Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ


ΑΓΑΠΗ εἶναι ἀπαιτητικὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε: «Γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐνδιαφερόμαστε ἐπιζητοῦμε μὲν τὴν εὐτυχία τους, ἀλλὰ μὲ ὁποιαδήποτε μέσο ἢ τίμημα. Ἀπὸ τοὺς φίλους μας, ὅμως, τοὺς ἀγαπημένους μας, τὰ παιδιά μας, ἔχουμε ἀπαιτήσεις. Καὶ προτιμᾶμε νὰ τοὺς δοῦμε νὰ ὑποφέρουν, παρὰ νὰ γίνουν εὐτυχισμένοι μὲ ἀθέμιτα μέσα ποὺ μᾶς ἀποξενώνουν»[1].

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ μεταστροφὴ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ παιδιοῦ: «Ὄχι μόνο  τὸν μισοῦν ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ τὸν μισοῦν. Δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀγαπήσουν γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, μόνο ποὺ μποροῦν νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταστρέψουν σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι»[2].

ΚΑΛΟ στὴν μεταπτωτικὴ κατάστασι ὅ,τι θεραπεύει καὶ διορθώνει τὴν πτῶσι: «ὁ ἄνθρωπος, σὰν εἶδος, κατέστρεψε τὸν ἑαυτό του, καὶ ὅτι τὸ καλό, γιὰ μᾶς στὴν τωρινή μας κατάσταση, πρέπει συνεπῶς νὰ σημαίνει, πρὶν ἀπ’ ὅλα, θεραπευτικὸ ἢ διορθωτικὸ καλό»[3].

ΚΑΚΟ δημιουργεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: «Οἱ ἄνθρωποι, ὄχι ὁ Θεός, κατασκεύασαν ξύλα γιὰ βασανιστήρια, μαστίγια, φυλακές, δουλεία, ὅπλα, ξιφολόγχες καὶ βόμβες»[4].

ΠΟΝΟΣ τὸ μεγάφωνο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀφύπνισι τοῦ ἀνθρώπου: «Ὁ Θεὸς μᾶς ψιθυρίζει στὶς χαρές μας, μιλάει στὴ συνείδησή μας, ἀλ|λὰ φωνάζει στοὺς πόνους μας. Ὁ πόνος εἶναι τὸ μεγάφωνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀφυπνίζει ἕνα κόσμο κουφό»[5].

ΚΑΚΟ ὡς διαστροφὴ τοῦ καλοῦ: «τὰ πιὸ ἄσχημα πράγματα στὴν ἀνθρώπινη φύση εἶναι διαστροφὲς τῶν καλῶν ἢ ἀθώων πραγμάτων»[6].

ΘΕΟΣ ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς δωρίση κάτι, ἀλλὰ δὲν τὸ δεχόμαστε: «Ὅπως λέει κάπου ὁ Αὐγουστῖνος, ‘ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς δώσει κάτι, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ, ἐπειδὴ τὰ χέρια μας εἶναι γεμᾶτα καὶ δὲν ἔχει ποῦ νὰ τὸ τοποθετήσει’»[7].

ΘΕΟΣ δὲν πρέπει νὰ ἐπιλέγεται ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῆς κολάσεως: «Δὲν εἶναι δὰ φιλοφροσύνη πρὸς τὸ Θεὸ τὸ ὅτι Τὸν ἐπιλέγουμε σὰν ἐναλλακτικὴ ἀντὶ γιὰ τὴν Κόλαση»[8].

ΠΟΝΟΣ ἀπαιτεῖται γιὰ ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπαράδοσι στὸν Θεό: «ἡ ὁλοκληρωτικὴ πράξη τῆς αὐτοπαράδοσης στὸ Θεὸ ἀπαιτεῖ πόνο»[9].

ΘΕΛΗΣΙΣ δημιουργικὴ καὶ δική μας ὅταν ὑποτάσσεται στὸν Θεό: «Ἡ ἀνθρώπινη θέληση γίνεται ἀληθινὰ δημιουργικὴ καὶ ἀληθινὰ δική μας ὅταν ἀνήκει ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό»[10].

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ἀποστολή του ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ Χριστιανισμὸς μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ φοβερὴ ἀποστολὴ ἔχει ἤδη, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, ἐκπληρωθεῖ γιὰ μᾶς: τὸ χέρι τοῦ δάσκαλου κρατάει τὸ δικό μας, καθὼς προσπαθοῦμε νὰ γράψουμε τὰ δύσκολα γράμματα, καὶ τὸ κείμενό μας δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι πρωτότυπο, ἀλλὰ μόνο ἕνα ‘ἀντίγραφο’»[11].

ΚΟΛΑΣΙΣ προϊὸν τῆς ἀνταρσίας καὶ τῆς ἐμμονῆς τῶν ἀνθρώπων: «Πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ ὅτι οἱ κολασμένοι εἶναι, μὲ κάποια ἔννοια, ἐπιτυχημένοι ἀντάρτες μέχρι τέλους, καὶ ὅτι οἱ πύλες τῆς κόλασης εἶναι κλειδωμένες ἀπὸ μέσα»[12].

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Θεοῦ, ἀποσκοπεῖ σὲ κύριες καὶ πρακτικὲς ἀνάγκες καὶ ὄχι στὴν περιέργειά μας: «Ἡ κουρτίνα εἶναι σχισμένη σ’ ἕνα σημεῖο καὶ μόνο σ’ ἕνα σημεῖο, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὶς ἄμεσες πρακτικὲς ἀνάγκες μας καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν διανοητική μας περιέργεια»[13].

ΠΟΝΟΣ εὐκαιρία γιὰ ἡρωισμό: «Ὁ πόνος δίνει μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἡρωισμό, καὶ τὴν εὐκαιρία τὴν ἁρπάζουν μὲ ἐκπληκτικὴ συχνότητα»[14].

ΠΟΝΟΣ ὑπάρχει ἐπειδὴ εἴμαστε ἔργα τέχνης τοῦ Θεοῦ: «Εἴμαστε, πραγματικὰ καὶ ὄχι μεταφορικά, ἕνα θεϊκὸ ἔργο τέχνης. Κάτι ποὺ ὁ Θεὸς κάνει, καὶ ἑπομένως, κάτι ποὺ δὲν Τὸν ἱκανοποιεῖ, μέχρις ὅτου ἀποκτήσει ἕνα συγκεκριμένο χαρακτῆρα. Ἐδῶ ἐρχόμαστε ξανὰ ἀντιμέτωποι μ’ αὐτὸ ποὺ ἔχω ὀνομάσει ‘ἀβάσταχτη φιλοφρόνηση’. Ἕνας καλλιτέχνης, κάνοντας πρόχειρα ἕνα σχέδιο γιὰ νὰ διασκεδάσει ἕνα παιδί, δὲν κοπιάζει πολύ. Μπορεῖ εὔκολα νὰ ἱκανοποιηθεῖ καὶ νὰ τὸ παρατήσει, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι ὅπως ἀκριβῶς σκόπευε νὰ τὸ κάνει. Ὅμως, γιὰ ἕναν σπουδαῖο πίνακα τῆς ζωῆς του, ἕνα ἔργο ποὺ ἀγαπᾶ, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, τόσο ἔντονα ὅσο ἀγαπᾶ ἕνας ἄνδρας μιὰ γυναῖκα ἢ μιὰ μητέρα τὸ παιδί της, θὰ κοπίαζε ἀτελείωτα. Καὶ ἀναμφίβολα, θὰ ταλαιπώρησε τὸν πίνακα χωρὶς τελειωμό, ἂν αὐτὸς αἰσθανόταν ὅτι ἔτσι πρέπει. Μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ ἕναν ‘ζωντανό’ πίνακα, | ποὺ ἔχει ὑποστεῖ τρίψιμο, ξύσιμο, ποὺ εἶναι ξαναρχινισμένος γιὰ δέκατη φορά, πόσο θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἦταν ἕνα μικρό, βιαστικὸ σκίτσο, ποὺ θὰ γινόταν μέσα σ’ ἕνα λεπτό! Μὲ τὴν ἴδια λογική, εἶναι φυσικὸ νὰ θέλουμε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς εἶχε προορίσει γιὰ κάτι λιγότερο ἔνδοξο καὶ κοπιαστικό. Ἀλλὰ ἔτσι εἶναι σὰν νὰ θέλουμε λιγότερη ἀγάπη ἀπ’ Αὐτόν»[15].

ΠΟΝΟΣ ἐξ αἰτίας ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐμᾶς: «Ἴσως νὰ ἐπιθυμούσαμε πραγματικὰ νὰ μᾶς ὑπολόγιζε λιγότερο ὁ Θεός, καὶ νὰ μᾶς ἄφηνε μόνους νὰ ἀκολουθήσουμε τὶς φυσικές μας παρορμήσεις. Νὰ ἐγκατέλειπε τὴν προσπάθεια νὰ μᾶς ἐκπαιδεύει γιὰ κάτι τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ φύση μας. Ἀλλὰ ἔτσι, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ζητᾶμε ὄχι περισσότερη ἀλλὰ λιγότερη ἀγάπη»[16].

ΑΓΑΠΗ ἀπαιτεῖ τὴν τελειότητα τοῦ ἀγαπημένου: «ἡ Ἀγάπη, ἀπὸ τὴ φύση της, ἀπαιτεῖ τὴν τελειοποίηση τοῦ ἀγαπημένου»[17].

ΑΓΑΠΗ ἀπαιτεῖ τὰ πάντα: «Ἀπ’ ὅλες τὶς δυνάμεις ἡ Ἀγάπη συγχωρεῖ τὰ περισσότερα, ἀλλὰ καὶ παραβλέπει τὰ λιγότερα· εἶναι εὐχαριστημένη μὲ τὰ λίγα, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ τὰ πάντα»[18].

ΑΝΘΡΩΠΟΣ τὸ μεγαλεῖο του ὅταν ἀνταποκρίνεται στὸν Θεό: «Ἡ μεγαλύτερη πράξη μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀνταπόκριση, ὄχι ἡ πρωτοβουλία»[19].

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τοῦ ἀνθρώπου ἡ μεγαλύτερη ἀνταπόκρισίς μας στὸν Θεό: «ἡ ἐλευθερία μας εἶναι μόνο ἡ ἐλευθερία μιᾶς μεγαλύτερης ἢ μικρότερης ἀνταπόκρισης»[20].

ΘΕΛΗΜΑ ὅταν συγκρούεται μὲ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σημαίνει δυστυχία γιὰ ἐμᾶς: «Ὅταν ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἴμαστε κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς θέλει νὰ εἴμαστε, σημαίνει ὅτι θέλουμε αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲ θὰ μᾶς κάνει εὐτυχισμένους»[21].

ΘΕΟΣ μᾶς δίνει αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, ἐξ ἀγάπης: «Δηλαδή, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρόθεση νὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε, καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ τώρα νομίζουμε ὅτι θέλουμε. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἔχουμε σαστίσει ἀπὸ τὴν ‘ἀβάσταχτη’ φιλοφρόνηση, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη»[22].

ΑΜΑΡΤΙΑ κεντρικὸ ζήτημα τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ νὰ ξαναβρεῖ τὴν ‘παλιά’ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χριστὸς τὸ θεωρεῖ σὰν δεδομένο ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι κακοί»[23].

ΟΡΓΗ Θεοῦ σημαίνει τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τοὺς παρεκτρεπομένους: «Ὅταν λέμε ἁπλὰ ὅτι εἴμαστε κακοί, ἡ ‘ὀργή’ τοῦ Θεοῦ φαίνεται σὰν ἕνα βάρβαρο δόγμα. Μόλις ὅμως συναισθανθοῦμε βαθιὰ τὴν κακότητά μας, τότε ἀναπόφευκτα φαίνεται σὰν μιὰ φυσικὴ ἀπόρροια τῆς Θεϊκῆς ἀγαθότητας»[24].

ΑΜΑΡΤΙΑ δὲν ἐξαλείφεται ἀπὸ τὸν χρόνο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετάνοια: «Τρέφουμε μιὰ παράξενη αὐταπάτη ὅτι ἁπλὰ ὁ χρόνος διαγράφει τὴν ἁμαρτία. Ἔχω ἀκούσει ἄλλους, καὶ τὸν ἑαυτό μου, νὰ διηγοῦνται σκληρότητες καὶ ἀπάτες ποὺ διέπραξαν στὴν παιδική τους ἡλικία, σὰν νὰ μὴν τοὺς ἀφοροῦσαν, καὶ ἀκόμη νὰ τὰ ἐξιστοροῦν μὲ γέλια. Ὅμως, ὁ χρόνος δὲν κάνει τίποτα στὸ γεγονὸς ἢ στὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐνοχὴ δὲν ξεπλένεται μὲ τὸ χρόνο, ἀλλὰ μὲ τὴν μετάνοια καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ»[25].

ΛΥΠΗ καλὴ ἡ ἐν μετανοίᾳ: «Ἡ γνώμη μου εἶναι, ἂν ἔχει κάποια ἀξία, ὅτι ὅλη ἡ λύπη ἡ ὁποία δὲν προέρχεται ἀπὸ μετάνοια γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἁμαρτία καὶ δὲν σπεύδει νὰ ἐπιτύχει μιὰ συγκεκριμένη διόρθωση ἢ ἀποκατάσταση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ οἶκτο καὶ οὔτε σπεύδει σὲ δραστικὴ βοήθεια, εἶναι ἁπλὰ κακή»[26].

ΘΕΟΣ ἡ προσφορὰ τοῦ χρόνου μας πρὸς Αὐτὸν δύσκολος: «Προσπαθοῦμε ὅταν ξυπνᾶμε νὰ προσφέρουμε τὴν καινούργια μέρα στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Πρὶν νὰ τελειώσουμε τὸ ξύρισμα γίνεται δική μας μέρα, καὶ τὸ μερίδιο τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὴ θεωρεῖται σὰν ἕνας φόρος ὑποτέλειας ποὺ πρέπει νὰ πληρώσουμε ἀπὸ τὴ ‘δική’ μας τσέπη, μιὰ κράτηση ἀπὸ τὸ χρόνο ποὺ θά ‘πρεπε, ἔτσι νοιώθουμε, νὰ ἦταν ‘δικός’ μας»[27].

ΑΜΑΡΤΙΑ ἡ πρώτη ἀποτρόπαια καὶ καταστροφική: «Ἡ δυσκολία λοιπὸν σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη ἁμαρτία ἔγκειται στὸ ὅτι ἦταν πολὺ ἀποτρόπαια, γιατὶ ἀλλιῶς οἱ συνέπειές της δὲν θὰ ἦταν τόσο φοβερές»[28].

ΔΕΟΣ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· δὲν ἐξαφανίζεται μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸν πολιτισμό: «τὸ δέος γιὰ τὸ Θεῖο εἶναι τόσο παλιὸ ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπότητα. Τὸ κύριο ὅμως μέλημά μας δὲν εἶναι ἡ χρονική του τοποθέτηση. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, εἴτε μὲ τὸν ἕνα τρόπο εἴτε μὲ τὸν ἄλλο, αὐτὸ ὑπάρχει, εἶναι διαδεδομένο, καὶ δὲν ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ νοῦ, μὲ τὴν αὔξηση τῆς γνώσης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ»[29].

ΦΟΒΟΣ γιὰ τοὺς νεκρούς, ὡς ὑπαρξιακὸ δέος: «τὸ φόβο γιὰ τοὺς νεκρούς, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξηγοῦν, γιατὶ οἱ νεκροί (ἀσφαλῶς τὸ πιὸ ἀκίνδυνο εἶδος ἀνθρώπων) προκαλοῦν αὐτὸ τὸ παράξενο αἴσθημα»[30].

ΗΘΙΚΗ ἡ παραβίασίς της ὁδηγεῖ στὴν ἐνοχή: «Οἱ ἠθικὲς ποὺ εἶναι ἀποδεκτὲς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ διαφέρουν, ἂν καὶ ὄχι τόσο βαθιὰ οὔτε τόσο πλατιὰ ὅπως συχνὰ ἰσχυρίζονται μερικοί. Ὅλοι ὅμως συμφωνοῦν στὸ νὰ ὑποδείχνουν μιὰ συμπεριφορὰ ποὺ οἱ ὀπαδοί τους ἀποτυχαίνουν νὰ ἐφαρμόσουν. Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται καταδικασμένοι, ὄχι ἀπὸ ξένους ἠθικοὺς κώδικες, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς»[31].

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ὡς γεγονὸς καὶ ὄχι ὡς ἰδέα: «Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τὸ συμπέρασμα μιᾶς φιλοσοφικῆς συζήτησης ἢ προβλη|ματισμοῦ γύρω ἀπὸ τὴν προέλευση τοῦ σύμπαντος. Εἶναι ἕνα ‘καταστροφικό ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἀκολούθησε τὴ μακρόχρονη πνευματικὴ προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας τὴν ὁποία ἔχω περιγράψει»[32].

ΘΕΪΣΜΟΣ ἔχει ἐμπνεύσει τὸ ἥμισυ τῶν ποιητῶν καὶ προφητῶν τῆς ἀνθρωπότητος: «Σε κάθε στάδιο τῆς θρησκευτικῆς ἐξέλιξης ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπαναστατήσει. Ἂν ὄχι δίχως βία στὴ φύση του, ὡστόσο δίχως παραλογισμό. Μπορεῖ νὰ κλείσει τὰ πνευματικά του μάτια ἐνάντια στὸ Θεῖο (Numinus), ἂν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἀποχωριστεῖ τοὺς μισοὺς ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποιητὲς καὶ προφῆτες τοῦ γένους του, τὰ παιδικά του χρόνια, τὸν πλοῦτο καὶ τὸ βάθος τῆς χωρὶς ἀναστολὲς ἐμπειρίας»[33].

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ἀπαιτεῖ τὴν παρουσία κάποιου ἑτέρου: «Ἔτσι ἡ ἐλευθερία, σὰν τὴν αὐτοσυνειδησία, (ἂν δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα), ἀπαιτεῖ ὁπωσδήποτε τὴν παρουσία κάποιου ἄλλου, ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ της»[34].

ΥΛΗ μᾶς χωρίζει, ἀλλὰ διὰ μέσου αὐτῆς κοινωνοῦμε: «Ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ σοῦ μιλῶ, ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ παράγουμε ἠχητικὰ κύματα στὸν κοινὸ ἀέρα ποὺ εἶναι ἀνάμεσά μας. Ἡ ὕλη, ποὺ ἀπομακρύνει τὶς ψυχές, αὐτὴ τὶς φέρνει καὶ κοντά. Δίνει τὴ δυνατότητα στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ ἔχει ἕνα ‘ἐξωτερικό’ σημεῖο ἀναφορᾶς ὅπως ἐπίσης καὶ ἕνα ‘ἐσωτερικό’»[35].

ΠΟΝΟΣ σύμφυτος μὲ τὴν ἀνθρωπίνη ζωή: «Προσπάθησε ν’ ἀποκλείσεις τὴν πιθανότητα τοῦ πόνου, ποὺ ἡ τάξη τῆς φύσης καὶ ἡ ἐλεύθερη βούληση συνεπάγονται, καὶ τότε θὰ βρεῖς ὅτι ἔχεις ἀποκλείσει τὴν ἴδια τὴ ζωή»[36].

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τοῦ Θεοῦ ἀπόλυτος: «Ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πράξεις Του δὲν προέρχονται ἀπὸ καμία ἄλλη αἰτία ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἴδιο, καὶ κανένα ἐξωτερικὸ κώλυμα δὲν τὶς ἐμποδίζει»[37].

ΕΞΑΧΡΕΙΩΣΙΣ τοῦ κατ’ εἰκόνα, ὁδηγεῖ στὸν δαιμονισμό: «Τὸ δόγμα τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐξαχρείωσης, μὲ τὴ λογική του συνέπεια ὅτι, ἀφοῦ εἴμαστε τελείως διεφθαρμένοι, καὶ ἡ ἰδέα μας γιὰ τὸ ἀγαθὸ ἁπλὰ δὲν ἀξίζει τίποτα, μπορεῖ νὰ μετατρέψει τὸ Χριστιανισμὸ σὲ ἕνα εἶδος σατανολατρίας»[38].

 



[1] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 45.

[2] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 98.

[3] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 101.

[4] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 103.

[5] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 107-108.

[6] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 109.

[7] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 111.

[8] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 112.

[9] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 114.

[10] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 117.

[11] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 119.

[12] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 148.

[13] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 160.

[14] R. Havard, παρά: C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 181.

[15] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 47-48.

[16] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 49.

[17] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 51.

[18] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 52.

[19] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 57.

[20] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 58.

[21] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 59.

[22] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 60.

[23] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 66.

[24] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 67.

[25] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 70.

[26] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 77.

[27] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 86.

[28] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 92.

[29] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 20.

[30] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 21.

[31] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 23.

[32] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 25-26.

[33] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 26.

[34] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 33.

[35] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 34.

[36] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 38.

[37] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 39.

[38] C.S.Lewis, Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου (Πρέβεζα: Ἰωνᾶς, 2019), σ. 42.