Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου,
Η
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΚΕΙΑΣ
Ἀκτῖνες (2019) 118-119
Ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον
ὁμότιτλο δημοσίευμα ἐδιαβάσαμε στὸ διαδίκτυο. Τὸ ἄρθρο ἀναφέρεται στὴν ὀλιγάρκεια
συγχρόνων μας ποιητῶν. Παραθέτομε κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα: «Ὅτι μὲ τὰ
ἀπολύτως ἀπαραίτητα περνάει κανεὶς ἐξίσου καλὰ ὅπως μὲ τὰ πολλά, δὲν
χρειάζονται ἄλλες ἀποδείξεις ἀπὸ τὰ σπίτια τριῶν σπουδαίων ποιητῶν. Τοῦ Τάσου
Λειβαδίτη, τοῦ Νίκου Καρούζου καὶ τοῦ Μίλτου Σαχτούρη. Σ' ἕνα μικροαστικὸ
διαμέρισμα τῆς γωνίας Ἀχαρνῶν καὶ Ἠπείρου ὁ πρῶτος, σ' ἕνα ἡμιυπόγειο ἑνάμισι
δωματίου τῆς ὁδοῦ Σούτσου ὁ δεύτερος καὶ σ' ἕνα δυαράκι τῆς ὁδοῦ Μηθύμνης, ποὺ ἔβλεπε
μάλιστα στὸν 'ἀκάλυπτο', ὁ τρίτος. Ὅπως ἀναλογίζεται κανεὶς τὴ ζωή τους, δὲν θὰ
συμπέραινε πὼς ὑπῆρξαν ἄνθρωποι δυστυχισμένοι γιατί ἔμεναν σὲ ταπεινά,
ταπεινότατα σπίτια. Ἐπιπλέον στὶς κουβέντες τους δὲν θὰ διέκρινε κανεὶς τὴν ἐλαχιστότερη
ἐπιθυμία γιὰ νὰ ἀλλάξει, μετακομίζοντας, ἡ ζωή τους. Ἀντίθετα αἰσθανόσουν τὰ
σπίτια αὐτὰ νὰ εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ ἂν δυστυχήσανε ἦταν γιατί τὸ εἶχαν ἐπιλέξει
οἱ ἴδιοι νὰ δυστυχήσουν. Ἔτσι ὥστε μόνο δυστυχεῖς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς
χαρακτηρίσει κανείς. Μὲ σπίτια μάλιστα ποὺ κανεὶς δὲν θὰ ζήλευε νὰ μένει σὲ ἀντίστοιχά
τους, θὰ προσθέταμε πὼς εἶχαν ἐπαναστατήσει ὡς συνειδήσεις πολὺ πρὶν ἐκφραστοῦν
ἐπαναστατικὰ μὲ τὴν ποίησή τους. Ὁ Καροῦζος, μάλιστα, ὅταν θέλησε νὰ τοῦ
χαρίσει κάποιος ἕνα ἠλεκτρικὸ ψυγεῖο τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του πὼς: 'Δὲν μ' ἐνδιαφέρει
ἡ ἄνεση, μ' ἐνδιαφέρει νὰ βλέπω τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς'. Ἐνῶ ὁ Ἐλύτης σὲ ὅποιον
τὸν ρωτοῦσε 'Πῶς βολεύεται σὲ ἕνα διαμέρισμα δυὸ δωματίων' ἀπαντοῦσε: 'Μὰ τί νὰ
τὰ κάνω τ' ἄλλα δωμάτια, γιὰ νὰ βάλω μέσα μπουφέδες;' ... Ἕνας κόσμος ποὺ
γίνεται συναρπαστικὸς χάρη στὰ πράγματα ποὺ δὲν σταματάει νὰ θέλει κανείς,
κάνει ἀδιανόητη τὴν ἀποκόλληση ἀπὸ μέσα του. Κάτι χειρότερο ποὺ εἶναι μιᾶς ἀσύλληπτης
κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς τάξεως παραχάραξη τοῦ κόσμου: Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα
στὴν εὐμάρεια πιστεύει πὼς ἀφοῦ ἀπολαμβάνει, δὲν τοῦ ἀξίζει ὁ θάνατος, ἐνῶ
δικαιολογημένα μποροῦν νὰ πεθάνουν ὅσοι πένονται, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ
χάσουν» (Θανάση Νιάρχου, «Ἡ ἐπανάσταση τῆς ὀλιγάρκειας», Τὰ Νέα 22.2.2007).
Συναφὲς μὲ
τὸ πνεῦμα τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι καὶ ἕνα πρόσφατο δημοσίευμα, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται
σὲ ἕναν μινιμαλισμὸ ἀνατολικῆς προελεύσεως, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται σταδιακῶς καὶ
στὴν χώρα μας. Πηγὴ αὐτοῦ τοῦ ρεύματος εἶναι τὸ βιβλίο ἰαπωνίδος συγγραφέως, τὸ
ὁποῖο ἔχει πωλήση πάνω ἀπὸ ἑπτὰ ἑκατομμύρια ἀντίτυπα. «Ἂν σοῦ δίνει κάτι χαρά, ἂς
τὸ κρατήσεις. Τὰ ὑπόλοιπα δὲν σοῦ χρειάζονται ... Αὐτὰ ποὺ δὲν πληροῦσαν τὶς
βασικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις θὰ τὰ χάριζα σὲ φίλες μου ἢ θὰ τὰ δώριζα σὲ ἱδρύματα.
Τελικὰ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐξαφάνισα πάνω ἀπὸ τὰ μισά μου ροῦχα. Ὅπως σημείωσε,
κατάφερε νὰ μείνει μὲ μόλις 34 κομμάτια, ροῦχα καὶ παπούτσια μαζί ... Αὐτὸ ποὺ
μὲ τραβάει στὸν μινιμαλισμὸ εἶναι ἡ οἰκονομία χρόνου ποὺ σοῦ ἐξασφαλίζει. Ἀρχίζει
νὰ ἀδειάζει τὸ μυαλό σου ἀπὸ τὴ φασαρία τῶν καθημερινῶν ἀποφάσεων ὅπως τί θὰ
βάλω. Ἔχοντας λιγότερα πράγματα καὶ πιὸ ἐπιλεκτικά, ὅ,τι καὶ νὰ τραβήξεις ἀπὸ τὴν
ντουλάπα σοῦ ταιριάζει. Ἔχεις τέσσερα παντελόνια ποὺ πᾶνε μὲ 15 μπλοῦζες καὶ εἶσαι
πολὺ πιὸ στυλᾶτος ἀπὸ τότε ποὺ εἶχες πάρα πολλά ... Τί νόημα εἶχε νὰ ἔχω 15 κοῦπες
τοῦ καφὲ ποὺ ποτὲ δὲν χρησιμοποιῶ; ... Τὰ πράγματα τοποθετοῦνται στὴ μέση τοῦ δωματίου ἢ πάνω στὸ κρεβάτι ἢ
πάνω στὴν τραπεζαρία, ἀναλόγως, καὶ ἀρχίζει ἡ ἀξιολόγησή τους. Πόσο τὸ
χρειάζομαι; Μοῦ ἀρέσει πραγματικά; Θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω χωρὶς αὐτό; Μήπως σὲ
κάποιον ἄλλον θὰ ἦταν πιὸ χρήσιμο;» («Μόδα τὸ οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ», Ἡ Καθημερινὴ 18.11.2018, σ. 33).
Γιὰ ἐμᾶς
τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς δὲν χρειάζεται ἡ καταφυγή μας σὲ ἀνατολικῆς
προελεύσεως θεωρίες περὶ χαρᾶς καὶ ὀλιγαρκείας. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας
περιέχει πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. «Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων
βρώματα ὁμοίως ποιείτω» (Λουκ. 3: 11).
«Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» (Ματθ. 6: 25). «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ
σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α'
Τιμ. 6: 8). Καὶ ἀκολούθως οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουν μὲ ἐπιγραμματικὸ
τρόπο: «Ἔστω τοίνυν ἡ χρῆσις τῇ χρείᾳ σύμμετρος» (Μ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός, 4, ΒΕΠ
53, 381). Τὸ μέτρο καὶ ἡ ὀλιγάρκεια πρέπει νὰ εἶναι κριτήρια τῶν ἀγορῶν μας καὶ
στόχοι γιὰ τὴν ζωή μας.
Τὸ
κίνητρο τῆς ὀλιγαρκείας δὲν πρέπει νὰ εἶναι, ὅμως, μόνον ἡ χαρὰ τῆς ἁπλῆς ζωῆς,
τὴν ὁποία ἀναφέρει τὸ δημοσίευμα, ἀλλὰ κατ' ἐξοχὴν ἡ πληρότης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς
μὲ τὴν προσφορά μας πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα μᾶς χαρίζει ὁ
δωρεοδότης Κύριος δὲν μᾶς ἀνήκουν ὡς ἰδιοκτησία, ἀλλὰ εἴμαστε διαχειριστές των
καὶ θὰ δώσωμε λόγο γιὰ τὴν ὀρθὴ ἢ μὴ διαχείρισί των. Πρῶτα πρέπει νὰ ἀνοίγωμε τὴν
καρδιά μας καὶ ἔπειτα τὴν ντουλάπα μας γιὰ νὰ προσφέρωμε ὅ,τι δὲν μᾶς
χρειάζεται.
Στὴν
περίοδο τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως τὴν ὁποία διανύομε, τὰ ἀνωτέρω σχολιαζόμενα
δημοσιεύματα μᾶς ὑποδεικνύουν ἕνα ἀντισυμβατικὸ καὶ "ἐπαναστατικό"
δρόμο, τόσο ὅμως συμβατὸ μὲ τὴν χριστιανική μας πίστι καὶ τόσο παραθεωρημένο: τῆς
ὀλιγαρκείας καὶ τοῦ ἁπλοῦ τρόπου ζωῆς. «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ...
καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ» (Ματθ.
6: 26, 28), μᾶς ψιθυρίζει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου.