Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014


Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
Ἡ ἀγωγὴ τῶν τέκνων κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο 
Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ 67 (2014) 9-16

 1. Εἰσαγωγὴ

α. Ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ καθιερωμένη ἑορτὴ τῆς  ἑλληνικῆς παιδείας. Σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἵδρυσι τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους συνεδέθη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑορτὴ τῶν Τριῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων μὲ τὴν παρεχομένη ἀπὸ τὸ κράτος παιδεία, γιὰ νὰ τονισθῆ ὁ ἄρρηκτος σύνδεσμος χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων.

β. Ἐκ προοιμίου, ὅμως, πρέπει νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ παιδεία μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοιά της καὶ ἡ μόρφωσις καὶ ἀνατροφὴ τῶν τέκνων δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκχωρεῖται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ κράτος, ἀλλὰ παραμένει πρωταρχικὴ καὶ κυρία εὐθύνη τῆς οἰκογενείας.

2. Οἱ παιδαγωγικὲς ἀρχὲς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς 
α. Ὁ ἅγιος Πατὴρ συχνὰ στὶς ὁμιλίες του διακρίνει μεταξὺ τῆς τεκνογονίας, ἡ ὁποία εἶναι μία φυσικὴ κατάστασις καὶ τῆς τεκνοτροφίας, ἡ ὁποία ἔγκειται στὴν βούλησι καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἑρμηνεύων, ἐπὶ παραδείγματι, τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «εἰ ἐτεκνοτρόφησε» διδάσκει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἵνα μάθῃς, ὅτι οὐ τὸ τεκεῖν ποιεῖ μητέρα, οὐδὲ τούτῳ κεῖται μισθός, καὶ ἀλλαχοῦ μὲν χήρᾳ διαλεγόμενος ὁ Παῦλος οὕτως εἶπεν, Εἰ ἐτεκνοτρόφησε· καὶ οὐκ εἶπεν, εἰ ἐτεκνοποίησεν, ἀλλ’ Εἰ ἐτεκνοτρόφησε. Τὸ μὲν γὰρ τῆς φύσεως, τὸ δὲ τῆς προαιρέσεώς ἐστι»[1]. Κατὰ συνέπεια αὐτὸ τὸ ὁποῖο συνεπάγεται ἔπαινο καὶ βραβεῖα εἶναι ἡ τεκνοτροφία, ἡ ἀγωγὴ καὶ μόρφωσις τῶν παιδιῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς ἡ γέννησις τῶν παιδιῶν καὶ ἡ ἐγκατάλειψίς τους στὴν μοῖρα τους ἢ στὶς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ μὲν τεκνογονία εἶναι μία ἄκοπος κατάστασις τῆς φύσεως, ἡ δὲ ἀνατροφὴ τῶν τέκνων εἶναι μία κοπιαστικὴ καὶ χρονοβόρος διαδικασία, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὴν εὐθύνη καὶ τὴν συστηματικὴ ἐργασία ἐκ μέρους τῶν ἀνατρεφόντων γονέων, συγγενῶν καὶ διδασκάλων.

β. Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ὁμιλιῶν του ὁ ἱερὸς Πατὴρ συχνὰ κάνει παρεκβάσεις γιὰ νὰ διδάξη τοὺς ἀκροατές του θεμελιώδη ζητήματα γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν τέκνων τους καὶ τὴν κατὰ Χριστὸ μόρφωσι καὶ διαπαιδαγώγησι αὐτῶν. Ὑπάρχει, μάλιστα, καὶ εἰδικὴ πραγματεία ὑπὸ τὸν τίτλο: «Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων». Ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἀναφορῶν του ἐπιλέγομε ὡρισμένες ἀπὸ τὶς συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενες βασικὲς ἀρχὲς γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησι τῶν τέκνων.

i) «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Θεοῦ»[2], μᾶς διδάσκει ἡ Π. Διαθήκη. Καὶ ὁ ἱερὸς Πατὴρ τονίζει ὅτι: «Ἂν καὶ μόνον αὐτὸ τὸ δίδαγμα (γιὰ τὸν Κάϊν καὶ Ἄβελ) φυτέψεις βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ χρειασθεῖς πλέον παιδαγωγό, γιατὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο φόβο θὰ κυριαρχήσει στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ θὰ τὴν συνέχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ»[3]. Ὅποιος ἀποβάλλει τὸν φόβο - σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεὸ ὁδηγεῖται στὴν ἀναισχυντία: «Ψυχὴ ποὺ ἔδιωξε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέταξε τελείως τὸ συνετὸ λογισμὸ ποὺ τὴ συγκρατοῦσε, περιτριγυρίζει στοὺς τόπους τῆς κακίας, ἕως ὅτου φθάσει στὰ βάραθρα τῆς καταστροφῆς καὶ γκρεμίσει τὴ σωτηρία της»[4].

ii) Ἡ γνῶσις τοῦ θείου θελήματος ὠθεῖ τὰ παιδιὰ στὴν τήρησί του. Γιὰ νὰ ζήση κάποιος συμφώνως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζη. Βεβαίως, ἡ γνῶσις αὐτοῦ σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶναι ἔμφυτος μὲ τὴν συνείδησι, ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ κάθε ἄνθρωπο. Διδάσκει σχετικῶς ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Εἶδες, πῶς χωρὶς νὰ ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο αὐτὸς ὁ δίκαιος [Ἰσαὰκ] καὶ ἐνάρετος, καὶ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ προσβλέψει σὲ κάποιον ἄλλον, ἀλλὰ μόνον ἀφοῦ ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα του καὶ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ δάσκαλο ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ συνείδηση, πῶς ἔδειξε τόσο φιλοσοφημένη σκέψη;»[5]. Καὶ ἀλλοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔμφυτος καὶ αὐτάρκης γιὰ τὴν γνῶσι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας: «Ἀρκεῖ γὰρ ἀντὶ τοῦ νόμου τὸ συνειδὸς καὶ λογισμός. Διὰ τούτων ἔδειξε πάλιν, ὅτι αὐτάρκη τὸν ἄνθρωπον ἐποίησεν ὁ Θεὸς πρὸς τὴν τῆς ἀρετῆς αἵρεσιν καὶ τὴν τῆς κακίας φυγήν»[6]. Αὐτὴ ἡ ἔμφυτος συνείδησις ἀναπτύσσεται καὶ γίνεται περισσότερον ἐνεργὴ μὲ τὴν γνῶσι τοῦ θείου θελήματος, ὅπως αὐτὸ ἀπεκαλύφθη καὶ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας.

iii) Τρίτη θεμελιώδης ἀρχὴ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων εἶναι ἡ ἀπόκτησις ἀσκητικοῦ πνεύματος. Ἡ πληθώρα τῶν ἀγαθῶν κάνει κακὸ στὴν διαμόρφωσι τῶν παιδιῶν. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ διαπαιδαγωγοῦνται νὰ ζοῦν μὲ λιτότητα, μὲ περιορισμὸ τῶν πολλῶν καὶ ἀκαίρων ἐπιθυμιῶν τους, μὲ πνεῦμα ὄχι ἐγωκεντρικό, ἀλλὰ κοινωνικό. Γι’ αὐτὸ συνδέει τὴν ὀρθὴ ἀνατροφὴ τῶν τέκνων μὲ τὴν ἐξάσκησι τῆς ἐλεημοσύνης· νὰ ἀνοίγωνται τὰ παιδιὰ πρὸς τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον καὶ νὰ μὴ παραμένουν περιχαρακωμένα στὰ δικά τους θέλω καὶ στὴν δική τους εὐφροσύνη. Συνδέει, ἐπίσης, τὴν διαπαιδαγώγησι μὲ τὴν νηστεία. «Καὶ νηστεύειν μανθανέτω, εἰ καὶ μὴ ἀεί, ἀλλὰ δύο γοῦν τῆς ἑβδομάδος ἡμέρας, τήν τε Τετράδα καὶ τὴν Παρασκευήν»[7]. Σὲ ἄλλο ἔργο του ὁ ἅγιος Πατὴρ συμβουλεύει νὰ ἐργάζωνται χειρονακτικῶς τὰ παιδιά, ὥστε νὰ κοπιάζουν καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς φαῦλες πράξεις. Στοὺς γεωργοὺς «ἐπίπονος αὐτοῖς ἔστιν ὁ βίος, καὶ διδασκαλεῖον τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης ἔχουσι τὴν τῆς γῆς ἐργασίαν… Οὐ γὰρ ἐπαισχύνονται τὴν ἐργασίαν, καθάπερ οἱ τὴν πόλιν οἰκοῦντες, ἀλλ’ ἐπαισχύνονται τὴν ἀργίαν, μαθόντες ὅτι πᾶσαν ἐκείνη τὴν κακίαν ἐδίδαξε, καὶ διδάσκαλος πονηρίας ἐγένετο ἐξ ἀρχῆς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτήν»[8].

iv) Συναφὴς παιδαγωγικὴ ἀρχὴ εἶναι ἡ ἀφιλοχρηματία, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κοσμῆ τὰ παιδιά. Ὁ ἅγιος Πατὴρ ἐπισημαίνει ὅτι τὰ πολλὰ χρήματα φθείρουν, ἰδίως τὶς ψυχὲς τῶν νέων ἀνθρώπων. «Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν πιάσουν μαχαίρι ἢ ξίφος, ἐπειδὴ δὲν ξέρουν νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν ὅπως πρέπει, πολλὲς φορὲς βάζουν τὸν ἑαυτό τους σὲ κίνδυνο, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μητέρες δὲν τὰ ἀφήνουν οὔτε νὰ ἀγγίζουν τέτοια ὄργανα χωρὶς φόβο, ἔτσι καὶ οἱ νέοι, ὅταν κληρονομήσουν χρηματικὴ περιουσία, ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν ὅπως πρέπει, ὁδηγοῦν τὸν ἑαυτό τους σὲ ὁλοφάνερο κίνδυνο, ἀποκομίζοντας ἀπὸ ἐδῶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων. Γιατὶ οἱ ἀπολαύσεις καὶ οἱ παράλογες ἡδονὲς καὶ τὰ ἄπειρα κακὰ γεννιοῦνται ἀπὸ τὰ πολλὰ χρήματα. Δὲν ἐννοῶ ἁπλῶς ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ξέρουν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν ὅπως πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ τὰ κληρονόμησαν»[9].

v) Οἱ γονεῖς, κατὰ τὴν σκέψι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πρέπει νὰ φροντίζουν ἐνωρὶς γιὰ τὴν περιστολὴ τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν τῶν παιδιῶν τους (ἰδίως τῶν σαρκικῶν) καὶ νὰ τὰ ὠθοῦν πρὸς ἱκανοποίησι τῶν καλῶν ἐπιθυμιῶν. «Ἂς ἀναχαιτίζουμε τὶς ὁρμὲς τῶν παιδιῶν μας καὶ ἂς ἑτοιμάζουμε ἰσχυρὸ χαλινάρι γιὰ τὴ νεότητα, τὸ χαλινάρι τοῦ φόβου καὶ τῆς νουθεσίας. Καὶ ἂς φροντίζουμε γιὰ τὴ σωφροσύνη τους καὶ ἂς κάνουμε καὶ ἂς μεταχειριζόμαστε τὰ πάντα, ὥστε ἡ νεανικὴ ἡλικία νὰ μπορέσει νὰ ἀποφύγει τὶς ἀνάρμοστες ἐπιθυμίες. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ κοινὸς Κύριός μας, βλέποντας τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐνομοθέτησε τὸ γάμο, ὥστε νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν παράνομη συνουσία. Ἂς μὴν παραμελοῦμε λοιπὸν τοὺς νέους, ἀλλὰ ἀφοῦ δοῦμε τὴ φωτιὰ τῆς καμίνου (τὴ δύναμη τοῦ πάθους), πρὶν κυλισθοῦν στὴν ἀνηθικότητα, ἂς φροντίζουμε νὰ τοὺς συνάπτουμε μὲ γάμο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ ἡ σωφροσύνη τους νὰ διατηρεῖται καὶ καμιὰ βλάβη νὰ μὴ δεχτοῦν ἀπὸ τὴν ἀκολασία, νὰ ἔχουν ἀρκετὴ παρηγοριὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ συγκρατοῦν τὰ σκιρτήματα τῆς σάρκας καὶ νὰ μὴν τιμωρηθοῦν»[10]. Καὶ ὁ ἅγιος Πατήρ, ὡς βαθὺς ἀνατόμος τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, φθάνει στὸ ἑξῆς συμπέρασμα: ὁ νέος ὁ ὁποῖος χάνει τὴν σωφροσύνη του πρὸ τοῦ γάμου πιὸ εὔκολα καὶ μετὰ τὸν γάμο θὰ μοιχεύση. «Μετὰ γάμον πρὸς τὰς ἑταιριζομένας γυναῖκας τρέχουσιν, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ γάμου σωφρονεῖν οὐκ ἐμελέτησαν», ὑπογραμμίζει μὲ ἔμφασι! Ἀλλὰ ἂς παρακολουθήσωμε ὁλόκληρο τὴν σκέψι τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως: «Οὐδὲν γὰρ οὕτω τὴν ἡλικίαν ἐκείνην κοσμεῖν πέφυκεν, ὡς ὁ τῆς σωφροσύνης στέφανος, καὶ τὸ πάσης ἀσελγείας καθαρεύοντα πρὸς γάμον ἐλθεῖν. Οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες αὐτοῖς γένοιντ’ ἂν ποθειναί, ὅταν μὴ πορνείαν ἡ ψυχὴ προμεμελητηκυῖα, μηδὲ διεφθαρμένη ᾖ, ὅταν ἐκείνην εἰδὼς ᾖ τὴν γυναῖκα μόνον ὁ νέος τὴν γάμῳ συναφθεῖσαν αὐτῷ. Οὕτω καὶ οἱ ἔρωτες θερμότεροι, καὶ ἡ εὔνοια γνησιωτέρα, καὶ ἡ φιλία ἀκριβεστέρα γίνεται, ὅταν μετὰ τοιαύτης φυλακῆς ἐπὶ τοὺς γάμους οἱ νέοι βαδίζωσιν … Ταῦτα δὲ γίνεται, καὶ μετὰ γάμον πρὸς τὰς ἑταιριζομένας γυναῖκας τρέχουσιν, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ γάμου σωφρονεῖν οὐκ ἐμελέτησαν. Ἐντεῦθεν μάχαι, καὶ λοιδορίαι, καὶ οἰκιῶν ἀνατροπαί, καὶ καθημερινοὶ πόλεμοι· ἐντεῦθεν ὁ πρὸς τὴν γυναῖκα ἔρως ὑπορρεῖ καὶ μαραίνεται, τῆς ἐν τοῖς πορνείοις ὁμιλίας ἐκλυούσης αὐτόν. Ὡς ἐὰν σωφρονεῖν μάθῃ, πάντων ποθεινοτέραν τὴν αὐτοῦ γυναῖκα ἡγήσεται, καὶ μετὰ πολλῆς αὐτὴν ὄψεται τῆς εὐνοίας, καὶ πολλὴν πρὸς αὐτὴν τηρήσει τὴν ὁμόνοιαν, εἰρήνης δὲ οὔσης καὶ ὁμονοίας, πάντα εἰς τὴν τὴν οἰκίαν ἐκείνην εἰσελεύσεται τὰ ἀγαθά»[11].

vi) Στόχος τῆς διαπαιδαγωγήσεως πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀπόκτησις τῶν ἀρετῶν. «Παςῶν γὰρ ἐπιστημῶν ἀρετὴ ἀνωτέρα, καὶ πλείονος δεομένη σπουδῆς, ὅσῳ καὶ πλείονα ἔχει τὰ διακωλύοντα, φύσεως τυραννίδα, καὶ προαιρέσεως ῥᾳθυμίαν, καὶ δαιμόνων ἐπιβουλὰς καὶ πραγμάτων ὄχλον»[12]. Αὐτὸ θὰ πρέπει, πρωτίστως καὶ κυρίως, νὰ ἀπασχολῆ γονεῖς καὶ διδασκάλους· πῶς τὸ παιδὶ θὰ ἀποκτήσει σταδιακῶς τὶς ἀρετὲς καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀποφύγη τὶς διάφορες κακίες, οἱ ὁποῖες ἐὰν δὲν ἐκριζωθοῦν θὰ καταστοῦν σὺν τῷ χρόνῳ δυσίατα πάθη καὶ κακὲς ἕξεις. Τὰ πάθη καθίστανται τύραννοι καὶ δήμιοι τοῦ κατεχομένου ἀπὸ αὐτὰ ἀνθρώπου. «Δημίου παντὸς χαλεπώτερον τὰ πάθη ταῦτα τὴν ψυχὴν καταξαίνει»[13]· καὶ «πάθος δὲ ὅρον οὐκ οἶδεν, ἀλλὰ τότε ἵσταται, ὅταν ἀποκτείνῃ τὸν ἔχοντα»[14]. Ἀντιθέτως οἱ ἀρετὲς καλλωπίζουν καὶ στεφανώνουν τὸν ἀποκτήσαντα αὐτές. «Τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἱδρώτων, ποὺ χύνονται γι’ αὐτήν, δὲν ἔχει τίποτε τὸ ὑλικὸ οὔτε καταστρέφεται μὲ τὴν παρούσα ζωή, ἀλλὰ εἶναι διαρκές, ἀθάνατο καὶ ἡ ἀξία του ἐκτείνεται σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Καὶ ὁ μὲν κόπος διαρκεῖ λίγο χρόνο, ἡ ἀμοιβὴ ὅμως γιὰ τοὺς κόπους δὲ γνωρίζει τέλος, οὔτε ὑποχωρεῖ στὸ χρόνο, οὔτε μαραίνεται»[15].

 vii) Στὴν ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγησι τῶν τέκνων σημαντικώτατο ρόλο παίζουν καὶ οἱ διδάσκοντες γονεῖς ὡς τὰ πρότυπα αὐτῶν. Τὰ παιδιὰ ἐντυπώνουν καὶ μιμοῦνται περισσότερο συμπεριφορὲς καὶ στάσεις ζωῆς καὶ ὀλιγώτερο ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὰ λόγια. Συμβουλεύει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ἂς εἶναι κοινὸ σχολεῖο σὲ ὅλους καὶ ὑπόδειγμα ἀρετῆς ἡ λαμπρότητα τοῦ βίου σου, ἡ ὁποία πρέπει νὰ βρίσκεται μπροστὰ σὲ ὅλους σὰν κάποια ἀρχέτυπη εἰκόνα, ἔχοντας ὅλα τὰ καλὰ μέσα της καὶ δίνοντας μὲ μεγάλη εὐκολία τὰ παραδείγματα σ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ἀποτυπώσουν μέσα τους κάποιο ἀπὸ τὰ καλὰ αὐτὰ ποὺ ἔχει»[16]. Τὸ πρότυπο λειτουργεῖ ὅπως τὸ μοντέλλο γιὰ τὸν ζωγράφο. «Ὑπάρχει δηλαδὴ συνήθεια στοὺς ζωγράφους, ὅταν πρόκειται νὰ ζωγραφίσουν παρόμοια εἰκόνα κάποιου, νὰ βάζουν νὰ κάθονται κοντά τους μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς ἡμέρες ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους πρόκειται νὰ ζωγραφίσουν, ὥστε παρατηρώντας συνεχῶς τὴν ὄψη τους, νὰ διατηρήσουν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὴ μορφή τους»[17]. Τὴν ἰδία ἄποψι περὶ τῆς μιμήσεως τῆς (καλῆς ἢ κακῆς) συμπεριφορᾶς ἔχει καὶ ἡ σύγχρονος θεωρία γιὰ τὴν κοινωνικὴ μάθησι. Καὶ σ’ αὐτὴν τὰ ὑγιῆ πρότυπα συμπεριφορᾶς παίζουν σημαντικώτατο ρόλο.

3. Οἱ μέθοδοι διαπαιδαγωγήσεως

α. Ἡ σημαντικωτέρα μέθοδος διαπαιδαγωγήσεως τῶν τέκνων εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅταν ὑπάρχει ἀληθὴς καὶ ὀρθὴ ἀγάπη, τότε ἀφ’ ἑνὸς οἱ γονεῖς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν μόρφωσι καὶ ἀνάπτυξι τοῦ παιδιοῦ τους καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὸ παιδὶ γεύεται τὴν ἀγάπη τους καὶ μανθάνει ἐμπειρικῶς νὰ ἀντιπροσφέρη ἀγάπη, μιμούμενο τοὺς γονεῖς του. Κατὰ τὴν ἐπιγραμματικὴ ρῆσι τοῦ ἁγίου Πατρός: «Οὐδείς ἐστιν ὅστις φιλούμενος θελήσει μισεῖν»[18]. Ἡ ἀγάπη, βεβαίως, τῶν γονέων πρέπει νὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ ἀνιδιοτελής, ὄχι ἀρρωστημένη προσκόλλησις. Ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ μητέρα, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει μὲ ποικίλους τρόπους νὰ χειραφετηθῆ καὶ νὰ αὐτονομηθῆ τὸ μεγάλο πλέον παιδί της εἶναι φόνισσα: «Οἱ μητέρες ἐκεῖνες ποὺ ἀποχαυνωμένες ἀπὸ τὸ πάθος (ἀπὸ νοσηρὴ ἀγάπη), ἐπιδιώκουν εἰς βάρος τοῦ συμφέροντος τῶν παιδιῶν, τὴν συνεχῆ παρουσία τους κοντά τους, θὰ μποροῦσαν δίκαια νὰ ὀνομασθοῦν ὄχι μητέρες, ἀλλὰ φόνισσες τῶν παιδιῶν τους»[19].

 β. Μορφὴ τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐπιείκεια. Ἡ ὀρθὴ ἀνατροφὴ τῶν τέκνων ἀπαιτεῖ νὰ γίνεται μὲ ἐπιείκεια. «Οἱ πατέρες, μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλὰ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου»[20], συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ ὁ ἄξιος μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, διδάσκει: «Κἂν διαλεγώμεθα πρός τινας, μετ’ ἐπιεικείας καὶ πολλῆς τῆς πραότητος τοῦτο ποιῶμεν»[21]. Ἡ ἐπιείκεια εἶναι ἰσχυροτέρα τοῦ φόβου καὶ ἔχει διαρκέστερα ἀποτελέσματα. «Πρέπει λοιπὸν μὲ ἐπιείκεια νὰ θεραπεύουμε τὴν ἀρρώστια. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε καλύτερος ἀπὸ ἀνθρώπινο φόβο, γρήγορα θὰ ξαναγυρίσει στὶς πονηρές του συνήθειες»[22]. Ἐπισημαίνομε, ὅμως, ὅτι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη ἡ ἐπιείκεια θὰ πρέπει νὰ προσφέρεται μὲ διάκρισι, γιατὶ ἡ ὑπερβολικὴ συχνὰ βλάπτει τὰ παιδιά. «Δὲν γνωρίζετε τί ἔπαθε ὁ γέροντας Ἠλεί, ἐπειδὴ δὲν διόρθωνε ὅπως ἔπρεπε τὰ ἐλαττώματα τῶν παιδιῶν του; Γιατί, ὅταν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια, ποὺ ἔχει ἀνάγκη χειρουργικῆς ἐπεμβάσεως, ἂν ὁ γιατρὸς θελήσει νὰ τὴ θεραπεύσει μὲ πλύση, κάνει ἀμέσως τὴν ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἐφόσον δὲν ἐφαρμόζει τὴν πρέπουσα θεραπεία. Κατὰ τὸν ἴδιο λοιπὸν τρόπο καὶ ἐκεῖνος ὁ γέροντας, ἐνῶ ὄφειλε νὰ τιμωρήσει τὰ παιδιά του ἀνάλογα μὲ τὰ παραπτώματά τους, ἐπειδὴ μεταχειρίστηκε μεγάλη ἐπιείκεια ἀπέναντί τους, τιμωρήθηκε καὶ αὐτὸς μαζί τους»[23].

γ. Μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐπιεικείας πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ μία ἄλλη πολὺ σημαντικὴ παιδαγωγικὴ μέθοδος: ὁ διάλογος. «Ἡ γλῶττα μετὰ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐπιεικείας τὰ ῥήματα προφερέτω»[24]. «Οὐ μετ’ ἀπειλῆς καὶ ὕβρεως … ἀλλὰ μετὰ κολακείας καὶ προσηνείας πολλῆς πρὸς τὰ παιδία διαλεξόμεθα»[25], συμβουλεύει σὲ ἄλλο ἔργο του. Ὁ διάλογος γίνεται μονόδρομος γιὰ τὴν πειθὼ τῶν μεγαλυτέρων παιδιῶν (ἐφήβων καὶ νέων). 
δ. Παιδαγωγικὴ μέθοδος κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα ἀποτελεῖ (ὅταν χρειάζεται) καὶ ὁ ἔλεγχος. «Καὶ ὁ σίδερος εἶναι βαρὺς καὶ τὸ σφυρὶ βαρύ, ἀλλὰ κατασκευάζουν χρήσιμα χρυςὰ καὶ ἀργυρὰ σκεύη καὶ ἰσιάζουν τὰ στραβά. Ἂν τὸ σφυρὶ δὲν ἦταν βαρύ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἰσιάξει τὰ στραβὰ σκεύη. Ἔτσι καὶ ὁ λόγος μας ὁ βαρὺς ἔχει τὴ δύναμη νὰ διαπλάσσει τὴν ψυχή. Μὴν ἀποφεύγουμε λοιπὸν τοὺς αὐστηροὺς ἐλέγχους, οὔτε τὰ τραύματα ποὺ αὐτοὶ προκαλοῦν. Τὸ τραῦμα προκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ κομματιάσει, οὔτε νὰ συντρίψει τὴν ψυχή, ἀλλὰ γιὰ νὰ διορθώσει»[26]. Ὁ ἔλεγχος, ὅμως, πρέπει νὰ γίνεται μὲ σκοπὸ τὴν διόρθωσι τῶν παιδιῶν, ὄχι ὡς τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς μας. «Μὴ μόνον ἐγκαλέςῃς, μηδὲ ἐπιτιμήςῃς, ἀλλὰ καὶ συμβουλεύςῃς καὶ παρακαλέςῃς»[27]. 
ε. Ὅταν χρειάζεται πρέπει νὰ ἐπιβάλλωνται καὶ τιμωρίες γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν. «Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σάπισμα τῶν πληγῶν ὑποχωρεῖ στὰ πικρὰ φάρμακα καὶ στοὺς καυστηριασμοὺς καὶ στὶς ἐγχειρήσεις, ἔτσι καὶ ἡ κακία ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν τιμωρία»[28]. Οἱ τιμωρίες, ὅμως, εἶναι ἀναγκαῖες, ὅταν ἀποτύχουν ὅλα τὰ ἄλλα παιδαγωγικὰ μέσα. Ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐχρησιμοποίησαν ὅπως ἔπρεπε τὶς τιμές, ὁ Θεὸς τοὺς διορθώνει μὲ τὰ ἀντίθετα, τὰ λυπηρά, καὶ αὐτὸ τὸ βλέπουμε νὰ τὸ κάνει πάντοτε»[29].

 στ. Ἡ παιδαγωγία τῶν τέκνων πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν ἐκπαίδευσί τους στὴν τήρησι τῶν ὁρίων. Ἡ σύγχρονος Παιδαγωγικὴ ὁμιλεῖ περὶ τῶν ὁρίων, ἐνῷ ὁ ἅγιος Πατὴρ ὡμίλει περὶ τῆς περιστολῆς τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

ζ. Τέλος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμβουλεύει τοὺς γονεῖς νὰ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ κοινότητα. Ζῶντες κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο, βιοῦντες τὸν πλοῦτο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ γνωρίζοντας τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων της, λαμβάνουν θετικὰ πρότυπα γιὰ τὴν οἰκοδόμησι τῆς ζωῆς τους.

Ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Πατὴρ τονίζει τὴν δύναμι τῆς προσευχῆς γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν. Ὅταν ὁ διάλογος μὲ τὰ παιδιά μας φαίνεται νὰ ὁδηγεῖται σὲ ἀδιέξοδο τότε ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ ἀνοίξη τὴν καρδιὰ καὶ τὰ ὦτα τους καὶ νὰ τὰ φωτίση ὥστε νὰ πράττουν τὸ ὀρθό. Διδάσκει ὁ ἱερὸς συγγραφεύς: «Οὐδὲν γὰρ εὐχῆς ἴσον· καὶ γὰρ τὰ ἀδύνατα αὕτη ποιεῖ δυνατὰ καὶ τὰ δύσκολα ῥάδια καὶ τὰ δυσχερῆ εὐθέα καθίστησι…». «Τίποτε δὲν εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴν προσευχή· γιατὶ αὐτὴ τὰ ἀδύνατα τὰ κάνει δυνατὰ καὶ τὰ δύσκολα εὔκολα καὶ ἐκεῖνα ποὺ παρουσιάζουν δυσχέρειες τὰ ἐξομαλύνει. Αὐτὴν χρησιμοποιοῦσε μὲ ζῆλο καὶ ὁ Δαυὶδ καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγε· ‘ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα Σὲ ὕμνησα, Κύριε, γιὰ τὶς δίκαιες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Σου’ (Ψαλμ. 118, 164). Ἂν ἄνθρωπος βασιλιάς, βυθισμένος σὲ ἄπειρες φροντίδες καὶ ἀναζητούμενος ἀπὸ παντοῦ, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ τόσες φορὲς τὴν ἡμέρα, ποιὰ ἀπολογία θὰ ἔχουμε ἢ ποιὰ συγχώρηση θὰ λάβουμε ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τόσες ἀργίες καὶ δὲν Τὸν ἱκετεύουμε συνεχῶς, κι’ αὐτὸ ἐνῶ πρόκειται νὰ καρπωθοῦμε τόσο μεγάλο κέρδος;»[30].

4. Ἐπίλογος

α. Τὸ δυσκολώτερο ἐπάγγελμα εἶναι νὰ εἶσαι γονιός. Ἡ τέχνη τῆς ἀνατροφῆς δὲν ἔρχεται ὡς φυσικὴ συνέπεια τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ πλῆθος ἱκανοτήτων καὶ δεξιοτήτων, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποκτήσουν οἱ ὑποψήφιοι γονεῖς καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόσουν στὴν πρᾶξι, ὅταν θὰ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους.

β. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχουν ἐκδοθῆ πολλὰ βιβλία, κατατοπιστικὰ καὶ συμβουλευτικὰ γιὰ τὸ ἔργο τῶν γονέων. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἐπιγράφεται: «Τὰ παιδιὰ δὲν θέλουν ψυχολόγο, γονεῖς θέλουν», καὶ τονίζεται σὲ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν σὲ μία λειτουργικὴ οἰκογένεια, ἀναπτυσσόμενα μέσα σὲ περιβάλλον ἀγάπης, ἀποδοχῆς, φροντίδος, ἀγωγῆς καὶ παιδείας, δὲν θὰ χρειασθοῦν στὴν ζωή τους ψυχολόγο, γιατὶ δὲν θὰ ἔχουν τραυματικὲς ἐμπειρίες καὶ καταθλιπτικὰ βιώματα ὡς παιδιὰ καὶ ἔφηβοι. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀποστολὴ τῶν γονέων νὰ μεγαλώσουν γερὰ (ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ) παιδιά.

Σὲ αὐτὴν τὴν διαπαιδαγώγησι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχουν πολλὰ νὰ μᾶς προσφέρουν καὶ πρέπει νὰ ἀξιοποιήσωμε αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο πλοῦτο τῆς σοφίας τους, μελετῶντες τὰ συγγράμματά τους καὶ ἐφαρμόζοντες αὐτὰ στὴν καθ’ ἡμέραν βιοτή μας.


Βιβλιογραφια

Ιωάννη Χρυσόστομου, Οἱ γονεῖς, τὸ παιδὶ καὶ ἡ ἀνατροφή του, Ἅγιον Ὄρος: Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, 2004.

Ιωάννου  Χρυσόστομου, Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν: Μὲ ἀναφορὰ στὴν κενοδοξία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, Ἀθήνα: Λύχνος, 2004.

Μπουρνέλη Απόστολου, Πατέρων Λόγος: Διαπαιδαγώγηση συζύγων. Παιδαγωγία τέκνων, Ἡράκλειο Κρήτης 2008.

Χαρωνη Βασιλειου, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ – Δ’ (Ἀθήνα 1993-1996).

Danassis Antonios, Johannes Chrysostomos. Paedagogisch-psychologische Ideen in seinem Werk, Bonn: Grundmann, 1971.

 

 



[1] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης, ὁμιλία Α’, δ’  (PG 54, 637).

[2] Παρ. 1: 7.

[3] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 67  (ΕΠΕ 30, 680-682). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 652-653.

[4] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἡσαΐαν, ὁμιλία Ε΄, 1  (PG 56, 130). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 655.

[5] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, ὁμιλία ΝΒ’, 4  (PG 54, 462-463). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 391.

[6] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ῥωμαίους, ὁμιλία ΣΤ’, 5  (PG 60, 429). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 395.

[7] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 79 (ΕΠΕ 30, 692), παρά: Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 112.

[8] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀνδριάντας, ὁμιλία ΙΘ’, 1  (PG 49, 188-189). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 114.

[9] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, ὁμιλία ΞΣΤ΄, 4  (PG 54, 570-571). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 674-675.

[10] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, ὁμιλία ΝΘ΄, 3  (PG 54, 517-518). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 125-126.

[11] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης, ὁμιλία Α΄, στ΄ (PG 54, 642-643).

[12] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἡσαΐαν, ὁμιλία Α΄, 6  (PG 56, 21). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ (Ἀθήνα 1993), σ. 597.

[13] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμὸν Ζ΄, 13  (PG 55, 102). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Γ’ (Ἀθήνα 1995), σ. 586.

[14] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Β΄ Θεσσαλονικεῖς, ὁμιλία Α΄, 2  (PG 62, 471). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Γ’ (Ἀθήνα 1995), σ. 586.

[15] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, ὁμιλία ΜΒ΄, 1  (PG 54, 386). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ (Ἀθήνα 1993), σ. 586.

[16] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Τίτον, ὁμιλία Δ΄, 2  (PG 62, 684). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ (Ἀθήνα 1993), σ. 670.

[17] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Δαβὶδ καὶ Σαούλ, ὁμιλία Γ΄, 2  (PG 54, 697-698). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 285-286.

[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Πράξεις, ὁμιλία Μ’, 4  (PG 60, 288). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ (Ἀθήνα 1993), σ. 200.

[19] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολαί, ΣΛΖ’ Κωνσταντίου πρεσβυτέρου πρὸς τὴν μητέρα (PG 52, 741). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Α’ (Ἀθήνα 1993), σ. 247.

[20] Ἐφες. 6: 4.

[21] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, ΣΤ΄, 13  (ΕΠΕ 30, 462), παρά: Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 745.

[22] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον, ὁμιλία ΚΘ΄, 3  (PG 57, 361). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 742.

[23] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, ὁμιλία ΝΘ΄, 5  (PG 54, 519-520). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 746-747.

[24] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, Δ΄, 26  (ΕΠΕ 30, 420), παρά: Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 351.

[25] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸν βίον, Λόγος Α’, 3  (PG 47, 323). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 351.

[26] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους, ὁμιλία Ζ’, 6  (PG 62, 227- 228). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 521.

[27] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, ΣΤ΄, 18  (ΕΠΕ 30, 462), παρά: Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Β’ (Ἀθήνα 1994), σ. 552.

[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμούς, Ζ’, 8  (PG 55, 93). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 106.

[29] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμούς, ΡΚΒ’, 2  (PG 55, 352). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 111.

[30] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης, ὁμιλία Δ’, 5 (PG 54, 666). Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Χρυσοστόμου, τόμ. Δ’ (Ἀθήνα 1996), σ. 260.

Δεν υπάρχουν σχόλια: