Αἱ παρερμηνεῖαι τοῦ ἔργου μου ἀπὸ τὸν κ. Π. Τομάζον – Ἀνταπάντησις εἰς τήν ἀπάντησιν τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου
Ὀρθόδοξος Τύπος 6.9.2024
Αἱ παρερμηνεῖαι τοῦ ἔργου μου ἀπὸ τὸν κ. Π. Τομάζον
Ὑπὸ π. Νικολάου Λουδοβίκου,
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων
Φοιτητές μου μοῦ ἔφεραν τὸ ἀντίτυπο τοῦ ΟΤ, ὅπου ὁ φοιτητὴς κ. Π.Τομάζος (ΠΤ), αὐτο-συστήνεται ὡς δεινὸς αἱρεσιομάχος ἐναντίον μου καὶ ὑψηλὸς φορέας τοῦ γνησίου Παλαμισμοῦ. Ὁμολογῶ ὅτι τὸ κείμενο μὲ ἐξέπληξε , γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἀναμένει κανεὶς ἀπὸ ἕνα φοιτητή, καταρχάς, πνεῦμα μαθητείας ἐν γένει, καὶ εἰδικὰ ἀπέναντι σὲ κάποιον Πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ ποὺ ἔχει ἀφιερώσει μία τριακονταετία τῆς ζωῆς του στὴν ἔρευνα καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Δογμάτων. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἐμφανίζεται μία ἐμμονικὴ συνολικὴ προσωπικὴ ἐπίθεση, βασιζόμενη σὲ συστηματικὴ παρανάγνωση τῶν ἔργων μου (τῶν ὀλίγων ποὺ γνωρίζει), πού μοῦ δημιουργεῖ πραγματικὴ ἀπορία: ἐὰν μὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνεπάρκεια προσωπική τοῦ ΠΤ, θὰ ὄφειλε ὁ ἐπιβλέπων καθηγητής του νὰ τοῦ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ , γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθεῖ ἀκριβῶς στὴν ὑποψία τῆς ἀνεπάρκειας – εἶναι βεβαίως γνωστὸ ὅτι ἡ ἀποτελεσματικὴ ἐνασχόληση μὲ τὰ ζητήματα αὐτὰ συνυποθέτει κάποιο νοητικὸ καὶ παιδευτικὸ ἐπίπεδο. Ἐὰν προέρχεται, ἐπιπλέον, καὶ ἀπὸ τὴν (αὐτὸ)πεποίθηση τοῦ φοιτητῆ ὡς μεσσιανικοῦ σωτήρα τοῦ Παλαμισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει, αὐτὸ εἶναι ἀκόμη πιὸ δύσκολο πρόβλημα…Σὲ κάθε περίπτωση, τὸ νὰ ἀπαντᾶ κανεὶς σὲ μία τέτοιου ἐπιπέδου συκοφαντικὴ ψευδο-κριτικὴ εἶναι ἁπλῶς χάσιμο χρόνου. Ὁ ἐπίσκοπός μου ὡστόσο μοῦ ζήτησε μία ἀπάντηση πρὸς χάρη τῶν ἁπλουστέρων ποὺ τυχὸν θὰ σκανδαλισθοῦν ἀπὸ αὐτὴν τὴν παντελῶς ἄσχετη μὲ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἔργων μου δῆθεν κριτική, σὲ αὐτοὺς καὶ μόνον λοιπὸν ἀπευθύνεται τὸ κείμενό μου αὐτὸ καὶ ὄχι στὸν ἐν συγχύσει «κριτικό» μου.
Ἰσχυρίζεται λοιπὸν καταρχάς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ὡς ἄνω φέρελπις φοιτητής, ἀπολύτως παραπλανητικά, πώς, «σύμφωνα μὲ τὸν π. Νικόλαο Λουδοβίκο, παρότι ὁ ἴδιος ἀρνεῖται τὴν θωμιστικὴ ἀναλογία τοῦ ὄντος (Analogia entis) , ὑπάρχει κάποιου εἴδους ἀναλογία μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου (διαλογικὴ συνενέργεια), πρᾶγμα ποὺ ἀκολούθως σημαίνει ὅτι ἡ ἄκτιστη καὶ ἡ κτιστὴ πραγματικότητα δροῦν καὶ ἐνεργοῦν μὲ παρόμοιο-ἀνάλογο τρόπο» (ΟΤ σελ.1). Οὐδέποτε εἶπα ἢ ἔγραψα πουθενὰ πὼς «ἡ ἄκτιστη καὶ ἡ κτιστὴ πραγματικότητα δροῦν καὶ ἐνεργοῦν μὲ παρόμοιο -ἀνάλογο τρόπο», οὔτε ἡ φράση αὐτὴ ὑπάρχει στὴν συγκεκριμένη σελίδα 39, (ἢ σὲ αὐτὲς ποὺ ἀκολουθοῦν), τοῦ βιβλίου μου «Ὁ Μόχθος τῆς Μετοχῆς» (Ἁρμὸς 2010), στὴν ὁποία παραπέμπει ὁ ΠΤ, ἀλλὰ ἀνήκει στὴ φαντασία του καὶ μόνον. Ἀναλογικὸς τρόπος συνεργίας (ἢ συνενέργειας κατὰ τὸν Γρηγόριο Νύσσης) μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δὲν συνεπάγεται καθόλου «παρόμοια» ὑφὴ μεταξὺ κτιστῶν καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ὅπως νομίζει ὁ ΠΤ, καὶ θὰ ἦταν ἐντελῶς παράλογο νὰ δεχθεῖ κάτι τέτοιο κάποιος ὁ ὁποῖος , ὅπως ὁ γράφων, ἀφιέρωσε πολλὲς σελίδες , στὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Ἀγγλικά, γιὰ νὰ δείξει πὼς δὲν ὑπάρχει ἀναλογία ὄντος (analogia entis) μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρώπινης οὐσίας: ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ ἐνέργειες, ὅπως ἔχω γράψει πάλιν καὶ πολλάκις , ἐδῶ καὶ εἰκοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια [1], πηγάζουν ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ὄντων, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καμμιὰ ἀναλογία ὄντος (ὀντολογική) , μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν ποὺ πηγάζουν ἀπὸ ὀντολογικῶς διάφορες μεταξύ τους οὐσίες – δηλαδὴ ἄκτιστη καὶ κτιστὴ οὐσία προφανῶς παράγουν ὀντολογικῶς διάφορες μεταξύ τους ἐνέργειες. Ὁμιλώντας λοιπὸν γιὰ τὴν ἰδιαίτερη ἔννοια τῆς ἀναλογίας στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη καὶ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητὴ στὴν παραπάνω ἐπίμαχη σελίδα γράφω εὐκρινέστατα καὶ κατὰ λέξη πὼς «πρόκειται γιὰ ἕναν ὅρο ὁ ὁποῖος σηματοδοτεῖ ἕνα βαθὺ διάλογο συνεργίας ἢ καλύτερα συν-ἐνέργειας, ἀφοῦ ἡ ἀναλογία γιὰ τοὺς παραπάνω συγγραφεῖς, ἀναφέρεται ὄχι σὲ μία ὁμοιότητα οὐσιῶν [δηλαδὴ οἱ ἐνέργειες δὲν εἶναι κατ’ οὐσίαν ὅμοιες], ἀλλὰ σὲ μίαν ἀνάλογη πράξη/δράση μεταξὺ διάφορων μεταξύ τους ὄντων μὲ σκοπὸ τὴν μεταξύ τους ἑνότητα. Συνεπῶς ἡ θεία ἐνέργεια, ὡς μετεχόμενη ἔκφραση τῆς θείας βουλῆς, εἶναι διαλογική, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μία κλήση γιὰ μία ἐνεργητικὴ ἀπόκριση ἀπὸ μέρους τῶν ἀποδεκτῶν της». Χρειάζεται πράγματι ἰσχυρὴ τάση διαστρέβλωσης, γιὰ νὰ βγάλει κανεὶς ἀπὸ τὰ παραπάνω τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λένε. Πολλῷ μᾶλλον ὅταν στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν ἀναπτύσσεται διὰ μακρῶν ἡ «ἀναλογικὴ/διαλογικὴ συν-ἐνέργεια» ὡς διαδικασία μετοχῆς ἀκριβῶς τοῦ κτιστοῦ στὸ ἄκτιστο καὶ οὐδόλως ὡς ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα οὐσίας ἢ ἐνέργειας μεταξύ τους. Τὰ αὐτὰ ἔχω ἀναπτύξει καὶ σὲ ἄλλα ἔργα μου, τὰ ὁποῖα ὁ ΠΤ προφανῶς ἀγνοεῖ.
Δεύτερη (ἐσκεμμένη;) παρανόηση τοῦ ΠΤ εἶναι ἡ ἀπόδοση σὲ μένα τῆς ἄποψης πὼς ὁ «ὁ Θεὸς εἶναι περισσότερος σὲ σχέση μὲ τὶς ἐνέργειές του», θεωρώντας πὼς ἔτσι πιστεύω πὼς οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες εἶναι λιγότερο θεῖες καὶ ἄκτιστες. Καὶ πάλι ἡ ἄποψη αὐτή, ὅπως τὴν κατανοεῖ, ἀνήκει στὴ φαντασία του καὶ μόνον. Καὶ στὶς δύο σελίδες τοῦ παραπάνω βιβλίου μου, στὶς ὁποῖες παραπέμπει, τὶς 26 καὶ 76, ρητῶς γράφω, ἀντιθέτως, (σελ.26), πὼς μὲ τὶς ἐνέργειες «εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεότητα στὴν ὁλότητά της ποὺ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὰ ὄντα» καὶ συνεπῶς, ὅταν ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁμιλεῖ περὶ ‘ὑπερκειμένης θεότητος’ καὶ ‘ὑφειμένης θεότητος’, σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσία καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ «δὲν ἐννοεῖ μεγαλύτερη καὶ μικρότερη θεότητα». Καὶ συνεχίζω στὴν ἴδια σελίδα 26: «Ἡ αἰτία γι’αὐτὸ εἶναι πὼς γιὰ τὸν Παλαμᾶ ὑπάρχει καταρχὴν μία θεμελιώδης ὀντολογικὴ ταυτότητα μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν, τὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε ἐὰν θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε κάθε χωριστὴ ὀντολογικοποίηση τῶν τελευταίων. Εἶναι ἔτσι ξεκάθαρο πὼς γιὰ τὸν Γρηγόριο, μέσῳ τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν, εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθίσταται ‘ἀμέθεκτος καὶ μεθεκτὴ πὼς , καὶ κοινωνοῦμεν τῆς θείας φύσεως καὶ οὐ κοινωνοῦμεν οὐδαμῶς’» (ὅ.π.). Παρεμφερὴς διαβεβαίωση περὶ τῆς παρουσίας ὅλης τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ στὶς ἐνέργειές του παρέχεται καὶ στὴν σελίδα 76. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ πλήρη ἀντιστροφὴ καὶ διαστροφὴ τῶν θέσεών μου ἀπὸ τὸν ΠΤ, ἡ ὁποία εἶναι τόσο χονδροειδὴς ποὺ δημιουργεῖ ἀπορίες σχετικὰ μὲ τὴν ἐπάρκειά του πρὸς στοιχειώδη κατανόηση τῶν ὅσων διαβάζει – ἐκτὸς ἐὰν πρόκειται περὶ ἐσκεμμένης συκοφαντίας…
Τὸ ἴδιο ἀσύστατη , μέχρις ἀνοησίας, εἶναι ἡ ἐν συνεχείᾳ ἀπόδοση σὲ μένα, ἀπὸ τὸν «κριτικό» μου τῆς ἄποψης πὼς οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν στὰ Τρία πρόσωπα (ἔχω ἤδη ἀπαντήσει σ’αὐτὸ παραπάνω). Μόνον ποὺ ἐδῶ ὑπεισέρχεται καὶ μία βαρύτατη παρερμηνεία τοῦ ἴδιου τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (καὶ τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ), καθὼς ὁ ΠΤ, παραδόξως, ρητῶς ἀπορρίπτει τὴν ὑπὸ τῶν δύο παραπάνω Πατέρων θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς κατ’ἐνέργειαν Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, πὼς «ὁ Πατὴρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱὸς αὐτουργεῖ, τὸ Πνεῦμα συνεργεῖ», ἀποφαινόμενος, ἐν πλήρει συγχύσει, πὼς «ἀπορρίπτεται ἡ λειτουργικὴ διάκριση τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, καθότι καὶ οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητος ἐνεργοῦν μὲ τὶς ἴδιες ἀκριβῶς ἐνέργειες, ὡς ἕνας Θεὸς (φύση)» (ΟΤ σελ.5). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἐξόντωση τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου. Γιὰ νὰ μὴ πολλαπλασιάζω τὰ Παλαμικὰ χωρία, τὰ ὁποῖα εὐκρινέστατα ὁμιλοῦν περὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀντιθέτου καὶ υἱοθετοῦν, τὰ χωρία αὐτά, πλήρως τὴν λειτουργικὴ διάκριση τῶν Θείων Ὑποστάσεων στὴν ἐκπομπὴ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν (καὶ δικαιώνοντας πλήρως τὴν θέση μου τῆς μνημονευόμενης ἀπὸ τὸν ΠΤ καὶ ξανὰ μὴ κατανοούμενης σελίδας 107 τοῦ παραπάνω πολύπαθου βιβλίου μου, πὼς ἄκτιστη ἐνέργεια «σημαίνει τὸν ἐνεργὸ καὶ Τρισυπόστατο Θεὸ ποὺ κινεῖ τὴν οὐσία Του πρὸς δράση ad extra»), παραπέμπω στὸ βιβλίο τοῦ καθ. Βασ. Τσίγκου μὲ τίτλο «Περιχώρησις» (Θεσσαλονίκη 2023), σελ.131-140, ὅπου ἀναπτύσσονται οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Παλαμᾶ.
Μία ἄλλη, ἐγγίζουσα τὰ ὅρια τῆς αἵρεσης πλέον, θέση τοῦ ΠΤ εἶναι πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἄυλη καὶ καθόλου ὑλική», κατηγορώντας με πὼς πρεσβεύω (εὐτυχῶς!) κάτι διαφορετικό. Υἱοθετώντας ἀνεπίγνωστα τὶς Μονοφυσιτικὲς θέσεις καὶ παρανοώντας ξανὰ τραγικὰ τὸν Παλαμᾶ, ἰσχυρίζεται ὁ ΠΤ πὼς « [Ὁ π. Λουδοβίκος] ὁδηγεῖται ἐσφαλμένα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ δημιουργία, τόσο στὴν πνευματικὴ ὅσο καὶ στὴν ὑλική της ἔκφανση, ἡ ὁποία σῴζεται στὴν ὁλότητά της διὰ τῆς μετοχῆς στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες» (ΟΤ σελ. 5). Στ’ ἀλήθεια δὲν εἶχα ποτὲ φανταστεῖ , ὅτι ἡ ὑλικοπνευματικὴ δημιουργία ἀφανίζεται καὶ δὲν σῴζεται στὴν ὁλότητά της, μὲ τὴν μετοχή της στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, μεταποιούμενη δι’ αὐτῶν καὶ μεταβαλλόμενη σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς μεταδίδει, κατὰ χάρη, τὰ ἄκτιστα φυσικά του ἰδιώματα στὴ δημιουργία δὲν σημαίνει διόλου ὅτι οἱ κτιστὲς ὑλικοπνευματικὲς φύσεις ἀφανίζονται ἢ καταπίνονται ἀπὸ τὴν χάρη αὐτή… Ἢ μήπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ψυχῶν μόνον – ποὺ καὶ αὐτὲς ἀκόμη, κατὰ τὴν Πατερικὴ θεολογία, μὲ κορυφὴ τὸν Ἅγ.Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, «οὐ πάντη ἄυλοί εἰσιν»… Εἶναι σίγουρος ὁ ἐπιβλέπων καθηγητής του ὅτι ὁ ΠΤ ἀξίζει νὰ λάβει διδακτορικὸ δίπλωμα;
Τέλος, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ πὰζλ τῆς σύγχυσης, ὁ ΠΤ δὲν παραλείπει, χωρὶς τώρα νὰ παραπέμπει πουθενὰ στὸ βιβλίο μου (καὶ ὀρθῶς, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν λέγω κάτι τέτοιο) νὰ μοῦ ἀποδώσει τὴν μομφὴ ὅτι θέλω νὰ κάνω τὸν Παλαμᾶ ὑπαρξιστὴ ἢ περσοναλιστή, ἐπειδὴ θεωρῶ πὼς ὁ ἅγιος Ἡσυχαστὴς συνδέει τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἄνοδο μὲ τὴν παράλληλη κοινωνία ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ τὴν δημιουργία ! Ἐὰν ἔκανε τὸν κόπο νὰ διαβάσει τὶς σελίδες 41-43 τοῦ παραπάνω βιβλίου μου («Ὁ Μόχθος τῆς Μετοχῆς», πάντοτε) καὶ ἐὰν , πρᾶγμα παράδοξο, τὶς καταλάβαινε, θὰ ἔβλεπε πώς, ὅπως ρητῶς λέγω (σελ.43) ἡ ἀναφορά μου ἐδῶ εἶναι στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας , ὅπως τὸ κατανοεῖ ὁ Ἡσυχαστὴς ἅγιος καὶ ὄχι ὁ Ὑπαρξισμός, ὅπως ἡ ἀχαλίνωτη φαντασία του φαντάζεται. Λέγει λοιπὸν ὁ μέγας Παλαμᾶς ἐδῶ πὼς ἡ ἄνοδος στὸν Θεὸ δὲν γίνεται ἀτομικιστικὰ καὶ φανταστικά, ἀλλά, ὅπως χαριτωμένα τὸ λέγει, «μετὰ παντὸς εἴδους κτίσεως», μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ὄντα δηλαδή, παραπέμποντας εὐθέως στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη. Τώρα, ἐὰν λέγοντας τὸ αὐτὸ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος γίνεται αὐτομάτως ὑπαρξιστής, κατὰ τὸν ΠΤ, τότε ἀλλοίμονο στὸν ἅγιο ποὺ ἔπεσε σὲ τέτοιους «μελετητές».
Ἐπίλογος: ἡ ἀνεργία τῶν θεολόγων δημιούργησε ἕνα ἀπελπισμένο πλῆθος ὑποψηφίων διδακτόρων, χωρὶς πραγματικὰ νοητικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ ἐφόδια γιὰ κάτι τέτοιο. Δύο εἶναι ἐδῶ οἱ πιθανὲς λύσεις: ἢ νὰ τοὺς ὑποδειχθεῖ φιλικὰ ἡ ἐπίδοση σὲ πιὸ πρακτικὲς δραστηριότητες, ἢ νὰ ἀναλάβουν οἱ ἐπιβλέποντες νὰ τοὺς μάθουν τὰ στοιχειώδη περὶ μελέτης καὶ κριτικῆς. Ἀλλιῶς θὰ χάνουμε τὸν καιρό μας μὲ συζητήσεις σὰν τὶς παραπάνω. Δὲν χρειάζεται φυσικὰ κἄν νὰ δηλώσω προσωπικὰ πὼς δὲν πρόκειται νὰ ἐπανέλθω ἀπαντώντας σὲ τέτοιου ἐπιπέδου «κριτικές». Φαντάζομαι δέ, γιὰ νὰ ἐπαναλάβω μία φράση τοῦ γέροντά μου π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, πρὸς τὸν ΟΤ, πρὸ τεσσαρακονταετίας, πὼς ἡ ἐφημερίδα «διαθέτει κάλαθον ἀχρήστων»…
Σημείωσις:
[1] Βλ τὸ βιβλίο μου Ἡ Κλειστὴ Πνευματικότητα καὶ τὸ νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σ.290 κ.ἄ.
Ἀνταπάντησις εἰς τήν ἀπάντησιν τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου
Τοῦ κ. Παντελῆ Τομάζου
Προτοῦ ἀπαντήσω στὸν π. Ν. Λουδοβίκο, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω ὅτι ἡ κριτική μου δὲν εἶναι προσωπική, ἀλλὰ βασίζεται μονάχα ἐπὶ τῶν κειμένων, ἐξάλλου αὐτὸ εἶναι ποὺ συγκροτεῖ τὴν ἴδια τὴ συστηματικὴ θεολογία καὶ ὡς αὐτόνομο κλάδο τῶν θεολογικῶν σπουδῶν καὶ ὡς τὸν κατεξοχὴν πυρῆνα τοῦ θεολογεῖν. Ἡ προσέγγιση ἐκ μέρους μου τῶν κειμένων τοῦ ἀνωτέρω καθηγητῆ ἔγινε μόνο καὶ μόνο γιὰ λόγους ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ συγγραφὴ τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, τουτέστιν ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν παλαμικὴ θεολογία. Σὲ κάποια γραπτὰ τοῦ π. Ν., λοιπόν, ἐντόπισα κάποιες ἀναντιστοιχίες ὡς πρὸς τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ αὐτῶν τοῦ ἀνωτέρω καθηγητῆ καὶ τῶν θεολογικῶν πραγματειῶν τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καὶ πράγματι, αὐτὲς οἱ ἀναντιστοιχίες ἐπιβεβαιώθηκαν πλήρως, διαβάζοντας τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Ν. στὴ γόνιμη (θαρρῶ) θεολογικὴ κριτικὴ ποὺ τοῦ ἀσκήθηκε ἐκ μέρους μου.
Πρῶτον, ὁ π. Ν. κάνει ξεκάθαρα λόγο γιὰ ἀναλογία πράξης/ δράσης μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων (στὴ σελίδα 39 τοῦ ἔργου του Μόχθος τῆς Μετοχῆς, ἐνῷ στὴ σελίδα 40 κάνει λόγο γιὰ ἀναλογία ἀκόμη καὶ τῶν ἀλόγων ὄντων σὲ σχέση μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες). Αὐτὸ ποὺ ἴσως ἐπιθυμεῖ νὰ δείξει ὁ πολυγραφότατος καθηγητὴς εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ ἐνεργητικὰ στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα, ὅμως, ποὺ καταλύει ἀναπόφευκτα τὴ διάκριση μεταξύ τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ πάσχοντος. Τὸ κτιστὸ ὂν δὲν ἐνεργεῖ τὴ θέωση, ἀλλὰ τὴν πάσχει[1]. Γι’ αὐτὸ ἐμμένω στὴν μὴ ἀναλογικὴ δράση μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κτίσης. Τί ἄλλο θέλει νὰ πεῖ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅταν ἐπισημαίνει ὅτι ἡ θέωση δὲν εἶναι διανοητικὴ ἀφαίρεση; Δὲν εἶναι ἀφαίρεση ἢ ἀπόφαση, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός, καθότι ἡ ἀφαίρεση γίνεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο διὰ τῆς ἀνθρώπινης (ἐνεργητικῆς) προσπάθειας, ἐνῷ ἡ θέωση μονάχα χαρίζεται – δίδεται – πάσχεται[2]. Ἐπίσης, γιὰ ποιὰ ἀναλογικότητα ἐνεργειῶν μιλᾶμε, ὅταν ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι συμμετρικὴ καὶ, ὡς ἐκ τούτου, μὴ διαλογική; Ἐὰν ἡ σχέση αὐτὴ ἦταν συμμετρική, τουτέστιν ἀναλογικὴ / διαλογική, τότε θὰ ὁδηγούμασταν ἀναγκαίως στὸ πανθεϊσμὸ τῶν διαφόρων εἰδῶν τοῦ γερμανοῦ ἰδεαλισμοῦ (ἀπὸ Ἔκχαρτ καὶ Λέσσινγκ μέχρι Σέλλιγκ καὶ Χέγκελ), ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκτᾶ αὐτοσυνειδησία μέσῳ τοῦ διαλόγου του μὲ τὶς πεπερασμένες του ἐκφάνσεις, ἤτοι μὲ τὰ κτίσματα.
Δεύτερον, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν προβληματικὴ φράση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι περισσότερος σὲ σχέση μὲ τὶς ἐνέργειές του, θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι ὁ ἴδιος ὁ π. Ν. γράφει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἐκφράζεται καὶ δὲν ἐκφράζεται συνάμα σὲ ὅλη της τὴν πληρότητα στὴν κοινωνία της μὲ τὴν κτίση. Ἁπλῶς φροντίζει νὰ κόψει στὴ μέση τὴν πρόταση στὴν ἀπάντησή του πρὸς ἐμένα, ἔτσι ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ὑποστηρίζει μονάχα ὅτι ἡ ἄκτιστη θεότητα ἔρχεται στὴν ὁλότητά της σὲ κοινωνία μὲ τὰ ὄντα. (Δὲν εὐθύνεται, πάντως, ὁ ἀναγνώστης γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Ν. εἶναι ἀντιφατικὸς καὶ ἀσαφής, ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια ἀκριβῶς πρόταση, πρᾶγμα ποὺ δεικνύει ὅτι ἡ μέθοδός του δὲν εἶναι πατερική).Ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ τονιστεῖ πιὸ ἐμφατικὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μία θεία ἐνέργεια μερίζεται ἀμερίστως, προκειμένου κάθε κτίσμα νὰ μπορεῖ νὰ προσλάβει αὐτὸ ποὺ ἡ δεκτικότητά του ἐπιτρέπει[3], καὶ ἔτσι θὰ ἀποφευχθοῦν ὁποιεσδήποτε περαιτέρω παρανοήσεις. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ ἐπίρρημα «περισσότερο» δὲ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει αὐτό πού κάνει τήν οὐσία νά διαφέρει ἀπό τήν οὐσιώδη της κίνηση πρός τήν κτίση (ἐνέργεια), καθότι εἶναι καταφανῶς παραπλανητικό, ἀκόμη καὶ ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἐννοεῖ τὴν παλαμικὴ διάκριση ποὺ ὑφίσταται μεταξύ τῆς κινήσεως (φυσικῆς ἐνέργειας) καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς κινήσεως (οὐσίας), εἰδάλλως κάποιοι σύγχρονοι ἀντιησυχαστὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκλάβουν τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια ὡς ἐλαττωμένη θεότητα. Ὁπότε δικαίως ἐπικρίθηκε ἐκ μέρους μου ἡ ἀνωτέρω φράση, καθότι ἡ ὀρθότητα τοῦ πρώτου μέρους μίας πρότασης (ὁ Θεὸς κοινωνεῖ στὴν πληρότητά του μὲ τὴν κτίση) δὲ συνεπάγεται συγχρόνως καὶ τὴν ὀρθότητα τοῦ δεύτερου (ὁ Θεὸς εἶναι περισσότερος σὲ σχέση μὲ τὶς ἐνέργειές του).
Τρίτον, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, δὲν προέρχεται κανένα ἰδιαίτερο ἀποτέλεσμα ἐκ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας, καθότι ὁλόκληρη ἡ κτιστή πραγματικότητα εἶναι ἕνα ἔργο, προερχόμενο ἐκ τῶν τριῶν ἰδωμένων ὡς ἕνα[5] . Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει ρητὰ ὅτι δὲν ὑφίσταται καταμερισμὸς ἢ διαίρεση στὸ ἔργο τῆς ἀκτίστου θεότητας (θεία οἰκονομία καὶ συγκατάβαση) σὲ καμία ἀπολύτως τῶν περιπτώσεων, ἤτοι ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ ἔργο τῆς θεότητας δὲν εἶναι λειτουργικὸ (ἔκφραση ἀκριβής τοῦ Μ. Βασιλείου), καθότι οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις ἔχουν τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴν οὐσία, θέληση, δύναμη, φυσικὲς ἢ οὐσιώδεις ἰδιότητες καὶ ἐνέργεια. Συνελόντι εἰπεῖν, ἡ ταυτότητα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας κατὰ τὴν (οὐσιώδη) ἐνέργεια καθιστᾶ τὴ λειτουργικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας παντελῶς ἀδύνατη, εἰδάλλως θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδεκτὸ, τόσο τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ἰδιάζουσα ἢ ξεχωριστὴ ἐνέργεια ἐπὶ τῆς ἄκτιστης πραγματικότητας, ὅσο καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχουν τρία ξεχωριστὰ (προσωπικὰ) ἔργα ἢ ἀποτελέσματα[6] . Τὴ λειτουργικὴ διάκριση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀρνεῖται καὶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, καθότι ἡ ἔννοια «λειτουργικὸς» παραπέμπει σὲ ὑπηρετικὸ ἀξίωμα καί, ὡς ἐκ τούτου, δηλώνει τὸ ἀνόμοιο τῆς οὐσίας, ἕνεκα τοῦ ἀνόμοιου τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δυνάμεως [7].
Ἀντιθέτως, γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ἔργων ποὺ ἐπιτελοῦν οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας στὴν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας κάνει λόγο ὁ καθ. Ν. Ματσούκας καὶ στὴ συνέχεια ὁ π. Ν., ἄποψη ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ σὲ καμία περίπτωση, τουλάχιστον μὲ βάση τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας[8], ὅπως θὰ δειχθεῖ ἐναργέστερα παρακάτω.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, τὸ ζήτημα τῆς λειτουργικῆς διάκρισης ἀπαντᾶ σὲ προβλήματα τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης. Αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ν. προσπαθεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ συνδέσει τὶς οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς τριαδικές του ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα, προκειμένου νὰ ἀπαντήσει στὴν «περίφημη» κατηγορία τῶν σύγχρονων ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων κατὰ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ περὶ τῆς ὑποτιθέμενης ἀπολειτουργικοποίησης τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὶς θεωρεῖ ἐνυπόστατες / προσωπικὲς / διαλογικές. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ μομφὴ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπολειτουργικοποίηση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων κατὰ τὴ σχέση τους μὲ τὴ θεία οἰκονομία (ἀπρόσωπος χαρακτήρας θείων ἐνεργειῶν) δὲ διατυπώθηκε πρωτίστως ἀπὸ τὴν D. Wendebourg, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ θωμιστὴ Δημήτριο Κυδώνη. Σύμφωνα μὲ τὸ Δημήτριο Κυδώνη, λοιπόν, ἐὰν δεχθοῦμε τὴν ὕπαρξη κοινῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἢ φυσικῶν προόδων, οἱ ὁποῖες διαφέρουν κατὰ τὸ αἴτιο, τὴν τάξη καὶ τὸ μεθεκτὸ τῆς ὑπερούσιας θείας οὐσίας, τότε θὰ καταλυθοῦν οἱ ὑποστατικὲς διακρίσεις, καθότι «πρὸς τὰς δυνάμεις καὶ ἐνεργείας ἐναλλὰξ ἔχουσι τὰ πρόσωπα»[9]. Ἡ λογική τῆς ἀπολειτουργικοποίησης, ὅμως, βασίζεται στὴ ρωμαιοκαθολικὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ σὲ ad intra καὶ ad extra, καθὼς καὶ στὸν ὑποτιθέμενο ἐξεικονισμὸ ποὺ ὑφίσταται (καὶ πρέπει νὰ ὑφίσταται κατὰ τὴ συλλογιστικὴ τῶν Λατίνων) μεταξύ τοῦ Θεοῦ ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἑαυτὸ του (actus purus) καὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σχετίζεται μὲ τὰ κτιστὰ ὄντα (analogia entis). Ἐφόσον, ὅμως, ἡ πατερικὴ θεολογία δὲ δέχεται κανένα ἐξεικονισμὸ ἢ ἀναλογία μεταξύ τῆς θεολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας, καθότι διακρίνει σαφῶς μεταξύ τοῦ ἀμέθεκτου καὶ τοῦ μεθεκτοῦ τῆς ἀκτίστου θεότητας, παρότι πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς Θεό, συνεπάγεται ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲ χρειάζεται νὰ διακρίνονται «δύο φορές», τουτέστιν μία κατὰ τὶς ἐνδοτριαδικὲς των σχέσεις καὶ μία κατὰ τὴ σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα εἶδος «οἰκονομικῆς τριάδας», ὅπως ἀναφέρει τόσο κοινότοπα καὶ ὁ Ἰ. Ζηζιούλας[10], προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν K. Rahner. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ καταλάβει ἡ πλειοψηφία τῶν σύγχρονων ὀρθοδόξων θεολόγων καὶ ἱστορικῶν τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἀλλὰ δρᾶ ὡς ἕνας Θεὸς καὶ ὄχι ὡς τρεῖς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα, παρότι οἱ ἐνεργοῦντες καὶ θέλοντες εἶναι τρεῖς, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ αἴτιο τῆς δημιουργίας εἶναι ἕνα καὶ δὲ διαιρεῖται ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ὑποστάσεων [11] . Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ὅρος «προσωπικὰ ἔργα» τοῦ π. Νικολάου δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι λανθασμένος, καθότι θὰ ὁδηγοῦσε στὴ νεοπλατωνικὴ παραδοχὴ τῶν τριῶν ἀρχῶν τοῦ ὄντος.
Τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα σχετικὰ μὲ τὴ δράση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων ὡς ἕνα, κατανοοῦνται καλύτερα μὲ τὴν ἀνάλυση τῆς πατερικῆς φράσης ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προχέεται «ἐκ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Ἡ φράση αὐτὴ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ δείξει καμία ἐξωτριαδικὴ διάκριση τῶν προσώπων στὴ θεία οἰκονομία, καθότι οἱ ἀνωτέρω προθέσεις ποὺ παρατίθενται πλησίον τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων δὲ δηλώνουν ὑποστατικὸ ἢ προσωπικὸ ἰδίωμα (ἀκοινώνητη διάκριση), ἤτοι τὸ Θεὸ ποὺ ὑπάρχει ἀναιτίως, καὶ ἑπομένως μποροῦν κάλλιστα νὰ ἀντιστραφοῦν (κοινὴ διάκριση), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα σὲ καμία ἀπολύτως τῶν περιπτώσεων. Ἡ ἀντιστροφὴ τῶν προθέσεων «ἐξ οὗ», «δι’ οὗ» καὶ «ἐν ᾧ» δὲ δηλώνει τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ δυνατό τῆς ἐναλλαγῆς τους, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσες προθέσεις μποροῦν νὰ συνταχθοῦν ἄφοβα μὲ ὅλες τὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας, καθότι δὲν εἶναι ἐπ’ οὐδενὶ λόγω ὑποστατικὲς ἢ προσωπικές, ἀλλὰ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὡς ὁμοουσίου – ἑνὸς κατὰ τὴ φύση[12] . Καὶ ἐὰν κάτι συντάσσεται κάλλιστα μὲ ὅλες τὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις, τότε σημαίνει ὅτι δὲ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει διακριτικὸ σημεῖο τῶν ὑποστάσεων ἐπὶ τῆς θείας οἰκονομίας. Οἱ φυσικὲς πρόοδοι καὶ οἱ ὑποστατικές, λοιπόν, διαφέρουν κατὰ τὸ ὅτι οἱ πρῶτες ἀντιστρέφονται, ἐνῷ οἱ δεύτερες ὄχι, εἰδάλλως ὁ Υἱὸς δὲ θὰ εὐδοκοῦσε, ὅπως ὁ Πατήρ. Καὶ ἐὰν δὲν εὐδοκοῦσε, ὅπως ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ Πατήρ, τότε Α) θὰ μετατρέπονταν σὲ ὑπηρετικὸ ὄργανο τοῦ Πατρὸς καὶ β) θὰ ἦταν ἀνόμοιος τοῦ Πατρός, καθότι δὲ θὰ εἶχε τὸ πλήρωμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Καὶ ἐὰν ὁ Υἱὸς δὲν εἶχε τὸ πλήρωμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν (ἀκόμη καὶ τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῆς εὐδοκίας, αὐτουργίας, καὶ τελειωτικῆς δυνάμεως), τότε δὲ θὰ τὸ μετέδιδε ὑποστατικῶς στὸ σωματικό Του πρόσλημμα, ἤτοι στὴν ἀνθρώπινη φύση, πρᾶγμα πού, ἀκολούθως, θὰ σήμαινε τὸ ἀδύνατον τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. (Νὰ γιατί ἡ δογματικὴ θεολογία δὲν ἀποτελεῖ νοητικὴ γυμναστικὴ ἢ ἁπλὸ λεκτικὸ παίγνιο ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸν ἐντυπωσιασμό, καθότι ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου). Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εὐδοκία, αὐτουργία καὶ τελειωτικὴ δύναμη δεικνύουν τὸ κοινό τῆς μίας ἀκτίστου θείας δυνάμεως καὶ ὄχι τὰ διάφορα ἔργα τῶν τριαδικῶν προσώπων[13].
Ἀκόμη, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὑπάρχει δὲ καὶ πάλι, πέραν αὐτοῦ, διακεκριμένη ἡ πλήρης καὶ ἀναλλοίωτη ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ μας, καὶ ὅλα τὰ οὐσιώδη μυστήρια τῆς φιλανθρωπίας ποὺ σχετίζονται μὲ αὐτὴν»[14]. Ὅμως, οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες δὲν ἀποδίδονται μόνο σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ τριαδικὰ πρόσωπα, ἀκόμη καὶ στὴν ἐνσάρκωση, κοινὴ εἶναι ἡ θέληση τῶν τριῶν νὰ ἐνσαρκωθεῖ τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, καθὼς μαρτυρεῖ τὸ σύμβολο τῆς πίστεως, καὶ ἡ ἴδια ἡ θεία ἐνέργεια ποὺ δεικνύει τὸ ἐνσαρκωθὲν δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος εἶναι κοινὴ καὶ μία. Συνελόντι εἰπεῖν, καμία ἐνέργεια τοῦ Υἱοῦ δὲν εἶναι ἀποκομμένη (ὑποστατικὴ) ἀπ’ αὐτὲς τοῦ Πατρός, ὅπως ἐπίσης καὶ κανένα γνώρισμα (φυσικὸ ἰδίωμα) ποὺ ἀνήκει στὸν Υἱὸ δὲν εἶναι ἀποκομμένο ἀπ’ αὐτὰ τοῦ Πατρός, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ Μ. Βασίλειο[15].
Ὁποιαδήποτε ἀποδοχὴ παραλλαγῆς τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῶν ἔργων τῆς ἀκτίστου θεότητας (λειτουργικὴ διάκριση), σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν παραλλαγὴ τῶν οὐσιῶν. Ἐν ὀλίγοις, ἐὰν οἱ ὑποστάσεις ἐνεργοῦσαν μὲ ἰδιαίτερες ἐνέργειες ἡ καθεμία τους, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι διαφέρουν κατὰ τὴ βούληση, ἐφόσον ἡ ἐνέργεια ταυτίζεται μὲ τὴν κίνηση τῆς θείας βουλήσεως πρὸς παραγωγὴ τῶν κτιστῶν ὄντων.
Ἡ διαφορετικὴ βούληση σημαίνει, ὅμως, διαφορετικὴ ἐνέργεια καὶ ἡ διαφορετικὴ ἐνέργεια δεικνύει, μὲ τὴ σειρά της, διαφορετικὴ οὐσία, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε ἀναντιρρήτως στὸν πολυθεϊσμὸ[16].
Τέταρτον, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ εἶδος τῆς Θείας Βασιλείας, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐμμένουν στὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα της. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ π. Ν. συγχέει τὶς κατηγορίες τοῦ ἄκτιστου μεθεκτοῦ καὶ τοῦ κτιστοῦ μετέχοντος, μετατρέποντας τὴ θεοφάνια σὲ κτιστὴ φανέρωση τοῦ ἀκτίστου, ἐλπίζω ἀκούσια, ὅπως ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ Ἰωάννης Σκῶτος Ἐριγένης, ἢ ἀκόμη χειρότερα πάσχει νὰ φυλακίσει τὸ ἄκτιστο ἀποκλειστικὰ μέσα στὴν ἱστορία, ὅπως διδάσκει ὁ Ἔγελος καὶ οἱ μετέπειτα δυτικοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν θέωση – ἁρπαγὴ καὶ μιλοῦν γιὰ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ στὸ ὁλοκαύτωμα καὶ οὕτω καθεξῆς. Τὸ μετεχόμενο ἢ μεθεκτό, ὅμως, ἤτοι ἡ θεία Βασιλεία, εἶναι ὁπωσδήποτε ἄκτιστο, ἐνῷ αὐτὰ ποὺ μετέχουν τῆς Ἀκτίστου Θείας Βασιλείας εἶναι τὰ κτίσματα, τόσο τὰ ἔλλογα ὅσο καὶ τὰ ἄλογα (μέσῳ τῶν θεωμένων ἐλλόγων). Πάντως, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ξεκάθαρος καὶ ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος. Τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς – δόξα ταυτίζεται ρητὰ μὲ τὴ θεία Βασιλεία[17]. Τὸ πῶς ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ εἶναι μονοφυσιτισμὸς ἢ μετατροπὴ τῆς θείας Βασιλείας – ἀκτίστου θείας ἐνεργείας σὲ κτίσμα καὶ μάλιστα ὑλικό, τουλάχιστον κατὰ τὸν π. Ν., εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει μονάχα ὁ ἴδιος. Ὡστόσο θὰ πρέπει νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ ταύτιση τοῦ φωτὸς καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ κτίσμα, εἴτε αἰσθητὸ εἴτε νοερό, εἶναι ἀντιησυχαστικὴ προκείμενη 100% τὰ 100% . Ἡ διαφωνία μου, λοιπόν, μὲ τὸν π. Ν. δὲν ἔγκειται στὴν ὁλότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ὡς σῶμα ὅσο καὶ ὡς ψυχή, ἀλλὰ στὸ ὅτι ἡ ἄκτιστη Θεία Βασιλεία εἶναι ἡ θεοποιὸς δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ σεσωσμένη κτιστὴ πραγματικότητα.
Πέμπτον, ὁ π. Ν. εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ διάλογο μὲ τὴ φαινομενολογία καὶ τὴ σύγχρονη ἀναλυτικὴ φιλοσοφία[18], πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀδυνατῶ νὰ κατανοήσω, προφανῶς ἐπειδὴ δὲν εἶμαι καθηγητής. Ἐν πάσῃ περιπτώσει γιὰ τὸ θέμα τοῦ συσχετισμοῦ τοῦ ἡσυχαστῆ ἁγίου μὲ τὴ σύγχρονη φιλοσοφία, εἴτε στὴν ἠπειρωτικὴ εἴτε στὴν ἀναλυτική της ἔκφανση, εἰπώθηκαν ἀρκετὰ στὸ προηγούμενό μας ἄρθρο. Ἂς κρατήσουμε μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη φαινομενολογία ἀπορρίπτει τόσο τὸν ἔσω ἄνθρωπο, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον κατὰ φύσιν ζωή, ὅσο καὶ τὴν διάκριση οὐσίας καὶ φαινομένου ἢ φυσικῆς ἰδιότητας.
Τέλος, τὸ ἂν ἀξίζω νὰ λάβω διδακτορικὸ δίπλωμα, ἐπειδὴ εἶχα τὸ «θράσος» νὰ ἀσκήσω μία θεολογικὴ κριτικὴ ὡς φοιτητής, λίγη σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὴν πορεία τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, ἡ ὁποία θὰ κριθεῖ ἀπὸ τὴν τριμελῆ συμβουλευτικὴ ἐπιτροπὴ ποὺ ἤδη μὲ ἐπιβλέπει καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν π. Ν., καὶ μάλιστα μέσῳ ἑνὸς συντόμου κειμένου του μὲ ἔκταση 5 σελίδες, ἐκτὸς καὶ ἐὰν θὰ ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ μὲ ἐπιβλέψει (μετὰ χαρᾶς!), οὕτως ὥστε νὰ μοῦ κοινωνήσει συνενεργητικὰ / διαλογικὰ / ἀλληλοπεριχωρητικὰ / ἀλληλοδιαδοτικὰ / ἀγαπητικὰ τὴ γνώση ποὺ τόσο πολὺ στεροῦμαι, προφανῶς ἐξαιτίας τῆς δικῆς μου νοητικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς (εὐτυχῶς) ἀνεπάρκειας!
Ἐν κατακλεῖδι, τὶς ὑποτιμητικὲς ἐκφράσεις τοῦ π. Ν. πρὸς τὴν ἰδιότητά μου ὡς φοιτητῆ θὰ τὶς ἀντιπαρέλθω καὶ θὰ τείνω στὸ νὰ τὶς θεωρήσω ὡς ἐπίθεση στὸ ἦθος τοῦ ἀντιπάλου, οἱ ὁποῖες ἀποδυναμώνουν ναὶ μὲν τὴν εἰκόνα μου, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐκ μέρους μου γραφομένων πραγμάτων, ἁπλούστατα διότι δὲ γράφω (καὶ δὲ θέλω νὰ γράφω) τίποτε δικό μου.
Σημειώσεις:
1. Μάξιμος Ὁμολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον τὸν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καὶ ἡγούμενον. Περὶ Διαφόρων ἀπόρων τῆς θείας Γραφῆς, PG 90, 324AC: «Ἄλλη θεωρία. «Ὁ τοῦ ποιεῖν λόγος ἐστὶν ἡ φυσικὴ πρὸς ἀρετῶν ἐνέργειαν δύναμις· ὁ δὲ τοῦ πάσχειν λόγος ἐστὶν ἡ χάρις τῶν ὑπὲρ φύσιν, ἢ σύμβασις τῶν παρὰ φύσιν. Ὡς γὰρ τοῦ ὑπερόντος φυσικὴν οὐκ ἔχομεν δύναμιν, οὕτως οὔτε τοῦ μὴ ὄντος ἔχομεν φύσει τὴν δύναμιν. Πάσχομεν οὖν ὡς ὑπὲρ φύσιν οὖσαν κατὰ χάριν, ἀλλ’ οὐ ποιοῦμεν τὴν θέωσιν. Οὐ γὰρ ἔχομεν πρὸς γένεσιν κακίας φυσικὴν δύναμιν. Ποιοῦμεν οὖν ἐνταῦθα, φησίν, ὄντες, τὰς ἀρετάς πρὸς τὸ ποιεῖν ταύτας ἔχοντες φύσει τὴν δύναμιν· πάσχομεν δὲ κατὰ τὸ μέλλον τὴν θέωσιν, τὴν πρὸς τὸ παθεῖν ταύτην κατὰ δωρεὰν χάριν δεχόμενοι. στ΄. Τὰς μὲν ἀρετάς ποιοῦντες μετὰ τήνδε, φησί, παυόμεθα τὴν ζωήν· τὴν δὲ κατὰ χάριν ὑπὲρ φύσιν πάθος, ἀόριστον, ὅτι καὶ δραστικόν· τὸ δὲ παρὰ φύσιν, ἀνύπαρκτον, ὅτι καὶ ἀδρανές». Ἐδῶ διαφαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐνεργητικότητα ἀφορᾶ στὴν ἐπιτέλεση τῶν φυσικῶν ἀρετῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μόνο παθητική!
2. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 17, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 427-428.
3. Αὐτὸ εἶναι καὶ ποὺ συνιστᾶ τὴ θεία δικαιοσύνη, τουτέστιν τὴν ἔμμετρη φανέρωση τῆς ἀκτίστου θεότητας ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα τῶν κτισμάτων. Βλ. Μάξιμος Ὁμολογητής, Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων, PG O4, 188D. Αὐτό, ὅμως, δὲ σημαίνει ἀναλογία δράσεων ἢ ἐνεργειῶν ἢ πράξεων, ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία φιλανθρωπία προσφέρει σὲ κάθε κτίσμα ἐκεῖνο ποὺ τὸ δεύτερο ἔχει ἀνάγκη.
4. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, 17, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 243.
5. Τοῦ ἰδίου, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 21, Π. Χρήστου Β΄, σσ. 84-85.
6. Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, Migne PG 32, 100D-104B: «Οὐ γὰρ ἐκ τῆς τῶν ἔργων διαφορᾶς ὁ Πατὴρ θεωρεῖται, τῷ ἰδιάζουσαν καὶ κατακεχωρισμένην ἐνέργειαν ἐπιδείκνυσθαι («ὅσα γὰρ βλέπει τὸν Πατέρα ποιοῦντα, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ»), ἀλλ’ ἐκ τῆς προσαγομένης αὐτῷ παρὰ τοῦ Μονογενοῦς δόξης τὸ θαῦμα τῶν γινομένων καρποῦται, πρὸς τῷ μεγέθει τῶν ποιημάτων, καὶ ἐπ’ αὐτῷ τῷ ποιητῇ ἀγαλλόμενος καὶ ὑψούμενος παρὰ τῶν ἐπιγινωσκόντων αὐτὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ τὰ πάντα, καὶ δι’ ὅν τὰ πάντα. Διὰ τοῦτό φησιν ὁ Κύριος «Τὰ ἐμά πάντα σὰ ἐστιν·….οὐ βοηθείας χρωμένῳ πρὸς τὴν ἐνέργειαν, οὐδὲ ταῖς κατὰ μέρος ἐπιτροπαῖς τὴν ἑκάστου ἔργου διακονίαν πιστευομένῳ λειτουργικὸν γὰρ τοῦτο γε, καὶ τῆς θείας ἀξίας παμπληθὲς ἀποδέον· ἀλλὰ γὰρ πλήρης ὁ Λόγος τῶν πατρικῶν ἀγαθῶν, τοῦ Πατρὸς ἀπολάμψας, πάντα ποιεῖ κατὰ τὴν τοῦ γεννήσαντος ὁμοιότητα. Εἰ γὰρ κατὰ τὴν οὐσίαν ἀπαραλλάκτως ἔχει, ἀπαραλλάκτως ἕξει καὶ κατὰ τὴν δύναμιν. Ὧν δὲ ἡ δύναμις ἴση, ἴση ποὺ πάντως καὶ ἡ ἐνέργεια».
7. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ ὁμοουσίου, Λόγος, IA΄, Migne PG 48, 800.
8. Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Γ΄. Ἀνακεφαλαίωση καὶ Ἀγαθοτοπία.
Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, {Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ βιβλιοθήκη – 34}, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 83.
9. Δημήτριος Κυδώνης, Κατὰ τοῦ Παλαμᾶ, PG Migne 154, 858D-860A.
10. J. D. Zizioulas Lectures on Christian Dogmatics, T.T. Clark, New York / London 2008, p. 80 καὶ N. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self, Volume 2, Intermeaningfulness Self-Catholicization, Meta-Narcissism, and Christian Theology, Brepols Publishers, Turnhout / Belgium 2024, p. 28.
11. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Α΄ ἐπιστολὴ πρὸς Ἀκίνδυνον, 7, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 209-211.
12. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος Θεολογικὸς Ε΄ (Ὁμιλία ΛΑ΄), 20, BARBEL, σσ. 252-254.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, οἱ προθέσεις «ἐξ οὗ», «δι’ οὗ» καὶ «ἐν ᾧ» συντάσσονται μὲ ὅλες τὶς ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας, πρᾶγμα πού, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι αὐτὲς δὲν εἶναι ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ὑποστατικές, καθότι δὲ δηλώνουν τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὴν κοινότητα – ταυτότητα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ὑποστηρίζει καὶ ὁ Μ. Βασίλειος. Βλ. Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, Migne PG 32 73Α-85C: «ραδίως ἀλλήλαις ἀντεπιζωριάζουσιν αἱ φωναὶ (ἐννοεῖ τὶς προθέσεις «ἐξ οὗ», «δι’ οὗ» καὶ «ἐν ᾧ»)». Βλ. ἐπίσης Α. Παπαδόπουλος, «Πνευματολογία εἰς τὸν ἡσυχασμὸν τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ», Θεσσαλονίκη 1971, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς 1970-1971, σελ. 16.
13. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, KOTTER II, σελ. 25: «ὅσα ποιεῖ ὁ Πατήρ, ὁμοίως καὶ ὁ Υἱὸς ποιεῖ».
14. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, II, 3, PTS 33, σσ. 125-126 : «Ἔστι δὲ αὖθις πρὸς τούτῳ διακεκριμένον ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἰησοῦ παντελὴς καὶ ἀναλλοίωτος ὕπαρξις καὶ ὅσα τῆς κατ’ αὐτήν ἐστι φιλανθρωπίας οὐσιώδη μυστήρια». Βλ. ἐπίσης Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγος διασαφῶν, 15, Π. Χρήστου Δ΄, σελ. 100.
15. Βασίλειος Καισαρείας, Ἀνατρεπτικὸς κατὰ Εὐνομίου Β’, PG Migne 29, 652ΑΒ.
16. Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Α΄, 394-398, JAEGER I, σσ. 141-143
17. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 26, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 436-437.
18. π. Ν. Λουδοβίκος, «Πέρα ἀπὸ τὸν Ὀρθοδοδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ σημασία τοῦ ἑαυτοῦ», στὸ: Τὰ προσωπεῖα τοῦ προσώπου. Κριτικὲς θεολογικὲς τοποθετήσεις στὴν ὀντολογία τοῦ προσώπου, Μέθεξις, Ἀθήνα 2019, σσ. 142.