Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο:
Ὁ θεός. Μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή,
τοῦ Ρεζὶς Ντεμπρέ
«Ἡ ἄβυσσος ποὺ ἔχει ἀνοίξει ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα ποὺ κληρονομήσαμε γιὰ τὴν καταγωγή μας καὶ στὶς γνώσεις ποὺ σήμερα διαθέτουμε, ἀπὸ τὴν ἀρχαιολογία, τὶς ἐπιγραφὲς καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια – δὲν φέρνει ἀντιμέτωπη τὴν πίστη μὲ τὴν ἐπιστήμη. Στὸν γαλλόφωνο κόσμο, οἱ πρωτοπόροι τῆς ἐπίπονης μελέτης καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἦταν, οἱ περισσότεροι, μέσα στα μοναστήρια καὶ στὶς ἀδελφότητες, ἀνάμεσα στοὺς ποιμένες καὶ στοὺς μοναχούς, ἐνῶ στοὺς χώρους τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν ἄθεων βασίλευε μιὰ παθητικὴ ἀδράνεια»[1].
«Μήπως ἐπιθυμοῦμε, μὲ τὴν ὅλο | καὶ περισσότερο διαδιδομένη ἀγραμματοσύνη, νὰ μετατρέψουμε, μελλοντικά, τὰ μοναστήρια σὲ ἔσχατο θεματοφύλακα τῆς Διαφώτισης;»[2].
«Ἡ πίστη εἶναι κάτι φυσικὸ μόνο γιὰ ἕνα ζῶο ποὺ ξέρει πὼς θὰ πεθάνει. Εἶναι τόσο ἐλάχιστα φυσικὸ νὰ ‘πιστεύεις στὸν Θεό’, ὥστε πάρα πολλοὶ πολιτισμοί, ποὺ ἀκόμη θυμόμαστε, ἰδιαίτερα ἐκλεπτυσμένοι, μπόρεσαν νὰ ζήσουν καὶ νὰ πεθάνουν τὸν ὡραῖο τους θάνατο χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν παραμικρὴ ἰδέα γιὰ ἕναν παντοδύναμο Δημιουργό»[3].
«Ὄχι γιὰ νὰ ἀνοίξουμε, γιὰ πολλοστὴ φορά, συζήτηση γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε μὲ ποιὸν τρόπο τὸ μοναδικὸ σαρκοφάγο ποὺ νηστεύει μὲ τὴ θέλησή του ἔπλασε τὴν ἀνθρωπιά του»[4].
«πῶς γίνεται αὐτὸς ὁ Ἀπών, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἔρημο πρὶν ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, νὰ βρίσκεται πάντοτε ἀνάμεσά μας; Καὶ ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια ἄνθρωποι (ποὺ δὲν μετακινοῦνται πιὰ μὲ ὄνους καὶ καμῆλες, ἀλλὰ μὲ τρένα καὶ ἀεροπλάνα) νὰ συνεχίζουν νὰ πορεύονται γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, μὲ προσκυνήματα, θυσίες ἢ ἑορτασμούς, σὲ τζαμιά, ἐκκλησίες ἢ συναγωγές;»[5].
«Ὁ Θεὸς τῶν στρατιῶν τοῦ Ἰσραὴλ δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἀγάπης καὶ γλυκύτητας τῶν χριστιανῶν, ποὺ δὲν εἶναι ἡ συμπαντικὴ ἀπρόσωπη Ἐνέργεια τῆς Νέας ἐποχῆς»[6].
«Ἡ τεχνικὴ δὲν δημιούργησε λιγότερο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος τὴν τεχνική»[7].
«Ἂν μπορούσαμε νὰ κινηματογραφήσουμε τὸν Ἀόρατο, θὰ βλέπαμε ὅτι δὲν φτάνει μέχρι ἐμᾶς στὴν ἴδια κατάσταση ποὺ εἶχε ξεκινήσει. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ μεταμορφώθηκε»[8].
«ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος ἔχει φτιαχτεῖ γενετικὰ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐνθαρρύνει τὴ θρησκευτικὴ πίστη»[9].
«ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Νεάντερνταλ θάβει τοὺς νεκρούς του μέσα | σὲ χαντάκι, σὲ στάση ἐμβρύου»[10].
«Γιὰ νὰ βγάλουμε ἕνα πρῶτο συμπέρασμα: ὁ Θεὸς ἐξαρτᾶται, ὡς πρὸς τὴν οὐσία, ἀπὸ τὴ γραφὴ και, ὡς πρὸς τὰ ἐξαρτήματα, ἀπὸ τὸν τροχό, ποὺ μειώνουν σὲ μεγάλο ποσοστὸ τὴν ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ φυσικό του περιβάλλον (ὁ τροχός) καὶ ἀπὸ τὸ φυσικό του χρόνο (ἡ γραφή). Ὁ Μοναδικὸς ἦρθε μὲ καθυστέρηση, γιατὶ καθυστερημένες ἦταν καὶ οἱ τεχνητὲς προθέσεις ποὺ συνδέονται μὲ δεδομένους τρόπους μετακίνησης καὶ ἀπομνημόνευσης, ποὺ κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους ἐξαρτῶνται ἀπὸ οἰκοσυστήματα μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά»[11].
«ἡ γέννηση καὶ τὰ παιδικὰ χρόνια τοῦ Μωυσῆ μοιάζουν ἀπόλυτα μὲ τοῦ Σαργὼν ΡΒ’, τοῦ μυθικοῦ ἱδρυτῆ τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ἀσσυρίων»[12].
«Ἡ πόλη κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ κλείνεται στὸν ἑαυτό του, ἡ ἔρημος τὸν ἀνοίγει πρὸς τὸν Ἄλλον»[13].
«Γίνεται ἀδύναμος σὰν σκιὰ [ὁ ἀναχωρητής] γιὰ νὰ ξεχωρίζει εὐκολότερα μέσα ἀπὸ τὸ δικό μας θέατρο σκιῶν, περπατᾶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ εἶναι νεκρὸς πρὶν τῆς ὥρας του»[14].
«Ἡ ἔρημος (midbar, στὰ ἑβραϊκά) εἶναι γένους ἀρσενικοῦ, ἐνῶ ἡ πόλη, στὶς σημιτικὲς γλῶσσες, γένους θηλυκοῦ. Ἡ Πόλη συμβολίζεται μὲ τὴ γυναίκα καὶ ἡ Βαβυλώνα εἶναι ἡ πόρνη»[15].
«Ὁ Ἀναξαγόρας ἔλεγε: ‘Ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται, γιατὶ διαθέτει ἕνα χέρι’. Ἐμεῖς θὰ προσθέταμε: καὶ πιστεύει, γιατὶ ἔχει δύο πόδια. Πιστεύω σημαίνει περπατῶ»[16].
«Ἡ ἀκκαδικὴ γλῶσσα, γλῶσσα μιᾶς Αὐτοκρατορίας μὲ πολλὰ σύμβολα, πολὺ διαδεδομένη, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἀραμαϊκή, γλῶσσα τῶν μικρῶν βασιλείων τῆς Συρίας, γιατὶ εἶχε λιγότερα σύμβολα. Ἡ γραφὴ τοῦ Οὐρούκ Δ’, εἶχε 640 διαφορετικὰ σύμβολα. Δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει μπροστὰ στὰ 22 γράμματα τῆς φοινικικῆς γραφῆς. Ὅπως δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει καὶ τὸ ἀλφάβητο, ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴ φοινικική, μπροστὰ στὸν σημερινὸ δυαδικὸ κώδικα. Ὅποιος μειώνει, κερδίζει. Προοδεύω σημαίνει συντομεύω»[17].
«Μπορεῖς νὰ ἀποκριθεῖς σὲ κάποιον ποὺ σὲ φωνάζει μὲ τὴ φωνή του, ὅμως ἕνα κλειστό, ἑπτασφράγιστο κείμενο σοῦ πέφτει στὸ κεφάλι σὰν πέτρα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραβιάσει μία ἰδιόγραφη διαθήκη; ‘Εἶναι γραμμένο’: τελεία καὶ παύλα. Πρέπει νὰ ἐκτελεστεῖ, ἀλλιῶς θεωρεῖται παραποίηση καὶ καταδικάζεσαι. Τὰ λόγια προκαλοῦν ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ ἀπαντήσεις ἢ νὰ διαπραγματευτεῖς ἢ νὰ ἀνακαλέσεις. Ὅταν λὲς ἕναν λόγο, εἶναι σὰν νὰ ἁπλώνεις τὸ χέρι· ὅταν γράφεις ἕναν λόγο, ἔχεις τὸ δάχτυλο προτεταμένο· μοιραία»[18].
«Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔκανε νὰ χτυπήσουν δισεκατομμύρια καρδιὲς σὲ χιλιάδες διαφορετικοὺς τόπους ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνες δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσει ἀδιάφορο οὔτε τὸν πιὸ ψυχρὸ ἱστορικό»[19].
«Ὁδηγούμαστε, λοιπόν, σ’ ἕνα ἠθικὸ δίδαγμα, πολὺ χρήσιμο γιὰ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς ποιμένες: ἂν ἐλευθερώσετε κάποιον ἀπὸ τὴ θρησκεία του, δῶστε του γρήγορα μιὰ πατρίδα. Ἂν τὸν ἐλευθερώσετε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, δῶστε του γρήγορα μιὰ θρησκεία. Ἂν δὲν ἔχετε σὲ ἀπόθεμα οὔτε κάποιο δόγμα οὔτε κάποια κατοικία, ἐντάξτε τον τουλάχιστον σὲ κάποιο δίκτυο. Δῶστε του μιὰ οἰκογένεια ὅπου νὰ μπορεῖ νὰ ἀνήκει. Ἕνα στήριγμα ἀλληλεγγύης ποὺ νὰ τὸν ἐνισχύει. Ὅμως, μὴν τὸν ἀφήσετε μόνο, χωρὶς φάρο καὶ σημαδοῦρες: ἡ ἀνατροπὴ θὰ τοῦ κάνει μεγάλο κακό· θὰ σᾶς τὸ χρεώσει»[20].
«Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἀποφάσιζαν νὰ κυβερνιοῦνται ὅπως διδάσκει ἡ ‘Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία’, τότε ναί, θὰ εἶχε πάρει τέλος ὁ νόμος τῆς διαφορετικῆς ἰδιοσυγκρασίας καὶ τῆς νέας θέσης, μέσω ἀντίθεσης. Θὰ μιλούσαμε ὅλοι ἑσπεράντο»[21].
«Οἱ τρόποι ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας νὰ λατρεύουν τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο πιὰ δὲν πιστεύουμε, ἐξακολουθοῦν νὰ ἐφαρμόζονται στὸν τρόπο ποὺ μαγειρεύουμε, ποὺ κοιτᾶμε καὶ ποὺ ἐρωτευόμαστε»[22].
«Τὰ ἐξομολογητήρια τῶν ἐκκλησιῶν ἀδειάζουν, ὅμως πληθαίνουν τὰ ἰατρεῖα τῶν ψυχαναλυτῶν καὶ οἱ κάμερες. Ξεγυμνώνεις πιὰ τὴν ψυχή σου εἴτε μπροστὰ στὸν ψυχίατρο, ἀγνωστικιστὴ ἱερέα, εἴτε μπροστὰ σὲ 10.000.000 τηλεθεατὲς μέσα σὲ ἕνα στούντιο»[23].
«Στὸ ἀγχῶδες θηλαστικὸ δὲν ἀρκεῖ τὸ πῶς, χρειάζεται καὶ τὸ γιατί, γιὰ τὴ δική του εὐτυχία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς συμφορές του. Ὅταν τὸ τροχαῖο ἀτύχημα, ἡ ἀπώλεια ἑνὸς παιδιοῦ, ἡ καταστροφὴ τῶν ἀμπελιῶν ἀπὸ τὸ χαλάζι, δὲν ἔχουν πιὰ νόημα γιὰ αὐτόν – τότε γίνεται κακός. Ἐνοχοποιεῖ κάποιον καὶ κάνει μήνυση, ἐνάντια στὸ γιατρό, στὸ νομάρχη, στὸ δήμαρχο, στὸ γείτονα. Ἔχει γίνει πλέον μηχανικὴ κίνηση»[24].
«Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία μᾶς ἔπαιξαν ἄσχημο παιχνίδι· μετέτρεψαν σὲ λογικὸ τὸ φυσικό μας περιβάλλον καὶ στέρησαν ἀπὸ συμβολισμὸ τὴ ζωή μας»[25].
«Ὅταν ἡ μετακίνηση γίνεται μὲ μηχανικὰ μέσα, χάνεται ἡ συμβολικὴ διάσταση τῆς πεζοπορίας»[26].
«Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ λάμπεις καὶ συγχρόνως νὰ φωτίζεις … Ἴσως αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὶς ἐκκλησίες συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτοὶ ποὺ διακρίνονται καθαρότερα εἶναι ἐκεῖνοι πού, κατὰ κανόνα, κοιτοῦν χαμηλά. Λὲς καὶ τὸ συνεχὲς ἀναβόσβημα τῶν φλὰς ἐπάνω σὲ κάποιον, θαμπώνει τὸ ἐσωτερικό του φῶς …»[27].
«Μόλις γκρεμίστηκε ὁ Σταυρός, ἐπέστρεψε ὁ λαβύρινθος»[28].
«Τώρα ποὺ τὸ βιβλίο ἔχει ἀποϋλοποιηθεῖ, ἑπομένως καὶ ἀποϊεροποιηθεῖ, ἀρχίζει ὁ κόσμος χωρὶς βιβλίο, γεμᾶτος κουλτούρα ἀπ’ ὅπου, ὡστόσο, ἀπουσιάζει ἡ ἀνάγνωση»[29].
«Ὅταν ὁ θεατὴς βρίσκεται μπροστὰ στὴν τηλεόραση, παύει νὰ εἶναι ἐνεργὸς συμμέτοχος, γίνεται παθητικὸς δέκτης, παθητικὸς θεατὴς μιᾶς εἰκόνας (ἡ Λειτουργία γίνεται θέαμα), δὲν ἔχει τὴ χαρὰ νὰ μοιράζεται μὲ τοὺς ἄλλους, δὲν ὑπάρχει κοινὸς τόπος»[30].
«Ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου στὸν κινηματογράφο ἢ σὲ φωτογραφία δὲν σὲ κάνει νὰ κατεβάζεις τὰ μάτια, οὔτε νὰ ἀνυψώνεις τὸ κεφάλι»[31].
«Ὅσο περισσότερο ἡ Εὐρώπη χάνει τὸν ἰουδαϊκὸ-χριστιανικὸ χαρακτῆρα της, τόσο πιὸ πολὺ ἀπο-πολιτικοποιεῖται»[32].
«Ἄλλοτε οἱ νέοι προσπαθοῦσαν νὰ κάνουν κάτι, οἱ σημερινοὶ θέλουν νὰ εἶναι κάτι· ἐδῶ καὶ τώρα!»[33].
«Νὰ μεταφέρει κανεὶς τὴν κληρονομιὰ τοῦ Αἰώνιου σὲ μιὰ νεολαία ποὺ πάσχει ἀπὸ δυσλεξία, δὲν παρουσιάζει ἐνδιαφέρον γιὰ καμία πλευρά»[34].
«τώρα, ποὺ δύουν οἱ παραδοσιακὲς θρησκεῖες τῆς Δύσης, ἐπιστρέφει ἡ μακρόχρονη παράδοση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. … ἐπιστρέφουμε στὴ λατρεία τοῦ Ἥλιου τῶν Αἰγυπτίων καὶ τῶν Χαναναίων, ἀπ’ ὅπου μὲ τόσο κόπο κατάφεραν νὰ ἀποκοποῦν τὰ τέκνα τοῦ Ἰσραήλ»[35].
«Ὅταν βλέπουμε τὴ μεγάλη ἀκαδημαϊκὴ ἀναγνώριση ποὺ ἔχουν τὸ ἀστρικὸ ρευστό (οἱ κοινωνιολόγοι τοῦ Πανεπιστημίου Ρενὲ Ντεκάρτ ἀσχολήθηκαν μὲ αὐτὸ τὸ θέμα σὲ διατριβές), ἡ ὁμοιοπαθητική, οἱ παράλληλες ἐπιστῆμες, οἱ ‘ἐναλλακτικοί’ (μάγοι, ἀλχημιστές, θεραπευτές, παραψυχολόγοι, ἐξορκιστές, καὶ ἄλλοι), χωρὶς νὰ ἀναφέρουμε τὸ Πρίνστον ἢ τοὺς διάφορους Πάολο Κοέλιο (Paulo Coelho), σὲ τι συμπέρασμα καταλήγουμε; Ὅτι ἡ ἀπουσία θρησκείας δὲν ἰσοδυναμεῖ μὲ ἄγνοια, ἀλλὰ μὲ πρόληψη»[36].
«Ὅταν τὸ Σύμβολο (ἐτυμολογικά, ἀπὸ τὸ ρῆμα συμβάλλω, συλλέγω, συνάπτω) χάνει τὴ δύναμή του, ἐπανεμφανίζεται τὸ διαβολικό (ὁ διάβολος εἶναι αὐτὸς ποὺ κάνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, χωρίζει τὰ ζευγάρια, τὶς λέσχες, τὶς ὁμάδες, τὰ ἔθνη καί, τέλος, τὴν ἴδια τὴν ἀνθρωπότητα ἐνάντια στὸν ἑαυτό της»[37].
[1] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 13.
[2] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 13-14.
[3] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 14.
[4] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 14.
[5] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 16.
[6] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 17.
[7] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 21.
[8] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 25.
[9] παρά: Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 35.
[10] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 35-36.
[11] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 39.
[12] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 57.
[13] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 67.
[14] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 69.
[15] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 75.
[16] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 79.
[17] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 109.
[18] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 129.
[19] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 183.
[20] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 227.
[21] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 251.
[22] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 306.
[23] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 359.
[24] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 360.
[25] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 360.
[26] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 367.
[27] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 371.
[28] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 373.
[29] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 377.
[30] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 380.
[31] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 381.
[32] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 382.
[33] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 384.
[34] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 390.
[35] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 391.
[36] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 391.
[37] Ρεζὶς Ντεμπρέ, Ὁ Θεός, μιὰ ἱστορικὴ διαδρομή (Ἀθήνα: Κέδρος, 2005), σ. 414.