Ἰωάννου Κ.
Ἀγγελοπούλου
ΠΕΡΙ
ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ Β'
περιοδικὸ
Παρεμβολὴ τεῦχος 124 (2018)
3.
Ἐπιπτώσεις τοῦ πάθους
Ἡ κενοδοξία συνδέεται, ἂν δὲν
ταυτίζεται, ἀπὸ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς μὲ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφανείας.
Κατὰ τὸ σαφὲς λόγιο τῆς Γραφῆς «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιττάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι
χάριν» (Ἰακ. 4: 6). Καὶ κατὰ τὰ λόγια
τοῦ Κυρίου μας «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινώθησεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»
(Λουκ. 18: 14). Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ
γιὰ τὴν κενοδοξία μὲ τὶς δύο μεγάλες μορφές της (τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν
πνευματική), τὶς ὁποῖες εἴδαμε στὸ προηγούμενο τεῦχος. Τὸ τέλος της εἶναι ἡ ἀπώλεια
τῶν χαρισμάτων καὶ τῶν ἀρετῶν, ἡ ἐξομοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν πεπτωκότα Ἑωσφόρο
καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐμακάρισε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἐνεδύθη
μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὡς τὴν στολὴ τῆς θεότητος.
Ἂς δοῦμε τὶς πολλὲς ἐπιπτώσεις,
ποὺ ἔχει ἡ κενοδοξία στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. «Πρώτιστα κάνει τὸν ἄνθρωπο ν' ἀπασχολιέται
πῶς θ' ἀποσπάσει τὸ θαυμασμὸ καὶ τοὺς ἐπαίνους ποὺ ἐπιθυμεῖ. Γεμίζει λοιπὸν τὴν
ψυχή του μὲ διαρκὴ μέριμνα καὶ συχνὰ τοῦ προκαλεῖ ἀγωνιώδη καὶ ὑπερβολικὴ
ταραχή. Ἡ μέριμνα πολλαπλασιάζεται ὅταν ἡ κενοδοξία δὲν καταφέρνει νὰ ἱκανοποιηθεῖ»
(Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α', Ἀθήνα: Ἀποστ.
Διακονία, 2008, σ. 381). Δημιουργεῖ φανταστικὴ καὶ ψευδαισθητικὴ εἰκόνα γιὰ τὰ
δῆθεν χαρίσματα καὶ ἱκανότητες ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει. Προξενεῖ τὸν φθόνο καὶ τὸ
μῖσος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιὰ τὸν κομπασμὸ καὶ τὴν καύχησή του καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ἡ κοσμικὴ κενοδοξία ἐπὶ πλέον ὠθεῖ
τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ἐπειδὴ «ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἔπαρση
καὶ τὸν αὐτοθαυμασμὸ γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ πέτυχε ν' ἀποκτήσει.
Ἐνδεχομένως ἔτσι ἡ κενοδοξία συνιστᾶ ἕνα ὑποκινητὴ τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας,
τὸ ὁποῖο ἀνταποδοτικὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κενοδοξία» (Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α', σ. 366).
Ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματικὴ κενοδοξία εἰσχωρεῖ
καὶ μολύνει ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος ὁμολογεῖ: «Σὲ ὅλα τὰ πράγματα λάμπει μὲ ἀφθονία ὁ ἥλιος· καὶ σὲ ὅλα τὰ
ἐπιτηδεύματα τῶν ἀσκητῶν ἐπιχαίρει ἡ κενοδοξία· τί λέγω δηλαδή; ὅταν νηστεύω
κενοδοξῶ ἐπειδὴ νηστεύω καὶ ὅταν καταλύω, ὡς φρόνιμος γιὰ νὰ μὴ φανερωθῶ ὅτι
νηστεύω, πάλι κενοδοξῶ. Ὅταν κυκλοφορῶ μὲ ὡραῖα ἐνδύματα νικῶμαι ἀπὸ αὐτή, καὶ ὅταν
φορῶ εὐτελῆ ροῦχα πάλι κενοδοξῶ. Ὅταν λαλῶ νικῶμαι ἀπὸ αὐτή καὶ ὅταν σιγῶ πάλι ἡττήθηκα»
(Κλῖμαξ, ΚΑ', 5).
Ἀκόλουθοι τῆς πνευματικῆς
κενοδοξίας εἶναι ἡ «ὑπερηφάνια, τῆς ὁποίας εἶναι πρόδρομος, ἀρχὴ καὶ μητέρα,
καθὼς καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ὑπερηφάνεια: τῆς βλασφημίας, τῆς
κατάκρισης, καὶ τῆς περιφρόνησης τοῦ ἄλλου, τοῦ πνεύματος κυριαρχίας, τῆς
φιλαρχίας, τῆς σκληροκαρδίας, τῆς ἀνυπακοῆς. Παράγει ἀκόμη τὴν ὀργὴ καὶ ὅλους
τοὺς δορυφόρους της: τὸ μίσος, τὴ μνησικακία, τὴ ζήλεια, τὶς διχόνοιες, τὶς
φιλονικίες» (Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν
νοσημάτων, τόμ. Α', σ. 387).
4.
Ἀντιμετώπιση τοῦ πάθους
Πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι
«ἡ κενοδοξία διαθέτει ἀσυνήθιστη δύναμη. Ὁ λεπτὸς χαρακτήρας της, ἡ ἱκανότητά
της νὰ λαμβάνει πολλὰ σχήματα, νὰ εἰσχωρεῖ παντοῦ καὶ νὰ ἐπιτίθεται στὸν ἄνθρωπο
ἀπὸ διαφορετικὲς πλευρές, καθιστοῦν ἰδιαίτερα δύσκολη τόσο τὴν ἐντόπιση ὅσο καὶ
τὴν καταπολέμησή της. Πραγματικά, καθετὶ εἶναι δυνατὸν ν' ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο
ἀφορμὴ ματαιοδοξίας» (Ἡ θεραπευτικὴ τῶν
πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α', σ. 369).
Στὸ ἴδιο βιβλίο σημειώνεται: «Μὲ
δεδομένο ὅτι ἡ κενοδοξία ἐπιζητεῖ τὴν τιμή, τὴ δόξα, τὴ διασημότητα, τὸ νὰ
καταστεῖ τὸ ἄτομο κέντρο τῆς προσοχῆς, ἁρμόζει ἡ παραίτηση ἀπ' ὅ,τι εἶναι δυνατὸν
ν' ἀποτελέσει πηγὴ ἤ αἰτία ἐκδήλωσής της ... Γιὰ ν' ἀντιμετωπίζεται ἡ κενοδοξία
ὡς ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου ... πρέπει αὐτὸς νὰ ἀπέχει ἀπὸ ὁτιδήποτε εἶναι δυνατὸ
νὰ τὸν κάνει κέντρο τῆς προσοχῆς, δηλαδὴ ἀπὸ λόγους, πράξεις καὶ συμπεριφορές. Ὅποιος
ἐπιθυμεῖ ν' ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κενοδοξία ὀφείλει νὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ ὥστε νὰ
γίνεται ἢ νὰ παραμένει ἀφανὴς καὶ ἄσημος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων» (ἔνθα ἀνωτέρω,
τόμ. Β', σ. 374-375).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς
διδάσκει ὅτι ἡ κενοδοξία ἀντιμετωπίζεται
κυρίως μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς. Σημειώνει: «Δὲν
πίπτουν στὸ δηλητήριο τῆς κενοδοξίας οἱ ἁπλούστεροι· γιατὶ ἡ κενοδοξία ἀποβάλλει
τὴν ἁπλότητα καὶ καθιστᾶ ἐπίπλαστη τὴν διαγωγή μας» (Κλῖμαξ, ΚΑ', λε'). Καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ σημαντικὸ ὅπλο γιὰ
τὴν ἀπόκρουση τῶν λογισμῶν τῆς κενοδοξίας. Τὰ πάντα ἀποδίδει ὁ πιστὸς χριστιανὸς
στὸν πολυεύσπλαγχνο καὶ πανάγαθο Κύριο. Ἀποδέχεται τὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ ὅτι
«χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω.
15: 5) καὶ θεωρεῖ τὶς τυχὸν ἀρετές του ὡς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δῶρα
τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πάλι ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπισημαίνει: «κρύπτει ὁ Θεὸς ἐξ ὀφθαλμῶν
ἡμῶν πολλάκις καὶ ἅπερ κεκτήμεθα καλά» (Κλῖμαξ,
ΚΑ' η΄), ἀκριβῶς γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς κενοδοξίας. Ἔτσι
καὶ ὁ ἐνάρετος χριστιανὸς ἀποκρύπτει τὶς ἀρετές του γιὰ νὰ μὴν ὁδηγηθεῖ στὴν
κενοδοξία καὶ στὴν οἴηση ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Φαρισαῖος τῆς γνωστῆς
παραβολῆς, ὁ ὁποῖος διεκήρυσσε δημοσίως ὅτι «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων»
(Λουκ. 18: 11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου