Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.


Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀρχ. Ζαχαρίου Ζαχάρου: Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον

«Ὁ μάταιος αὐτὸς κόσμος ἀγωνίζεται νὰ ἀφήσει στὴν ψυχή μας τὶς ἐντυπώσεις του, παλεύει νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν νοῦ μας μὲ τὰ εἴδωλά του καὶ νὰ μᾶς κρατήσει κοντά του μὲ τὶς παρερχόμενες εἰκόνες, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐντυπώσει ὅσο τὸ δυνατὸ βαθύτερα μέσα μας»[1].

«Ὁ κόσμος αὐτὸς ἐξάπτει τὶς ἐπιθυμίες τῶν παθῶν. Ὅταν αὐτὲς ἱκανοποιηθοῦν γεννοῦν ἄλλα μεγαλύτερα πάθη, δημιουργώντας στὴν καρδιὰ σύγχυση μεγάλη, τὴ Βαβυλώνα τῶν παθῶν. Ὁ Προφήτης ἔλεγε, ‘μακάριος ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιάσει καὶ θὰ συντρίψει τὰ νήπια τῆς Βαβυλῶνος πάνω στὴν πέτρα’ (Ψαλμ. 136: 9). Μακάριος δηλαδὴ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ συντρίβει τὶς ἀπαρχὲς τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν πάνω στὴν πέτρα τῆς πίστεως»[2].
«Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἀναδημιουργίας καὶ τῆς ἀναγεννήσεως στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν πίστη»[3].
«Δηλαδὴ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος προκύπτουν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς καρδιᾶς μας»[4].
«Σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς, ‘δίκαιος’, εἶναι ὁ θεωμένος, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ ζεῖ πέρα ἀπὸ κάθε σαρκικὴ σκέψη. Ἀρκεῖ, λοιπόν, ὁ χαρακτηρισμὸς ‘δίκαιος’, γιὰ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὴν ἀειπαρθενία τῆς Παναχράνου»[5].
«Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔσωσε μὲ τὴν παντοδυναμία Του ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀγάπης Του, συμπάσχων μαζί μας, δίνοντάς μας τέτοιο παράδειγμα, ποὺ νὰ εἶναι εὐάρεστο στὸν Οὐράνιο Πατέρα»[6].
«Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸ προνόμιο μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ ζωή μας νὰ εἶναι διαρκὴς ἑορτή. Ὁδεύουμε ἀπὸ τὴ μία ἑορτὴ στὴν ἄλλη, γευόμενοι κάθε φορὰ τὴν εὐλογία τῆς ἡμέρας. Ὁ Θεὸς μᾶς τιμᾶ καὶ μᾶς περιποιεῖται συνεχῶς μὲ τὴ χάρη Του, κάνοντας πανηγύρι μὲ τὸν λαό του»[7].
«Ὁ Θεός, ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ, ἔχει βάλει στὴ ζωή μας ἕναν ὅρο, σὰν νὰ ἤμασταν ἴσοι μαζί Του. Καὶ ὁ ὅρος αὐτὸς εἶναι: Ἂν ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, Ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίσει τὴν τέλεια καὶ ἀπόλυτη συγχώρηση,, ὥστε νὰ εἴμαστε μαζί Του γιὰ πάντα. Ἡ συγχώρηση εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ δημιουργήσει τὸν χῶρο στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ὥστε καὶ αὐτὸς νὰ χωρέσει στὴν καρδιά μας καὶ νὰ γίνει ἡ ζωή μας»[8].
«ἡ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει τὴν ἀπώλεια οὔτε ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἂν κρατήσουμε πικρία ἢ δυσαρέσκεια ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας στὴ συνέχεια ἐξελίσσεται σὲ μίσος καὶ τὸ μίσος μπορεῖ νὰ γίνει ἀνεξέλεγκτο, δηλαδὴ ἱκανὸ νὰ μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ μίσους, τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο»[9].
«Ὁ δικός μας σταυρὸς εἶναι συγκριτικὰ πολὺ μικρός. Εἶναι ἐκείνη ἡ κακοπάθεια ποὺ ἡ Θεία Πρόνοια φιλάνθρωπα καὶ διακριτικὰ παραχωρεῖ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ κάθε δεσμὸ καὶ προσκόλληση, ἔτσι ὥστε μὲ ἐλεύθερη καρδιὰ νὰ ἀγαποῦμε τὸν εὐεργέτη Θεὸ καὶ νὰ βαδίζουμε πιστὰ καὶ σταθερὰ στὴν ὁδό Του. Ὁ μικρὸς σταυρὸς ποὺ σηκώνουμε χάριν τῆς ἐντολῆς, γίνεται τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ μποῦμε στὴν αἰώνια κληρονομιά, ποὺ πέτυχε γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς μὲ τὸν μεγάλο Του Σταυρό»[10].
«Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ θεσπίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς καρδιᾶς, τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτείνει κατὰ τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ διάφορα γυμνάσματα: τὴν ἀλληλοσυγχώρεση, τὴ μετάνοια, τὸ πνευματικὸ πένθος, τὴν προσευχή, τὴ νηστεία, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὕμνους της, τὰ ἔργα τῆς ταπεινῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνεκτικῆς φιλαδελφίας καὶ πολλὰ ἄλλα. Οἱ ἀκολουθίες της εἶναι γεμάτες μὲ βαθειὰ καὶ οὐράνια νοήματα, ἱκανὰ νὰ αἰχμαλωτίσουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας μας κατεργάσθηκε τὰ πάντα, μὴ φειδόμενος ἀκόμη καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς Του»[11].
«ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὸ ἐπίπεδο τῆς ἠθικῆς καὶ εἶναι θεοποιός»[12].
«Μόνο ὅ,τι ἐργασθοῦμε πάνω στὴν καρδιά μας θὰ μᾶς συνοδεύσει στὴν αἰωνιότητα … Ἡ τραγωδία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου συνίσταται στὸ ὅτι ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά του. Σκέφτεται, ἐργάζεται, μιλᾶ, ἀκόμη ἀγαπᾶ καὶ προσεύχεται ἔξω ἀπὸ  τὴν καρδιά του»[13].
«Ὁ καιρὸς τῆς Νηστείας εἶναι καιρὸς ἐργασίας πάνω στὴν καρδιά μας καὶ ἕνα σχολεῖο ἑκουσίου θανάτου. Ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου ἐκτείνεται διὰ μέσου τοῦ θανάτου τοῦ Σταυροῦ, τῶν καταχθονίων τοῦ ἅδη μέχρι καὶ τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως. Καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἀναλαμβάνουμε ἑκούσια παθήματα καὶ ἀποδεχόμαστε ἀγόγγυστα καὶ μὲ εὐχαριστία τὰ θλιβερὰ ποὺ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει στὴ ζωή μας, ἐξερευνοῦμε μὲ πίστη τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς θείας Ἀγάπης, ποὺ ἔφθασε γιὰ χάρη μας μέχρι τῶν κευθμώνων τοῦ ἅδη. Ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ὁλοκληρωμένη, ἂν ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν συμπεριλάβει καὶ τὸν ἅδη»[14].
«Βεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὴν τέλεια αὐταπάρνησή της [ὁσίας Μαρίας Αἰγυπτίας] ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἄκρως ἐφετὸν καὶ ἡ ἐκπλήρωση τοῦ κάθε πόθου μας»[15].
«Τὸ Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ περιέχει ὅλα τὰ παθήματα, τὶς ἀσθένειες, τὸν πόνο, τὴν τραγωδία τοῦ κόσμου καὶ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ ὣς τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Εἶναι τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου ποὺ ἤπιε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ μωλωπισμένη ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἀνάψει τὴ φωτιὰ τῆς σωτηρίας πάνω στὴ γῆ, σώζοντάς μας ὄχι μὲ τὴν Παντοδυναμία Του – γιὰ νὰ μὴ μᾶς τρομάξει - ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀγάπης Του, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν θάνατο»[16].
«Ἀκολουθώντας καὶ ἐμεῖς στὴ μετάνοιά μας τὴν ταπεινὴ κατάβαση τοῦ Κυρίου μετατρέπουμε τὸ ποτήριο τῶν θλίψεων τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς σὲ Ποτήριο Ζωῆς Αἰωνίου, τὸ ὁποῖο πίνουμε ὡς κράτιστοι φίλοι Του, καὶ μεθᾶμε τὴ νηφάλια μέθη τῆς Θείας Ἀγάπης Του. ‘Ποτήριον Σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ Ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι’»[17].
«Ὅπως οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων ἔστρωναν τὰ ἱμάτιά τους γιὰ νὰ περάσει πάνω τους ὁ Μεσσίας Χριστὸς καὶ νὰ εὐλογηθοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς στρώνουμε τὰ θελήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας γιὰ νὰ βασιλεύσει στὴν ἐλεύθερη καρδιά μας ὁ Κύριος. Τότε, ἡ χάρη Του θὰ μᾶς ἐπισκιάσει, ὥστε νὰ γίνουμε δικοί Του γιὰ πάντα»[18].
«Ἡ ἀνάβαση καὶ ἡ δόξα ἦταν φυσικὰ ἰδιώματα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάβασή Του ὅμως στὰ καταχθόνια εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερο θαῦμα, γιατὶ μὲ αὐτὴν κρύβει τὴ δόξα Του γιὰ νὰ φανερώσει τὴν τέλεια ἀγάπη Του, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὁποιαδήποτε κόλαση καὶ ἂν τὸν κατέβασε ἡ ἁμαρτία»[19].
«Μπορούσαμε ἀκόμη καὶ νὰ δεχθοῦμε προσβολὲς ἀπὸ ἄλλους, χωρὶς νὰ ἐπαναστατοῦμε, χωρὶς νὰ τοὺς βάζουμε στὴ θέση τους, ἐπιδεικνύοντας τὴν ἐξυπνάδα μας καὶ τὴν ἐπιτηδειότητά μας»[20].
«Ὅλα τὰ θαύματα ἔχουν ὡς πηγὴ καὶ αἰτία τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ εἶναι ἡ πίστη, ὅταν αὐτὴ συνοδεύεται μὲ τὴ συμμόρφωση τοῦ μικροῦ καὶ ἀσθενικοῦ θελήματός μας μὲ τὸ μεγάλο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ»[21].
«Πόσοι ἀναχωροῦμε σὰν μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ ποὺ βρήκαμε, διότι ἑνωθήκαμε μὲ τὴ ζωντανὴ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας, τὸν Χριστό;»[22].
«Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος, τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρὰ μόνο σὲ κοινωνία μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους»[23].



[1] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 20.
[2] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 20.
[3] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 22.
[4] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 25.
[5] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 28.
[6] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 45.
[7] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 49.
[8] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 71.
[9] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 73.
[10] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 81-82.
[11] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 84.
[12] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 91.
[13] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 95.
[14] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 95.
[15] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 111.
[16] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 112.
[17] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 112-113.
[18] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 115.
[19] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 133.
[20] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 165.
[21] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 177.
[22] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 194.
[23] Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀπόηχοι τῶν λόγων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Τὸ αἰώνιο σήμερον (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 2018), σ. 218-219.