ΑΓΙΟΙ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ βλέπουν τὴν κτίσιν, ἀλλὰ τὸν Κτίσαντα: «Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον, / ἄφετέ με μετὰ Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου, / ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον / ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με! / Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου, / οὐδὲ αὐτὸν τὸν ἥλιον, οὐδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ· / βλέπω γὰρ τὸν Δεσπότην μου, βλέπω τὸν Βασιλέα, / βλέπω τὸ ὄντως ὄντα φῶς καὶ παντὸς φωτὸς Κτίστην, / βλέπω πηγὴν παντὸς καλοῦ, / βλέπω αἰτία πάντων/ βλέπω ἀρχὴν τὴν ἄναρχον, / ἐξ ἧς παρήχθη πάντα, / δι’ ἧς ζωοῦνται καὶ τροφῆς ἅπαντα ἐμπιπλῶνται»[1].
ΑΓΙΟΙ ζοῦν μὲ ὀλιγάρκεια: «Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν τρόπο ζωῆς τους καὶ μὲ τὴ διδασκαλία τους θέτουν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴ διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου μόνο τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα, καταδικάζοντας ἔτσι ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ περιττὸ καὶ τὴν πολυτέλεια, τὴν τρυφηλὴ ζωὴ καὶ τὴ χλιδή, καὶ προβάλλουν χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ποὺ εἶναι χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ζωῆς»[2].
ΑΓΙΟΙ καθαγιάζουν τὸν τόπο διαμονῆς τους: «Οἱ ἅγιοι μεταδίδουν τὴν ἁγιότητά τους καὶ καθαγιάζουν κάθε τὶ ποὺ παρατηροῦν ἢ προσεγγίζουν. Ἀσκοῦνται προσευχόμενοι καὶ γενικότερα καθαγιάζουν τὸν τόπο ποὺ διαμένουν»[3].
ΑΓΙΟΙ καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως: «καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν, καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τὴν καρδίαν, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐ δύναται βαστάξαι, ἢ ἀκοῦσαι, ἢ ἰδεῖν βλάβην τινά, ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτὸν ἐν πάςῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καὶ ἱλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ»[4].
ΑΓΙΟΙ σέβονται ἀκόμη καὶ τὰ κουνούπια καὶ τὰ πλέον μικρὰ τῆς Δημιουργίας: «Ὁ σεβασμὸς τοῦ ἁγίου δὲν ὑπάρχει μόνο γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ἐντυπωσιακὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἀπίθανα γιὰ τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, τὴ μύγα, τὸ κουνούπι, τὸ κλαδί, τὸ φύλλο. Ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρείας φτάνει στὸ σημεῖο νὰ αὐτοτιμωρεῖται μέσα στὸ ἕλος γιὰ μιςὸ χρόνο περίπου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὰ ἐκεῖ κουνούπια, γιατὶ φόνευσε κάποιο χωρὶς αἰτία»[5].
ΑΓΙΟΙ συνέχουν καὶ συντηροῦν ἐν Χριστῷ τὴν κτίσι: «οἱ ἅγιοι γίνονται ἐν Χριστῷ διάκονοι τῆς συνοχῆς καὶ τῆς συντηρήσεως τῆς κτίσεως»[6].
ΑΓΙΟΣ πῶς χρησιμοποιεῖ τὴν κτίσι: «Τὴ φθαρτὴ ὕλη τὴ μεταποιεῖ σὲ ὕλη εὐχαριστιακῆς δοξολογίας τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σὲ μέσα οὐσιαστικοῦ, ἀγαπητικοῦ καὶ ἄρρηκτου δεσμοῦ μὲ τὸ συνάνθρωπο»[7].
ΑΓΙΟΤΗΣ ἀνθρώπων, ἕνεκα ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ: «Ἡ ἁγιότητα τῶν Χριστιανῶν δὲν ἀνάγεται σ’ αὐτούς, ἀλλὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ»[8].
ΑΣΚΗΣΙΣ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐπιγείου παραδείσου ὑπῆρχε: «Εἶναι καταφανὲς ὅτι στὸν Παράδεισο ἡ ζωὴ εἶναι ἀσκητική, γιατὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀλιγοδεΐα, τὴν ὀλιγάρκεια καὶ τὴν αὐτάρκεια»[9].
ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ὄχλου: «Ἁρμόζει τῷ ἐγκρατεῖ καὶ τοὺς ὄχλους φεύγειν, ἵνα τὸν νοῦν ἀπερίσπαστον ἔχῃ, καὶ τὴν καρδίαν ἀτάραχον· πολλὴ γὰρ ἐν τοῖς ὄχλοις ἡ ταραχή»[10].
ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ μὲ μέτρο: «Ἐγκρατείας δὲ ὁ κάλλιστος ὅρος καὶ κανὼν οὗτος ἔστω, τὸ μήτε πρὸς τρυφήν, μήτε πρὸς κακοπάθειαν τῆς σαρκὸς βλέπειν, ἀλλὰ φεύγειν ἑκατέρῳ τὴν ἀμετρίαν, ἵνα μήτε πολυσαρκοῦσα ταράσσηται, μήτε νοσώδης γενομένη, ἀδυνατῇ πρὸς τὴν τῶν ἐντολῶν ἐργασίαν»[11].
ΕΡΗΜΟΣ ἀπαιτεῖ ἄσκησι γιατὶ ἀποτελεῖ τὸν τόπο τῶν δαιμόνων: «Εἰδικὰ στοὺς ἐρημικοὺς τόπους ἀπαιτεῖται μεγαλύτερη ἄσκηση, γιατὶ ἀποτελεῖ τὸν τόπο τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων»[12].
ΗΡΕΜΙΑ μὲ ἀποταγὴ μεριμνῶν καὶ πλησίασμα στὴν Φύσι: «Ἡ ψυχὴ τότε μόνο ἠρεμεῖ, ὅταν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τοὺς θορύβους καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες. Μὲ τὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὴ φύση»[13].
ΘΗΡΙΑ δὲν τὰ φοβᾶται ὁ φοβούμενος τὸν Θεό: «Ὁ τὸν Θεὸν φοβούμενος οὐ πτοεῖται θηρία· ὡς θείαν γὰρ Θεοῦ εἰκόνα, ταῦτα ὑποσαίνει αὐτὸν καὶ ὑποπτήσσει … Τοῖς θηρίοις τὴν τοῦ Θεοῦ εἰκόνα, ἤγουν τὸν ἄνθρωπον μὴ φοβεῖσθαι καὶ τρέμειν ἐπιτέτραπται δημιουργηθεῖσιν, ἀλλ’ ἐπεὶ τὴν ἐντολὴν οὐκ ἐφυλάξαμεν καὶ νῦν δὲ τῶν τοιούτων καθ’ ἑκάστην ταῖς παραβάσεσιν ἁλισκόμεθα, τρέμομεν ἡμεῖς τὸ ἀνάπαλιν τὰ θηρία»[14].
ΚΤΙΣΙΣ δὲν διαθέτει ἐλευθερία καὶ θὰ σωθῆ διὰ τοῦ ἀνθρώπου: «ἡ κτίση στερεῖται τὴν ἐλευθερία καὶ περιμένει νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο»[15].
ΚΤΙΣΙΣ ἐδημιουργήθη γιὰ τὸν ἄνθρωπο: «Ἡ ἄλογη κτίση παραμένει στὴν ὕπαρξη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ συνάπτει ἀληθινὴ σχέση μὲ τὸ φυσικὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ ὑπάρχει αἰώνια ὡς μία ἑνότητα καὶ σὲ μία προσωρινὴ κοινωνία καὶ σχέση μ’ αὐτὸν διὰ τοῦ ἀνθρώπου»[16].
ΚΤΙΣΙΣ ἐκτίσθη γιὰ τὸν ἄνθρωπο: «ἀλλ’ ὁ κόσμος διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ἥλιος μὲν γὰρ λαμπροτάταις αὐγαῖς ἀποστίλβων, ἀλλὰ διὰ τῷ ἀνθρώπῳ φαίνειν ἐγένετο· καὶ πάντα δὲ τὰ ζῶα, διὰ τὸ δουλεύειν ἡμῖν κατέστη· βοτάναι καὶ δένδρα διὰ τὴν ἡμετέραν ἀπόλαυσιν ἐκτίσθη»[17].
ΚΤΙΣΙΣ καὶ ἄνθρωπος προστατεύονται ἀπὸ δαίμονες καὶ κακοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ κυβερνῶντος Θεοῦ: «Οὔτε γὰρ οἱ δαίμονες, οὔτε τὰ θηρία τὰ φθαρτικά, οὔτε οἱ ἐν κακίᾳ ἄνθρωποι δύνανται πληρῶσαι τὸ θέλημα αὐτῶν εἰς φθορὰν καὶ ἀπώλειαν, εἰ μὴ τὸ τοῦ κυβερνῶντος ἐπιτρέψειε βούλημα, καὶ δοίη τόπον ποσότητος. Οὐ γὰρ τὴν ἐλευθερίαν ἐπιτρέπει ἐλθεῖν εἰς ἐνέργειαν ἅπασαν. Εἰ γὰρ τοῦτο ἦν, οὐκ εἶχε ζῆσαι πᾶσα σάρξ. Οὐκ ἐᾷ γὰρ ὁ Κύριος τὴν κτίσιν αὐτοῦ, ἵνα πλησιάςῃ αὐτῇ ἡ τῶν δαιμόνων ἐξουσία καὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐνεργήςῃ ἐν αὐτῇ τὸ θέλημα αὐτῶν. Διὰ τοῦτο λέγε ἀεὶ τῇ ψυχῇ σου, ἔχω φύλακα φυλάσσοντά με, καὶ οὐ δύναταί τι τῶν κτισμάτων φανῆναι ἐνώπιόν μου, μόνον εἰ μὴ ἄνωθεν γένηται κέλευσμα … Ἡ πίστις γάρ φησι τοῦ δικαίου, ἡ πρὸς τὸν Θεόν, ἐξημεροῖ τὰ θηρία τὰ ἄγρια, ὡς τὰ πρόβατα»[18].
ΚΤΙΣΙΣ ὁ ἄνθρωπος ὡς βασιλεὺς καὶ ἱερεὺς τῆς κτίσεως: «Ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ φύση στὸ Θεό, ὅσο δηλαδὴ θὰ ἐπιλέγει τὸ ρόλο τοῦ ἱερέως τῆς κτίσεως κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, τόσο θὰ ὁδηγεῖται μαζὶ μὲ τὴ φύση πρὸς τὴν καθ’ αὑτοῦ ὕπαρξη. Ἡ σωστὴ ἀξιοποίηση τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐτεξουσίου του τὸν καθιστᾶ σωτήρα τῆς φύσεως. Ἂν ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς φύσεως ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιτύχει τὸ ἔργο τοῦ βασιλέα τῆς κτίσεως ποὺ ἀνέλαβε κατὰ τὴ δημιουργία. Εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ ἄσκησαν ἐπιτυχῶς οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἅγιοι καὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ κυρίως ὁ Μονογενὴς Υἱός του»[19].
ΚΤΙΣΙΣ ὁδηγεῖται στὴν σωτηρία διὰ τοῦ ἀνθρώπου: «Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄχι μόνο ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀλλὰ κυρίως ὁ ἱερέας καὶ ὁ κύριός του, γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμπαρασύρει ὁλόκληρη τὴν κτίση στὴ σωτηρία»[20].
ΛΟΓΙΣΜΟΙ πονηροὶ ἐκβάλλονται μὲ νηστεία καὶ προσευχή: «Ὥσπερ τὰ ἰοβόλα θηρία τὰ δριμύτερα τῶν φαρμάκων ἀπελαύνει, οὕτω καὶ λογισμὸν πονηρὸν εὐχὴ μετὰ νηστείας ἀπελαύνει»[21].
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ κρίσις, ἀπαιτεῖται μετάνοια: «Ἐπειδὴ αἰτία τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως εἶναι ἡ ἁμαρτία, τὸ ἀντίδοτό της εἶναι ἡ μετάνοια»[22].
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ κρίσις, κατὰ βάσιν πνευματική: «Ἡ οἰκολογικὴ κρίση ἔχει τὶς πολιτικές, οἰκονομικές, κοινωνικὲς προεκτάσεις της ἀλλὰ κατὰ βάση εἶναι πνευματική»[23].
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ἡ σχέσις μὲ αὐτὸ θεολογικὸ - πνευματικὸ ζήτημα: «Ἡ σχέση φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ ἀνθρώπου εἶναι κατὰ βάση θεολογικὸ ζήτημα καὶ ὡς ἐκ τούτου καθορίζεται ἄμεσα ἀπὸ τὴν Κοσμολογία καὶ Ἀνθρωπολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας»[24].
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ στᾶσις τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτοῦ: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μὲ σεβασμὸ καὶ εἰλικρίνεια τὴ φύση. Ἀπέναντι στὴν οἰκολογικὴ πρόκληση παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο ὡς ‘ἱερέα’ καὶ ‘οἰκονόμο’ ποὺ προσφέρει τὸν κόσμο στὸν Θεό, μεταμορφωμένο, ἀνακαινισμένο καὶ καθαγιασμένο, καὶ αὐτὸ τὸ δείχνει μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων»[25].
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ σχέσις μας μὲ αὐτὸ κατὰ τὴν Ἐκκλησία: «’Ἐργάζεσθαι καὶ φυλάττειν’ (Γεν. 2: 15). Αὐτὸ δηλώνει χρήση καὶ ἐκμετάλλευση τῆς κτίσεως, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ προστασία της. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ἄλλα λόγια πλάστηκε νὰ κυριαρχεῖ καὶ νὰ προστατεύει τὴν κτίση, νὰ ἀγαπᾶ τὴ δημιουργία καὶ νὰ συμβιώνει ἁρμονικὰ μαζί της καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπο»[26].
ΠΛΟΥΣΙΟΙ μποροῦν νὰ ἐλεήσουν πολλούς: «Πόσους δύναται εἷς σου δακτύλιος χρεῶν ἀπολῦσαι; Πόσους οἴκους καταπίπτοντας ἀνορθῶσαι; Μία σου κιβωτὸς ἱματίων δύναται δῆμον ὅλον ῥιγῶντα περιβαλεῖν»[27].
ΠΤΩΣΙΣ προπατόρων ἐκ φαντασίας ἰσοθεΐας: «Καὶ Ἀδὰμ ποτὲ τὸν προπάτορα ἰσοθεΐαν φαντασθῆναι, ἐξήνεγκεν παραδείσου, καὶ μέχρις ᾅδου πυθμένα κατήγαγε»[28].
ΥΠΑΚΟΗ ὡς ζωή: «Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι, οἱ ἀσκητές, ἔχοντας κατὰ νοῦν τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων, δίνουν μεγάλη σημασία καὶ προσοχὴ στὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς, γιατὶ γνωρίζουν ὅτι κάθε λόγος προερχόμενος ἀπ’ τὸ Θεὸ δὲν πρέπει νὰ παραβιάζεται, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ τηρεῖται μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, γιατὶ ἀλλιῶς θἄχει τὶς συνέπειες τῆς τιμωρίας. Γνωρίζουν ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ παρακοὴ θάνατος»[29].
ΦΥΣΙΣ ἐκδικεῖται τὸν παρὰ φύσιν ἐνεργοῦντα ἄνθρωπο: «Ὁ ἄνθρωπος λόγω τῶν παθῶν, τῆς ἀνασφάλειας, τοῦ ἄγχους καὶ τῆς ἀκηδίας, φτάνει σὲ παθολογικές, ψυχολογικὲς καὶ πνευματικὲς προβληματικὲς καταστάσεις. Ἐκβιάζει τὴ φύση καὶ κατόπιν ἡ φύση τὸν ἐκδικεῖται καὶ τὸν τιμωρεῖ»[30].
[1] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι, 28 (SC 174, 294- 296), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 169.
[2] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 252.
[3] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 165.
[4] Ἰσαὰκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος ΠΑ’, παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 196, ὑπσμ. 188.
[5] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 184, μὲ παραπομπὴ Παλλαδίου, Λαυσαϊκόν (PG 34, 1043- 1063).
[6] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 60.
[7] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 53.
[8] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 198.
[9] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 103.
[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα (PG 96, 181), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 113.
[11] Μ. Βασιλείου, Λόγος Ἀσκητικός, 3 (PG 31, 876), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 114.
[12] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 148.
[13] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 141.
[14] Βίος ἁγίου Ἰωαννικίου, σ. 367, παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 57.
[15] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 231.
[16] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 49.
[17] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΒ’ (PG 33, 732), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 36.
[18] Ἰσαὰκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος Γ’, παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 137.
[19] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 48.
[20] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 59.
[21] Ἀποφθέγματα Γερόντων, ΕΠΕ 1, 716, παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 119.
[22] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 264.
[23] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 18.
[24] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 25.
[25] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 19.
[26] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 29.
[27] Μ. Βασιλείου, Πρὸς πλουτοῦντας, 4 (PG 31, 292), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 110.
[28] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, Περὶ κλεπτῶν, Α’, τίτλος Ε’ (PG 96, 81), παρά: Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 77.
[29] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 73.
[30] Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (Τρίκαλα 2019), σ. 232.