Σωτηρία Νούση (1938-2022)
Ἡ φίλη καὶ ὑπηρέτρια τοῦ Θεοῦ
Γράφει ὁ κ. Χρῆστος Νικολόπουλος, Θεολόγος – Βυζαντινολόγος
Ὀρθόδοξος Τύπος 16 καὶ 23.9.2022
1ον
«Γέροντα» εἶχε πεῖ κάποια στιγμὴ ἡ Σωτηρία στὸν Ἅγιο Πορφύριο «νὰ ἀγοράσω ἕνα ἁμάξι;». «Ὄχι, αὐτοκίνητο δὲν θὰ πάρεις, ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ σοῦ λείψει ὅταν τὸ χρειάζεσαι» ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Γέροντας. Ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου πραγματοποιήθηκε μὲ ἐμένα ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα παιδιά, οἱ ὁποῖοι ἐξυπηρετούσαμε τὴ Σωτηρία μὲ τὰ ἁμάξια μας. Ἤμασταν οἱ λεγόμενοι «λεβέντες» της, ὅπως συνήθιζε νὰ μᾶς ἀποκαλεῖ.
Τὴ Σωτηρία τὴ γνώρισα ὅταν ἤμουν 16 ἐτῶν. Ἔμενα στὸν ἴδιο δρόμο μὲ αὐτὴν λίγα μέτρα πιὸ μακριά. Ἡ ἴδια μὲ παρότρυνε καὶ μὲ βοήθησε νὰ γραφτῶ στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο Ἀθηνῶν, ποὺ λειτουργοῦσε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν ὁδὸ Δεινοκράτους στὸ Κολωνάκι. Ὁμολογῶ ὅτι τὸ σχολεῖο αὐτὸ ἦταν τὸ καλύτερο σχολεῖο στὸ ὁποῖο πῆγα ποτὲ στὴ ζωή μου. Καλύτερο καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς σχολὲς ποὺ σπούδασα. Στὰ 18 μου, ποὺ ὁδηγοῦσα πλέον τὸ ἁμάξι τοῦ πατέρα μου, ἄρχισα νὰ τὴν ἐξυπηρετῶ σὲ διάφορες μετακινήσεις ποὺ χρειαζόταν. Αὐτὸ συνεχίστηκε μέχρι τὰ 24 μου, ὅπου ἔφυγα γιὰ φαντάρος καὶ μετὰ νυμφεύτηκα. Βέβαια δὲ σταμάτησα νὰ τὴν ἐξυπηρετῶ καὶ μετά, ἀλλὰ ὄχι τόσο συχνά. Εἶχε βρεῖ καὶ ἄλλους ὁδηγοὺς μετὰ ἀπὸ ἐμένα. Πάντοτε χρησιμοποιοῦσε μόνο ἄνδρες ὁδηγούς, μία ἀπορία τὴν ὁποία δὲν ἔλυσα ποτέ. Οἱ περισσότεροι ἦταν νέοι καὶ ἀπὸ προβληματικὲς οἰκογένειες. Ἡ Σωτηρία ὅμως δὲν ἔκανε διακρίσεις.
Ὅταν ὁδηγοῦσα μοῦ ἔλεγε συνέχεια ἱστορίες μὲ εὐεργεσίες ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δοξάζουμε πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Δυστυχῶς τότε δὲν εἶχα τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα νὰ καταγράφω αὐτὲς τὶς ἱστορίες γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξιστόρησης αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν, πολλὲς φορές, ἀπὸ τὴν κούραση καὶ τὴν ἐξάντληση, σταμάταγε ξαφνικὰ τὴ διήγηση καὶ καθόταν μὲ κλειστὰ τὰ μάτια ἥσυχη στὸ κάθισμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ διαρκοῦσε πέντε μὲ δέκα λεπτά. Εἶχα καταλάβει ὅτι κοιμόταν. Προσπαθοῦσα νὰ διατηρῶ ἀπόλυτη ἡσυχία μέσα στὸ ἁμάξι, γιὰ νὰ μὴ τὴν ξυπνήσω. Ἤξερα ὅτι ἦταν πολύτιμος ὁ ὕπνος γιὰ αὐτήν. Κάποια στιγμὴ ξύπναγε καὶ συνέχιζε τὴν ἱστορία. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση πὼς μετὰ ἀπὸ δέκα λεπτὰ ὕπνου ἐξακολουθοῦσε τὴν ἱστορία ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν τελευταία λέξη ποὺ τὴν εἶχε σταματήσει χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς πρότασης.
Θυμᾶμαι μία μέρα, ὅταν ἤμουν 18 ἐτῶν, ἡ μητέρα μου, μοῦ ἔκανε μία ὑπόδειξη σὲ ἕνα θέμα. Νευρίασα τότε καὶ τῆς εἶπα: «Δὲ σὲ ἀκούω, μάνα μου πιὰ εἶναι ἡ Σωτηρία, αὐτὴν ἀκούω». Τὴν ἄλλη μέρα μὲ πῆρε τηλέφωνο ἡ Σωτηρία καὶ χαμογελώντας, ὅπως πάντα, μὲ μία γλυκιὰ φωνή μοῦ εἶπε: «Βρέ, εἶπες τέτοιο πρᾶγμα στὴ μάνα σου, δὲν εἶναι σωστό, τὴ στενοχώρησες». Ἡ ἴδια ὅμως εἶχε καταλάβει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη ποὺ τῆς εἶχα.
Στὸ ἁμάξι μου μπῆκαν διάφορες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, τὶς ὁποῖες βοηθοῦσε ἡ Σωτηρία, τῶν ὁποίων δυστυχῶς τὰ ὀνόματα δὲ θυμᾶμαι. Γιὰ ἕνα ἑξάμηνο φοροῦσα σκουλαρίκι στὸ ἀριστερὸ αὐτί. Κάποια στιγμὴ τὸ εἶδε καὶ χαμογελώντας γλυκὰ μοῦ εἶπε: «Ἄ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ γυαλίζει; Ὡραῖο» καὶ συνέχισε νὰ χαμογελάει. Δὲν μὲ ἔκρινε καὶ δὲν τὸ σχολίασε καθόλου ἀρνητικά. Ἐγὼ ὅμως ντράπηκα καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ ἔβγαλα γιὰ πάντα. Αὐτὴ ἦταν ἡ Σωτηρία. Δὲν ἔκρινε ποτέ, δὲν σχολίαζε ποτὲ ἀρνητικὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὅταν μάθαινε κάτι ἄσχημο γιὰ κάποιον γνωστό της ἔλεγε: «Ἄ! τὸν Πονηρό, εἶδες τί τοῦ ἔκανε τοῦ κακομοίρη. Ἔ! Τὸν εὐλογημένο ἄνθρωπο». Κατηγοροῦσε μόνο τὸν Πονηρὸ καὶ ποτὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ Σωτηρία ἦταν θυσία γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ παράδειγμα ποὺ λάμβανα ἐγὼ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν τόσο βαθὺ γιὰ τὴ νεαρὴ καὶ ἀνώριμη πνευματικὰ ἡλικία μου, τὸ ὁποῖο ὁμολογῶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ δεχθῶ εὔκολα. Εἶχα νεανικὰ φρονήματα καὶ ἔνιωθα ὅτι ὁ κόσμος τὴν ἐκμεταλλευόταν. Δὲν μποροῦσα νὰ δεχθῶ τὸ πολὺ ἀσκητικὸ φρόνημά της καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, ποὺ ἔδειχνε σὲ ὅλους χωρὶς καμία διάκριση. Καθόταν πάντα στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ καὶ μοῦ ἐξιστοροῦσε συνεχῶς παραδείγματα μὲ τὶς παγίδες, ποὺ μᾶς βάζει ὁ Πονηρὸς στὴ ζωή μας. Θυμᾶμαι ὅτι κάποια στιγμὴ χτύπησε τὸ κινητό της καὶ εἶπε στὸν ἱερέα, ποὺ τὴν εἶχε ἀνάγκη, νὰ τῆς τηλεφωνήσει στὸ σπίτι στὶς δέκα τὸ βράδυ γιὰ νὰ μιλήσουν πιὸ ἄνετα. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτὰ στὸν ἑπόμενο, ποὺ τῆς τηλεφώνησε, τοῦ εἶπε νὰ τὴν πάρει νὰ μιλήσουν στὸ σπίτι της μὲ τὴν ἡσυχία τους στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα. Στὸν τρίτο, τοῦ ἔκλεισε ραντεβοὺ γιὰ τὶς δύο τὸ πρωί. «Μὲ συγχωρεῖτε» τῆς εἶπα «τί ὥρα ξυπνᾶτε τὸ πρωὶ γιὰ τὴ δουλειά σας:». «Στὶς ἕξι» μοῦ ἀπάντησε. «Καὶ πότε θὰ κοιμηθεῖτε;», «τέσσερις μὲ ἕξι θὰ κοιμηθῶ». Πολλὲς φορὲς ξύπναγε καὶ ἔβρισκε τὸν ἑαυτό της νὰ εἶναι καθιστὴ μὲ τὸ ἀκουστικὸ τοῦ τηλεφώνου στὸ αὐτί της. Τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τῆς συζήτησης μὲ κάποιον ἱερέα καὶ δὲν εἶχε προλάβει, ἀπὸ τὴν κούραση, νὰ κατεβάσει τὸ ἀκουστικό. Καὶ αὐτὸ γινόταν σχεδὸν κάθε φορά ποὺ τὴν πήγαινα κάπου. Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν εἶχε ξεπεράσει τὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα ἐτῶν, περπατοῦσε μὲ μεγάλη δυσκολία, γιὰ νὰ πᾶμε σὲ μία ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τὴ ρώτησα ἂν ξεκουράζεται ἀρκετὰ τὸ βράδυ. Μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι κοιμόταν μόνο δύο ὧρες τὴν ἡμέρα.
Κάποια φορά ποὺ τὴν εἶχα συνοδηγὸ τὴν πῆρε τηλέφωνο ἕνας ἱερέας καὶ τὴν εὐχαριστοῦσε μὲ πολλοὺς ἐπαίνους γιὰ τὴ βοήθεια ποὺ τοῦ παρεῖχε. «Νά’ σαι εὐλογημένη τῆς ἔλεγε ξανὰ καὶ ξανά. Εἶσαι πάρα πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, Σωτηρία μου». «Νὰ σοῦ πῶ πάτερ μου» τοῦ ἀπάντησε, «σὲ ἐξυπηρέτησα; σὲ βοήθησα; τότε γιατί τὰ λὲς αὐτὰ τὰ πράγματα; θέλεις νὰ σοῦ κόψω τὴν καλημέρα;». Ἡ Σωτηρία εἶχε στενοχωρηθεῖ πάρα πολὺ μὲ τὰ ἐγκώμια, ποὺ τῆς ἔπλεκε ὁ ἱερέας, ὅπου μετὰ τὸν τερματισμὸ τῆς ἐπικοινωνίας τους σχεδὸν ἔκλαψε. «Αὐτὸν τὸν ἱερέα δὲν θὰ τὸν ξαναπάρω τηλέφωνο Χρῆστο. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ πεῖ τέτοια λόγια γιὰ μένα». Γιὰ πρώτη φορά γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς διαδρομῆς δὲ ξαναμιλήσαμε καθόλου.
Πολλὰ ἀπὸ τὰ δρομολόγια, ποὺ κάναμε ἦταν νὰ πᾶμε φαγητό, μαζὶ μὲ διάφορα δῶρα βέβαια, σὲ κάποιους ἱερεῖς, νὰ μεταφέρουμε ἄλλους ἱερεῖς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, νὰ ἀκούσουμε ὁμιλίες κ.λπ. Ἡ μεγαλύτερη ἀγαθοεργία της ἦταν νὰ παίρνει δάνεια, γιὰ νὰ ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς. Ἐπειδὴ ὅμως καμία τράπεζα δὲ δίνει δάνεια γιὰ πτωχούς, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πραγματοποιοῦσε ὑπεραναλήψεις μετρητῶν ἀπὸ ΑΤΜ μηχανήματα μὲ πιστωτικὲς κάρτες. Κάποια στιγμὴ ἔφθασε νὰ χρωστάει δεκάδες χιλιάδες εὐρώ, ἐνῷ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ποτὲ ἡ ἴδια δὲν ἤξερε τὸ ἀκριβὲς ποσό, ποὺ χρώσταγε καὶ τὸ ποσὸ τῶν δόσεων ἔφθασε νὰ εἶναι σχεδὸν ὅσο ἡ σύνταξή της. Δὲ μποροῦσε πλέον νὰ ζεῖ. Τότε μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι προσευχήθηκε στὸν Ἅγιο Πορφύριο, γιὰ νὰ τὴ βοηθήσει καὶ μέσα σὲ λίγες μέρες τὴν πῆρε τηλέφωνο ἕνας ἄγνωστος κύριος καὶ τῆς ζήτησε νὰ τὴ δεῖ ἀπὸ κοντά. Χωρὶς νὰ τῆς ἀποκαλύψει τὸν λόγο τῆς δώρισε 30000€. Μὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ χρέος μειώθηκε. Παράλληλα ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς μείωσης τοῦ ποσοῦ, ποὺ χρώσταγε τὴν ὁδήγησε νὰ αὐξήσει καὶ πάλι τὶς ἐλεημοσύνες της. Μετὰ ἀπὸ παρέμβαση ἑνὸς γνωστοῦ γέροντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους τῆς χορηγήθηκε ἕνα δεύτερο ποσό, γιὰ νὰ ἐλαττωθεῖ ξανὰ τὸ χρέος. Καὶ πάλι αὔξησε τὶς φιλανθρωπίες της. Ἀπὸ τότε ποὺ τὴ γνώρισα ἦταν πολὺ χρεωμένη. Ἀποβίωσε χρεωμένη. Ἀδυνατοῦσε νὰ πληρώσει ἀκόμα καὶ τὰ ἔξοδα τῆς θέρμανσής της. Ὁ Θεὸς ὅμως ποτὲ δὲν τὴν ἄφηνε.
Μοῦ εἶχε ἀναφέρει πολλὲς φορὲς ὅτι εἶχε τραβήξει πολλὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἐκδώσει τὸ βιβλίο γιὰ τὸν γέροντά της, τὸν Ἱερώνυμο Αἰγίνης. Καθηγητὲς καὶ θεολόγοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὴν κορόϊδευαν. Τῆς ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχει μία γυναίκα μὲ γεροντάδες. Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ σένα». Πρὶν τὸ ἐκδώσει ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτη. Αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν γέροντα Πορφύριο, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ εἰδικότητα τοῦ ἑνὸς ἔμοιαζε μὲ τοῦ γέροντά της. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὅμως δὲν εἶχε χρόνο καὶ ἔτσι ἡ διόρθωση ἔγινε ἀπὸ τὸ τηλέφωνο χωρὶς ποτὲ ὁ Ὅσιος νὰ παραλάβει τὸ βιβλίο της. «Διάβασέ μου», τῆς ἔλεγε «στὴ σελίδα τάδε, στὴν παράγραφο τάδε, δύο σειρὲς πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος». Ἔτσι ἔγινε ἡ διόρθωση. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος τῆς ἐπισήμανε νὰ σβήσει ἀπὸ ὅλο τὸ κείμενο τὴ λέξη ἄγχος. «Αὐτὴ ἡ λέξη νὰ μὴν ὑπάρχει στὸ κείμενό σου. Δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ λέξη γιὰ τὸν χριστιανό».
Ἡ Σωτηρία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ράσα τοῦ γέροντά της, εἶχε λείψανα ἁγίων στὸ σπίτι της, ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Μία φορὰ μοῦ ἔδωσε νὰ προσκυνήσω ἕνα λείψανο τοῦ Ἱερωνύμου Αἰγίνης. Εὐωδίαζε ὑπερβολικὰ πολύ, ἐνῷ μὲ τὴν προτροπή της καὶ στὰ δύο παιδιά μου τοὺς φόρεσα τὸ σκουφάκι τοῦ γέροντα. Ἡ παρουσία τοῦ γέροντά της ἦταν ἐμφανὴς σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς της. Ὅταν ἡ Σωτηρία πέρναγε μεγάλους πειρασμούς, πήγαινε νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του στὴν Αἴγινα. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι στεκόταν στὸν τάφο του καὶ ὁ ἴδιος τῆς ἐμφανιζόταν στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του χαμογελώντας της. Αὐτὸ τῆς ἔδινε θάρρος καὶ ἤξερε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ἔδειχνε ὅτι στέκεται δίπλα της σὲ κάθε πειρασμό.
Ὅταν ἡ Σωτηρία δεχόταν γιὰ φιλοξενία κάποιον κληρικό, τοῦ παραχωροῦσε τὸ σπίτι της καὶ ἡ ἴδια πήγαινε καὶ ἔμενε δίπλα σὲ ἕνα δωμάτιο ποὺ εἶχε παραμείνει ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι. Κάποιο καλοκαίρι φιλοξένησε ἕναν ἀρχιμανδρίτη καὶ ἡ ἴδια μετακόμισε δίπλα. Τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ περιοχή της ἦταν πολὺ ἥσυχη καὶ κανένας δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε στὸν Κανόνα του. Ἐπειδὴ ἦταν βράδυ καὶ ἔκανε ζέστη ὁ ἀρχιμανδρίτης ἄνοιξε τὰ παράθυρα καὶ ξεντύθηκε ἀπὸ πάνω. Κάποια στιγμὴ ποὺ πλησίασε κοντὰ στὸ μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ εἶδε ἕνα μοναχὸ νὰ περνάει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκανε αὐστηρὴ παρατήρηση, ἐπειδὴ ὡς μοναχὸς δὲν ἔπρεπε νὰ βγάλει ποτὲ ἀπὸ πάνω του τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Τοῦ ἀρχιμανδρίτη τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ποὺ κατάλαβε ἕνας ἄγνωστος ὅτι ἦταν μοναχός, ἀφοῦ δὲ φόραγε ράσα λόγω ζέστης. Τὴν ἄλλη μέρα ἀνέφερε τὸ περιστατικὸ στὴ Σωτηρία προσθέτοντας νευριασμένος: «Ἐσὺ μοῦ εἶπες ὅτι ἡ περιοχή σου εἶναι ἐρημικὴ καὶ ἥσυχη καὶ κανένας δὲν πρόκειται νὰ μὲ ἐνοχλήσει». Ἡ Σωτηρία παραξενεύθηκε, ἀφοῦ στὴν περιοχὴ δὲν ἔμενε κανένας κληρικός. Σύντομα ὅμως ἀπὸ μία φωτογραφία ποὺ τοῦ ἔδειξε τοῦ γέροντά της κατάλαβαν ὅτι ἦταν αὐτός. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συνέβη πολλὲς δεκαετίες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντα Ἱερωνύμου.
Ἀμέτρητες φορές μοῦ εἶχε ἀναφέρει περιστατικὰ ποὺ τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν γέροντα Ἱερώνυμο Αἰγίνης εἶχε βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους μας. «Εἶδες» μοῦ ἔλεγε «τί δύναμη καὶ ἁγιότητα ἔχει ὁ γέροντας, ὅλους τοὺς βοηθάει». Μία μέρα μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς φοβερὸ γεγονός: «Μὲ πῆρε, Χρῆστο μου, χθὲς ἕνας ἄγνωστος τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: “Γιατί κυρία μου στείλατε, μὲ τὸ ταχυδρομεῖο, αὐτὸ τὸ βιβλίο σὲ μένα. Μὲ ξέρετε ἀπὸ πουθενά; Νὰ ξέρετε ὅτι τὸ διάβασα ὁλόκληρο μέσα σὲ μία νύκτα. Μὲ συγκίνησε τόσο πολὺ ποὺ μοῦ ἄλλαξε τὴ ζωή. Εἶχα ἀπελπιστεῖ μὲ τὴ ζωή μου ἀλλὰ τώρα πῆρα δύναμη. Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Μὲ σώσατε”». Τελικὰ ἀποδείχθηκε ὅτι ἔγινε λάθος στὸ ταχυδρομεῖο καὶ τὸ βιβλίο ἀντὶ νὰ πάει στὸν κανονικὸ παραλήπτη ποὺ ἔλεγε ὁ φάκελος, βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ κυρίου. Πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ εἶχαν συμβεῖ.
Τὰ δωρεὰν βιβλία ποὺ δικαιοῦταν ἀπὸ τὴν νέα κάθε φορά ἔκδοση τοῦ ἔργου της γιὰ τὸν γέροντα Ἱερώνυμο τὰ ἔδινε ὅλα προσφορὰ στὸ μοναστήρι τοῦ ὁσίου Πορφυρίου. Ὅταν ἡ ἴδια ἤθελε νὰ τὸ δώσει δῶρο σὲ κάποιον πήγαινε καὶ τὸ ἀγόραζε ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Ὅσο κουρασμένος καὶ νὰ ἤμουν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, μετὰ τὶς ἕντεκα τὸ βράδυ δὲν ἔνιωθα καθόλου κούραση. Ἀντιθέτως ἔνιωθα τόση μεγάλη ζωντάνια καὶ χαρὰ σὰν νὰ εἶχα μόλις ξυπνήσει καὶ ἤθελα νὰ ἀθληθῶ καὶ νὰ διαβάσω. Αὐτὸ κράταγε τουλάχιστον μέχρι τὶς δύο τὸ πρωὶ καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ἂν ἤθελα νὰ κοιμηθῶ ἔπρεπε ἢ νὰ κοιμηθῶ πρὶν τὶς ἕντεκα ἢ μετὰ τὶς δύο τὰ ξημερώματα. Χρόνια ὁλόκληρα τὸ ζοῦσα αὐτὸ μέχρι ποὺ ἀποβίωσε ἡ Σωτηρία. Ἀποροῦσα καθημερινὰ μὲ τὸ παραπάνω περίεργο γεγονὸς μέχρι ποὺ κάποιος γέροντας ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος μὲ πῆρε τηλέφωνο καὶ μὲ πολὺ σοβαρὴ φωνή μοῦ εἶπε νὰ ἀναφέρω στὴ Σωτηρία νὰ πάψει νὰ προσεύχεται γιὰ αὐτόν, μετὰ τὶς ἕντεκα τὸ βράδυ, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθεῖ. «Νὰ τῆς πεῖς νὰ προσεύχεται γιὰ μένα μετὰ τὶς τρεῖς τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνάω». Τὴν πῆρα τηλέφωνο καὶ τὴ ρώτησα νὰ μοῦ πεῖ ποιὲς ὧρες προσεύχεται γιὰ τοὺς γνωστούς της. Μοῦ ἀνέφερε χαμογελώντας ὅτι κυρίως προσευχόταν τὸ βράδυ μετὰ τὶς ἕντεκα καὶ μέχρι ἀρκετὲς ὧρες μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τότε κατάλαβα ὅτι γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ προσευχὴ τῆς Σωτηρίας δὲν μὲ ἄφηνε νὰ κοιμηθῶ ἐκεῖνες τὶς ὧρες. Τῆς εἶπα γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ γέροντα. Δὲν τολμοῦσα νὰ τῆς ἀναφέρω γιὰ ἐμένα. Παραξενεύτηκε, μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ εἶπε: «Πώ, πώ! εἶδες δύναμη ποὺ ἔχει ἡ προσευχή;». Ἦταν τόσο ταπεινὴ ποὺ δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φανταστεῖ ὅτι ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ προερχόταν ἀπὸ αὐτὴν δὲν μᾶς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦμε.
2ον.-Τελευταῖον
Θυμᾶμαι ὅτι μοῦ εἶχε ἀναφέρει καὶ τὸ ἑξῆς γεγονὸς ποὺ τῆς εἶχε συμβεῖ. «Κάποιο βράδυ ποὺ μὲ γύρναγε ἕνας ταξιτζὴς στὸ σπίτι, μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φτιάξω ἕνα καφέ, ἐπειδὴ ἦταν κουρασμένος. Ἄ! Τὸν πονηρούλη σκέφτηκα. Θὰ σὲ φτιάξω ἐγώ. Πράγματι τὸν ἔφερα μέσα στὸ σπίτι μου καὶ πῆγα νὰ τοῦ φτιάξω τὸν καφέ. Ὅταν τοῦ σέρβιρα τὸν καφὲ στὸ σαλόνι, τὸν εἶδα πολὺ ταραγμένο. Τὸν ἤπιε μονορούφι καὶ πετάχτηκε πάνω μὲ μία μεγάλη νευρικότητα, ἄνοιξε τὴν ἐξώπορτα καὶ ἔφυγε τρέχοντας. Κάτι εἶδε καὶ φοβήθηκε». Ἡ Σωτηρία δὲν εἶχε διστάσει νὰ φέρει μέσα στὸ σπίτι της τὸν ἄνθρωπο ποὺ σκόπευε νὰ τὴν κακοποιήσει καὶ νὰ τὴν κλέψει. Δὲ φοβήθηκε οὔτε γιὰ μία στιγμή. Τέτοια πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη εἶχε στὸν Θεό.
Κάθε ἕνας ποὺ πραγματοποιοῦσε ἐγκαίνια σὲ ἰδιωτικὸ ναὸ ζήταγε, ἀπὸ τὴ Σωτηρία, τὴ συγγραφὴ κάποιου μικροῦ βιβλίου, γιὰ τὸν ἅγιο τοῦ Ναοῦ του, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα στοὺς πιστούς. Πολλοὶ ζητάγανε τέτοια χάρη, ἐπειδὴ ἡ Σωτηρία τὸ ἔκανε δωρεάν. Κάποια ἐποχὴ εἶχε κουραστεῖ μὲ τὸ νὰ γράφει τέτοια βιβλία. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ ἀκύρωνε τὴ συγγραφὴ ἑνὸς βιβλίου ποὺ τελείωνε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γιὰ ἕνα ἅγιο. Τὸ βράδυ ὅμως τῆς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο της ὁ συγκεκριμένος ἅγιος καὶ τῆς χαμογελοῦσε. «Μπορῶ μετὰ τὸ συγκεκριμένο περιστατικὸ νὰ μὴ γράψω γι’ αὐτόν;», μοῦ ἀνέφερε.
Ἕνα βράδυ, μοῦ ἀνέφερε, ὅτι διάβαζε καθισμένη στὸ κρεβάτι της, ὅταν ξαφνικά, χωρὶς νὰ ἀκουστεῖ κάποιος θόρυβος ἀνοίγματος πόρτας ἢ παραθύρου, ἐμφανίστηκε ἕνας ἄνδρας μὲ σατανικὴ ὄψη. Κρατοῦσε μία ἔνεση στὸ χέρι του καὶ τῆς τὴν ἔμπηξε στὸ πόδι, χωρὶς ἡ ἴδια νὰ αἰσθανθεῖ κάτι. Μετὰ τὴν κοίταξε μὲ ἕνα ἄγριο καὶ παγωμένο βλέμμα καὶ ἐξαφανίστηκε. Μοῦ τόνιζε συνέχεια τὸ ἄγριο καὶ σατανικὸ βλέμμα του. Ἡ ἴδια εἶχε παγώσει μὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἀλλὰ κατάλαβε ὅτι ὁ πονηρὸς ἤθελε νὰ τῆς δείξει ὅτι αὐτὸν τὸν καιρὸ θὰ τὴν πονέσει. Πράγματι σὲ λίγες μέρες πέθανε ἕνα συγγενικό της πρόσωπο, τὸ ὁποῖο βρισκόταν σὲ ἄσχημη κατάσταση στὸ νοσοκομεῖο. Πολλὲς φορὲς ὅταν ἡ Σωτηρία προσευχόταν, πήγαινε ὁ πονηρὸς καὶ τῆς χτύπαγε τὸ τζάμι καὶ τὴ φώναζε μὲ τὸ ὄνομα «Νανά». Δὲν καταδεχόταν νὰ τὴ φωνάξει μὲ τὸ βαπτιστικό της ὄνομα.
Τὴν εἶχα ρωτήσει δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς νὰ μοῦ πεῖ τί πίστευε γιὰ τὸν κορωνοϊό. Συνέχεια μοῦ ἔλεγε τὴ φράση: «Ὁ Θεὸς ἀπέκαμε ἐλεῶν». Καὶ τὶς δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς ποὺ τὴ ρώτησα μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε αὐτὸ λόγῳ τῆς πολλῆς ὁμοφυλοφιλίας ποὺ ὑπῆρχε στὸν κόσμο. Τὴν εἶχα ρωτήσει ἂν θὰ ἔκανε τὸ ἐμβόλιο καὶ μοῦ εἶχε ἀναφέρει ὅτι ἡ συνείδησή της δὲν τὸ ἐπέτρεπε αὐτό.
Ἡ Σωτηρία Νούση εἶχε γράψει, μεταξὺ ἄλλων, ἕνα ὀγκοδέστατο βιβλίο γιὰ τὸν π.Τίτο Μπουρλάκη. Δυστυχῶς τὸ βιβλίο ἐκδόθηκε, ὅταν ἐπιβλήθηκαν τὰ αὐστηρὰ περιοριστικὰ μέτρα γιὰ τὸν κορωνοϊό. Ἔτσι τὸ μοναστήρι δὲ δεχόταν ἐπισκέπτες καὶ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἀγοράσει τὸ βιβλίο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὴν εἶχε στενοχωρήσει, ἐπειδὴ ἡ μονὴ εἶχε ξοδέψει τόσα πολλὰ χρήματα γιὰ τὴν ἔκδοση αὐτῶν τῶν βιβλίων. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της ἔνοχο γιὰ τὰ ἔξοδα, στὰ ὁποῖα ὑποβλήθηκε ἡ μονή. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ συγκεντρώνει σὲ ἕνα φάκελο δικά της χρήματα καὶ κάθε λίγους μῆνες νὰ τὰ δίνει στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ἀγοράζει πολλὰ βιβλία. Δηλαδὴ καὶ τὸ ἔγραψε δωρεὰν τὸ βιβλίο καὶ τὸ χρηματοδοτοῦσε. Αὐτὴ ἦταν ἡ Σωτηρία. Μία θυσία γιὰ ὅλους.
Θυμᾶμαι μία μέρα μαζευτήκαμε τέσσερα ἄτομα καὶ μὲ τὴ Σωτηρία Νούση ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὴν ἀγρυπνία τοῦ ἁγίου Σάββα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ π.Τίτου στὰ Μέγαρα. Ἡ Σωτηρία εἶχε φροντίσει νὰ ἔρθει στὸ σπίτι της ἕνα μεγάλο κουτὶ μὲ φαγητὰ καὶ γλυκὰ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ θὰ ἦταν στὴν ἀγρυπνία. Θυμᾶμαι ὅτι εἶχε χρεωθεῖ 120€. Πλήρωσε τὴ βενζίνη καὶ τὰ διόδια στὸν ὁδηγὸ τοῦ ἁμαξιοῦ, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς πήραμε ἀπὸ μία τσάντα μὲ δῶρα γιὰ τὴ συμμετοχή μας. Ἀκόμα καὶ οἱ κοπέλες τῶν διοδίων πῆραν δωράκια. Ὅλη ἡ βραδιὰ εἶχε στοιχίσει στὴν Σωτηρία 200€. Σὲ αὐτὴν ποὺ ἔδινε 500€ τὸ μήνα στὶς τράπεζες, γιὰ νὰ μὴ αὐξάνεται τὸ ποσὸ τῶν δόσεων τῶν δανείων.
Κάποτε τῆς εἶχα δείξει ἕνα βιβλίο ποὺ μίλαγε γιὰ ἕναν ἅγιο γέροντα ποὺ εἶχε ζήσει στὸ ἐξωτερικό. «Τὸ ξέρετε αὐτὸ τὸ βιβλίο; Τὸ ἔχετε διαβάσει;» τὴ ρώτησα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸ ἔγραψα παιδί μου». «Μά, τὸ βιβλίο δὲν γράφει στὸ ἐξώφυλλο τὸ ὄνομά σας. Γράφει κάποιου ἄλλου» τῆς ἀπάντησα, μὲ κάποια ἀφέλεια, ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβα τί εἶχε συμβεῖ.
Ὅταν ἔφτιαξα τὴ δικιά μου οἰκογένεια τῆς εἶχα, πολλὲς φορές, πεῖ νὰ μὴ μὲ ντρέπεται καὶ ὅταν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα νὰ μὲ παίρνει ἀμέσως τηλέφωνο. Γιὰ νὰ μὴ στενοχωριέται τῆς ἔλεγα ὅτι δὲν ἀντιμετώπιζα πρόβλημα μὲ τὰ χρήματα, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν ἴσχυε. Κάποια μέρα μοῦ τηλεφώνησε καὶ μὲ ρώτησε ἂν ἡ δουλειά μου πήγαινε καλά. Κατάλαβα ὅτι χρειαζόταν χρήματα καὶ ντρεπόταν νὰ μοῦ ζητήσει. Τῆς ἔδωσα θάρρος καὶ τῆς εἶπα ὅτι ὅλα πήγαιναν τέλεια. Τότε μὲ παρακάλεσε, ἄν μοῦ περίσσευαν καὶ δὲν μοῦ δημιουργοῦσε πρόβλημα, νὰ τῆς δώσω κάποια χρήματα. «Βεβαίως» τῆς λέω, «θὰ πάω μεθαύριο νὰ σᾶς βάλω». «Μήπως μπορεῖς πιὸ σύντομα;» μὲ ρωτάει. «Θὰ πάω αὔριο» τῆς ἀπαντάω, χωρὶς νὰ καταλαβαίνω τί συνέβαινε. «Μήπως μπορεῖς σήμερα ἐπειδὴ τὸ ψυγεῖο μου εἶναι ἄδειο καὶ δὲν ἔχω κάτι νὰ φάω;». Συγκλονίστηκα μὲ τὰ λόγια της καὶ ἔτρεξα ἀμέσως νὰ τῆς βάλω χρήματα στὴν τράπεζα. Στενοχωρήθηκα ποὺ ἡ Σωτηρία, ἡ ὁποία εἶχε βοηθήσει ὅλο τὸν κόσμο, ἔφθασε κάποια στιγμὴ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀλλὰ πιὸ πολὺ στενοχωρήθηκα μὲ τὸν ἑαυτό μου ποὺ δὲν κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἐπεῖγον τῆς ὑπόθεσης.
Ἂν ἡ Σωτηρία μοῦ ἀπαντοῦσε ἄμεσα, γιὰ ἕνα θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε, μὲ δυναμικότητα, μὲ ὅλο της τὸ σῶμα νὰ συμμετέχει σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, πρὶν ἐξηγήσω τελείως τὸ ζήτημα ποὺ μὲ βασάνιζε, τότε καταλάβαινα ὅτι ἡ ἀπάντηση ἦταν ἐκ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἴδια ὡς ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶχε γίνει πολλὲς φορές. Θυμᾶμαι ὅτι μὲ ἀπασχολοῦσε ἕνα θέμα μὲ ἕνα ἀρχιμανδρίτη, ὁ ὁποῖος εἶχε ζητήσει τὴ βοήθειά μου σὲ κάποιο σημαντικὸ ζήτημα γι’ αὐτόν. Μποροῦσα νὰ τὸν βοηθήσω, ἀλλὰ δὲν ἤξερα ἂν ἔπρεπε. Πίστευα ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἠθικὰ ζητήματα. Ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸ ἐξηγήσω στὴ Σωτηρία. Ἀρκετὲς ὧρες σκεφτόμουν πῶς θὰ τῆς τὸ ἐξηγοῦσα καὶ ἂν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβει. Ἦταν ἕνα ἰδιαίτερο θέμα. Πίστευα ὅτι θὰ ἦταν χάσιμο χρόνου νὰ τῆς τὸ πῶ. Τελικά, ἐμφανίστηκα σπίτι της καὶ τῆς εἶπα: «Εἶναι ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ τὸν βοηθήσω μὲ ἕνα βιβλίο ποὺ θέλει νὰ γράψει, ἀλλὰ» δὲν πρόλαβα νὰ τῆς πῶ τὰ ἠθικὰ διλήμματα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχα καὶ πετάχτηκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴν καρέκλα της λέγοντάς μου μὲ ἕνα ἔντονο καὶ ζωηρὸ ὕφος, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχα ξαναδεῖ ποτὲ μέχρι τότε: «Νὰ τὸν βοηθήσεις, Χρῆστο μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα αὐτὸ ποὺ κάνεις, δὲ ξέρεις πόσο μεγάλη εὐλογία εἶναι αὐτό. Νὰ τὸν βοηθήσεις. Πρέπει νὰ τὸν βοηθήσεις. Χρειάζονται καὶ οἱ κληρικοὶ βοήθεια. Δὲν ξέρεις τί καλὸ θὰ τοῦ κάνεις». «Δὲν εἶναι ἔτσι ἁπλὰ τὰ πράγματα κ.Σωτηρία» τῆς ἀπάντησα, «ὑπάρχουν κάποια θέματα ποὺ πρέπει νὰ σᾶς ἐξηγήσω πρῶτα…». Ξεκίνησα νὰ τῆς ἀναφέρω μὲ λεπτομέρειες σὲ ποιὰ μητρόπολη ἦταν καὶ τί θέση κατεῖχε καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ κάποια ἠθικὰ διλήμματα. Ἡ Σωτηρία τότε μὲ ρωτοῦσε ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὴ μητρόπολή του, τί ἦταν αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἔκανα. Ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Ἡ στάση της ἦταν τελείως διαφορετικὴ μὲ πρίν. Φαινόταν νὰ μὴ καταλαβαίνει τίποτα. «Μά, καλὰ» ἔλεγα ἀπὸ μέσα μου «πῶς μοῦ ἀπάντησε ἔτσι στὴν ἀρχὴ καὶ τώρα δὲν φαίνεται νὰ συνειδητοποιεῖ τὴν κατάσταση». Σύντομα ὅμως κατάλαβα ὅτι ἡ πρώτη ἀπάντηση ἦταν ἐκ Θεοῦ. Μὲ τὴν εὐλογία τῆς Σωτηρίας δέχτηκα νὰ βοηθήσω τὸν ἱερέα καὶ ὅλα πῆγαν κατ’ εὐχὴν Θεοῦ. Ἡ συνεργασία αὐτὴ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα ποὺ ἔκανα ποτὲ στὴ ζωή μου καὶ μὲ γέμισε μὲ ἀφάνταστη χαρά.
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχα πάει κάποιον γνωστό μου, ὁ ὁποῖος ἦταν ψάλτης σὲ κάποια ἐκκλησία στὸ Μαρούσι, γιὰ νὰ ρωτήσει τὴ γνώμη της γιὰ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ. Τῆς ἀνέφερε τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἱερέων. Δὲν ἤξερε οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Ὁ φίλος μου φαινόταν ὅτι εἶχε στενοχωρηθεῖ. Ἐπιζητοῦσε πάρα πολὺ τὴ γνώμη της. Φεύγοντας, στὶς σκάλες, ξαφνικὰ μᾶς λέει: «Νὰ ξέρεις παιδί μου, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἐκεῖ δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι». Τὸ εἶχε πεῖ μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ δὲν σοῦ γεννοῦσε καμία ἀμφιβολία, γιὰ νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις καὶ φαινόταν σὰν νὰ τοὺς ἤξερε χρόνια, ἐνῷ δὲν τοὺς εἶχε δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀκούσει γιὰ αὐτοὺς τίποτα. «Χρῆστο», μοῦ λέει ὁ φίλος μου, «τί εἶπε μόλις τώρα; Ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς ἔδειχνε ὅτι δὲν τοὺς γνωρίζει καθόλου». «Τὸ τελευταῖο» τοῦ εἶπα «ἦταν ἐκ Θεοῦ».
Τὴν Σωτηρία τὴν εἶχε ἐπισκεφθεῖ κάποτε στὸ παλιό της σπίτι ὁ ὅσιος Πορφύριος. Καθὼς ἐξέταζε τὸ οἴκημα τῆς λέει ξαφνικά: «Καλὸ εἶναι νὰ ἀνοίξεις καὶ μία πόρτα σὲ αὐτὸν τὸν τοῖχο». Ἡ Σωτηρία παραξενεύθηκε, ἀφοῦ τὸ σπίτι ἤδη εἶχε μία κεντρικὴ εἴσοδο. Τί νὰ τὴν ἔκανε δεύτερη εἴσοδο; Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου ἔγινε διαπλάτυνση τοῦ δρόμου καὶ ἀναγκαστικὰ ὁ δῆμος τῆς ἔφαγε ἕνα τμῆμα τοῦ σπιτιοῦ της. Τότε ἡ Σωτηρία ἀναγκάστηκε νὰ ἀνοίξει πόρτα στὸ σημεῖο ποὺ τῆς εἶχε ὑποδείξει ὁ ὅσιος γέροντας.
Κάποιο ἀνδρικὸ μοναστήρι προσπάθησε νὰ «ἁρπάξει» τὸ μοναστήρι ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ὅσιος Πορφύριος στὸ Μήλεσι Ὠρωποῦ. Ἀμέσως ἡ Σωτηρία ἀντέδρασε μὲ πολλὲς ἐπιστολὲς τόσο στὴν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ὅσο καὶ στὸν ἀρχιεπίσκοπο τὸν Χριστόδουλο. Τὸ μοναστήρι τελικὰ δὲν κατάφερε τίποτα χάρη στὶς κινήσεις καὶ στὸν δύσκολο ἀγῶνα τῆς Σωτηρίας. Ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω ἐνεργειῶν ἦταν ἕνας ἱερέας, ἀπὸ τὸ παραπάνω μοναστήρι, νὰ ἐκνευριστεῖ μαζί της καὶ νὰ τὴν ἀφορίσει. Θυμᾶμαι ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὴν εἶχε λυπήσει ἀφάνταστα. Ἀμέσως ἔτρεξε σὲ τρεῖς Μητροπολίτες ποὺ γνώριζε, γιὰ νὰ τῆς διαβάσουν εὐχὴ λύσης τοῦ ἀφορισμοῦ.
Λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἡ Σωτηρία ἐκμυστηρεύτηκε στοὺς γονεῖς μου (νὰ σημειώσω ὅτι ἐγὼ τότε πήγαινα στὸ γυμνάσιο) ὅτι ὁ ὅσιος εἶχε πεῖ σὲ αὐτὴν καθὼς καὶ σὲ ἄλλους ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ θὰ φέρει τὸν πάπα στὴν Ἑλλάδα. Μᾶς εἶχε προξενήσει μεγάλη ἐντύπωση τὸ γεγονός, αὐτό, ἀλλὰ δὲν τὸ εἴχαμε πιστέψει. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὰ γεγονότα τὸν δικαίωσαν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ τότε θεωροῦταν ἀκραῖο γεγονὸς τώρα ἔχει καταντήσει νὰ εἶναι ὁ κανόνας γιὰ κάθε ἀρχιεπίσκοπο.
Πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ὁ ὅσιος ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρο ἑνὸς γνωστοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ πεῖς στὴ Σωτηρία νὰ ἔρχεται στὸ μοναστήρι μου καὶ νὰ βοηθάει τὶς μοναχές». Ἔτσι ἡ Σωτηρία ξεκίνησε μία φορά τὸν μήνα, τὴν Κυριακή, νὰ ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὅμως τοῦ ξανὰ ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρο λέγοντάς του: «Νὰ πεῖς στὴ Σωτηρία νὰ ἔρχεται πιὸ συχνὰ στὸ μοναστήρι μου». Τότε ἡ Σωτηρία ξεκίνησε νὰ πηγαίνει δύο φορὲς τὸν μήνα στὸ μοναστήρι του. Ὁ ὅσιος δὲν ἐμφανίστηκε πάλι στὸν γνωστό.
Γνώριζα ὅτι ὁ πρώην Πατριάρχης Πέτρος Ἀλεξανδρείας Αἰγύπτου, στενὸς φίλος τῆς Σωτηρίας, δὲν προλάβαινε νὰ γράψει τὸν λόγο τῆς ἐνθρόνισής του. Τὸν ἔγραψε ἡ Σωτηρία καὶ ὁ Πέτρος Ἀλεξανδρείας τὸν διάβασε στὸ ἀκέραιο.
Θυμᾶμαι μία φορά εἶχα βρεῖ, ἀπὸ τὶς δέκα ποὺ εἶχε τὸ κουτί, μία χαλασμένη δισκέττα ὑπολογιστῶν. Εἶχα νευριάσει παρόλο ποὺ τὸ κόστος της ἦταν μηδαμινό. Πῆρα τὸ ἁμάξι μου, γιὰ νὰ πάω στὸ μαγαζὶ νὰ διαμαρτυρηθῶ. Στρίβοντας στὸν κεντρικὸ δρόμο εἶδα τὴ Σωτηρία στὴ στάση νὰ περιμένει τὸ λεωφορεῖο. Ἦταν πολὺ βιαστική. Τὴν πῆγα ἀμέσως ἐκεῖ ποὺ ἤθελε καὶ μετὰ πῆγα στὸ μαγαζί. Ἀρκετὲς μέρες μετὰ ἀναρωτήθηκα γιὰ τὴ βλακεία ποὺ ἔκανα νὰ χάσω τόσο χρόνο καὶ χρῆμα γιὰ νὰ πάω στὸ μαγαζί, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀρκετὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, γιὰ ἕνα προϊὸν τὸ ὁποῖο εἶχε μηδαμινὴ ἀξία. Κατάλαβα ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε συμβεῖ, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἡ Σωτηρία.
Στὴν περιοχὴ ποὺ ἔμενε ἡ Σωτηρία ὑπῆρχε μία κυρία ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Μέχρι καὶ σωφὲρ εἶχε. Αὐτὴ συνήθιζε νὰ κοροϊδεύει τὴ Σωτηρία γιὰ τὸν λιτὸ καὶ φτωχικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ντυνόταν καὶ ἐπειδὴ ἐκκλησιαζόταν συχνά. Ἦρθαν ἔτσι ὅμως τὰ πράγματα, ὅπου ἡ κυρία αὐτὴ ἔχασε ὅλη τὴν περιουσία της καὶ ἀναγκάστηκε νὰ μένει σὲ ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι. Ἀδυνατοῦσε νὰ πληρώνει τὴ θέρμανση καὶ τὴ διατροφή της. Τὰ πλήρωνε ἡ Σωτηρία.
Κάποιος ἀρχιμανδρίτης εἶχε ἐπικοινωνήσει μαζί της, γιὰ νὰ τὴ συμβουλευθεῖ γιὰ τὸ ποῦ νὰ πάει διακοπές. Δὲ διέθετε τοὺς οἰκονομικοὺς πόρους, γιὰ νὰ πληρώσει ἕνα ξενοδοχεῖο. Τοῦ πρότεινε νὰ πάει στὴν Κύπρο σὲ ἕνα γνωστό της μοναστήρι, στὸ ὁποῖο θὰ ἔμενε δωρεὰν καὶ οἱ καλόγεροι μὲ τὸ ἁμάξι τους θὰ τοῦ ἔδειχναν ὅλο τὸ νησί. Φαινόταν μία τέλεια καὶ ἀνέξοδη λύση γιὰ τὸν ἄγαμο ἱερέα. Ὁ ἀρχιμανδρίτης ὅμως φαινόταν διστακτικὸς καὶ λυπημένος. Δὲν εἶχε χρήματα οὔτε γιὰ τὸ εἰσιτήριο τοῦ ἀεροπλάνου. Τοῦ τὸ πλήρωσε ἡ Σωτηρία.
Τῆς εἶχα προτείνει κάποτε νὰ γράψω γιὰ τὴ ζωή της καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς ἱστορίες μάχης ποὺ εἶχε δώσει ἐνάντια στὸ κακό. Δὲ δέχτηκε μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, λέγοντάς μου: «Παιδί μου, γιὰ μένα θὰ γράψουμε; Ἐγὼ δὲν ἔχω κάνει κάτι, εἶμαι ἕνα τίποτα. Γιὰ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ τοὺς φανερώσουμε στὸν κόσμο (ἐννοοῦσε τοὺς γεροντάδες της)».
Αὐτὴ ἦταν ἡ «Μάνα» μου ἡ Σωτηρία καὶ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ἔχω νὰ καταθέσω γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅλων μας. Κάποτε εἶχα μία ἁγία νὰ προσεύχεται γιὰ μένα. Τώρα ἔχω μία ἁγία νὰ πρεσβεύει γιὰ μένα. Ὑλικὰ δὲν κέρδισα τίποτα ἀπὸ τὴ Σωτηρία. Πνευματικὰ ὅμως τὰ πάντα.