Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου,
ΠΟΡΝΕΙΑ
Παρεμβολὴ τεῦχος 113
Δεύτερο στὴν σειρὰ τῶν
θανάσιμων ἁμαρτημάτων ἀναγράφεται τὸ πάθος τῆς πορνείας. Ὡς πορνεία στὰ ἐκκλησιαστικὰ
κείμενα ὁρίζεται κάθε μορφὴ παραχρήσεως τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου. Τὸ γενετήσιο ἔνστικτο
(ἢ σεξουαλικότητα) ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο πρὸς βοήθειαν καὶ διαδοχὴν τοῦ
γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία τὸ ἐνέταξε μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Μυστηρίου τοῦ
Γάμου, ὥστε τὸ δῶρο αὐτὸ εὐλογούμενο καὶ ἀπὸ τὴν ἱερολογία τοῦ Γάμου νὰ γίνεται
δύναμη ἀγάπης γιὰ τὸ ζεῦγος καὶ ἀλληλοβοηθείας γιὰ τὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τῶν
χριστιανῶν, ποὺ εἶναι ἡ θέωσή τους καὶ ἡ ζωή τους στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτοὺς
τοὺς λόγους ἡ’Ἐκκλησία θέτει ἐντὸς ὁρίων καὶ πλαισίων τὴν χρήση τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου
ἀπὸ τὰ πιστὰ μέλη της.
Ἐπειδὴ ἡ ψυχοσωματικὴ αὐτὴ
δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔμφυτη, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ κατάχρηση ἢ ἡ παράχρησή
της μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, στὸν ἐθισμὸ καὶ στὴν ἐξάρτηση.
Μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας ἤδη ἀπὸ τὸ 1983 ἔχει ἐγγραφεῖ μεταξὺ τῶν
ἄλλων ἐθισμῶν καὶ ὁ σεξουαλικὸς (βλ. «Σεξουαλικὸς ἐθισμός: ἡ ἀόρατη φυλακή», Ἐλευθεροτυπία 12.10.2010). Βεβαίως, ἐπειδὴ
τὰ ἐπικρατοῦντα ἤθη στὴν δυτικὴ κοινωνία ἔχουν πρὸ πολλοῦ ἀλλάξει (ἢ κατ’ ἄλλους
ἀλλοιωθεῖ), πολλοὶ συνάνθρωποί μας ἀντιμετωπίζουν μὲ ἐλευθεριότητα καὶ ἀνεκτικότητα
αὐτὰ τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς πάθη καὶ ἀπὸ τὴν Ψυχολογία ὡς
ἐθισμοὶ καὶ ἐξαρτήσεις. Νὰ σημειώσουμε, ἐπίσης, ὅτι ἡ πορνεία (σὲ ὅλες τὶς μορφές
της) εἶναι ἡ τρίτη κατὰ σειρὰν ἐπικερδέστερη δραστηριότητα παγκοσμίως, μετὰ τὸ ἐμπόριο
ὅπλων καὶ τὸ ἔμποριο ναρκωτικῶν.
Ἡ πορνεία γεννᾶται ἀπὸ τὴν
παράχρηση ἢ κατάχρηση τῆς ἐμφύτου σεξουαλικότητας τοῦ ἀνθρώηου. Γι’ αὐτὸ καὶ
θεωρεῖται ἕνα ἰδιαιτέρως δύσκολο στὴν ἀντιμετώπισή του πάθος, ἀφοῦ συνδέεται μὲ
ἕνα βασικὸ ἔνστικτο τοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως, ὅπως ἤδη προείπαμε, τὸ ἔνστικτο αὐτὸ
καθ’ ἑαυτὸ εἶναι ἠθικῶς οὐδέτερο, ἀφοῦ ἡ κακὴ χρήση του τὸ χαρακτηρίζει ὡς ἁμάρτημα
καὶ πάθος. Ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ πάθος τῆς πορνείας
συνδέεται μὲ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος γίνεται εὐάλωτος στὴν
γαστριμαργία, τόσο ὠθεῖται στὴν φυσικὴ συνέπειά της, τὴν πορνεία. «Σωφροσύνην
τίκτει ἐγκράτεια, γαστριμαργία δέ, μήτηρ ἀκολασίας». (Τὴν σωφροσύνη γεννᾶ ἡ ἐγκράτεια,
ἐνῷ ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἀκολασίας, Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ τῶν ὀκτὼ
πνευμάτων τῆς πονηρίας, δ’ ΒΕΠ 79, 53). Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει
ὅτι «ὁ μετὰ γαστριμαργίας καὶ κόρου τὸν τῆς πορνείας βουλόμενος νικῆσαι
δαίμονα, ὅμοιός ἐστι τῷ μετὰ ἐλαίου σβεννύοντι ἐμπρησμόν». (Αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ
νὰ νικήσει τὸν δαίμονα τῆς πορνείας μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν κορεσμὸ ἀπὸ τὸ
φαγητό, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ σβήνει τὴν φωτιὰ ρίχνοντας λάδι σ’ αὐτήν, Ἰωάννου
Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΙΕ’, λζ', Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19792, σ. 90).
Μεγάλη πηγὴ δημιουργίας αὐτοῦ
τοῦ πάθους εἶναι οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ κυρίως ἡ ὅραση. Ἐκ τοῦ ὁρᾶν
προέρχεται τὸ ἐρᾶν, ἐδίδασκαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι. Στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν
ὁποία μεσουρανεῖ ἡ εἰκόνα μὲ ὅλες τὶς δυνατὲς μορφές της εἶναι ἐξαιρετικῶς
δύσκολο νὰ μὴ προσβληθοῦν οἱ αἰσθήσεις μας ἀπὸ ἄσεμνες εἰκόνες καὶ θεάματα. Ἡ
τηλεόραση καὶ τὸ διαδίκτυο προβάλλουν καὶ προωθοῦν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν
γύμνια, τὴν ἀναίδεια καὶ τὴν ἠθικὴ κατάπτωση, ὁδηγῶντας πολλὲς ψυχὲς στὸ ἁμάρτημα
τῆς πορνείας. Στὶς αἰσθήσεις πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου,
οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν ὅσους περιφρουροῦν μὲ κάποιους τρόπους τὶς αἰσθήσεις τους ἀπὸ
πονηρὲς εἰκόνες καὶ θεάματα καθὼς καὶ τοὺς μοναχούς, ποῦ ζοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν
κόσμο.
Ἡ μεγαλυτέρα ἐπίπτωση τοῦ
πάθους τῆς πορνείας εἶναι ἡ παράχρηση τῆς ἀγαπητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν
ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔχει φυτεύσει στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ ἀνοίγεται
διὰ τῆς ἀγάπης στὸν συνάνθρωπο καὶ δι' αὐτοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα, κλείνεται στὸν
ἑαυτό του καὶ στὴν ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών του, θεωρῶντας ὅτι αὐτὸ
τοῦ προκαλεῖ εὐχαρίστηση καὶ ἡδονή. Ἡ ἡδονή, ὅμως αὐτή, εἶναι συμμεμιγμένη μὲ ὀδύνη
καὶ στενοχώρια καὶ οὐδέποτε ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν ἐσωτερικὴ εὐτυχία καὶ ἰσορροπία
ἱκανοποιῶντας τὸ πάθος τῆς πορνείας. «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου
τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν», μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ῥωμ. 2: 9).
Τὸ πάθος τῆς πορνείας
συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα πάθη: ὁ ἄνθρωπος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται εὐτυχισμένος
καὶ ἱκανοποιημένος, ἐκδηλώνει συχνὰ ὀργὴ καὶ θυμὸ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του καὶ
ἐνίοτε ὁδηγεῖται στὸ μῖσος καὶ στὴν ἔχθρα αὐτῶν ποὺ προηγουμένως εἶχε «ἀγαπήσει».
Ἐπὶ πλέον, πλῆθος ψυχικῶν τραυμάτων συνοδεύουν τὶς ἐφήμερες ἐρωτικὲς σχέσεις τῶν
ἀνθρώπων καὶ πολλοὶ ἐπιλέγουν τὸν «ἀσφαλῆ» δρόμο τῆς μοναξιᾶς, ἀπὸ φόβο μήπως
καὶ πάλι πληγωθοῦν. Τελικῶς ὁ πορνεύων ἐγκλωβίζεται σὲ μιὰ ἀπέραντη μοναξιά, ἀπὸ
τὴν ὁποία προσπαθεῖ μὲ λάθος τρόπο νὰ ξεφύγει. Ὁ ἅγιος Βασίλειος μᾶς διδάσκει ὅτι
τὸ πάθος τῆς πορνείας ἐξαφανίζεται διὰ τῆς μετανοίας: «λυθέντα τοῖς δάκρυσιν»
(ΒΕΠ 54, 193). Λύονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πορνείας μὲ τὰ δάκρυα τῆς
μετανοίας. Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ πάθους θὰ συνεχίσουμε στὸ ἑπόμενο
τεῦχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου