Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Ἰ.Κ.Ἀγγελοπούλου, Ἡ στᾶσις τοῦ Μ. Βασιλείου ἔναντι τῆς ἐπιστήμης


Ἰωάννη Κ. Ἀγγελοπούλου, 
Η ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ 69 (2019) 2-9, 37-45



1.  Εἰσαγωγὴ

Ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποτελεῖ εὐκαιρία ἐγκύψεως καὶ ἐμβαθύνσεως στὴν ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τῶν τριῶν αὐτῶν μεγάλων Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ συνάμα προστατῶν τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας. Ἡ Ἕνωσίς μας τιμᾶ ἰδιαιτέρως τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας μὲ τὴν κατ’ ἔτος ὁμιλία, ἡ ὁποία γίνεται πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Γενικῆς Συνελεύσεώς της.
Ἡ σημερινὴ ὁμιλία θὰ ἑστιάση τὴν προσοχή της στὴν στᾶσι τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἀπέναντι στὴν ἐπιστήμη. Οἱ σχέσεις πίστεως καὶ ἐπιστήμης ἐπέρασαν κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῶν νεωτέρων χρόνων ἀπὸ πολλὲς φάσεις: ἄλλοτε ὑπῆρξε σύγκρουσις καὶ ἀλληλοαποκλεισμός, ἄλλοτε συμπόρευσι καὶ ἀλληλοσυμπλήρωσι, ἄλλοτε ἀπομάκρυνσι καὶ ἀδιαφορία τῆς μιᾶς πρὸς τὴν ἄλλη. Καὶ ὅλα αὐτά, βεβαίως, τὰ ὑλοποιοῦσαν τὰ καθ’ ἕκαστον πρόσωπα τῶν ἐπιστημόνων, γιατὶ τὸ θέμα τῆς πίστεως ἀπορρέει ἀπὸ τὴν βιοθεωρία καὶ κοσμοθεωρία ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου καὶ ὄχι, ὅπως ψευδῶς προπαγανδίζεται, δῆθεν ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ γνῶσι καὶ πρόοδο.
Ἡ σημερινὴ ὁμιλία διαρθρώνεται ὡς ἑξῆς: μετὰ τὰ ὀλίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μ. Βασιλείου θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς σπουδές του (θύραθεν καὶ χριστιανικές) καὶ στὴν ἀποτίμησι τῆς θύραθεν γνώσεως καὶ ἐπιστήμης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Βασίλειο. Στὴν συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε δι’ ὀλίγων στὰ ἐπιστημονικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται σὲ κάποια ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως στὶς Ὁμιλίες του στὴν Ἑξαήμερον, στὸ Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων καὶ στὴν ἐν γένει ἀξιοποίησι τῶν ἐπιστημονικῶν του γνώσεων στὸ πολυσχιδὲς ποιμαντικὸ καὶ θεολογικό του ἔργο.


2.  Ἡ ἐπιστημονικὴ μόρφωσις τοῦ Μ. Βασιλείου

α. Βιογραφικά τινά. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐγεννήθη τὸ 329/330 στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἐκοιμήθη τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379. Κατήγετο ἀπὸ οἰκογένεια χριστιανῶν, πρόγονοι τῆς ὁποίας ὑπῆρξαν καὶ μάρτυρες τῆς χριστιανικῆς πίστεως.  
β. Οἱ σπουδὲς τοῦ ἁγίου Βασιλείου. «Διπλῆν μόρφωσιν θὰ λάβῃ ὁ Βασίλειος ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τῶν εὐσεβῶν γονέων του καὶ τῆς ἀδελφῆς του. Τὴν μόρφωσιν τῆς καρδίας πρῶτον, τὴν μόρφωσιν τῆς διανοίας ἔπειτα»[1].
Ὁ Μ. Βασίλειος «δὲν ἔθεσε πρωταρχικὸν σκοπὸν τῆς σπουδῆς του τὴν κατάκτησιν τῆς κατὰ κόσμον σοφίας. Οὔτε ἐπεδόθη εἰς τὴν εὐρυτάτην μάθησιν διὰ τὴν γνῶσιν αὐτὴν καθ’ ἑαυτήν. Ἀλλὰ ἐζήτησε τὴν μάθησιν καὶ τὴν σπουδὴν διὰ νὰ ‘ἀποκτήςῃ τὴν ἀληθινὴν φιλοσοφίαν· πῶς θὰ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν Θεόν· πῶς θὰ καταγίνεται εἰς τὰ ἄνω καὶ ἐπουράνια διὰ μέσου τῶν κάτω καὶ γηΐνων· πῶς νὰ κατακτᾷ τὰ σταθερὰ καὶ μόνιμα ἀγαθὰ διὰ μέσου τῶν ἀσταθῶν καὶ ρεόντων τοῦ κόσμου τούτου πραγμάτων’ (Γρηγόριος)»[2].
Γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ ἁγίου Βασιλείου γνωρίζομε ὅτι: «κατεῖχε ὄχι μόνο τὴ φιλοσοφία, τὴ διαλεκτικὴ καὶ τὴ ρητορική, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιστῆμες, ὅπως εἶναι τὰ μαθηματικά, ἡ ἀστρονομία, ἡ ἰατρική, ἡ μετεωρολογία, ἡ βοτανική, ἡ ζωολογία, ἡ γεωγραφία καὶ ἄλλοι κλάδοι τῆς γνώσεως, ἰδιαίτερα δὲ ἡ θεολογία»[3].
«Εἰς τὰς Ἀθήνας πρέπει νὰ ἔφθασεν ὁ Βασίλειος τὸ 352, τὸν ὑπεδέχθη δὲ ὁ Καππαδόκης γνώριμός του Γρηγόριος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐπρόκειτο ἔκτοτε νὰ συνδεθῆ στενῶς. Ἐγγραφεὶς εἰς τὴν σχολὴν τοῦ διαπρεποῦς Χριστιανοῦ καθηγητοῦ Προαιρεσίου, διήκουσε μαθήματα αὐτοῦ καὶ ἄλλων διδασκάλων, ἰδίως δὲ τοῦ Ἱμερίου. Παρηκολούθησεν, ὡς συνηθίζετο τότε, εὐρὺ πρόγραμμα μαθημάτων, ἤτοι ρητορικῆς, τῆς βασιλίδος τῶν ἐπιστημῶν κατὰ τὴν τότε ἀντίληψιν, φιλολογίας, ἱστορίας, φιλοσοφίας, μαθηματικῶν καὶ ἰατρικῆς»[4].
Στὰς Ἀθήνας ὁ Βασίλειος μὲ τὸν Γρηγόριο: «ἐγνώριζον δύο δρόμους, πρῶτον τὸν ὁδηγοῦντα εἰς τὸν χριστιανικὸν ναὸν καὶ τοὺς ἐκεῖ διδασκάλους, δεύτερον τὸν ὁδηγοῦντα εἰς τοὺς ἔξω παιδευτάς. Ἔγιναν διάσημοι εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, ὡς οἱ παλαιοὶ Ὀρέστης καὶ Πυλάδης, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Γρηγορίου, καὶ συνεκέντρωσαν γύρω των καὶ ἄλλους χριστιανοὺς φοιτητάς, διὰ νὰ συναποτελέσουν ἕνα σύλλογον σωφρόνων νέων»[5].
Κι ἄλλος μελετητὴς σημειώνει γιὰ τὶς σπουδές του στὴν Ἀθήνα: «Ὁ Μ. Βασίλειος ἐσπούδασε στὴν Ἀθήνα τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του ἐπὶ τέσσαρα καὶ πλέον χρόνια, ἔχων ὡς πολύτιμο, φίλτατο καὶ ὁμόψυχο συσπουδαστὴ τὸν Γρηγόριο. Τὴν ἡμέρα παρακολουθοῦσε τὶς παραδόσεις τῶν καθηγητῶν του, ἰδιαίτερα, ἀσφαλῶς τοῦ χριστιανοῦ καθηγητοῦ Προαιρεσίου, καὶ τὴ νύχτα ἐνεβάθυνε στὴν ἐπιστήμη, στοὺς διαφόρους κλάδους τῆς γνώσεως, διὰ τῆς μελέτης τῶν σχετικῶν βιβλίων. Ἐκεῖ ἐμελέτησε τὸν Ὅμηρο, τὸν Ἡσίοδο, τοὺς τραγικούς, τὸν Πυθαγόρα, τὸν Εὐκλείδη καὶ τὸν Πτολεμαῖο· τὸν Σόλωνα καὶ τὸν Θέογνι, τὸν Θεόφραστο καὶ τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὴν ὅλη σωκρατικὴ καὶ στωϊκὴ φιλοσοφία. Ἐμελέτησε ἀκόμη τὸν Ἡρόδοτο, τὸν Θουκυδίδη, τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὸν Διόδωρο, τὸν Σικελιώτη, τὸν Παυσανία, τὸν Στράβωνα, τὸν Διογένη τὸν Λαέρτιο, τὸν Πρόδικο καὶ τὰ ἔργα πολλῶν ἄλλων συγγραφέων, τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρει μὲ τὸ ὄνομά τους. Στὴν Ἀθήνα παρακολούθησε τὴ γυμναστικὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀθλήσεις, ἐγνώρισε καλύτερα τὴ μουσικὴ καὶ τὴν καλλιτεχνία. Συνέχισε δὲ τὶς μελέτες του ἀργότερα ἐπὶ πολλὰ χρόνια στὰ ἡσυχαστήρια ποὺ ἔμενε»[6].
γ.  Ἡ βαθυτέρα σπουδὴ διὰ τῆς ἀναχωρήσεως. Ἡ διάθεσις τοῦ ἁγίου Βασιλείου γιὰ οὐσιαστικὴ μόρφωσι καὶ καλλιέργεια δὲν ἐπερατώθη μὲ τὶς θύραθεν σπουδές του. Ἡ ἀγωνία μετὰ τὶς σπουδές του ἦταν νὰ μορφώση ἐντός του τὸν Χριστόν. «Ποῦ ὅμως θὰ μαθητεύςῃ διὰ νὰ μορφωθῇ μὲ τὴν νέαν αὐτήν, τόσον δὲ ἀπαραίτητον μόρφωσιν; Ποῖοι θὰ εἶναι οἱ νέοι διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί του; Ἡ ἔρημος θὰ εἶναι τὸ σχολεῖον του, οἱ ὀνομαστοὶ δὲ τῆς ἐρήμου ἀσκηταὶ θὰ εἶναι οἱ διδάσκαλοί του»[7]. «Καὶ ὅπως ἄλλοτε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὰς Ἀθήνας εἶχε παραδοθῆ ὁλόκληρος εἰς τὴν σπουδὴν καὶ τὴν διανοητικὴν μάθησιν, ἔτσι τώρα παραδίδεται ἐδῶ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν καὶ ζωήν»[8].
«Ἐπιθυμῶν νὰ εὕρη κατάλληλον τόπον δι’ ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ καὶ ἀδελφὸν πρόθυμον νὰ συμμερισθῆ τὸν ἴδιον τρόπον ζωῆς, ἀνέλαβε ταξίδιον εἰς τὰς χώρας τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποταμίας, τὸ ὁποῖον διήρκεσε καθ’ ὅλην τὴν περίοδον  ἀπὸ τοῦ φθινοπώρου τοῦ 358 μέχρι τῆς ἀνοίξεως τοῦ 359. Ἂν καὶ δὲν εὗρεν ὅ,τι ἀνεζήτει, ἐπέστρεψε γεμᾶτος πνευματικὰς ἐμπειρίας»[9].
Ὀλίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Πατὴρ ἐπῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ ἀφιερώση ὁλόκληρον τὴν ζωή του στὸν μεγάλο ἔρωτά του, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Διένειμε λοιπὸν εἰς πτωχοὺς τὰ κυριώτερα ἀπὸ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα καὶ ἐγκατεστάθη εἰς μίαν γωνίαν τοῦ κτήματός των, πλησίον τῆς συμβολῆς τῶν ποταμῶν Ἴριδος καὶ Λύκου, ἀπέναντι τῶν Ἀννήσων καὶ τοῦ ἀσκητηρίου τῆς ἀδελφῆς του. Συνεκροτήθη γύρω του μία μικρὰ κοινότης νέων ἀνθρώπων, πιθανῶς μὲ βάσιν τὰ ὑπολειφθέντα μέλη τῆς ὁμάδος τοῦ Ναυκρατίου»[10].
«Ἀπὸ τὴν περίοδον τῆς κοινοβιακῆς του ἀσκήσεως εἰς τὸν Πόντον προέρχονται μερικαὶ ἐξαίρετοι ἐπιστολαί, ἡ Φιλοκαλία τὴν ὁποίαν κατήρτισεν ὁμοῦ μετὰ τοῦ Γρηγορίου ὡς ἀπάνθισμα ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Ὠριγένους, καὶ ὁ Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ Εὐνομίου»[11].
«Θὰ μελετήςῃ [στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Πόντου] τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἁπλωμένη εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν ἀπὸ τῶν μεγίστων μέχρι τῶν ἐλαχίστων καὶ θὰ ἀποτυπώςῃ ἀργότερον τὰς παρατηρήσεις εἰς τὸ ὑπέροχον ἔργον του ‘ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον’, τὸ ὁποῖον τὸν κατατάσσει εἰς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν μεγάλων φυσιοδιφῶν. Ἀλλὰ καὶ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ θὰ μελετήςῃ βαθύτερον καὶ συστηματικώτερον. Θὰ ἐμβαθύνῃ περισσότερον εἰς τὰ θεῖα του νοήματα· θὰ καταγίνῃ εἰς βαθείας μελέτας καὶ ἑρμηνευτικὰς ἐργασίας τῶν ἱερῶν κειμένων, τὰς ὁποίας θὰ παρουσιάςῃ ἀργότερον καὶ θὰ καταπλήξῃ τοὺς σοφοὺς μὲ τὴν σοφίαν του. Θὰ μελετήςῃ, ἀλλὰ καὶ θὰ προσευχηθῇ»[12].
«Μεθοδικὸς καὶ προγραμματισμένος νοῦς ὁ Βασίλειος, πρὶν εἰσέλθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεδόθη εἰς τὴν ὀργάνωσιν τῶν κέντρων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἠδύναντο νὰ προμηθεύσουν στελέχη κατάλληλα δι’ ὅλας τὰς δραστηριότητας. Ἐπρόκειτο βασικῶς περὶ μοναστικῶν κέντρων, τὰ ὁποῖα ἦσαν συγχρόνως καὶ ἐκπαιδευτικά. Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος βεβαιώνει ὅτι ἡ μοναχικὴ κοινότης τοῦ Πόντου ἀπεκαλεῖτο ὑπὸ τῶν μελῶν της φροντιστήριον καὶ σχολή. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Βασιλείου Γρηγόριος καὶ Πέτρος εἰς αὐτὴν ἔλαβον τὴν θεολογικήν των κατάρτισιν, ὡς ἐπίσης καὶ ἄλλοι νέοι, οἱ ὁποῖοι κατέλαβον βραδύτερον ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα. Τὴν ἰδίαν μορφὴν εἶχε καὶ ἡ κοινότης του εἰς τὴν Καισάρειαν, ὅπου ἐμορφώθησαν ὁ Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ διάδοχος τοῦ Βασιλείου Ἑλλάδιος. Εἰς τὴν σχολὴν τῆς Καισαρείας ἐδιδάσκοντο καὶ ὡρισμέναι τέχναι, ὡς ἡ καλλιγραφία, ἡ νοσοκομειακὴ καὶ πιθανῶς ἡ ἰατρική»[13].
«Σπουδαιοτάτη ἡ περίοδος αὐτὴ καὶ διὰ τοὺς δύο μεγάλους αὐτοὺς ἄνδρας. Δὲν θὰ ἦτο ὑπερβολή, ἂν ἔλεγε κανείς, ὅτι τὸ μεγαλεῖον των, τὸ ὁποῖον παρουσίασαν εἰς τὴν ζωήν των ὡς ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὀργανωτῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ποιμνίων, ποὺ τοὺς ἔταξεν ὁ Θεὸς νὰ ποιμάνουν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγώνων ποὺ ἀνέλαβον καὶ ἔφερον εἰς πέρας τόσον ἀποτελεσματικῶς, εἶχε τὴν ἀρχήν του εἰς τὰ ἔτη αὐτά, κατὰ τὰ ὁποῖα πρὶν ἀρχίσουν τὴν πρὸς τοὺς ἄλλους ἐργασίαν εἰργάσθησαν τόσον προσεκτικῶς εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν των»[14].
δ.   Ἀποτίμησις τῆς θύραθεν μορφώσεως καὶ τῆς ἐπιστήμης – ἀκραῖες θέσεις τοῦ Κόντογλου. «Ποία λοιπὸν ἦτο ἡ ἐντύπωσίς του ἀπὸ τὰς εὐρείας καὶ τόσον ἐπιτυχεῖς σπουδάς του; Ἐν πρώτοις ἂς σημειωθῇ, ὅτι ψυχὴ βαθέως ταπεινὴ ὁ Βασίλειος, δὲν ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὸν ὄγκον τῶν γνώσεων, τὰς ὁποίας ἔλαβεν εἰς τὴν πόλιν τῆς σοφίας. Τὰ ὅσα ἐσπούδασεν ἐκεῖ ἦσαν ἱκανὰ νὰ δημιουργήσουν ἔπαρσιν καὶ ἰδέαν μεγάλην καὶ ὑψηλὴν καὶ νὰ ἐπηρεάσουν σοβαρῶς κάθε νέον ποὺ δὲν θὰ εἶχε γερὰ θεμέλια εἰς τὴν ζωήν του. Τίποτε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνέβη εἰς τὸν Βασίλειον. Ἀλλὰ νοῦς φωτισμένος καθὼς ἦτο, διεῖδεν, ὅτι ἡ κοσμικὴ αὐτὴ μόρφωσις καὶ σοφία, ἐνῷ δὲν εἶναι κατ’ ἀρχὴν ἀξία περιφρονήσεως, ὅμως τίποτε τὸ θετικὸν καὶ συγκεκριμένον δὲν ἠμπορεῖ νὰ δώςῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν φωτισθῇ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ»[15].
«Ἔπειτα ἐχρησιμοποίησε μὲν ὁ σοφὸς καὶ τὴν σοφίαν, τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν εἰς τὰς Ἀθήνας. Καὶ ἡ σοφία αὐτὴ φαίνεται νὰ ἔχῃ τὴν ἐπίδρασίν της εἰς τὰς σελίδας τῶν πλουσιωτάτων καὶ σπουδαιοτάτων ἔργων του. Ὅμως μόνον ὡς πρὸς τὴν μορφήν, ὡς πρὸς τὴν τέχνην καὶ  τὴν μέθοδον. Εἰς τὸ περιεχόμενον, εἰς τὴν οὐσίαν θὰ μείνῃ σταθερῶς προσκολλημένος εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας»[16].
«Εἶναι ἀναντίρρητον, ὅτι ὁ σοφὸς ἱεράρχης ἐξετίμα τοὺς ἐθνικοὺς διδασκάλους διὰ τὰς γνώσεις των τὰς ἐπιστημονικάς, ἀλλὰ τὰ ὅσα ἐδίδασκον τὰ εὕρισκε χρήσιμα μὲν καὶ ὠφέλιμα διὰ μίαν γενικωτέραν μόρφωσιν, μικρὰ ὅμως καὶ ἀσήμαντα ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀποκεκαλυμένην χριστιανικὴν ἀλήθειαν»[17].
«Διὰ τὸν Βασίλειον ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια εἶναι οἱ καρποί, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι φορτωμένον τὸ δένδρον. Τὰ ἄλλα διδάγματα τῶν σοφῶν εἶναι τὰ φύλλα, ποὺ δὲν εἶναι μὲν καρποί, στολίζουν ὅμως καὶ ὀμορφαίνουν τὸ δένδρον…»[18].
            Ὁ Φώτης Κόντογλου, σὲ ἕνα κείμενό του μὲ τὸν τίτλο «Ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός», ὑποστηρίζει στηριζόμενος σὲ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου τὴν ἀκραία θέσι ὅτι ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀπέρριψε ἐν τέλει καὶ ὁλοσχερῶς τὴν θύραθεν σοφία, γνῶσι καὶ ἐπιστήμη. Σημειώνει ὁ Κόντογλου: «Θέλω νὰ µιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ µὴν πῶ τὰ συνηθισµένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι’ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασµένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του κ’ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ “θύραθεν” σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράµµατα, στὴ ρητορικὴ καὶ στ’ ἄλλα ἐφήµερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησµονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσµικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει “µωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ”. Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, µάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι’ ἂς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήµη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσηµο ἀπὸ τὸν Χριστιανισµό. Γι’ αὐτό, ὅλα τὰ µετρᾶνε µ’ αὐτὰ τὰ µέτρα. Ἡ ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ µυαλό, µ’ ἕνα σύντοµον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιµοῦσε καὶ ἐκτιµᾷ ἡ ἁµαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι’ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο». Καὶ παραθέτει κατωτέρω σὲ μετάφρασι τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Εὐστάθιο Σεβαστείας: «Ἐγώ, γράφει, ἀφοῦ ξόδεψα πολὺν καιρὸν στὰ µάταια πράγµατα, κι’ ἀφοῦ ὅλη σχεδὸν τὴ νεότητά µου τὴ χάλασα µὲ τὸ νὰ κοπιάζω γιὰ πράγµατα ἀνώφελα (ἀδιαφόρετα), καταγινόµενος νὰ µελετῶ τὰ µαθήµατα τῆς “παρὰ τοῦ Θεοῦ µωρανθείσης σοφίας”, ἐπειδὴ κάποτε ξύπνησα σὰν νὰ κοιµόµουνα σὲ βαθὺν ὕπνο, καὶ ἄνοιξα τὰ µάτια µου στὸ θαυµαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου κ’ εἶδα καλὰ πὼς ἤτανε ἄχρηστη “ἡ σοφία τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουµένων”, ἀφοῦ ἔκλαψα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή µου, παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ µὲ χειροκρατήση γιὰ νὰ φωτισθῶ στὰ δόγµατα τῆς εὐσέβειας. Καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα προσπάθησα νὰ ἀποκτήσω κάποια ἠθικὴ διόρθωση, ἐπειδὴ εἶχε πάθει µεγάλη διαστροφὴ ἡ ψυχή µου ἀπὸ τὴ συναναστροφή µου µὲ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Διάβασα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὰν εἶδα πὼς ἐκεῖ µέσα εἶναι γραµµένο πὼς συντείνει πολὺ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ πουλήση τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ µοιράση στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς του καὶ νὰ ζῇ χωρὶς νὰ φροντίζῃ καθόλου γιὰ τούτη τὴ ζωή, καὶ νὰ µὴν προσηλώνεται ἡ ψυχὴ στὰ ἐπίγεια ἀπὸ καµµιὰ συµπάθεια, παρακαλοῦσα νὰ εὕρω κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νὰ διάλεξε αὐτὸν τὸ δρόµο στὴ ζωή του, ὥστε, µαζὶ µ’ αὐτόν, νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ περάσω τούτη τὴν περαστικὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς».
            Ὑπάρχουν, ὅμως, πολλὰ ἄλλα κείμενα τοῦ ἁγίου Βασιλείου, μὲ κυριώτερο τὴν ὁμιλία του Πρὸς τοὺς νέους…, ὅπου ἐκεῖ φαίνεται ἡ ἐκτίμησις καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς θύραθεν σοφίας καὶ γνώσεως γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, χωρὶς νὰ προηγεῖται ἐπ’ οὐδενὶ τῆς σωζούσης ἀληθείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴν χαρακτηρίζει, μάλιστα, ὅπως εἴδαμε καὶ ἀνωτέρω, ὡς τὰ φύλλα τοῦ δένδρου, τὰ ὁποῖα προσδίδουν ὀμορφιὰ καὶ στοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου, τὴν σωτήριο ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μας. «Τίνι μέντοι καὶ παρεικάσας τῶν παιδεύσεων ἑκατέραν, τῆς εἰκόνος ἂν τύχοις; Ἦπου καθάπερ φυτοῦ οἰκεία μὲν ἀρετὴ τῷ καρπῷ βρύειν ὡραίῳ, φέρει δέ τινα κόσμον καὶ φύλλα τοῖς κλάδοις περισειόμενα· οὕτω δὴ καὶ ψυχῇ προηγουμένως μὲν καρπὸς ἡ ἀλήθεια, οὐκ ἄχαρί γε μὴν οὐδὲ τὴν θύραθεν σοφίαν περιβεβλῆσθαι,  οἷόν τινα φύλλα σκέπην τε τῷ καρπῷ καὶ ὄψιν οὐκ ἄωρον παρεχόμενα»[19].


3.  Ἡ ἐπιστημονικὴ δρᾶσις τοῦ Μ. Βασιλείου

Κατὰ τοὺς μελετητές του: «Ἂν καὶ ὁ χῶρος τῆς συγγραφικῆς του ἐργασίας ἦτο τὸ κελλίον τοῦ ἐρημίτου ἢ τὸ γραφεῖον τοῦ ποιμενάρχου, ἐφρόντιζε νὰ συντάσση τὰ κείμενά του κατὰ τρόπον εὐχάριστον εἰς τὸν ἀναγνώστην καὶ τὸν ἀκροατήν. Μὲ τὴν εὐρύτητα ἀντιλήψεως, ἡ ὁποία τὸν διέκρινε, διετήρει πάντοτε τὰς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὰς μούσας, τῶν ὁποίων τὴν τέχνην εἶχε θεραπεύσει φιλοπόνως κατὰ τὴν νεότητά του. Ὅπως σημειώνει ὁ Γρηγόριος καὶ μαρτυροῦν τὰ ἔργα του, εἶχε σπουδάσει μὲ ἄκραν ἐπιτυχίαν ρητορικήν, γραμματικήν, ἱστορίαν, φιλολογίαν, φιλοσοφίαν εἰς ὅλας τὰς φάσεις της, καὶ μαθηματικὴν κατὰ τοὺς τρεῖς κλάδους της»[20]. Μέσα, λοιπόν, στὰ θεολογικὰ κείμενά του φαίνεται ἡ ἀξιοποίησις τῶν πολλῶν ἐπιστημονικῶν του γνώσεων πρὸς ὄφελος τῶν ἀκροατῶν καὶ ἀναγνωστῶν του.
α.  Ἀξιοποίησις τῆς ρητορικῆς. Ἡ ἀξιοποίησις τῆς ρητορικῆς τέχνης, τὴν ὁποία ἐσπούδασε καὶ μὲ ἐπιτυχία ἤσκησε καὶ πρὸ τῆς ἱερώσεώς του, φαίνεται κυρίως στὰ ὁμιλητικά του ἔργα, ἀλλὰ καὶ στὶς πραγματεῖες, πολλὲς φορὲς καὶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του, στὶς ὁποῖες τηρεῖ τοὺς κανόνες τῆς τέχνης αὐτῆς. Ἡ ρητοτικὴ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατέρα γιὰ νὰ ὑπερασπισθῆ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ γιὰ νὰ προσφέρη μὲ σαφήνεια καὶ ἐνάργεια τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στοὺς συνανθρώπους του. Ὁ λόγος του εἶναι κομψὸς καὶ ἁπλός, εὔληπτος καὶ σὲ ἀκροατήρια μὴ μορφωμένων ἀνθρώπων.
β.  Ἀξιοποίησις τῆς φιλοσοφίας. Ἡ ἀξιοποίησις τῆς φιλοσοφίας (καὶ τῶν σημερινῶν ἀποκαλουμένων θεωρητικῶν ἐπιστημῶν) γίνεται σὲ πλεῖστα ὅσα ἔργα τοῦ Μ. Βασιλείου.
Σημειώνει ἕνας μελετητής του: «Μένει κατάπληκτος ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης, ὅταν διαβάζει στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι ὁ ‘τρόπος τῆς δημιουργίας’ εἶναι ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Ἡ Ἀποκάλυψη μᾶς λέγει σαφῶς ποιὸς ἔκανε τὸν κόσμο. Τὸ ‘πῶς’ ἔγινε ἀνήκει στὴν ἐπιστήμη»[21]. Καὶ συνεχίζει: «οἱ πατέρες τὴν ἀλήθεια τῆς ἐπιστήμης καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκάλυψης τὶς ἔβλεπαν σὲ μιὰ ἑνιαία διάσταση καὶ κατὰ συνέπεια σὲ μιὰ αὐτονόητη ἑνότητα»[22]. «Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία ἀποκτοῦν σ’ αὐτὰ  τὰ κείμενα τῶν διδακτικῶν ὁμιλιῶν μιὰ ἀπίστευτη ἐνάργεια καὶ ἁπλότητα, ὥστε νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει τὶς γνώσεις αὐτὲς καλύτερα ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο παρὰ ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Ποσειδώνιο καὶ ἄλλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας ἔχει ἀντλήσει τὶς πληροφορίες του»[23]. «Ὁ Τατάκης τονίζει κατηγορηματικὰ τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε μεγάλη ἄνεση γιὰ τὴν παρουσίαση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν κειμένων τῆς Γένεσης μὲ βάση τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ φιλοσοφικὴ γνώση τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ προσωπικότητά του ποὺ μιλάει στὰ κείμενα τῶν ὁμιλιῶν του»[24].
Ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀναδεικνύεται βαθὺς ψυχολόγος καὶ ἀνατόμος τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς: «Προϊόντα ἔπειτα βαθείας μελέτης καὶ ψυχολογίας τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἀδυναμιῶν του, τῶν ψυχολογικῶν τύπων, τῶν ποικίλων χαρακτήρων καὶ τοῦ τρόπου, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ οἰκονομοῦνται καὶ θὰ οἰκοδομοῦνται, εἶναι τὰ ὅσα περιλαμβάνονται εἰς τὰ ἀσκητικὰ τοῦ ἁγίου Πατρός. Βλέπει κανεὶς εἰς αὐτὰ τὸν μέγαν ἐπιστήμονα, τὸν βαθὺν ψυχολόγον, τὸν ἄνθρωπον ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς καλλιεργημένος, ἀλλὰ βαθύτατα πνευματικός, τὸν ἀνατόμον τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας, τὸν γνώστην τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς»[25].
Γι’ αὐτὸ καὶ καθίσταται μὲ τὶς συμβουλές του ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς τῆς ἁμαρτανούσης ψυχῆς: «Γνωρίζει ἡ εὐγενὴς ἐκείνη ψυχή, ὅτι ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ ‘τοῖς ποικίλοις καὶ πολυτρόποις ἁμαρτήμασιν ἐκακώθη’· ὅτι ἡ ἁρμονία τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν διεταράχθη· ὅτι ‘ἡ ἁμαρτία τὸ κάλλος τῆς εἰκόνος ἠχρείωσεν, εἰς τὰς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίας τὴν ψυχὴν καθέλκουσα’. Ὅτι χρειάζεται μακρὰ καὶ ὑπομονητικὴ θεραπεία, καὶ ἀγωγὴ σύμφωνος πρὸς τὰς ἰδιαιτέρας κλίσεις καὶ ἀδυναμίας ἑκάστης ψυχῆς καὶ παιδαγωγία ἐν ἀγάπῃ καὶ ὑπομονῇ πολλῇ. Σπουδαιότατα δὲ εἶναι ὅσα σημειώνει περὶ τοῦ τρόπου τῆς διορθώσεως ἀδυναμιῶν διὰ τῆς καλλιεργείας τῶν ἀντιθέτων ἀρετῶν»[26].
γ. Ἀξιοποίησις τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Οἱ ὁμιλίες στὴν Ἑξαήμερον, χρησιμοποιοῦν τὰ ἐπιστημονικὰ ἔργα τῆς πρὸ τοῦ Βασιλείου ἐποχῆς: «Αἱ ὁμιλίαι αὐταὶ ἐπιτελοῦν κάτι τὸ πρωτοφανὲς εἰς τὴν χριστιανικὴν ἱστορίαν· εἰσάγουν τὴν ἑλληνικὴν ἐπιστήμην εἰς τὴν χριστιανικὴν θεολογίαν. Αἱ ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων - ἀνωνύμως ὑποδεικνυομένων – συζητοῦνται μὲ προσοχὴν καὶ κατανόησιν· ὁ Τίμαιος τοῦ Πλάτωνος, τὰ φυσικὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοῦ Αἰλιανοῦ καὶ ὁ Φυσιολόγος, εἰς τὴν προκαταρτκικήν του μορφήν, εἶναι παρόντα εἰς ὅλας τὰς σελίδας του. Ἡ δροσερότης τὴν ὁποίαν παρουσιάζουν αἱ ὁμιλίαι ἐνδεικνύουν πρόσφατον ἀποφοίτησιν ἀπὸ τὰς φιλοσοφικὰς σχολὰς καὶ ἐκφώνησιν κατὰ τὸ πρεσβυτερικὸν τοῦ Βασιλείου στάδιον. Παρεδόθησαν εἰς περίοδον νηστείας, ὡς συνάγεται ἀπὸ ἐσωτερικὰ τεκμήρια, καὶ δὴ ἐντὸς πέντε ἡμερῶν, πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, πλὴν τῆς ε’ ὁμιλίας ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη Τετάρτην πρωί. Ἐξεφωνήθησαν ἐκ τοῦ προχείρου, ὅπως συνάγεται κυρίως ἀπὸ τὴν παράλειψιν ἀναφορᾶς εἰς τὸ βασίλειον τῶν πετεινῶν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐπεσήμαναν οἱ ἀκροαταί, ὁπότε αὐτὸς ἐπέστρεψεν εἰς τὴν σειρὰν τοῦ κειμένου»[27].
«Νὰ θαυμάση κανεὶς τὴ διορατικότητα καὶ τὴν παρατηρητικότητα τοῦ Μεγάλου τούτου ἀνδρὸς ἢ τὴν ἀκριβολόγο σχετικὴ διατύπωσι τῆς μεθόδου ἐρεύνης τῶν φυσικῶν καὶ ἀστρονομικῶν φαινομένων; Ἡ παρατηρητικότης καὶ ἡ διορατικότης εἶναι φυσικὰ προσόντα τὰ ὁποῖα ὅμως ἐκαλιέργησε σὲ μεγάλο βαθμὸ χωρὶς νὰ  παύση νὰ εἶναι βαθὺς θεολόγος, ἄνθρωπος ποὺ εἰσχωροῦσε βαθειὰ στὰ θεολογικὰ ζητήματα, γιατὶ πρὸ παντὸς ἦτο θεολόγος … Ἡ χρησιμοποίησι καθὼς καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς μεθόδου σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐξετάζη τὰ διάφορα προβλήματα εἶναι καὶ συνέπεια τῶν ἀρτίων σπουδῶν του στὴν Ἀθήνα»[28].
«Ὁ Μ. Βασίλειος προχωρεῖ περισσότερο καὶ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ἐρευνηταὶ μποροῦν νὰ θέσουν καὶ βασικὲς ἀρχές, ἔστω καὶ ἀναπόδεικτες, ἐφ’ ὅσον μὲ αὐτὲς θέλουν νὰ στηρίξουν τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. ‘Εἰ γὰρ μὴ συγχωρήσεται, λέγει, τὰς πρώτας ἀρχὰς τῷ γεωμέτρῃ, ἀμηχάνου αὐτὸν τὰ ἐφεξῆς συμπεράνεσθαι’. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ἰσχύη, ὄχι μόνο γιὰ τὸ γεωμέτρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μαθηματικό, τὸν ἰατρὸ καὶ κάθε ἐπιστήμονα. ‘Ἀνάγκη τὰς τῶν λογικῶν τεχνῶν ἀρχὰς ἀνεξετάστως παραδεξάμενον τὸ ἐκ τῶν ὑποτεθέντων ἀκόλουθον ἐν ταῖς ἐφεξῆς ἐπιβλέπειν’. Πόσο βαθειὰ εἰσχωρεῖ ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς Ἑξαημέρου στὴν ἐξέτασι τῶν ποικίλων φυσικῶν φαινομένων, ὥστε νὰ διατυπώνη τόσο σοβαρὲς καὶ βασικὲς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα!»[29].
«Ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ ἐρευνοῦν μὲ ἐπιμονὴ καὶ νὰ κοπιάζουν στὴν ἐργασία καὶ νὰ μὴ ἀποκάμνουν, γιατὶ ἡ ἔρευνα προϋποθέτει μόχθο καὶ κόπο. Γράφει (2α ὁμιλία): ‘Μὴ ἀποκνήσωμεν πρὸς τὴν ἔρευναν’. Πρὸς τούτοις, τονίζει, (1η ὁμιλία) ὅτι δὲν πρέπει νὰ φοβούμεθα τὴν ἔρευνα, ἡ ὁποία θὰ μᾶς κάμη ὥστε νὰ ἀνακαλύψουμε τοὺς φυσικοὺς νόμους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ μᾶς δώση ἀφορμὴ νὰ αὐξήση ὁ θαυμασμός μας πρὸς τὸν Θεόν. Λέγει ‘Οὐ γὰρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδὰν ὁ τρόπος καθ’ ὃν γίνεταί τι τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆ’. Καὶ συνεχίζει: ‘εἰ δὲ μή, ἀλλὰ τό γε ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερόν ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων’»[30].
Ἰδιαιτέρως οἱ Ὁμιλίες στὴν Ἑξαήμερο, γέμουν ἀπὸ ἐπιστημονικὲς γνώσεις: «ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Ἀστρονομίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στ. Πλακίδης παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: ‘Οἱ παλαιότεροι ἀλλὰ καὶ οἱ νεώτεροι ἐρευνηταί, ὅσοι εἶχον τὴν εὐκαιρίαν νὰ μελετήσουν μετὰ προσοχῆς καὶ ἐμβαθύνουν εἰς τὸ περιεχόμενον τῶν ἐννέα ὁμιλιῶν εἰς τὴν Ἑξαήμερον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καταλαμβάνονται ἀπὸ αἴσθημα ἐκπλήξεως. Διότι βλέπουν διὰ μέσου τῶν σκέψεων καὶ ἰδεῶν, αἵτινες ἀναπτύσσονται καὶ ἀναλύονται ἐκεῖ, πληθὺν γνώσεων φυσικῶν, ἀστρονομικῶν, βοτανικῶν κ.λπ. ὅπως ἐπίσης καὶ ποικίλας θεωρίας καὶ ἀπόψεις ἐπὶ πλείστων ὅσων ζητημάτων καὶ θεμάτων τῆς τότε φυσικῆς ἐν γένει ἐπιστήμης.  Ὁ ἀστρονόμος, ὁ φυσικὸς καὶ γενικώτερον ὁ ἐκπρόσωπος τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν ἐκπλήσσεται ὄντως διὰ τὴν μεγάλην πολυμέρειαν, τὴν ἐνημερότητα καὶ τὴν βαθεῖαν ἐπιστημονικὴν κατάρτισιν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ σοφὸς οὗτος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας ἐσπούδασεν, ὡς γνωστόν, ἐν Ἀθήναις, οὐ μόνον φιλοσοφίαν, ἀλλὰ καὶ φυσικομαθηματικὰς ἐπιστήμας, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὴν Ἀστρονομίαν. Ἐγκρατὴς τῶν ἐπιστημονικῶν περὶ τὴν σπουδὴν τῶν ἄστρων ἀληθειῶν ἐν τῷ ὑπὸ τῆς ἐποχῆς του ἐπιτρεπομένῳ μέτρῳ, πρὸς δὲ τούτοις καὶ ὀξὺς παρατηρητὴς τῆς περὶ αὐτὸν φύσεως, ὅπως κατ’ ἐπανάληψιν ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν ποικίλων γεγονότων, τὰ ὁποῖα μνημονεύει μετὰ θαυμαστῆς σαφηνείας καὶ παρατηρητικότητος, ὑπῆρξε συγχρόνως αὐστηρότατος ἐλεγκτὴς τῶν περὶ τὴν μαγείαν καὶ τὴν ἀστρολογίαν ἀσχολουμένων’ (‘Ἀκτῖνες’, 1955, σ. 11)»[31].
Ὁ ἅγιος Πατὴρ ἐπισημαίνει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος δὲν ἔγινε αὐτομάτως: «Οὐρανοῦ γὰρ καὶ γῆς ποίησις παραδίδοσθαι μέλλει, οὐκ αὐτομάτως συνενεχθεῖσα, ὥς τινες ἐφαντάσθησαν, παρὰ δὲ τοῦ Θεοῦ τὴν αἰτίαν λαβοῦσα»[32].
Καὶ συνεχίζει: «Πολλὰ περὶ φύσεως ἐπραγματεύσαντο οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί, καὶ οὐδὲ εἷς παρ’ αὐτοῖς λόγος ἕστηκεν ἀκίνητος καὶ ἀσάλευτος, ἀεὶ τοῦ δευτέρου τὸν πρὸ αὐτοῦ καταβάλλοντος· ὥστε ἡμῖν μηδὲν ἔργον εἶναι τὰ ἐκείνων ἐλέγχειν· ἀρκοῦσι γὰρ ἀλλήλοις πρὸς τὴν οἰκείαν ἀνατροπήν. Οἱ γὰρ Θεὸν ἀγνοήσαντες, αἰτίαν ἔμφρονα προεστάναι τῆς γενέσεως τῶν ὅλων οὐ συνεχώρησαν, ἀλλ’ οἰκείως τῇ ἐξ ἀρχῆς ἀγνοίᾳ τὰ ἐφεξῆς συνεπέραναν. Διὰ τοῦτο οἱ μὲν ἐπὶ τὰς ὑλικὰς ὑποθέσεις κατέφυγον, τοῖς τοῦ κόσμου στοιχείοις τὴν αἰτίαν τοῦ παντὸς ἀναθέντες· οἱ δὲ ἄτομα καὶ ἀμερῆ σώματα, καὶ ὄγκους καὶ πόρους συνέχειν τὴν φύσιν τῶν ὁρατῶν ἐφαντάσθησαν. Νῦν μὲν γὰρ συνιόντων ἀλλήλοις τῶν ἀμερῶν σωμάτων, νῦν δὲ μετασυγκρινομένων, τὰς γενέσεις καὶ τὰς φθορὰς ἐπιγίνεσθαι· καὶ τῶν διαρκεστέρων σωμάτων τὴν ἰσχυροτέραν τῶν ἀτόμων ἀντεμπλοκὴν τῆς διαμονῆς τὴν αἰτίαν παρέχειν. Ὄντως ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσιν οἱ ταῦτα γράφοντες, οἱ οὕτω λεπτὰς καὶ ἀνυποστάτους ἀρχὰς οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ θαλάσσης ὑποτιθέμενοι. Οὐ γὰρ ᾔδεσαν εἰπεῖν, ‘ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν’. Διὰ τοῦτο ἀκυβέρνητα καὶ ἀδιοίκητα εἶναι τὰ σύμπαντα, ὡς ἂν τύχῃ φερόμενα, ὑπὸ τῆς ἐνοικούσης αὐτοῖς ἀθεότητος ἠπατήθησαν»[33].
Ἡ κτίσις εἶναι ἔναρχος καὶ μικρὸ μέρος τῆς δυνάμεως τοῦ Δημιουργοῦ: «Τί καλὴ ἡ τάξις; Ἀρχὴν πρῶτον ἐπέθηκεν, ἵνα μὴ ἄναρχον αὐτὸν οἰηθῶσί τινες. Εἶτα ἐπήγαγε τό, ‘ἐποίησεν’, ἵνα δειχθῇ, ὅτι ἐλάχιστον μέρος τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεώς ἐστι τὸ ποιηθέν. Ὡς γὰρ ὁ κεραμεὺς ἀπὸ τῆς αὐτῆς τέχνης μυρία διαπλάσας σκεύη, οὔτε τὴν τέχνην οὔτε τὴν δύναμιν ἐξανάλωσεν· οὕτω καὶ ὁ τοῦ παντὸς τούτου δημιουργός, οὐχ ἑνὶ κόσμῳ σύμμετρον τὴν ποιητικὴν ἔχων δύναμιν, ἀλλ’ εἰς τὸ ἀπειροπλάσιον ὑπερβαίνουσαν, τῇ ῥοπῇ τοῦ θελήματος μόνῃ εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε τὰ μεγέθη τῶν ὁρωμένων»[34].
Τὰ κτίσματα ὡς ἔναρχα ἔχουν καὶ τέλος: «Τὰ ἀπὸ χρόνου ἀρξάμενα πᾶσα ἀνάγκη καὶ ἐν χρόνῳ συντελεσθῆναι. Εἰ ἀρχὴν ἔχει χρονικήν, μὴ ἀμφιβάλῃς περὶ τοῦ τέλους»[35].
Οἱ ἀστρονόμοι, σχολιάζει, παρατηροῦν τὰ ἄστρα, ἀλλὰ ἀγνοοῦν τὸν Θεό: «Ἀλλ’ οἱ τῶν ἄστρων τὰ διαστήματα καταμετροῦντες, καὶ τοὺς ἀειφανεῖς αὐτῶν καὶ ἀρκτῴους ἀπογραφόμενοι, καὶ ὅσοι περὶ τὸν νότιον πόλον κείμενοι τοῖς μέν εἰσι φανεροί, ἡμῖν δὲ ἄγνωστοι· καὶ βόρειον πλάτος, καὶ ζῳδιακὸν κύκλον μυρίοις διαστήμασι διαιροῦντες· καὶ ἐπαναφορὰς ἄστρων, καὶ στηριγμούς, καὶ ἀποκλίσεις, καὶ πάντων τὴν ἐπὶ τὰ προηγούμενα κίνησιν δι’ ἀκριβείας τηρήσαντες· καὶ διὰ πόσου χρόνου τῶν πλανωμένων ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ περίοδον ἐκπληροῖ· μίαν τῶν παςῶν μηχανὴν οὐκ ἐξεῦρον πρὸς τὸ τὸν Θεὸν ἐννοῆσαι ποιητὴν τοῦ παντός, καὶ κριτὴν δίκαιον, τὴν ἀξίαν ἀντίδοσιν τοῖς βεβιωμένοις ἐπάγοντα»[36].
Στὶς Ὁμιλίες στὴν Ἑξαήμερο ἔχομε μία πρώιμο ἐπιστημονικὴ θεώρησι τοῦ χρόνου: «Γράφει σχετικὰ ὁ καθηγητὴς Σ. Σβολόπουλος: … ‘Ἀναλύων ὁ Βασίλειος τὴν λέξιν ‘’ἀρχή’’ δεικνύει εὐθὺς ἀμέσως ἐξαιρετικὴν χρῆσιν τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου μὲ ἀνάπτυξιν τῆς μαθηματικῆς ἐννοίας τοῦ σημείου, τοῦ ἀδυνάτου τῆς διαιρετότητός του, τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου, καταλήγων εἰς τὸ ἀδύνατον τῆς ὑπάρξεως ἀπειρίας ἀρχῶν χρόνου.  Ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπῆρξε χρόνος πρὸ τῆς δημιουργίας τῆς ὕλης, ἀφοῦ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς μεταβολῆς. Συνεπῶς ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου ἦτο στιγμιαία καὶ ἄχρονος. Ἀφοῦ ὅμως ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή, δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι θὰ ἔχη ὁ κόσμος καὶ τέλος’»[37].
«Ὁ χρόνος εἶναι τὸ ‘συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα’. Ἡ ἀρχὴ ὅμως αὐτὴ τοῦ κόσμου δὲν εἶναι αὐτόματος καὶ τυχαία, οὔτε πάλιν ὁ κόσμος προῆλθε ἀπὸ τὴν τυχαία συνένωσι καὶ καταστροφὴ τῶν στοιχείων ἄλλου κόσμου, τῶν ἀτόμων τῆς ὕλης, τῶν ἀδιαιρέτων μερῶν καὶ ὄγκων, ὅπως ἐφαντάσθησαν καὶ ἐδίδαξαν ὡς οἱ ὑλισταί. Ἡ αἰτία τοῦ κόσμου εἶναι ‘ἔμφρων’ καὶ παντοδύναμος, εἶναι ὁ Θεός»[38].
«Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ σοφὸς τῆς Καισαρείας πατὴρ παρουσιάζεται μελετητὴς τῆς ζητήματος τῆς Δημιουργίας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου, ὑπὸ τόσο ἀκριβῆ μορφὴ καὶ ἔκφρασι»[39].
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρησις τοῦ μετεώρου τῆς γῆς: «Ὁ Μέγας Βασίλειος δέχεται τὴ γῆ μετέωρη στὸ διάστημα, ἐνῶ πολλοὶ μέχρι τότε ἐνόμιζαν ὅτι αὐτὴ ἴσως στηρίζεται σὲ κάτι ἄλλο. Ἂν τοῦτο συνέβαινε πραγματικά, γράφει, θὰ ἔπρεπε αὐτὸ τὸ κάτι ἄλλο νὰ εἶναι βαρύτερο τῆς γῆς καὶ στὴ συνέχεια αὐτὸ νὰ στηρίζεται σὲ κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ στὴν περίπτωσι αὐτή, ὅσο περισσότερο προχωροῦμε διὰ τοῦ συλλογιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου, τόσο μεγαλύτερη ‘ἀναγκαζόμεθα δύναμιν ὑπεισάγειν’, ἡ ὁποία χρειάζεται γιὰ νὰ στηρίζη, νὰ συγκρατῆ καὶ νὰ ἀνθίσταται σὲ ὅλα μαζὶ τὰ τεράστια ποςὰ μάζης, ποὺ βρίσκονται ἐπάνω ἀπὸ αὐτή. Καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι εἶναι ματαιοπονία νὰ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ ἐπινοοῦμε ὑλικὰ ὑποστηρίγματα τῆς γῆς, γιατὶ ἡ ἐργασία καὶ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ θὰ μᾶς παρέσυρε σὲ ἐπινόησι ἀτελείωτης σειρᾶς στηριγμάτων»[40].
Ἀξιοσημείωτος, ἐπίσης, εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρησις τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως τῆς γῆς: «Γι’ αὐτὸ ὁ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας συμπεραίνει. ‘Ὅρους ἐπίθες τῇ διανοίᾳ’. Καὶ ὅταν ἀκούσης στοὺς Ψαλμοὺς ‘Ἐγὼ ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς’ (Ψαλμ. 74, 4) στύλους νὰ ἐννοήσης ‘τὴν συνεκτικὴν δύναμιν αὐτῆς’ ἡ ὁποία τὴν συγκρατεῖ. Καὶ ποία εἶναι ἡ δύναμις αὐτή; Μᾶς τὸ λέγει λίγο πιὸ κάτω. Διότι προσθέτει ὅτι πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι ‘τὰ πάντα ὁμοῦ συγκρατεῖσθαι τῇ δυνάμει τοῦ κτίσαντος’. Ὅλα μαζὶ συγκρατοῦνται μὲ τὴ δύναμι τοῦ Δημιουργοῦ. Σκέπτεται ὁ Μ. Βασίλειος ὅτι κάποια συνεκτικὴ δύναμις, ἀόρατη ἀσφαλῶς, συγκρατεῖ τὰ πάντα καὶ αὐτὴ τὴν ἀναφέρει στὸν Κτίστην – Θεόν»[41].
Ἡ συνεκτικὴ δύναμις ποὺ ἀναφέρει ταυτίζεται μὲ τὴν παγκόσμιο ἕλξι τῆς νεωτέρας Φυσικῆς: «Βέβαια, ἀργότερα ὁ Νεύτων (1642-1727) ἀνακάλυψε τὴν παγκόσμιο ἕλξι, ἡ ὁποία συγκρατεῖ τὰ σώματα μεταξύ τους καὶ ἡ ἴδια δύναμις ἕλκει πρὸς τὴ γῆ ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ βρίσκονται στὴν ἐπιφάνειά της ἢ σὲ ὡρισμένη ἀπόστασι ἀπὸ αὐτή … Ἑπομένως ὁ Βασίλειος γράφων τὰ ἀνωτέρω γιὰ τὴ συνεκτικὴ δύναμι τοῦ Κτίστου ποὺ συγρατεῖ τὰ οὐράνια σώματα, ὁμιλοῦσε σὰν ἕνας ἐπιστήμων, ὄχι μόνον τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ τῶν μετέπειτα γενεῶν»[42].
Συμπληρώνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Καθηγητὴς Σβολόπουλος: «’Ἔκαμεν ὁ Δημιουργὸς καὶ ἐκεῖνα ἀκόμη, τὰ ὁποῖα ἀπέχουν τοπικῶς πάρα πολὺ μεταξύ των, νὰ φαίνωνται ἡνωμένα διὰ τῆς μεταξύ των συμπαθείας. Διαπιστώνεται ἔτσι ὅτι ὁ Βασίλειος θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ σὰν πρόδρομος τοῦ Νεύτωνος’»[43].
Καὶ ὁ Καθηγητὴς Κωτσάκης ἑρμηνεύει: «ὁ Μ. Βασίλειος ἦτο προικισμένος μὲ ἐξαίρετα διανοητικὰ προσόντα καὶ εἶχε τὴ δυνατότητα, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴν πλουσία χριστιανική του πίστι καὶ κοσμοθεωρία νὰ ἐμβαθύνη στὴν κατανόησι τῆς λειτουργίας τοῦ σύμπαντος καὶ νὰ διατυπώνη ἐξαιρετικὰ φωτισμένες, πρωτότυπες καὶ ὀρθὲς κρίσεις καὶ σκέψεις, ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό»[44].
Ἐπὶ πλέον ὁ Μ. Βασίλειος ἠσχολήθη καὶ μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ φωτός. Γιὰ τὴν ὕπαρξι φωτὸς πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἡλίου ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὑποστηρίζει ὅτι  «τὸ φῶς ποὺ ὑπῆρχε τότε … δὲν ἦταν τὸ ἡλιακὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ πρωτόγονο φῶς, ὅπως τὸ ὀνομάζει, ποὺ ἀνεχέετο καὶ συνεστέλλετο, ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἡ ἀντίθεσις ἡμέρας καὶ νύχτας … ἡ ἐπιστήμη δέχεται ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξη φῶς χωρὶς τὴν ἄμεση παρουσία τοῦ Ἡλίου ἢ ἄλλων ἀστέρων. Πρόκειται γιὰ τὴν παρουσία φωτός, δηλαδὴ ἀκτινοβολίας σὲ μήκη κύματος τῆς περιοχῆς τοῦ ὀπτικοῦ παραθύρου – σὲ μήκη κύματος ἀπὸ 3000 – 7000 Ἄνγκτρομ – χωρὶς νὰ ἔχουμε φωτεινοὺς ἀστέρες»[45].
«Ἐντυπωσιάζει ἡ ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Φαίνεται νὰ προσεγγίζει τὶς σημερινὲς ἀντιλήψεις. Βλ. Εἰς τὴν Ἑξαήμερον PG 29, 45A: ‘Τοιαύτη γὰρ αὐτοῦ ἡ φύσις, λεπτὴ καὶ διαφανής, ὥστε μηδεμιᾶς παρατάσεως χρονικῆς προσδεῖσθαι τὸ φῶς δι’ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ οὐρανοῦ) πορευόμενον»[46].
Ἀκόμη ὁ ἅγιος Βασίλειος ἠσχολήθη μὲ τὴν ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία περιβάλλει τὴν γῆ μας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐξηγεῖ τὴν μὴ βλάβη τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ θερμότητα τοῦ ἡλίου: «Ἡ ἄλλη ἐξήγησι ποὺ δίνει … εἶναι ὅτι ἀπὸ τὴν ἐξάτμισι τῶν ὑδάτων, οἱ ὑδρατμοὶ τῆς ἀτμόσφαιρας δημιουργοῦν ἕνα προστατευτικὸ προπέτασμα, ‘ἕνα ἀέριον ὕδωρ’ ποὺ ἐμποδίζει νὰ εἰσχωρήση στὴ Γῆ ὑπερβολικὴ θερμότης. Ἂν αὐτὸ τὸ προπέτασμα δὲν ὑπῆρχε ‘τί ἂν ἐκώλυεν αὐτόν, τὸν φλογώδη δηλαδὴ αἰθέρα, πάντα φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὴν συνεχῆ ὁμοῖ ἐν τοῖς οὖσιν ἐξαναλῶσαι νοτίδα;’ … Οἱ ὑδρατμοὶ συγκρατοῦν – μαζὶ μὲ τὸ ἐλαφρὸ στρῶμα τοῦ ὄζοντος – τὶς ὑπεριώδεις ἀκτῖνες καὶ τὶς ἀκτῖνες Χ. Χωρὶς τὸ προστατευτικὸ αὐτὸ στρῶμα θὰ καταστρεφόταν κάθε ζωὴ στὸν πλανήτη μας!»[47].
            Κατωτέρω παραθέτομε ὡρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς Ὁμιλίες του εἰς τὴν Ἑξαήμερον, γιὰ νὰ διαπιστωθῆ ἡ σύνδεσις τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων μὲ τὴν ἠθικὴ διαπαιδαγώγησι τῶν ἀκροατῶν του.
Τὰ φύλλα τῆς ἀμπέλου εἶναι σοφῶς μελετημένα καὶ φανερώνουν ὅτι τίποτα δὲν ἔχει γίνη τυχαίως καὶ αὐτομάτως: «Πῶς κατέσχισται τῆς ἀμπέλου τὸ φῦλλον, ἵνα καὶ πρὸς τὰς ἐκ τοῦ ἀέρος βλάβας ὁ βότρυς ἀντέχῃ, καὶ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου διὰ τῆς ἀραιότητος δαψιλῶς ὑποδέχηται; Οὐδὲν ἀναίτιον· οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου· πάντα ἔχει τινὰ σοφίαν ἀπόρρητον»[48].
Οἱ κινήσεις τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης μᾶς χρησιμεύουν γιὰ τὴν πρόγνωσι τοῦ καιροῦ: «Ἀναγκαῖαι πρὸς τὸν ἀνθρώπινον βίον αἱ ἀπὸ τῶν φωστήρων σημειώσεις. Ἐὰν μή τις πέρα τοῦ μέτρου τὰ ἀπ’ αὐτῶν σημεῖα περιεργάζηται, χρησίμους αὐτῶν τὰς ἐκ τῆς μακρᾶς ἐμπειρίας παρατηρήσεις εὑρήσει. Πολλὰ μὲν γὰρ περὶ ἐπομβρίας ἐστὶ μαθεῖν· πολλὰ δὲ περὶ αὐχμῶν καὶ πνευμάτων κινήσεως»[49].
Οἱ ὀφθαλμοί μας δὲν εἶναι πάντοτε ἀσφαλὲς κριτήριο: «Συναιρεῖσθαι γὰρ πέφυκεν ἐν τοῖς μεγίστοις διαστήμασι τὰ μεγέθη τῶν ὁρωμένων, τῆς ὁρατικῆς δυνάμεως οὐκ ἐξικνουμένης τὸν μεταξὺ τόπον διαπερᾶν, ἀλλ’ οἱονεὶ ἐνδαπανωμένης τῷ μέςῳ, καὶ κατ’ ὀλίγον αὐτῆς μέρος προσβαλλούσης τοῖς ὁρατοῖς. Μικρὰ οὖν ἡ ὄψις ἡμῶν γινομένη, μικρὰ ἐποίησε νομίζεσθαι τὰ ὁρώμενα, τὸ οἰκεῖον πάθος τοῖς ὁρατοῖς ἐπιφέρουσα. Ὥστε ψεύδεται ἡ ὄψις, ἄπιστον τὸ κριτήριον»[50]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπεράνω αὐτῶν πρέπει νὰ ἐμπιστεύομαστε τὸν λογισμό, τὸν ἐπιστημονικὸ συλλογισμό: «Μὴ τοίνυν μηδὲ σελήνην ὀφθαλμῷ μετρήςῃς, ἀλλὰ λογισμῷ, ὃς πολλῷ τῶν ὀφθαλμῶν ἀκριβέστερός ἐστι πρὸς ἀληθείας εὕρεσιν»[51].
Ὁ κύκλος τῆς σελήνης μᾶς διδάσκει ἠθικὴ συμπεριφορά: «Ἢ γὰρ ὥστε ἡμῖν ὑπόδειγμα ἐναργὲς παρέχειν τῆς ἡμετέρας φύσεως· ὅτι οὐδὲν μόνιμον τῶν ἀνθρωπίνων, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πρόεισιν εἰς τὸ τέλειον, τὰ δὲ πρὸς τὴν οἰκείαν ἀκμὴν φθάσαντα καὶ τὸ ἀκρότατον μέτρον ἑαυτῶν αὐξηθέντα, πάλιν ταῖς κατὰ ὑφαιρέσεσι φθίνει τε καὶ διόλλυται, καὶ μειούμενα καθαιρεῖται. Ὥστε ἐκ τοῦ κατὰ τὴν σελήνην θεάματος παιδεύεσθαι ἡμᾶς τὰ ἡμέτερα, καὶ τῆς ταχείας τῶν ἀνθρωπίνων περιτροπῆς λαμβάνοντας ἔννοιαν, μὴ μέγα φρονεῖν ταῖς εὐημερίαις τοῦ βίου, μὴ ἐπαγάλλεσθαι δυναστείαις, μὴ ἐπαίρεσθαι πλούτου ἀδηλότητι, περιφρονεῖν τῆς σαρκὸς περὶ ἣν ἡ ἀλλοίωσις, ἐπιμελεῖσθαι δὲ τῆς ψυχῆς ἧς τὸ ἀγαθόν ἐστιν ἀκίνητον»[52].
Τὰ ζῶα ἔχουν μνήμη: «ἀκριβεῖς δὲ μνῆμαι τῶν παρελθόντων παρὰ τοῖς πλείστοις τῶν τετραπόδων»[53]. Μολονότι ἡ ψυχή τους εἶναι ὑλική: «γῆ ἐστι τῶν κτηνῶν ἡ ψυχή. Μὴ νόμιζε πρεσβυτέραν εἶναι τῆς τοῦ σώματος αὐτῶν ὑποστάσεως μηδὲ ἐπιδιαμένουσαν μετὰ τὴν τῆς σαρκὸς διάλυσιν. Φεῦγε φληνάφους τῶν σοβαρῶν φιλοσόφων, οἳ οὐκ αἰσχύνονται τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς καὶ τὰς κυνείας ὁμοειδεῖς ἀλλήλαις τιθέμενοι· οἱ λέγοντες ἑαυτοὺς γεγενῆσθαί ποτε καὶ γυναῖκας καὶ θάμνους καὶ ἰχθύας θαλασσίους. Ἐγὼ δὲ εἰ μὲν ἐγένοντό ποτε ἰχθῦς οὐκ ἄν εἴποιμι, ὅτι δὲ ἐν ᾧ ταῦτα ἔγραφον τῶν ἰχθύων ἦσαν ἀλογώτεροι, καὶ πάνυ εὐτόνως διατειναίμην»[54].
Ἡ μέλισσα δημιουργεῖ τὴν κηρύθρα σὲ ἐπάλληλα ἑξάγωνα, ὡς νὰ ἔχη διδαχθῆ τὴν γεωμετρία: «Κατάμαθε πῶς τὰ τῆς γεωμετρίας εὑρέματα πάρεργά ἐστι τῆς σοφωτάτης μελίσσης. Ἑξάγωνοι γὰρ πᾶσαι καὶ ἰσόπλευροι τῶν κηρίων αἱ σύριγγες, οὐκ ἐπ’ εὐθείας ἀλλήλαις κατεπικείμεναι, ἵνα μὴ κάμνωσιν οἱ πυθμένες τοῖς διακένοις ἐφηρμοσμένοι· ἀλλ’ αἱ γωνίαι τῶν κάτωθεν ἑξαγώνων, βάθρον καὶ ἔρεισμα τῶν ὑπερκειμένων εἰσίν, ὡς ἀσφαλῶς ὑπὲρ ἑαυτῶν μετεωρίζειν τὰ βάρη, καὶ ἰδιαζόντως ἑκάστῃ κοιλότητι τὸ ὑγρὸν ἐγκατέχεσθαι»[55].
Οἱ πελαργοὶ μᾶς διδάσκουν τὴν φιλοστοργία πρὸς τοὺς γονεῖς: «Ἡ δὲ περὶ τοὺς γηράσαντας τῶν πελαργῶν πρόνοια ἐξήρκει τοὺς παῖδας ἡμῶν, εἰ προσέχειν ἐβούλοντο, φιλοπάτορας καταστῆσαι»[56].
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ ἄλογα μᾶς ὠθεῖ νὰ καταφεύγωμε μὲ μεγαλυτέρα ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτόν: «Ταῦτά σοι εἰς προτροπὴν τοῦ αἰτεῖν παρὰ Θεοῦ τὰ πρὸς σωτηρίαν διὰ τῆς περὶ τὰ ἄλογα τοῦ Θεοῦ προνοίας νενομοθέτηται. Τί οὐκ ἂν γένοιτο τῶν παραδόξων ἕνεκεν σοῦ, ὃς κατ’ εἰκόνα γέγονας τοῦ Θεοῦ, ὅπουγε ὑπὲρ ὄρνιθος οὕτω μικρᾶς ἡ μεγάλη καὶ φοβερὰ κατέχεται θάλασσα, ἐν μέςῳ χειμῶνι γαλήνην ἄγειν ἐπιταχθεῖσα;»[57].
Οἱ σοφοί, οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὰ μάταια τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως, ὁμοιάζουν μὲ τὴν κουκουβάγια: «Πῶς ἐοίκασι τοῖς ὄμμασι τῆς γλαυκὸς οἱ περὶ τὴν ματαίαν σοφίαν  ἐσχολακότες. Καὶ γὰρ ἐκείνης ἡ ὄψις, νυκτὸς μὲν ἔρρωται, ἡλίου δὲ λάμψαντος ἀμαυροῦται. Καὶ τούτων μὲν ἡ διάνοια ὀξυτάτη μέν ἐστι πρὸς τὴν τῆς ματαιότητος θεωρίαν, πρὸς δὲ τὴν τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς κατανόησιν ἐξημαύρωται»[58].
Ἐν τέλει «ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ δεῖ κανεὶς πῶς ἔκανε ὁ Μ. Βασίλειος τὸ μπόλιασμα τῶν θύραθεν γνώσεων στὴ θεολογία, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ ἐγκεντρισμοῦ ‘τῆς κατὰ φύσιν ἀγριελαίου εἰς καλλιέλαιον’, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 11, 24)»[59].
δ.  Ἀξιοποίησις τῆς Ἰατρικῆς. Ἀπὸ τὴν ὁμιλία του εἰς τὸ Πρόσεχε σευατῷ ἀποσποῦμε μία παράγραφο, στὴν ὁποία διακρίνονται οἱ ἔξοχες φυσιολογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς γνώσεις τοῦ ἁγίου Πατρός: «Πρόσχες, εἰ δοκεῖ, μετὰ τὴν τῆς ψυχῆς θεωρίαν καὶ τῇ τοῦ σώματος κατασκευῇ καὶ θαύμασον ὅπως πρέπον αὐτὸ καταγώγιον τῇ λογικῇ ψυχῇ ὁ ἀριστοτέχνης ἐδημιούργησεν. Ὄρθιον ἔπλασε μόνον τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον, ἵνα ἐξ αὐτοῦ τοῦ σχήματος εἰδῇς, ὅτι τῆς ἄνωθεν συγγενείας ἐστὶν ἡ ζωή σου. Τὰ μὲν γὰρ τετράποδα πάντα πρὸς τὴν γῆν βλέπει καὶ πρὸς τὴν γαστέρα νένευκεν· ἀνθρώπῳ δὲ ἑτοίμη πρὸς οὐρανὸν ἡ ἀνάβλεψις, ὥστε μὴ σχολάζειν γαστρί, μηδὲ τοῖς ὑπὸ γαστέρα πάθεσιν, ἀλλ’ ὅλην ἔχειν τὴν ὁρμὴν πρὸς τὴν ἄνω πορείαν. Ἔπειτα τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῶν ὑψηλοτάτων θείς, ἐν αὐτῇ τὰς πλείστου ἀξίας τῶν αἰσθήσεων καθιδρύσατο. Ἐκεῖ ὄψις καὶ ἀκοὴ καὶ γεῦσις καὶ ὄσφρησις, πᾶσαι ἐγγὺς ἀλλήλων κατῴκισμέναι. Καὶ οὕτω περὶ βραχὺ χωρίον στενοχωρούμεναι, οὐδὲν ἑκάστη παρεμποδίζει τῇ ἐνεργείᾳ τῆς γείτονος. Ὀφθαλμοὶ μέν γε τὴν ὑψηλοτάτην σκοπιὰν κατειλήφασιν, ὥστε μηδὲν αὐτοῖς τῶν τοῦ σώματος μορίων ἐπιπροσθεῖν, ἀλλὰ μικρᾷ προβολῇ τῶν ὀφρύων ὑποκαθήμενοι, ἐκ τῆς ἄνωθεν ἐξοχῆς πρὸς τὸ εὐθὲς ἀποτείνονται. Πάλιν ἡ ἀκοὴ οὐκ ἐπ’ εὐθείας ἤνοικται, ἀλλ’ ἑλικοειδεῖ τῷ πόρῳ τῶν ἐν τῷ ἀέρι ψόφων ἀντιλαμβάνεται. Σοφίας καὶ τοῦτο τῆς ἀνωτάτω, ὥστε τὴν μὲν φωνὴν ἀκωλύτως διεξιέναι, ἢ καὶ μᾶλλον ἐνηχεῖν, περικυκλωμένην ταῖς σκολιότησι, μηδὲν δὲ τῶν ἔξωθεν παρεμπίμπτον κώλυμα εἶναι δύνασθαι τῇ αἰσθήσει. Κατάμαθε τῆς γλώττης τὴν φύσιν, ὅπως ἁπαλή τέ ἐστι καὶ εὔστροφος καὶ πρὸς πᾶσαν χρείαν λόγου τῷ ποικίλῳ τῆς κινήσεως ἐξαρκοῦσα. Ὀδόντες, ὁμοῦ μὲν φωνῆς ὄργανα, ἰσχυρὰν τῇ γλώττῃ τὴν ἀντέρεισιν παρεχόμενοι, ὁμοῦ δὲ καὶ τροφῆς ὑπηρέται, οἱ μὲν τέμνοντες αὐτήν, οἱ δὲ λεαίνοντες. Καὶ οὕτω πάντα λογισμῷ ἐπιπορευόμενος τῷ προσήκοντι καὶ καταμανθάνων ὁλκὴν ἀέρος διὰ τοῦ πνεύμονος, τοῦ θερμοῦ φυλακὴν ἐπὶ τῆς καρδίας, ὄργανα πέψεως, ὀχετοὺς αἵματος, ἐκ πάντων τούτων τὴν ἀνεξιχνίαστον σοφίαν τοῦ ποιήσαντός σε κατόψει, ὡς ἂν καὶ αὐτόν σε εἰπεῖν μετὰ τοῦ προφήτου· ‘ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσις σου ἐξ ἐμοῦ’. ‘Πρόσεχε’ οὖν ‘σεαυτῷ’, ἵνα προσέχῃς Θεῷ»[60].
            Ἰδιαίτερος τομεὺς μὲ τὸν ὁποῖο ἠσχολήθη ὁ Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε καὶ ἡ ἰατρικὴ τοῦ σώματος. Σημειώνει μελετητής του: «Πόσον θὰ ἐβοήθησαν ἀργότερον αἱ σπουδαί του αὐταὶ εἰς τὴν ἰατρικὴν νὰ ὀργανώςῃ καὶ νὰ ἐπιβλέπῃ τὸ ἄρτιον ἐκεῖνο καὶ μοναδικὸν διὰ τὴν ἐποχήν του συγκρότημα τῆς Βασιλειάδος, τὸ ὁποῖον ἡ μεγάλη του καρδία ἔκτισε διὰ νὰ ἀνακουφίζεται ὁ ἀνθρώπινος πόνος!»[61].
«Εἰς τὴν ἐπιστολὴν βλέπομεν σαφῶς, τί περιελάμβανε τὸ συγκρότημα [τῆς Βασιλειάδος]. – Μεγαλοπρεπῶς κατασκευασμένον εὐκτήριον οἶκον, δηλαδὴ καθεδρικὸν ναόν. – Οἰκήματα γύρω ἀπὸ τὸν ναόν, τῶν ὁποίων τὸ μὲν ὑψηλότερον προωρίζετο δι’ ἕδραν καὶ κατοικίαν τοῦ ἐπισκόπου, τὰ δὲ χαμηλότερα διὰ τοὺς λειτουργοὺς τοῦ Θεοῦ κληρικούς, κατὰ τάξιν κατανεμημένα. – Οἰκήματα διὰ τὴν φιλοξενίαν τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν δημοσίων λειτουργῶν. – Ξενῶνας διὰ τὴν φιλοξενίαν τῶν ξένων καὶ τῶν περαστικῶν ἀπὸ τὴν πόλιν. – Νοσοκομεῖον διὰ τὴν θεραπείαν τῶν ἀσθενῶν μὲ τὸ ἀναγκαῖον προσωπικὸν ἀπὸ ἰατρούς, νοσοκόμους, ὁδηγούς, ὑποζύγια. – Οἴκους πρὸς στέγασιν τῶν ἀπαραιτήτων ἐργαστηρίων καὶ τῶν τεχνιτῶν. Ὁ κυβερνήτης δὲν ἔφερεν ἐμπόδια εἰς τὴν συνέχισιν τῶν ἔργων καὶ τὰ κτίρια ἀπεπερατώθησαν. Βραδύτερον ἴσως προσετέθησαν καὶ ἄλλα, ἦσαν ὅμως καὶ αὐτὰ ἤδη ἀρκετά, διὰ ν’ ἀποτελέσουν τὸ πρῶτον γνωστὸν ὠργανωμένον συγκρότητα νοσοκομειακῆς περιθάλψεως καὶ κοινωνικῆς μερίμνης εἰς τὴν ἱστορίαν»[62]».


4. Ἐπίλογος

α. Πρότυπο χριστιανοῦ ἐπιστήμονος. Ἡ προσωπικότης τοῦ ἁγίου Πατρὸς ὑπερέβη τὴν ἐποχή του κατὰ τὴν διαπίστωσι τῶν ἀντικειμενικῶν μελετητῶν του: «Ὁ ἀντικειμενικὸς καὶ εἰλικρινὴς μελετητὴς τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ θαυμάση τὴν ἐξαιρετικὴ προσωπικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τούτου ἀνδρὸς καὶ νὰ ὁμολογήση ὅτι ὄντως πρόκειται περὶ ξεχωριστῆς φυσιογνωμίας ποὺ ὑπερέβη τὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς του καὶ δεσπόζει διὰ μέσου τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα»[63].
Ὁ συνδυασμὸς τῆς θύραθεν γνώσεως μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστι ὑπῆρξε μεμετρημένος καὶ σώφρων. «Ἰδοὺ διατὶ ὁ Βασίλειος, ἐνῷ ἐπῆρεν ἄφθονον ὑλικὸν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν φιλοσοφίαν, ἐν τούτοις ἔμεινεν ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτήν. Καὶ τὸ Πανεπιστήμιον δὲν τὸν ἀπέσπασεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Τὰ ὑπέταξεν ὅλα εἰς τὴν ἀλήθειαν. Καὶ τὰ ἐχρησιμοποίησεν ὅλα εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀληθείας. Κατέκτησε τὴν ἑλληνικὴν παιδείαν ὅσον ὀλίγοι εἰς βάθος καὶ εἰς πλάτος ἀπεριόριστον. Ἀλλὰ δὲν τὴν θεωρεῖ ἱκανὴν νὰ δώςῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἐπιτυχίαν, νὰ τοῦ ἐξασφαλίςῃ εὐτυχίαν. Πιστεύει, ὅτι μόνον ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία δίδει τὰ δῶρα αὐτά»[64].
Ἐπισημαίνει ἕνας μελετητής του: «Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε μὲ μιὰ ἁπλὴ ἀνάγνωση τῆς Ἑξαημέρου πείθεται κανεὶς ὅτι, παρ’ ὅλο τὸν πλοῦτο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας, ἡ θεολογία κυριαρχεῖ καὶ δεσπόζει κατὰ ἐπιβλητικὸ τρόπο. Ὡστόσο στὸν προσεκτικὸ ἀναγνώστη εἶναι καταπληκτικὴ ἡ ὀργανικὴ συνύφανση ἐπιστημονικῶν,  φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ἀληθειῶν στὰ κείμενα τῆς Ἑξαημέρου»[65].
Διδάσκει ὁ ἅγιος Πατὴρ τὴν μέθοδο, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ ὁ ἐπιστήμων: «’Μὴ τοίνυν μηδὲ σελήνην ὀφθαλμῷ μετρήςῃς, ἀλλὰ λογισμῷ, ὃς πολλῷ τῶν ὀφθαλμῶν ἀκριβέστερός ἐστι, πρὸς ἀληθείας εὕρεσιν’ (6η ὁμιλία) …  Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡ καθαρὰ νοητικὴ λογικὴ καὶ συλλογιστικὴ ἔρευνα καὶ μελέτη τῶν προβλημάτων, ἡ θεωρητικὴ ἐπεξεργασία πολλῶν ἀπὸ αὐτά, ὅταν μάλιστα βοηθῆται καὶ ἀπὸ τὴ διαίσθησι, πέτυχε πολλὲς ἀνακαλύψεις καὶ ἔκαμε σημαντικὲς προόδους»[66].
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος Πατὴρ χαρακτηρίζεται πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ ἐπιστήμονος.
β. Ἡ ἐπιστήμη στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς πίστεως. Οἱ ἐρευνητὲς σημειώνουν ὅτι «εἰς τὰ μοναστήρια τοῦ Βασιλείου ἐλειτούργουν οἰκοτροφειακὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο δεκτὰ παιδία ὄχι μόνον ὀρφανά, ἀλλὰ καὶ ἔχοντα γονεῖς, ἐφ’ ὅσον οἱ τελευταῖοι παρέδιδον ταῦτα πρὸς διαπαιδαγώγησιν. Ἐστεγάζοντο εἰς χωριστὰ οἰκήματα, ἀπομακρυσμένα ἀπὸ τὰ οἰκήματα τῶν μοναχῶν, ἐπίσης δὲ χωριστὰ τὰ ἄρρενα ἀπὸ τὰ θήλεα, διότι τὰ σχολεῖα ἦσαν μικτά. Μόνον ἡ προσευχὴ τῶν μαθητῶν ἦτο κοινὴ μετὰ τῶν μοναχῶν»[67]. Καὶ σὲ αὐτὰ ἐγίνετο συνδυασμὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ τὴν θύραθεν γνῶσι καὶ σοφία.
Κατὰ τὸ ἴδιο πνεῦμα «ὁ Βασίλειος ὥρισε διὰ τοὺς μοναχοὺς τακτικὴν ἐνασχόλησιν μὲ ἐργασίας. Τὰ ἐπαγγέλματα μὲ τὰ ὁποῖα ἠσχολοῦντο οἱ μοναχοί του ἦσαν ποικίλα, ὅπως ἡ ὑφαντική, ἡ οἰκοδομική, ἡ βυρσοδεψική, ἡ ξυλουργική, ἡ χαλκευτική, ἡ γεωργία, παντὸς εἴδους ἐργόχειρα, ἡ γραφική, ἡ νοσοκομειακή, ἡ ἰατρική»[68]. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει ὁ ἄριστος συνδυασμὸς ζωῆς καὶ γνώσεως.
Ἐπὶ πλέον, οἱ ὁμιλίες του στὴν Ἑξαήμερον εἶναι ὑπόδειγμα συμφωνίας πίστεως καὶ ἐπιστήμης: «Ὁ καθηγητὴς Πλακίδης στὸ μνημονευθὲν ἄρθρο του συμπεραίνει τὰ ἀκόλουθα: ‘Ἂς λάβουν συνεπῶς τὸν κόπον νὰ διεξέλθουν τὴν Ἑξαήμερον τοῦ Μ. Πατρὸς οἱ ἐπιστήμονες, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἴδουν εἰς θαυμαστὴν ἐναρμόνισιν τὴν θρησκείαν καὶ τὴν ἐπιστήμην, ὅσοι θέλουν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸν πνευματικὸν θησαυρόν, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἀριθμούς, τὰ γεωμετρικὰ σχήματα, ὀπίσω ἀπὸ τὰ τηλεσκόπια καὶ τὰ φασματοσκόπια, ὀπίσω ἀπὸ τὰς θεωρίας καὶ τὰ πειράματα»[69].
Ἐν κατακλείδι ἡ θέσις τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἦταν ἡ ἐπιστήμη νὰ τίθεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας· ἡ ἀξιοποίησίς της νὰ γίνεται πρὸς ὄφελος καὶ ἀληθινὴ πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ ὑλοποίησε ὁ ἴδιος δι’ ὅλης του τῆς ἁγίας ζωῆς.


Βιβλιογραφια

Βασιλειου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ΒΕΠ 51, 185-272.
Βασιλειου, Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΒΕΠ 54, 199-211.
Γρηγοριου Θεολογου, Εἰς τὸν Μ. Βασίλειον ἐπιτάφιος (ΜΓ’), ΒΕΠ 60, 136-179.

Δερμιτζακη Μιχαηλ, Γεωολογικὲς προσεγγίσεις στὴν Ἑξαήμερον τοῦ Μ. Βασιλείου, Ἀθήνα: Ἁρμός, 2007.
Δημοπουλου Γεωργιου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979.
Κωτσακη Δημητριου, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη,  Ἀθῆναι: Ζωή, 1983.
Ματσούκα Νίκου, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 1990.
Μπέη Κώστα, Θρησκεία, ἐπιστήμη, φιλοσοφία: Ἡ θρησκευτικὴ πίστη σὲ ἁρμονία μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση καὶ τὴ φιλοσοφικὴ φρόνηση, Ἀθήνα: Πόλις, 2010.
Μπονη Κωνσταντινου, «Εἰσαγωγικά», ΒΕΠ 51, 11-184.
Παπαδόπουλου Στυλιανου, Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 1998.
Τσιτσίγκου Σπύρου,  Θρησκεία καὶ ἐπιστήμη, Ἀθήνα: Tremendum, 2010.
Φαράντου Μέγα, Ἐπιστήμη καὶ θρησκεία, (ἀνάτυπον Θεολογίας), Ἀθῆναι 1998.
Χαρώνη Βασιλείου, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μ. Βασιλείου, τόμ. Α’- Γ’, Ἀθήνα 2002.
Χρηστου Παναγιωτου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’, Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989.



[1] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 21.
[2] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 27.
[3] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 13.
[4] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 22.
[5] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 23.
[6] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 13-14.
[7] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 49.
[8] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 51.
[9] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 23-24.
[10] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 24-25.
[11] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 25.
[12] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 55.
[13] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 28.
[14] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 59.
[15] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 38.
[16] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 38-39.
[17] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 193.
[18] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 194-195.
[19] Μ. Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους, 3  (ΒΕΠ 54, 200-201).
[20] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 35.
[21] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 24.
[22] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 57.
[23] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 60-61.
[24] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 63, μὲ παραπομπή: Βασιλείου Τατάκη, Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὴν χριστιανικὴ σκέψη, Ἀθήνα 1960, σ. 103-104.
[25] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 139.
[26] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 139.
[27] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 37-38.
[28] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 66.
[29] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 67.
[30] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 67.
[31] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 10-11.
[32] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ὁμιλία Α’, 1  (ΒΕΠ 51, 185).
[33] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ὁμιλία Α’, 2  (ΒΕΠ 51, 186).
[34] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ὁμιλία Α’, 2  (ΒΕΠ 51, 187).
[35] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ὁμιλία Α’, 3  (ΒΕΠ 51, 187).
[36] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ὁμιλία Α’, 4  (ΒΕΠ 51, 188).
[37] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 20-21.
[38] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 22.
[39] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 22.
[40] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 24.
[41] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 27.
[42] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 27.
[43] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 29.
[44] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 35.
[45] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 40.
[46] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 131, ὑπσμ. 60.
[47] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 50.
[48] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Ε’, 8  (ΒΕΠ 51, 230).
[49] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ΣΤ’, 4  (ΒΕΠ 51, 236).
[50] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ΣΤ’, 9  (ΒΕΠ 51, 242).
[51] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ΣΤ’, 11  (ΒΕΠ 51, 244).
[52] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, ΣΤ’, 10  (ΒΕΠ 51, 243).
[53] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 1  (ΒΕΠ 51, 254).
[54] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 2  (ΒΕΠ 51, 255).
[55] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 4  (ΒΕΠ 51, 258).
[56] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 5  (ΒΕΠ 51, 258).
[57] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 5  (ΒΕΠ 51, 259).
[58] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Η’, 7  (ΒΕΠ 51, 260-261).
[59] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 64.
[60] Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», 8  (ΒΕΠ 54, 36-37).
[61] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 30.
[62] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 29.
[63] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 92.
[64] Γεωργίου Δημοπούλου, Ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 1979), σ. 27.
[65] Νίκου Ματσούκα, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19902), σ. 220-221.
[66] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 62.
[67] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 80.
[68] Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Δ’ (Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1989), σ. 80.
[69] Δημητρίου Κωτσάκη, Ἡ Ἑξαήμερος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον καὶ τὴν ἐπιστήμη (Ἀθῆναι: Ζωή, 1983), σ. 13.