Ἡ Κοίμησις καὶ Μετάστασις τῆς Θεοτόκου
κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
περιοδικὸ ΖΩΗ (2024), σ. 74
Ἀνάμεσα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (14ος αἰ.) συγκαταλέγεται καὶ μία σημαντικὴ ὁμιλία γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου[1]. Στὴν ὁμιλία αὐτὴ ὁ ἱερὸς Πατὴρ συνοψίζει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία γιὰ τὴν Κοίμηση καὶ Μετάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως ἐπὶ αἰῶνες τὴν ἑορτάζουμε στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ στέρεους συλλογισμοὺς καὶ θεμέλια τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκει τὴν πραγματικὴ κοίμηση (θάνατο) καὶ τὴν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ἀνάσταση τῆς Παναγίας καὶ τὴν ἐνσώματη μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ καθήσει δεξιὰ στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της. Ἀντιγράφουμε ὡρισμένα ἀποσπάσματα αὐτῆς τῆς θαυμάσιας ὁμιλίας μὲ μετάφρασή τους στὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα.
Ἡ Κοίμησή της εἶναι, κατ’ ἀρχάς, χαρμόσυνη καὶ ζωηφόρος ἑορτή: «Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ θάνατός της εἶναι ζωηφόρος, ἐπειδὴ μεταβιβάζει σὲ οὐράνιο καὶ ἀθάνατο ζωή· καὶ ἡ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ θανάτου εἶναι χαρμόσυνη ἑορτὴ καὶ παγκόσμια πανήγυρη». («Διὰ ταῦτα τοίνυν καὶ ὁ θάνατος αὐτῆς ζωηφόρος, εἰς οὐράνιον καὶ ἀθάνατον μεταβιβάζων ζωήν· καὶ ἡ τούτου μνήμη χαρμόσυνος ἑορτὴ καὶ παγκόσμιός ἐστι πανήγυρις»).
Τὸ σῶμα τῆς Παναγίας, ἐπειδὴ ἐγέννησε τὸν Χριστό, συνδοξάζεται ὅπως τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μιμεῖται τρόπον τινὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ θανάτου, τῆς ταφῆς, τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀναλήψεως Αὐτοῦ: «Γι’ αὐτὸ εὐλόγως τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο ἐγέννησε, συνδοξάζεται μὲ τὸ γέννημα, δηλαδὴ τὸν Υἱό της, τὸν Χριστό, μὲ θεοπρεπῆ δόξα καὶ κατὰ τὸ προφητικὸ ψαλμὸ μαζὶ μὲ τὸν προηγουμένως τριήμερο ἀναστάντα Χριστὸ συνανίσταται (ἀργότερα) καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός του, δηλαδὴ ἡ Παναγία». («Διὰ τοῦτο τὸ γεννῆσαν εἰκότως σῶμα συνδοξάζεται τῷ γεννήσαντι δόξῃ θεοπρεπεῖ καὶ συνανίσταται, κατὰ τὸ προφητικὸν ᾆσμα, τῷ πρότερον ἀναστάντι τριημέρῳ Χριστῷ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος αὑτοῦ»).
Ἡ Παναγία, μετὰ τὴν Κοίμησή της, ἀναλαμβάνεται στὸν οὐρανό, ὅπως καὶ ὁ Υἱός της ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Δὲν ἐχρειάσθη ὅμως νὰ μείνη καὶ αὐτὴ ἐπίσης γιὰ ὀλίγο ἐπάνω στὴν γῆ, ὅπως ὁ Υἱός της καὶ Θεός· γι’ αὐτὸ ἀναλήφθηκε ἀμέσως πρὸς τὸν ὑπερουράνιο χῶρο ἀπὸ τὸν τάφο, ἀπὸ ὅπου πάλι ἀστράπτει τὶς μαρμαρυγὲς καὶ τὶς χάριτες μέχρι τῆς γῆς λαμπρότατες καὶ θειότατες, φωτίζοντας ἀπὸ ἐκεῖ ὅλο τὸν περίγειο χῶρο καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστοὺς προσκυνούμενη, θαυμαζόμενη καὶ ὑμνούμενη». («Οὐκ ἦν δὲ χρεία καὶ ταύτην ἔτι πρὸς ὀλίγον, καθάπερ ὁ ταύτης Υἱὸς καὶ Θεός, ἐνδιατρίψαι τῇ γῇ· διὰ τοῦτο πρὸς τὸν ὑπερουράνιον εὐθὺς ἀνελήφθη χῶρον ἀπὸ τοῦ τάφου, παρ’ οὗ πάλιν μέχρι γῆς φανοτάτας τε καὶ θειοτάτας ἀπαστράπτει τὰς μαρμαρυγὰς καὶ τὰς χάριτας, πᾶσαν τὴν περίγειον λῆξιν ἐκεῖθεν διαφωτίζουσα καὶ παρὰ τῶν πιστῶν πάντων προσκυνουμένη καὶ θαυμαζομένη καὶ ὑμνουμένη»).
Μάλιστα ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν Κοίμησή της παρελήφθη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱό της, ὅπως ἀπεικονίζεται καὶ στὶς εἰκόνες νὰ παραλαμβάνει τὴν ψυχή της μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς βρέφους: «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Σαβαὼθ, δηλαδὴ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, καὶ Υἱὸς αὐτῆς, τῆς ἀειπαρθένου, εἶναι ἀοράτως παρὼν καὶ ἀποδίδει στὴν μητέρα του τὴν ἐξόδιο τιμή. Σὲ Αὐτοῦ τὰ χέρια ἐναπέθεσε τὸ θεοφόρο πνεῦμα της, διὰ τοῦ ὁποίου ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγο μεταθέτει καὶ τὸ σύμφυτο πρὸς ἐκεῖνο σῶμα σὲ χῶρο οὐράνιο καὶ πάντοτε ἐν ζωῇ». («Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ καὶ υἱοῦ τῆς ἀειπαρθένου ταύτης ἀοράτως παρόντος καὶ τὴν ἐξόδιον ἀποδιδόντος τῇ Μητρὶ τιμήν, οὗ ταῖς χερσὶ καὶ τὸ θεοφόρον ἐναπέθετο πνεῦμα, δι’ οὗ μετ’ οὐ πολὺ καὶ τὸ σύζυγον ἐκείνῳ σῶμα εἰς ἀείζωον καὶ οὐράνιον μετατίθεται χῶρον»).
Ἔπειτα ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιατὶ ἡ Θεοτόκος ἀνέστη μετὰ τὴν Κοίμησή της: «Γιατὶ δὲν μποροῦσε ἡ γῆ καὶ ὁ τάφος καὶ ὁ θάνατος νὰ κρατοῦν τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐδέχθη μέσα του τὸν Θεό, καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ πλέον ἀγαπητὸ οἴκημα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τῶν οὐρανῶν». («Οὐ γὰρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καὶ τάφος καὶ θάνατος ζωαρχικὸν σῶμα καὶ θεοδόχον, καὶ οὐρανοῦ καὶ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν φίλτερον ἐνδιαίτημα»).
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Παναγία μόνη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπαθανατίσθηκε μετὰ θάνατο: «Ἔχει καὶ τοῦτο τώρα παραπάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ὅτι ἀπαθανατίσθηκε μετὰ θάνατο καὶ μόνη αὐτὴ ὑπάρχει μὲ τὸ σῶμα της στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑπερχύνει πλουσιώτατη χάρη σὲ ὅσους τὴν τιμοῦν». («Ἔχει καὶ τοῦτο νῦν ὑπὲρ πάντας, τὸ μετὰ θάνατον ἀπαθανατισθῆναι, καὶ μόνη μετὰ σώματος κατ’ οὐρανὸν σὺν τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ διαιτᾶσθαι, κἀντεῦθεν ἐκεῖθεν ὑπερεκχεῖν καὶ πρὸς τοὺς αὐτὴν τιμῶντας δαψιλεστάτην τὴν χάριν»).
Ἐπὶ πλέον ὁ ἅγιος Πατὴρ τονίζει ὅτι ἡ Παναγία ἐκάθησε μετὰ τὴν Κοίμηση καὶ Μετάστασή της δεξιὰ τοῦ Υἱοῦ της: «Εἶναι ὄχι μόνον πλησίον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά, εὐλόγως· διότι ὅπου ἐκάθησε ὁ Χριστὸν στὸν οὐρανό, δηλαδὴ στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Πατρός, ἐκεῖ στέκεται καὶ αὐτὴ τώρα ποὺ ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν γῆ στοὺς οὐρανούς. Ὄχι μόνο διότι ποθεῖ καὶ ἀντιποθεῖται περισσότερο ἀπὸ ὅλους καὶ λόγῳ τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ (μητρὸς καὶ Υἱοῦ), ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἀληθινὰ ὁ θρόνος Του· καὶ ὅπου κάθεται ὁ βασιλεὺς, ἐκεῖ στέκεται καὶ ὁ θρόνος του». («Οὐ πλησίον δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐκ δεξιῶν εἰκότως· ὅπου γὰρ ὁ Χριστὸς ἐν οὐρανοῖς ἐκάθισεν, ἐν δεξιᾷ δηλονότι τῆς μεγαλωσύνης, ἐκεῖ καὶ αὕτη νῦν ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβᾶσα ἔστηκεν· οὐ μόνον ὅτι ποθεῖ καὶ ἀντιποθεῖται πάντων μάλιστα, καὶ αὐτοῖς τοῖς φυσικοῖς θεσμοῖς, ἀλλ’ ὅτι καὶ θρόνος ἐστὶν ὡς ἀληθῶς αὐτοῦ· ὅπου δὲ κάθηται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ ὁ θρόνος ἵσταται»).