Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Παύλου Φλωρένσκυ, Ὁ θησαυρὸς τῆς ψυχῆς μας

ΑΠΟΣΠΑΣΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Παῦλος Φλωρένσκυ. Ὁ ἱερέας, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ μάρτυρας (1882-1937) 

(Ναύπλιο: Ἐπιστροφή, 2019), σσ. 64-67

Ὑπάρχει τὸ μεγάλο, κατὰ τὴ σπουδαιότητά του, χερουβικὸ κέντρο τῆς ψυχῆς μας, ὁ ἀγγελικὸς πυρήνας τῆς ψυχῆς. Ὅμως εἶναι κρυμμένος στὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς καὶ ἀόρατος ἀπὸ τὰ σαρκικὰ μάτια. Ὁ Θεὸς ἔθεσε μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ καλύτερο δῶρο του - τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως αὐτὸ τὸ δῶρο κρύβεται στὸ πλέον ἐσωτερικὸ δωμάτιο τῆς ψυχῆς, αὐτὸ τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι ἔχει θαφτεῖ μέσα στὸ πηλῶδες ἄσχημο ὄστρακο, ἀνάμεσα στὶς λάσπες, στὰ βάθη τῆς θάλασσας τῆς ψυχῆς. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἔκρυβε τὸ δῶρο Του, τότε οἱ κακὲς δυνάμεις θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ μιάνουν. Ὅμως τώρα τὸ δῶρο αὐτὸ δίδεται μόνο στὰ χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸ βλέπει· καὶ τὸ βλέπει μόνο αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐργαστεῖ στὴν ψυχή του.

Ὅλοι εἴμαστε μέσα στὶς ἁμαρτίες. Εἴμαστε σὰν πήλινα σκεύη, ὅμως πλήρεις μὲ ἀστραφτερὸ χρυσό. Ἀπὸ πάνω - λερωμένοι καὶ κηλιδωμένοι, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα ἐκτυφλωτικὰ λαμπεροί. Ἔτσι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ἀδελφοί.

Ἀφαιρέστε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἔνδυμά του καὶ θὰ δεῖτε τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὑποταγμένο στοὺς πειρασμούς, στὶς ἀρρώστιες καὶ στὸν θάνατο. Ἐὰν ἀφαιρούσατε καὶ περαιτέρω, καὶ τὸ σῶμα, τότε θὰ βλέπατε τὸ παχὺ στρῶμα τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ ὁποῖο διαβρώνει τὴν ψυχή μας, ὅπως ἡ σκουριά. Καὶ ἂν ἀκόμη στὴ συνέχεια ἀφαιρούσατε ἀπὸ τὴν ψυχὴ αὐτὸ τὸ φθαρτό, δυσῶδες μέρος, τότε ἐκεῖ, στὸ ἴδιο τὸ κέντρο, θὰ βλέπατε τὸν Φύλακα Ἄγγελο. Μὲ τὰ πολλὰ μάτια του βλέπει κάθε παραμικρὴ ἐπιθυμία μας, παρατηρεῖ κάθε πρόθεση τοῦ ἀνθρώπου. Νά, ἡ ἁγία ἐσωτερικὴ φύση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὸ πραγματικὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτὸ τὸ πραγματικὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ μυστικός, ἁγιασμένος ναός, ὁ ὁποῖος λάμπει μὲ οὐράνια ὀμορφιά. Μέσα σὲ αὐτὸν κατοικεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μέρα καὶ νύχτα, ἀδιάκοπα καὶ ἀκατάπαυστα μεσιτεύει γιὰ ἐμᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλαλήτους στεναγμούς. Ἐμεῖς μάλιστα δὲν γνωρίζουμε, τί εἶναι τὸ πρέπον νὰ ζητήσουμε στὴν προσευχὴ μᾶς (Πρὸς Ρωμ. 8, 26). Ὅμως ὁ Παράκλητος προσεύχεται γιὰ ἐμᾶς, ἐνδυναμώνοντάς μας στὶς ἀδυναμίες μας, καὶ μολονότι ἐμεῖς δὲν ὑποψιαζόμαστε περὶ αὐτοῦ, κραυγάζει γιὰ ἐμᾶς πρὸς τὸν Κύριο: «Ἀββᾶ», δηλαδὴ «Πάτερ» (Πρὸς Ρωμ. 8,15· Πρὸς Γαλ. 4,6). Εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζεῖ μέσα μας. Μήπως δὲν τὸ γνωρίζετε; (Α' Κορ. 3,16). Περπατᾶμε στὴ γῆ, ὅμως ἡ πραγματική μας ὕπαρξη βρίσκεται στὸν οὐρανό· ἀφοῦ ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ, ὅπου εἶναι τὸ Πνεῦμα. Δὲν ἔλεγε ἄραγε ὁ Κύριος: «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 18,10); Μπορεῖ ἄραγε κάποιος μετὰ ἀπὸ αὐτὸ νὰ σκεφτεῖ νὰ διαφθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ; «Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὸ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινες ἔστε ὑμεῖς», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α' Κορ. 3,17).

Ἔχει δοξαστεῖ ὁ ἄνθρωπος! «Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’  ἀγγέλοις, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν» (Ψαλμ. 8,6)! Ἔλαβε τὴν δύναμη νὰ ἀπολαμβάνει ἀκόμη καὶ τὴν ἀγγελικὴ ἀντίληψη, ἀφοῦ τὸ ἀνθρώπινο μέτρο εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὸ μέτρο τοῦ Ἀγγέλου (Ἀποκ. 21,17). Ἅγιος ὁ ἄνθρωπος στὰ κρύφια τῆς ψυχῆς του· ἔχει εὐλογηθεῖ, γιατί ὁ Κύριος, ποὺ δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ αἰσχρότητα, τὸν ἁγιάζει.

Ναοφόροι, ἀκούσατε ἄραγε ποτὲ πῶς βρίσκεται ὁ πολυτιμότερος ἀπὸ τοὺς πολύτιμους λίθους, τὸ διαμάντι; Εἶναι σκεπασμένος μὲ ἕναν ἀκατέργαστο φλοιό, μὲ ἕνα μαῦρο, ὑπερβολικὰ σκληρὸ στρῶμα. Ἐξ ὄψεως ἕνας τέτοιος λίθος δὲν διακρίνεται ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ βότσαλο. Μόνο ὁ μάστορας τοῦ ἔργου διακρίνει ὅτι αὐτὸ εἶναι διαμάντι. Ὅμως, στὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, ἀκόμη καὶ χρόνων, ὁ ἀδαμαντογλύπτης ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν λίθο τὸν ἐξωτερικὸ φλοιό, τὸν λαξεύει καὶ τότε προχωρῶντας πρὸς τὸ ἐσωτερικό, ὁ διαφανὴς πυρήνας, σὰν τὴν δροσοσταλίδα ἀστράφτει καὶ παίζει στὸν ἥλιο μὲ ὅλες τίς ἀκτῖνες τοῦ οὐράνιου τόξου. Ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ἔξωθεν εἶναι βρώμικος, ὅμως ἐσωτερικὰ εἶναι τόσο ὑπέροχος, ὥστε ὁ Θεός, ἀφοῦ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, κατέπαυσε ἀπὸ τὰ ἔργα Του· καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, τότε, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀγάπης πρὸς τὸ δημιούργημά Του, ὁ Θεὸς δὲν σπλαγχνίστηκε τὸν Μονογενῆ Του Υἱό, ἀλλὰ Τὸν παρέδωσε ἀκόμη καὶ στὰ μαρτύρια καὶ στὸν θάνατο γιὰ νὰ σώσει τὴ Δημιουργία.

Ὦ, ἀδελφοί, ἐὰν σκεφτόσασταν πόσο ὑπέροχοι εἴσαστε ὅλοι ἐσεῖς! Δὲν θυμιάζει ἄραγε ὁ ἱερέας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ποὺ ζεῖ μέσα σας, ὅταν στρέφεται πρὸς ἐσᾶς μὲ τὸ θυμιατό; Δὲν τυλίγει ἄραγε τὸν θρόνο τοῦ ἐσωτερικοῦ σας ναοῦ τὸ θυμίαμα; Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Μὰ ὅπως στὴν εἰκόνα πίσω ἀπὸ τὰ χρώματα καὶ τὴν σανίδα κρύβεται ἡ εὐλογημένη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίσω ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή του, ζεῖ στὸν ἐσωτερικὸ ναό, στὴ συνείδηση, τὸ πολυόμματο ἐκεῖνο Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26). Ὁ Θεὸς ποὺ κατοικεῖ στὴν ψυχή μας δὲν δημιούργησε ἄραγε ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου; Ποιά σημασία ἔχουν αὐτοί, ἐὰν ὁ Δημιουργὸς καὶ Κύριός τους εἶναι μαζί μας; Τί ἀξία ἔχουν, ὅταν ὁ Θεὸς βασιλεύει στὴν ψυχή; Ἀληθῶς εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὅν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον» (Ματθ. 13,44). Ὁ θησαυρὸς τοῦ καθενὸς ἔχει θαφτεῖ στὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἐὰν κάποιος βρεῖ τὸν θησαυρό του, τότε μὲ κομμένη ἀνάσα, ἐγκαταλείπει ὅλα τὰ ἔργα του, ἀκριβῶς μόνο γιὰ νὰ ξεθάψει τὸν θησαυρό του. Σὲ αὐτὸν ὑπάρχει ἡ ὑπέρτατη εὐτυχία, τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ αὐτὸν βρίσκεται ἡ αἰώνια χαρά του.

Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι τὸ θεϊκὸ μέρος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Θὰ τὸ βροῦμε μέσα μας ἀλλὰ καὶ μέσα στοὺς ἄλλους. Θὰ βεβαιωθοῦμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ἐδῶ εἶναι ἡ αἰώνια μακαριότητα καὶ ἡ αἰώνια ζωή. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν» (Ματθ. 13,45-46). Τὸ μαργαριτάρι ποὺ ἔψαχνε ὁ ἔμπορος δὲν εἶναι μακριά· ὁ ἄνθρωπος τὸ κουβαλάει παντοῦ μαζί του, μόνο ποὺ ὁ ἴδιος δὲν τὸ γνωρίζει. Καὶ μὲ τὸν θησαυρὸ στὸ στῆθος του καθένας ἀπὸ ἐμᾶς πλανιέται στὸν κόσμο, ὄντας μελαγχολικός, καὶ συχνὰ δὲν πιστεύει κἂν ὅτι τέτοιο μαργαριτάρι ὑπάρχει κάπου μακριά, πόσο μᾶλλον μέσα του. Μακάριος αὐτὸς ποὺ εἶδε τὸν θησαυρό του!