Συνέντευξη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀντωνίου Μπλούμ, ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο του Μάθε νὰ προσεύχεσαι (Ἀθῆναι: Ἔλαφος, χ.χ.), σσ. 14-15.
Μιὰ μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς - ἤμουνα τότε μέλος μιᾶς Ρωσικῆς ὀργανώσεως νέων στὸ Παρίσι - ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους ἦρθε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήση, ἔλα καὶ ἐσύ». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ φανερὴ ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα. Δὲν χρειαζόμουνα τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίσθηκε ἔξυπνα τὴν ὑπόθεσι - μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀνῆκαν στὴν ὁμάδα μου εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν ντροπὴ νὰ μὴν πάη κανείς, γιατὶ ὁ ἱερεὺς εἶχε ἔλθει καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο, ἐάν, οὔτε ἕνας, δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του. «Μὴ τὸν προσέχης», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, μόνον ἔλα γιὰ μιὰ τυπικὴ παρουσία». Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴν νεανικὴ ὀργάνωσί μας. Ἔτσι παρέμεινα μέχρι τέλους τῆς διαλέξεως. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις καὶ ἀγανακτοῦσα περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάσθηκαν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ μοῦ ἦταν βαθύτατα ἀποκρουστικά. Ὅταν τελείωσε ἡ διάλεξι ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ σκοπὸ νὰ ἐλέγξω, ἐὰν ἦταν ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴν μητέρα μου ἂν εἶχε Εὐαγγέλιο, γιατὶ ἤθελα νὰ διαπιστώσω ἐὰν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ὑποστήριζε τὴν τερατώδη ἐντύπωσι ποὺ ἀπεκόμισα ἀπὸ τὴν ὁμιλία. Δὲν προσδοκοῦσα τίποτε καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσί μου καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομώτερο, γιὰ νὰ μὴν χάσω ἄδικα τὸν χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νὰ διαβάζω τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον.
Ἐνῶ διάβαζα τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ γραφείου μου ὑπῆρχε κάποιος. Καὶ ἡ βεβαιότης, ὅτι ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ, ἕως τώρα, δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει. Αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν παρουσία Του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὰ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Προφήτου τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἀλήθεια, καὶ ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκηο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια, ἀκριβῶς διότι τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἱστορικὸ γεγονός. Τὴν ἱστορία ἤμουνα ὑποχρεωμένος νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάστασι τὴν γνώριζα σὰν γεγονός. Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας μὲ τὸ πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχτηκε μπροστά μου σὰν μιὰ ἱστορία, τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψη ἢ ὄχι. Ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέριζε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας ἀκριβῶς διότι ἦταν μιὰ ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.