Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Ἰ.Κ.Ἀγγελοπούλου, Περί κενοδοξίας, Α'


Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
ΠΕΡΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ Α'
περιοδικὸ Παρεμβολὴ τεῦχος 123 (2017)


1. Ἔννοια καὶ μορφὲς
Τὸ ἑπόμενο στὴν σειρὰ τῶν θανασίμων ἁμαρτημάτων εἶναι τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας. Ὁ ὅρος ἀναφέρεται στὴν κενή (ἄδεια, μάταιη, ἄνευ οὐσίας) δόξα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ κενόδοξος ἐπιθυμεῖ μιὰ ἄνευ οὐσίας δόξα καὶ ἐπιδιώκει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὸν ἔπαινο τῶν συνανθρώπων του γιὰ πράγματα - χαρίσματα ποὺ δὲν ἔχει καὶ νομίζει ὅτι ἔχει, ἀλλὰ καὶ γιὰ πράγματα - χαρίσματα τὰ ὁποῖα πράγματι ἔχει, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ (π.χ. ὀμορφιά, εὐφυΐα, ἀντίληψη). Ἡ κενοδοξία συνδέεται μὲ τὴν ματαιοδοξία καὶ πολλὲς φορὲς οἱ ὅροι ἐναλλάσσονται. Κατὰ τὸν Larchet ἡ κενοδοξία «συνίσταται στὴν ἐπίδειξη ἀλαζονίας καὶ τὴν καύχηση γιὰ ἀγαθὰ ποὺ κατέχει ἢ πιστεύει ὅτι κατέχει· ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ βλέπεται, ν' ἀγαπᾶται, νὰ θαυμάζεται, νὰ ἐκτιμᾶται, νὰ τιμᾶται, νὰ ἐπαινεῖται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται, ἀκόμη καὶ νὰ κολακεύεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους» (Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α', Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 2008, σ. 365).
Παραδείγματα ματαιοδοξίας εἶναι ἡ ἐπίδειξη τῶν γνώσεων, τῶν ἱκανοτήτων μας, τοῦ πλούτου μας, τῶν ἐνδυμάτων μας, τοῦ σώματός μας κ.λπ. Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τραβήξει τὰ βλέμματα καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν συνανθρώπων του καὶ νὰ αἰσθανθεῖ ὡς διαφορετικὸς καὶ "ἀνώτερος" ἀπὸ τοὺς ἄλλους. «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁμολογεῖ ὁ κενόδοξος μὲ τὴν στάση καὶ τὴν ἐπιδεικτικὴ ζωή του, ὅπως ἄλλοτε ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος τῆς γνωστῆς παραβολῆς (Λουκ. 18: 11).
Ὑπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες τῆς κενοδοξίας: ἡ προερχομένη ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ ἡ προερχομένη ἀπὸ τὴν σχετικὴ πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου καθίστανται κενόδοξοι (καὶ ματαιόδοξοι) παραχρώμενοι τὰ πράγματα καὶ τὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα ἔχουν λάβει ἀπὸ τὸν Θεό. Πλοῦτος, ὑγεία, ὀμορφιά, ἐξυπνάδα, φυσικὰ καὶ νοητικὰ προσόντα, οἰκειοποιοῦνται ἀπὸ τὸν κενόδοξο καὶ προβάλλονται μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκομίσει μιὰ ἐσωτερικὴ ἡδονή, ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἄλλων. Τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας εἶναι ἀκόρεστο, ὅπως κάθε πάθος. Καὶ ὅσο περισσότερο τὸν ἐπαινοῦν, τόσο περισσότερο ὁ κενόδοξος προβάλλει καὶ ἐπιδεικνύει τὰ προσόντα του, πραγματικὰ καὶ μή. Ἡ δευτέρα κατηγορία κενοδοξίας προέρχεται ἀπὸ τὴν πορεία τοῦ ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ ἀρετὲς καὶ ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ καθίστανται μερικὲς φορὲς παγίδες τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ τοῦ ὑποκλέψει τὸν συναχθέντα πλοῦτο τῶν ἀρετῶν μέσῳ τῆς κενοδοξίας. «Ἀναμένει μήρμυξ τελεσθῆναι τὸν σῖτον καὶ κενοδοξία συναχθῆναι τὸν πλοῦτον· ὁ μὲν γὰρ χαίρει, ἵνα κλέψῃ· ἡ δέ, ἵνα σκορπίσῃ ... πνεῦμα δὲ κενοδοξίας χαίρει, ὁρῶν πληθυνομένην ἀρετήν», διδάσκει ἐπιγραμματικῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (Κλῖμαξ ΚΑ', γ'). Ὅταν ὁ χριστιανὸς καυχᾶται γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πνευματικότητά του, τότε ἰδιοποιεῖται δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πίπτει στὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἑωσφόρου καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ πειρασμὸς τῆς κενοδοξίας ἀφορᾶ καὶ τοὺς ἀρχαρίους χριστιανούς, ποὺ βρίσκονται ἀκόμη στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τοὺς τελείους, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύουν νὰ ἀπωλέσουν ὅσα μὲ τόσο μόχθο καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατώρθωσαν νὰ κατακτήσουν.

2. Προέλευση τοῦ πάθους
Ἡ προέλευση τῆς κενοδοξίας ὀφείλεται στὴν παράχρηση τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ δόξα. Ὁ ἄνθρωπος, δημιούργημα κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμεῖ τὴν δόξα τὴν ὁποία ἔχει καὶ χορηγεῖ ὁ Θεός. Ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξης μᾶς φανερώνει τὸν ὑπερβατικὸ προορισμό μας· εἴμαστε πλασμένοι νὰ ζοῦμε μέσα στὴν «δόξα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ῥωμ. 8: 21). Κατὰ τὸν συγγραφέα τῆς Κλίμακος «φύσει τῇ ψυχῇ πρόσεστι τὸ δόξης ἐπιθυμεῖν, ἀλλὰ τῆς ἄνω» (Κλῖμαξ ΚΣΤ' β', 41). Ἡ φυσικὴ αὐτὴ ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου διαστρέφεται καὶ παραχρᾶται εἴτε ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κενοδοξία, εἴτε ἀπὸ τὴν "πνευματικὴ" κενοδοξία. Ὁ ἄνθρωπος πλέον ἐπιθυμεῖ τὴν δόξα, ἀλλὰ ἄνευ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος οἱ ἀπομακρυνθέντες ἀπὸ τὸν Θεὸ «ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν» (Ῥωμ. 1: 23). Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σημειώνει: «δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε» (Ἰω. 5: 44). Τὸ λάθος τοῦ ἀνθρώπου στὴν περίπτωση τῆς κενοδοξίας δὲν εἶναι ὅτι καυχᾶται γιὰ κάτι, ἀλλὰ ὅτι καυχᾶται γιὰ κάτι ποὺ θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα, ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι χάρισμα. Ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α' Κορ. 4: 7). Οἱ πονηροὶ λογισμοὶ τῆς κενοδοξίας προβάλλουν ὡς δικά μας αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει χαρίσει μὲ τὴν γέννησί μας (φυσικὰ χαρίσματα) καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα πάλι μὲ τὴν βοήθεια καὶ Χάρι τοῦ Θεοῦ κατορθώνουμε στὴν πνευματική μας ζωή (πνευματικὰ χαρίσματα, ἀρετές). Καὶ στὰ δεύτερα «ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλ. 2: 13)· «ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ῥωμ. 9: 16). Γι' αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀμιγῶς ἀνθρώπινα κατορθώματα. Ἡ καύχησις πρέπει νὰ γίνεται ἐν Κυρίῳ: «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Α' Κορ. 1: 31, Β' Κορ. 10: 17). Ἡ δόξα ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν χορηγὸ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἄνωθεν χαρισμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: