἄχρηστο»[24].
ΠΟΝΟΣ ἀπώλεσε τὴν δυνατότητα νὰ ἐντάσσεται σὲ μία ἀφήγησι: «Στὴν κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς ξεμαθαίνουμε ἐντελῶς νὰ ἀφηγούμαστε καὶ νὰ τραγουδᾶμε τὸν πόνο, νὰ τοῦ δίνουμε φωνή, νὰ τὸν εἰσάγουμε στὴν ἀφήγηση, νὰ τοῦ δίνουμε λάμψη, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ξεγελᾶμε. Ὁ πόνος σήμερα εἶναι ἐντελῶς ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ φαντασία. Περιορίζεται σὲ ὑπόθεση τῆς ἰατρικῆς πρακτικῆς. Τὰ ἀναλγητικὰ ἔρχονται πρὶν τὴν ἀφήγηση καὶ τὴ φαντασία, καὶ τὶς ναρκώνουν. Ἡ ἐπιβληθεῖσα διαρκὴς ἀναισθητοποίηση ὁδηγεῖ σὲ πνευματικὴ ἀπάθεια»[25].
ΠΟΝΟΣ γιατὶ χάνει τὸ νόημά του: «Οἱ αὐξανόμενες προσδοκίες ἀπὸ τὴν ἰατρική, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἔλλειψη νοήματος τοῦ πόνου, κάνουν ἀκόμη καὶ τὸν πιὸ ἀσήμαντο πόνο νὰ φαίνεται ἀνυπόφορος. Καὶ δὲν ἔχουμε πιὰ νοηματικὲς ἀναφορές, ἀφηγήσεις, ἀνώτερες ἀρχὲς δικαιοδοσίας καὶ σκοποὺς ποὺ θὰ ἐπενδύσουν τὸν πόνο καὶ θὰ τὸν κάνουν ὑποφερτό. Ἀκόμη κι ἂν ἐξαφανιστεῖ τὸ ἐνοχλητικὸ μπιζέλι, οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀρχίσουν νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὰ μαλακὰ στρώματα. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ διαρκὴς ἔλλειψη νοήματος τῆς ζωῆς ποὺ πονάει»[26].
ΠΟΝΟΣ ἐξορίζεται ἀπὸ παντοῦ: «Τίποτε δὲν πρέπει νὰ προκαλεῖ πόνο. Ὄχι μόνο ἡ τέχνη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι ‘instagrammade’, πράγμα ποὺ σημαίνει ἀπαλλαγμένη ἀπὸ γωνίες καὶ κόψεις, ἀπὸ συγκρούσεις καὶ ἀντιφάσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ προκαλέσουν πόνο. Αὐτὸ ποὺ ξεχνᾶμε εἶναι ὅτι ὁ πόνος ἐξαγνίζει. Ἀπὸ αὐτὸν πηγάζει μιὰ καθαρτικὴ δράση. Ἀπὸ τὴν κουλτούρα τῆς ἀρέσκειας ἀπουσιάζει ἡ δυνατότητα τῆς κάθαρσης. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πνιγόμαστε στὰ κατακάθια τῆς θετικότητας ποὺ συσσωρεύονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς κουλτούρας τῆς ἀρέσκειας»[27].
ΠΟΝΟΣ ἡ ἀπουσία νοήματος συνδέεται μὲ τὴν ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωή μας: «Ἡ ἀπουσία νοήματος τοῦ πόνου δείχνει μᾶλλον ὅτι ἡ ζωή μας, συρρικνωμένη σὲ μιὰ βιολογικὴ διαδικασία, εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια κενὴ νοήματος. Ἡ ἀπόδοση νοήματος στὸν πόνο προϋποθέτει μιὰ ἀφήγηση ποὺ περιβάλλει τὴ ζωὴ μὲ ἕναν ὁρίζοντα νοήματος. Ἡ ἀπουσία νοήματος στὸν πόνο εἶναι συμβατὴ μόνο μὲ μιὰ κενὴ περιεχομένου, γυμνὴ ζωή, ἡ ὁποία πλέον δὲν ἀφηγεῖται»[28].
ΠΟΝΟΣ καὶ θάνατος: «Ὁ πόνος εἶναι ὁ θάνατος σὲ μικρὴ κλίμακα - ὁ θάνατος εἶναι ὁ πόνος σὲ μεγάλη»[29].
ΠΟΝΟΣ πῶς συμμετέχομε στὸν πόνο τοῦ ἄλλου: «Δίχως τὸν πόνο γιὰ τὸν Ἄλλον δὲν ἔχουμε καμία πρόσβαση στὸν πόνο τοῦ Ἄλλου»[30].
ΠΟΝΟΣ χωρὶς αὐτὸν δὲν βιώνεται ὀρθῶς ἡ ζωή: «Μιὰ ἀνώδυνη ζωὴ μέσα σὲ διαρκῆ εὐτυχία δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἀνθρώπινη ζωή. Ἡ ζωή, ἡ ὁποία διώκει καὶ ἀποπέμπει τὴν ἀρνητικότητά της, ἀκυρώνεται. Ὁ θάνατος καὶ ὁ πόνος πᾶνε μαζί. Στὸν πόνο προεικάζεται ὁ θάνατος. Ὅποιος θέλει νὰ ἐξαλείψει τὸν πόνο πρέπει νὰ καταργήσει καὶ τὸν θάνατο. Ὅμως, ἡ ζωὴ χωρὶς θάνατο καὶ πόνο δὲν εἶ|ναι ἀνθρώπινη· εἶναι ἀπέθαντη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος καταργεῖται γιὰ νὰ ἐπιβιώσει. Μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀθανασία, ἀλλὰ μὲ κόστος τὴ ζωή»[31].
ΠΟΝΟΣ ὡς ἀπουσία νοήματος τῆς ζωῆς: «Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ ἀπουσία νοήματος στὴ σύγχρονη κοινωνία εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τοὺς χρόνιους πόνους ἀνυπόφορους»[32].
ΠΟΝΟΣ ὡς δέσμευση: «Ὁ πόνος εἶναι δέσμευση. Ὅποιος ἀπορρίπτει κάθε ὀδυνηρὴ κατάσταση, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δεσμευτεῖ. Σήμερα, οἱ δυνατοὶ δεσμοὶ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ προκαλέσουν πόνο, ἀποφεύγονται»[33].
ΠΟΝΟΣ ὡς δῶρο: «Ὁ πόνος δὲν εἶναι ἕνα ὑποκειμενικὸ αἴσθημα ποὺ παραπέμπει σὲ μιὰ ἔλλειψη, ἀλλὰ μιὰ ὑποδοχή, καὶ μάλιστα, μιὰ ὑποδοχὴ τοῦ Εἶναι. Ὁ πόνος εἶναι δῶρο»[34].
ΠΟΝΟΣ ὡς κυριαρχικὴ ἐξουσία: «Ὁ πόνος εἶναι μιὰ περίπλοκη πολιτισμικὴ κατασκευή. Ἡ παρουσία του καὶ ἡ σπουδαιότητά του στὴν κοινωνία ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὶς μορφὲς κυριαρχίας. Ἡ προνεωτερικὴ κοινωνία τῶν βασανιστηρίων εἶχε μιὰ βαθιὰ σχέση μὲ τὸν πόνο. Οἱ ἐξουσιαστικοὶ χῶροι, μάλιστα, εἶναι γεμᾶτοι κραυγὲς πόνου. Ὁ πόνος χρησιμεύει ὡς μέσον κυριαρχίας. Ἡ ζοφερὴ γιορτή, ἡ φρικτὴ τελετουργία τῶν βασανιστηρίων, οἱ πομπώδεις σκηνοθεσίες τοῦ πόνου ἑδραιώνουν τὴν ἐξουσία. Τὰ βασανισμένα σώματα εἶναι τὰ ἐμβλήματα τῆς ἐξουσίας»[35].
ΠΟΝΟΣ ὡς σημεῖο: «Ἂν ἀφήσουμε τοὺς πόνους στὴν ἀποκλειστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἰατρικῆς, τότε ἀποτυγχάνουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸν χαρακτῆρα τους ὡς σημείων»[36].
ΦΥΣΙΣ ἡ βία ποὺ ἀσκεῖται σὲ αὐτὴν ἐπιστρέφει στὸν ἄνθρωπο: «Εἰδικὰ στὴν Ἀνθρωπόκαινο Ἐποχή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ εὐάλωτος παρὰ ποτέ. Ἡ βία ποὺ ἀσκεῖ στὴ φύση ἐπιστρέφει ἐναντίον του μὲ πολλαπλὴ ὁρμή»[37].
ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ καὶ πειθαρχία: «Πίσω ἀπὸ τὸν ψυχαγωγικὸ χαρακτῆρα τῶν μαζικῶν μέσων, ὅπως εἶναι τὸ ραδιόφωνο καὶ ὁ κινηματογράφος, κρύβονται ἰδιαίτερες μορφὲς τῆς πειθαρχίας»[38].
[1] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 31.
[2] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 55.
[3] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 52.
[4] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 101.
[5] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 61, τὸ παράθεμα ἀπὸ Illich, Die Nemesis der Medizin, σ. 109.
[6] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 88-89.
[7] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 24.
[8] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 32.
[9] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 33.
[10] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 35.
[11] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 32-33.
[12] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 53.
[13] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 100.
[14] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 91.
[15] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 17.
[16] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 80.
[17] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 54.
[18] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 15.
[19] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 91.
[20] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 71.
[21] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 35.
[22] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 37.
[23] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 57.
[24] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 23.
[25] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 67.
[26] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 47.
[27] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 13.
[28] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 43.
[29] Martin Heidegger, Zum Ereignis – Denken, Gesamtausgabe, Bd. 73.1 (Frankfourt 2013), παρά: Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 80.
[30] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 93.
[31] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 103-104.
[32] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 55.
[33] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 58.
[34] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 86.
[35] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 19.
[36] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 9.
[37] Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 50.
[38] Juenger, Ueber den Schmerz, σ. 185, παρά: Μπιοὺνγκ-Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς παρηγοριᾶς. Ὁ πόνος σήμερα (Ἀθήνα: Opera, 2021), σ. 87.