Γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα
Ζωή (2024), σ. 114.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Γρηγόριος μὲ ἐγκύκλιο καὶ κατόπιν συνέδριο κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀνέλαβε νὰ «ἐπαναφέρει τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀρχαία λειτουργικὴ τάξη», ἐξοβελίζοντας τὸν Ἐσταυρωμένο ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Τὸ σκεπτικὸ εἶναι ὅτι ἡ συνήθεια αὐτὴ εἶναι νεωτέρα, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλλὰ ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικὲς καὶ Προτεσταντικὲς ἐπιδράσεις καὶ δὲν συνάδει μὲ τὸν θεολογικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος κατὰ τὸν ὁποῖο προηγεῖται ἡ Σταύρωση (μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου) καὶ ἕπεται ἡ Ταφὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση (μὲ τὴν Ἁγία Τράπεζα ποὺ τὶς συμβολίζουν). Κατὰ συνέπεια θεωρεῖ ἀνακολουθία τὴν τοποθέτηση ἑνὸς δευτέρου Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. «Ὁ “Ἐσταυρωμένος” Χριστός, λοιπόν, πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἁγιογραφημένος στὸν Σταυρὸ πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, καθὼς ἐκεῖ πίσω εἶναι τὸ Ἐσχατολογικὸ σημεῖο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου λάμπει ἀσταμάτητα τὸ Ἀναστάσιμο καὶ Ἀκοίμητο καντήλι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ...». Τονίζει, μάλιστα, στὸ ἐγκύκλιο σημείωμά του ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς καινοτομίας ὀφείλεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὶς Χριστιανικὲς Ὀργανώσεις («Ζωή», «Σωτήρ», «Σταυρός»)[1].
Γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ ἐγράφησαν καὶ εἰπώθησαν πολλά. Ἐπιλέγουμε ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀξιόλογα δημοσιεύματα κάποια ἀποσπάσματα, στὰ ὁποῖα φέρονται ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν χρονολογία τὴν ὁποία ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὅτι ἄρχισε ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ ἀταξία. Ἐπίσης παρατίθενται θεολογικὲς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Πατέρων, μέσῳ τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεται τὸ ἐσφαλμένο τῆς ἐξοβελήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. «Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεὼν (14ος αἰ.), ὁ ὁποῖος γράφει: (Βλέπομεν νὰ ὑπάρχει) “Ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ ναοῦ ὁ Σταυρός, ἐπὶ τῶν τάφων ὁ Σταυρός, ἐπὶ τοῦ παρατραπεζίου ὁ Σταυρός. Παραπλεύρως τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ Ἀνατολῶν τὸ εὐλογημένον ὄργανον τῆς θυσίας, ὁ θεῖος ἵσταται Σταυρός, τετραμερὴς ὤν διά τὸν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα, τὰ τε ἄνω καὶ τὰ κάτω καὶ τὰ σύμπαντα πεποιηκότα τε καὶ συνέχοντα” (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Migne, 155, 341. Κ. Καλλινίκου, “Ὁ Χριστιανικὸς Ναὸς καὶ τά τελούμενα ἐν αὐτῷ” (σελ. 250, 541). Βλέπουμε ὅτι ὁ Συμέων Θεσ/νίκης ἐπακριβῶς καθορίζει τὴν θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (“ἐξ Ἀνατολῶν καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου”), ἀλλὰ καὶ τὸ ρῆμα “ἵσταται” σημαίνει ἐδῶ τήν αὐτοτέλεια τοῦ Σταυροῦ». «Συμπέρασμα: καὶ μόνη ἡ μαρτυρία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου (347-404) (Migne, 48, 826)[2] καὶ τοῦ Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1416), (Migne, 155, 341), ποὺ τοποθετοῦν τὸν Τ. Σταυρὸ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης, θὰ ἀρκοῦσε, γιὰ νὰ λήξη ἐδῶ τὸ θέμα»[3].
«Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διευκρινίσθη, δὲν ἀφήνεται πίσω καὶ κατὰ τὰ ἔσχατα θὰ ἀντικρύσουμε τὸν Σταυρὸ πρῶτα: “Τὸ πρῶτο σημεῖο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Σωτῆρος θὰ εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ στὸν οὐρανό, ὡς σύμβολο τῆς σωτηρίας μας, ὡς σημεῖο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος: ‘τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ’” κατὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς. Συνεπῶς, καθίσταται πρόδηλον καὶ ἐδῶ ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι κατὰ πάντα ἁρμόζουσα καὶ συμβατὴ μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Λατρείας καὶ τοὺς συμβολισμοὺς τῶν χώρων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ».
«Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σημερινὴ πρακτικὴ ζεῖ χωρὶς αἰτιάσεις τόσους αἰῶνες δεικνύει ὅτι δὲν προσέκρουσε στὴ δογματικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἐπεσημάνθη ὡς βλαπτικὴ ἀπὸ μέλη ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως, ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου ὡς ἔχει σήμερα, συνάδει ἀπόλυτα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ εἶναι ἱεροκανονικῶς νόμιμη, ἔχουσα πλέον ἰσχὺ ἐθιμικοῦ δικαίου ὡς παράδοση, κατὰ τὴν θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸ ΚΑ΄ Ἱερὸ Κανόνα ὅτι “ἡ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν”. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὄχι μόνο δὲν ὑπέστη ἀλλοίωση στὴν “ἐσχατολογική του προοπτικὴ” ἀλλὰ ἀντιθέτως, καίτοι θεόπτης, ὅταν ἐνοχλεῖτο μία νύχτα ἀπὸ τοὺς δαίμονες κατέφυγε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὅπως διηγεῖτο: “Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴν ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί”».
«Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διαπιστώνει πὼς τίποτα δὲν σκανδαλίζει καὶ ταράζει τὴν συνείδηση τοῦ πιστοῦ ὅσο οἱ καινοτομίες καὶ ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὴ Λατρεία, ἀκόμα κι ἂν γίνονται γιὰ καλό, ὅπως ἐν προκειμένω διατείνονται ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴν ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου»[4].
[1] Βλ. https://imperisteriou.gr/wp-content/uploads/2024/05/egkyklios-estaurwnenos.pdf.
[2] Σημ.: ἀπὸ τὸ ἔργο Πρός τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χριστός, ὅπου γράφεται γιὰ τὸν σταυρό: «οὗτος ἐν τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ».
[3] Ἰωάννη Παλαμήδη, «Περὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἀπάντησις εἰς τὸν Πανιερώτατον Μητροπολίτην Μόρφου κ. Νεόφυτον» καὶ «Περὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Ὀρθόδοξος Τύπος, διαθέσιμα καὶ στὸ διαδίκτυο.
[4] Ἰωάννη Λίτινα, Σειρὰ πέντε δημοσιευμάτων στὸ διαδίκτυο καὶ αὐτοτελῶς σὲ ἔντυπη μορφὴ ὑπὸ τὸν τίτλο: Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα. Μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρουμένης ἀποβολῆς Του, Β’ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2023. Πρβλ. καὶ τὰ μεταγενέστερα ἄρθρα του στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο ὑπὸ τὸν τίτλο «Λόγος ἀπολογητικός πρός τούς διαβάλλοντας τόν Ἐσταυρωμένον εἰς τό Ἱερόν Βῆμα», στὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὶς θεολογικὲς ἐπιρροὲς οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σὲ αὐτὴν τὴν παρέμβαση στὴν λειτουργικὴ τάξη, προσβάσιμα στὸ διαδίκτυο. Πρβλ. καὶ Βασιλείου Τουλουμτσῆ, «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καὶ Ἀνάστασης στὸ «ἑνιαῖον» τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ στὸ «διαιρετικόν» τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας», προσβάσιμο στὸ διαδίκτυο