ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΠΩΣΗΣ
ΑΠΙΣΤΙΑ καθιστᾶ τὴν ζωὴ ἐφήμερη: «Ἡ νεωτερικὴ ἀπώλεια τῆς πίστης ποὺ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸν Θεὸ καὶ τὸ Ἐπέκεινα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα, καθιστᾶ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ριζικὰ ἐφήμερη. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ τόσο ἐφήμερη ὅσο σήμερα. Καὶ ριζικὰ ἐφήμερη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀνθρώπινη ζωή, ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος ἐν γένει. Τίποτα δὲν ὑπόσχεται διάρκεια καὶ μέλλον. Σ’ αὐτὸ τὸ ἔλλειμμα ἀπὸ Εἶναι ὀφείλονται οἱ νευρικότητες καὶ οἱ ἀνησυχίες»[1].
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΣ βλέμματος, σκέψεως, ὁμιλίας καὶ γραφῆς: «Ὁ Nietzsche, στὸ Λυκόφως τῶν εἰδώλων, ὁρίζει τρία καθήκοντα γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει κανεὶς νὰ ἐκπαιδευτεῖ: πρέπει νὰ μάθει νὰ βλέπει, πρέπει νὰ μάθει νὰ σκέπτεται, πρέπει νὰ μάθει νὰ μιλάει καὶ νὰ γράφει»[2].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ ὡς αὐτοεκμετάλλευσις τοῦ ἑαυτοῦ μας: «Μετὰ ἀπὸ ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο παραγωγῆς, ἡ αὐτοεκμετάλλευση εἶναι κατ' οὐσίαν πιὸ ἀποτελεσματική, πολὺ πιὸ ἀποδοτικὴ ἀπ' ὅ,τι θὰ ἦταν ἡ ἐκμετάλλευση ἀπὸ ἕναν τρίτο, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἐλευθερίας. Ἡ κοινωνία τῆς ἐπίδοσης εἶναι μιὰ κοινωνία τῆς αὐτοεκμετάλλευσης. Τὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο ἐκμεταλλεύεται τὸν ἑαυτό του ὥσπου νὰ ἀναλωθεῖ ἐντελῶς (burn-out). Ἀναπτύσσεται μιὰ αὐτοεπιθετικότητα ποὺ ἀρκετὲς φορὲς ὀξύνεται ὣς τὴ βία τῆς αὐτοκτονίας. Ἡ προβολὴ ἀποκαλύπτεται βολὴ ποὺ τὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο στρέφει κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του»[3].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ γεννᾶ καταθλιπτικοὺς καὶ ἀποτυχημένους: «Οἱ ἀπαγορεύσεις, οἱ κανόνες καὶ οἱ νόμοι ἔχουν δώσει τὴ θέση τους στὰ πρότζεκτ, στὶς πρωτοβουλίες καὶ στὰ κίνητρα. Ἡ κοινωνία τῆς πειθαρχίας ἐξακολουθεῖ νὰ διέπεται ἀπὸ τὸ Ὄχι. Ἡ ἀρνητικότητά της παράγει τρελοὺς καὶ ἐγκληματίες. Ἡ κοινωνία τῆς ἐπίδοσης, ἀντιθέτως, γεννᾶ καταθλιπτικοὺς καὶ ἀποτυχημένους»[4].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ καταλήγει στὴν αὐτοεκμετάλλευσι τοῦ ἑαυτοῦ: «Ἡ ὑπερβολικὴ ἐργασία καὶ ἐπίδοση ὀξύνονται καὶ καταλήγουν νὰ γίνουν αὐτοεκμετάλλευση, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτελεσματικότερη τῆς ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τρίτους, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ἐλευθερίας. Ἐκμεταλλευτὴς καὶ ἐκμεταλλευόμενος εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο»[5].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ τὸ πρότυπο τῆς νέας κοινωνίας: «Ἡ κοινωνία τοῦ 21ου αἰώνα δὲν εἶναι πιὰ κοινωνία τῆς πειθαρχίας, ἀλλὰ κοινωνία τῆς ἐπίδοσης. Τὰ δὲ ἄτομα ποὺ τὴν συγκροτοῦν δὲν λέγονται πιὰ ‘ὑπάκουα ὑποκείμενα’, ἀλλὰ ‘ἐπιδοσιακὰ ὑποκείμενα»[6].
ΕΠΙΔΟΣΙΣ ὡς αὐτοεκμετάλλευσις τοῦ ἑαυτοῦ: «Τὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο παραδίδεται στὸν ἐξαναγκασμὸ γιὰ νὰ μεγιστοποιήσει τὴν ἀπόδοσή του. Ἔτσι ἐκμεταλλεύεται τὸν ἑαυτό του. Ἡ αὐτοεκμετάλλευση εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση ἀπὸ τρίτους, ἐφόσον συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἀπατηλὸ αἴσθημα ἐλευθερίας. Αὐτὸς ποὺ ἐκμεταλλεύεται εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκμεταλλεύονται. Ἐδῶ, ἡ ἐκμετάλλευση ὑπάρχει χωρὶς νὰ ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τῆς ἀποτελεσματικότητας τῆς αὐτοεκμετάλλευσης. Τὸ καπιταλιστικὸ σύστημα περνάει ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση ἀπὸ τρίτους στὴν αὐτοεκμετάλλευση, προκειμένου νὰ ἐπιταχύνει. Ἐξαιτίας τῆς παράδοξης ἐλευθερίας του, τὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο εἶναι ταυτόχρονα θῦμα καὶ θύτης, κύριος καὶ δοῦλος. Ἐδῶ, συμπίπτουν ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ βία. Τὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο, ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι κυρίαρχο τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀναδεικνύεται σὲ homosacer. Ὁ κυρίαρχος τῆς κοινωνίας τῆς ἐπίδοσης εἶναι ταυτόχρονα ὁ homosacer τοῦ ἑαυτοῦ του. Κατὰ μία παράδοξη λογική, ὁ κυρίαρχος καὶ ὁ homosacer ἀλληλοδημιουργοῦνται μέσα στὴν κοινωνία τῆς ἐπίδοσης»[7].
ΕΥΖΩΪΑ ὠθεῖ στὴν ὑστερία τῆς ἐπιβιώσεως καὶ ὄχι τῆς ζωῆς: «Ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος χωρισμὸς τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ θάνατο περιβάλλει καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ μὲ ἀνησυχητικὴ ἀκαμψία. Ἡ ἔγνοια γιὰ τὴν εὐζωία δίνει τὴ θέση της στὴν ὑστερία γιὰ τὴν ἐπιβίωση. Ἡ ὑποβάθμιση τῆς ζωῆς σὲ μιὰ σειρὰ βιολογικὲς διεργασίες τὴν ἀπογυμνώνει, τὴ γδύνει ἀπὸ τὴν ἀφηγηματικότητά της. Τῆς ἀφαιρεῖ τὴ ζωντάνια, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ σύνθετη ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ζωτικότητα καὶ τὴν ὑγεία. Ἡ μανία μὲ τὴν ὑγεία δημιουργεῖται ὅταν ἡ ζωὴ γίνεται γυμνή, σὰν ἕνα κέρμα ποὺ ἔχει ἀδειάσει ἀπὸ κάθε ἀφηγηματικὸ περιεχόμενο, κάθε ἀξία. Ἐν ὄψει τῆς ἐξατομίκευσης τῆς κοινωνίας καὶ τῆς διάβρωσης τοῦ κοινωνικοῦ δεσμοῦ, δὲν μένει παρὰ τὸ σῶμα τοῦ Ἐγώ ποὺ πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ διατηρηθεῖ ὑγιές. Ἡ ἀπώλεια τῶν ἰδεωδῶν ἀξιῶν δὲν ἀφήνει νὰ ὑπάρξει παρὰ μόνο, μαζὶ μὲ τὴν ἀξία ἔκθεσης τοῦ Ἐγώ, ἡ ἀξία τῆς ὑγείας. Ἡ γυμνὴ ζωὴ ἐξαφανίζει κάθε τελεολογία, κάθε πρόθεση δράσης γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἄξιζε νὰ εἴμαστε ὑγιεῖς. Ἡ ὑγεία γίνεται αὐτοαναφορικὴ καὶ κενοῦται γιὰ νὰ γίνει σκοπιμότητα χωρὶς σκοπό»[8].
ΕΧΘΡΟΣ ἔνδειξις ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ: «Ὁ Carl Schmitt λέει πὼς τὸ 'νὰ ἔχεις πάνω ἀπὸ ἕναν πραγματικοὺς ἐχθρούς' εἶναι 'ἔνδειξη ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ'»[9].
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ μᾶς ἀπαλλάσουν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου: «Οἱ θρησκεῖες, ὡς θανατοτεχνικὲς ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσουν ἀπ’ τὸ φόβο | τοῦ θανάτου καὶ μᾶς δημιουργοῦν μιὰ ψευδαίσθηση διάρκειας, εἶναι ἐπίσης παροπλισμένες»[10].
ΚΑΤΑΘΛΙΨΙΣ ἀσθένεια τῆς κοινωνίας: «Ἡ κατάθλιψη εἶναι ἡ ἀρρώστια μιᾶς κοινωνίας ποὺ πάσχει ἀπὸ πλεόνασμα θετικότητας, καὶ ἀντικατοπτρίζει μιὰ ἀνθρωπότητα ποὺ βρίσκεται σὲ πόλεμο μὲ τὸν ἑαυτό της»[11].
ΚΑΤΑΘΛΙΨΙΣ πάθησις τῆς ἐποχῆς μας: «Τὰ ἄτομα ποὺ πάσχουν ἀπὸ κατάθλιψη, ΔΕΠ-Υ ἢ BS ἀναπτύσσουν συμπτώματα ποὺ παρουσίαζαν καὶ οἱ ‘μουσουλμάνοι’ στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. ‘Μουσουλμάνοι’ λέγονταν ἐκεῖνοι οἱ ἐξαντλημένοι, σκελετωμένοι κρατούμενοι, οἱ ὁποῖοι, σὰν τὰ ἄτομα ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀξεῖα κατάθλιψη, εἶχαν γίνει τελείως ἀπαθεῖς καὶ δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ διακρίνουν τὴν παγωνιὰ ἀπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ δεσμοφύλακα»[12].
ΚΑΤΑΘΛΙΨΙΣ ὡς κόπωσις τοῦ ἐπιδοσιακοῦ ὑποκειμένου: «Ἡ κατάθλιψη εἶναι προπάντων κόπωση τοῦ ‘κατορθώνω’ καὶ τοῦ ‘μπορῶ’. Τὸ παράπονο τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πὼς τίποτα δὲν εἶναι δυνατόν, εἶναι δυνατὸν μόνο σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ πιστεύει πὼς τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατον»[13].
ΚΑΤΑΘΛΙΨΙΣ ὡς συνέπεια τοῦ ὑποκειμένου τῶν ἐπιδόσεων: «Συνυπεύθυνη τῆς κατάθλιψης στὴν ὁποία συχνὰ κα|ταλήγει τὸ burn-out εἶναι μᾶλλον ἡ ὑπερβολικὴ καὶ ὑπερελεγκτικὴ σχέση ποὺ ἀναπτύσσεις μὲ τὸν Ἑαυτό, μιὰ σχέση ποὺ προσλαμβάνει ὀλέθρια χαρακτηριστικά. Τὸ ἐξαντλημένο, καταθλιπτικὸ ἐπιδοσιακὸ ὑποκείμενο φθείρεται κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι κουρασμένο, ἐξουθενωμένο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὸν πόλεμο ποὺ διεξάγει κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀνήμπορο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ εἶναι ἐκτός, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν Ἄλλο, πρὸς τὸν κόσμο, γαντζώνεται στὸ ἑαυτό του, κι αὐτό, ὅλως παραδόξως, καταλήγει στὴ σκαφὴ καὶ τὴν κένωση τοῦ Ἑαυτοῦ. Τὸ ὑποκείμενο φθείρεται σὰν νά' ταν μέσα σ' ἕναν τροχὸ χάμστερ ποὺ γυρίζει ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του»[14].
ΚΟΠΩΣΙΣ ὡς πόνος τῆς ὑπάρξεως: «Λέγεται ὅτι ὁ πόνος στὸ συκώτι, τὸ ὁποῖο ἀπὸ μόνο του δὲν αἰσθάνεται πόνο, εἶναι κόπωση»[15].
ΠΡΟΣΟΧΗ ἡ διάσπασίς της μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἄγρια φύσι: «Δὲν μπορεῖ νὰ βυθιστεῖ στὸν ἀπέναντί του, γιατὶ πρέπει ταυτόχρονα νὰ ἐποπτεύει τὸν περίγυρο. Ὄχι μόνον τὸ multitasking, ἀλλὰ καὶ δραστηριότητες ὅπως τὰ βιντεοπαιχνίδια δημιουργοῦν αὐτὴν τὴν διάχυτη ἀλλὰ ἐπιφανειακὴ προσοχή, παρόμοια μὲ τὴν ἐπαγρύπνηση τοῦ ἄγριου ζώου. Οἱ νεότερες κοινωνικὲς ἐξελίξεις καὶ ἡ μεταδόμηση τῆς προσοχῆς μᾶς φέρνουν τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὴν ἄγρια φύση»[16].
ΥΓΕΙΑ ἐθεοποιήθη μετὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ»: «Ὁ Nietzsche ἔχει ἤδη πεῖ ὅτι μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ θεοποιήθηκε ἡ ὑγεία. Ἂν ὑπῆρχε ἕνας νοηματικὸς ὁρίζοντας πέρα ἀπ’ τὴ γυμνὴ ζωή, ἡ ὑγεία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀρθεῖ σὲ ἀπόλυτη ἀξία»[17].
ΥΓΕΙΑ ἡ νέα θεότης: «Ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει περιοριστεῖ στὴ ζωτική της λειτουργία εἶναι μιὰ ζωὴ ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διατηρηθεῖ ὑγιής. Ἡ ὑγεία εἶναι ἡ νέα θεά»[18].
ΥΠΕΡΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΣ δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐλευθερία: «Εἶναι πλάνη νὰ πιστεύουμε πὼς ὅσο πιὸ δραστήριοι γινόμαστε, τόσο πιὸ ἐλεύθεροι εἴμαστε»[19].
ΥΠΕΡΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΣ ὡς ἀποφυγὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας: «Κι ἐσεῖς ἐπίσης, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ζωὴ εἶναι ἄγρια δουλειὰ καὶ ἀνησυχία: δὲν ἔχετε κουραστεῖ πολὺ ἀπὸ τὴ ζωή; Δὲν εἶστε πολὺ ὥριμοι γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ θανάτου; Ὅλοι ἐσεῖς, ποὺ ἀγαπᾶτε τὴν ἄγρια δουλειὰ καὶ τὸ γρήγορο, τὸ καινούριο, τὸ ἄγνωστο - δύσκολα ἀντέχετε τὸν ἑαυτό σας, ἡ φιλοπονία σας εἶναι κατάρα καὶ θέληση νὰ ξεχάσετε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σας»[20].
ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ στερεῖται τῆς ἱκανότητος τοῦ δισταγμοῦ: «Ὁ ἠλεκτρονικὸς ὑπολογιστής, παρὰ τὴν ὑψηλότατη ὑπολογιστική του ἐπίδοση, εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡλί|θιος, ἀφοῦ στερεῖται τῆς ἱκανότητας νὰ διστάζει»[21].
[1] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 73.
[2] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 79.
[3] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 29.
[4] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 54.
[5] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 59.
[6] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 53.
[7] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 35.
[8] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 38.
[9] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 17.
[10] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 73-74.
[11] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 58.
[12] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 76.
[13] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 58.
[14] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 20-21.
[15] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 7.
[16] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 62.
[17] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 74.
[18] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 39.
[19] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 80.
[20]Nietzsche, Ἔτσι μίλησε ὁ Ζαρατούστρα, παρά: Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 7.
[21] Μπιοὺνγκ Τσοὺλ Χάν, Ἡ κοινωνία τῆς κόπωσης (Ἀθήνα: Opera, 2015), σ. 81-82.