Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)
«Ὁ Γάμος ὡς Μυστήριον»
Περιοδικὸ Ἐφημέριος (Ἀπρίλιος
2003),
Εἶναι
κοινὴ διαπίστωσις ὅτι σήμερον ὁ γάμος περνᾶ κρίσιν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν
διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζεύγη ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν εἰς τὸ διαζύγιον
ζοῦν κατὰ συνθήκην καὶ κατ᾿ ἀνοχὴν συζυγικὴν ζωὴν καὶ δὲν εὑρίσκουν καμμίαν εὐτυχίαν
καὶ καμμίαν χαρὰν εἰς τὸν δεσμόν των.
Ἓν
σοβαρὸν αἴτιον τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν
Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸν γάμον των, ὡς Μυστήριον.
Πολλοὶ
Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸν καὶ ἄθεον κλίμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶναι
σήμερα διάχυτον (ἐφημερίδες, τραγούδια, περιοδικά, θεάματα, διαφημίσεις) ἀντιλαμβάνονται
τὸν γάμον ὡς ἓν φυσικόν, βιολογικὸν ἢ κοινωνικοοικονομικὸν μόνον γεγονός. Ὁ
πανσεξουαλισμὸς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα τὴν σκέψιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ ἀποθέτῃ τὴν εὐτυχίαν του ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὸ σέξ. Ἔτσι ὁ γάμος
θεωρεῖται ὡς ἐν νόμιμον καὶ ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἐρωτικὸν παιχνίδι,
χωρὶς καμμίαν συνείδησιν εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς. Ὅταν παρέλθῃ ἡ ἐρωτικὴ εὐχαρίστησις
τότε καὶ ὁ γάμος δὲν ἔχει νόημα. Οἱ σύζυγοι χωρίζουν διὰ νὰ εὕρουν νέον
σύντροφον καὶ νέαν περιπέτειαν.
Ὅταν
ὅμως ὁ γάμος μένει ἓν φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνη «μυστήριον»,
χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσῃ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Βασιλείαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ,
καὶ νὰ μεταμορφωθῇ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ καὶ νὰ σώσῃ.
Ὁ
γάμος ὡς φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς ἀνήκει εἰς τὸν κόσμον ποὺ ὑπάρχει ἐκτὸς
τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος,
φύσις, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθῆ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ
γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸν ἢ κοινωνικὸν εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἰδίαν
του τὴν φύσιν νὰ λυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ τοῦ χαρίσῃ ἀκεραίαν καὶ ὠλοκληρωμένην
ζωήν.
Ὅταν
ὁ γάμος γίνῃ «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸν φυσικόν των γάμον ἀπὸ
τὸν παλαιόν, ἀλύτρωτον καὶ χωρὶς Θεὸν κόσμον τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ
θανάτου, εἰς τὸν καινόν, θεανθρώπινον κόσμον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης,
τῆς Ἐκκλησίας.
Κάθε
Μυστήριον, ἄλλως τέ, εἶναι μία μετάβασις καὶ μία μεταμόρφωσις τοῦ παλαιοῦ
κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς εἰς καινὸν κόσμον καὶ καινὴν ἐν Χριστῷ ζωήν, ποὺ
προσφέρεται ὡς δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος
ἀφήνει τὸν παλαιὸν κόσμον διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁριστικῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
καὶ μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ἑνοῦται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ ὅλους
τοὺς λελυτρωμένους πιστούς. Χωρὶς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία,
διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνουν ἓν νέον
θεανθρώπινον σῶμα.
Αὐτὸ
ποὺ γίνεται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν γίνεται καὶ εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου. Οἱ
σύζυγοι ἑνοῦνται μὲ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ των εἰς μίαν αἰωνίαν
καὶ θεανθρωπίνην ἕνωσιν. Ἀπὸ μίαν ἕνωσιν τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου
μεταμορφοῦται εἰς μίαν ὑγιᾶ ἐν Χριστῷ ἕνωσιν μέσα εἰς τὴν καινὴν κτίσιν τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλούστερον:
Μὲ τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου δὲν ἐνοῦται μόνον ὁ γαμβρὸς καὶ ἡ νύμφη, ἀλλ᾿ ἐνοῦται
μαζύ των καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον ἀμφότεροι ἑνοῦνται ἐν τῷ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος
καθιστᾶ ἔτσι τὴν ἕνωσίν των ἁγίαν, τελείαν, ὑγιᾶ, θεανθρωπίνην. Ἐννοεῖται ὅτι
διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἓν γεγονὸς μεταμορφώσεως εἰς τᾶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἐκ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθησις τῆς ἱερολογίας
τοῦ Γάμου χωρὶς καμμίαν συνειδητὴν συμμετοχὴν εἰς τὸ τελούμενον Μυστήριον.
Μετὰ
ἀπὸ μίαν συνειδητὴν μετοχὴν εἰς τὸ Μυστήριον ἱδρύεται ἓν νέον «σπίτι», μία μικρὰ
Ἐκκλησία, ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ
Μυστήριον ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογίαν τῆς Ἁγίας
Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος...». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξις τῶν δυὸ
φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότης κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός. Εἰς τὸ νέον
σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικῶς ὁ ἀνὴρ ἢ ἡ γυνή, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι ἀμφότεροι
θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ ἰδικόν των θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυσιν
τῆς Χριστιανικῆς οἰκογενείας ἱδρύεται ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι
κατὰ τὴν ἱεροτελεστίαν στεφανοῦνται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν
δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Εἶναι
τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωσις τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ
στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴν σχέσιν τῶν συζύγων μὲ τὴν σχέσιν τοῦ Χριστοῦ
πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστὶν ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. Ε´ 32).
Ἐννοεῖται
ὅμως ὅτι διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωσις καὶ μία ἀποκάλυψις τοῦ γάμου τοῦ
Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον
ποὺ κρύβουν μέσα των, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωϊσμὸν καὶ τὰ πάθη των καὶ νὰ ἀποκτοῦν
εἰς βάθος τὴν ἁγίαν ἀρετὴν τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴν ὁ Γάμος εἶναι
μία συμμετοχὴ εἰς τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ.
Κανεὶς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ τὴν καινὴν ἀναστημένην ζωὴν τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθῇ
πρῶτα μαζύ του καὶ δὲν θάψῃ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Οἱ δυὸ σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαίως
νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολον. Εἶναι ἓν εἶδος
μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι
Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες...», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία
προηγουμένου τοῦ ἱερέως φέροντος τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει
ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς
συνεχὴς ἀγὼν διὰ τὴν κατάκτησιν τῆς ἁγιότητος. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνῃ
προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ τῆς μαρτυρικῆς ὁδοῦ τοῦ
καθημερινοῦ ἀγῶνος τῶν συζύγων νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸν ἑαυτόν των καὶ νὰ
κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι εἰς τὸν σύντροφον τῆς ζωῆς των. Ἐὰν οἱ
Χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχθοῦν τὸν Γάμον των ὡς ἀγώνα καὶ θυσίαν, πῶς θὰ ἐπιζήσῃ
ἡ σχέσις των ὅταν ἐμφανισθοῦν αἱ πρῶται δυσκολίαι;
Τὰ
ἀνωτέρω δὲν ἐξαντλοῦν τὴν Ὀρθόδοξον θεολογία τοῦ Γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὡρισμένας
εἰσαγωγικὰς σκέψεις.
Πρέπει
πάντως νὰ κατανοηθῇ ὅτι ὁ Γάμος καὶ ἡ Οἰκογένεια δὲν ἠμποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ
χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδησιν τῆς οὐσίας τοῦ
γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Πολλὰ ἔχομεν νὰ πράξωμεν πρὸς τὴν
κατεύθυνσιν αὐτὴν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργον μας δὲν εἶναι ἔργον
ληξιάρχου - εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος - ἀλλὰ ἔργον
ποιμένος καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.
Οἱ
μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς
ποιμένας των ποίαν σημασίαν ἔχει ὁ γάμος των, διατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς
δύνανται ἀξίως νὰ διάγουν τὸν ἔγγαμον βίον των. Εἰς τὸ δύσκολον αὐτὸ ἔργον μας
-ἔργον πράγματι ποιμαντικόν- πρέπει νὰ βοηθηθῶμεν καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς,
ποὺ εἶναι αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κληρικῶν.
Ὁ
ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ Γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας δὲν εἶναι ἔργον μόνον τοῦ Ἐπισκόπου
καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ὁλοκλήρου της κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅλοι
καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν εἰς τοὺς ποιμένας ἕκαστος κατὰ τὴν κλῆσιν του καὶ τὸ
δοθὲν εἰς αὐτὸν χάρισμα.
Περίληψις
μαθήματος διδαχθέντος εἰς τὸ Κέντρον Συμπαραστάσεως Οἰκογενείας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς
Ἀθηνῶν.