Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Γιατὶ ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ

 

Γιατὶ ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ

Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 ΖΩΗ (2025) σ. 127

           

Ἐπειδὴ κάποιοι μορφωμένοι, μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱερὴ Θεολογία, διαβάζοντας τὸ σημείωμα τὸ ὁποῖο ἔχω στὸ νεοεκδοθὲν βιβλίο τοῦ Ἀοράτου Πολέμου γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο ἀποροῦν … πῶς εἶπα ὅτι ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος ἔγινε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ πάλιν ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε γιὰ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό· ἐπειδή, λέγω, ἀποροῦν γιὰ αὐτὰ κάποιοι, ἀπολογοῦμαι ἐδῶ μὲ λίγα λόγια γιὰ τὴν ἐπίλυση τῆς ἀπορίας τους

Γιὰ τὸ δεύτερο θέμα ἀποκρίνομαι ὄχι μόνον ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος ὁ νοητὸς καὶ ὁ αἰσθητὸς ἔγινε  γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε πάλι γιὰ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καθὼς αὐτὸ διετράνωσε καὶ φανέρωσε ὁ σοφὸς καὶ θεολογικώτατος Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος λέγοντας ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἵνα συνελὼν εἴπω τὸ πᾶν τοῦ σκοποῦ, καὶ παντὸς τοῦδε τοῦ κόσμου, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, πάντων στοιχείων, καὶ πασῶν τῶν γενεῶν, παντὸς δὲ γένους ἡμῶν, καὶ πάσης ἀνθρώπων φυλῆς, ἁπάντων αἰώνων, καὶ πασῶν τῶν ὡρῶν, τὸ ἄνθος μὲν ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁ ὡραιότατος δὲ καρπὸς (λέγω δὲ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον), ὁ Υἱός ἐστιν αὐτῆς ὁ μονογενής».

Ὄχι μόνο, λέγω, αὐτὸ θὰ ἀπαντήσω, ἀλλὰ κοντὰ σὲ αὐτὰ θὰ πῶ ὅτι ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸ προγνωρίσθηκε ἀπ’ αἰῶνος καὶ προορίσθηκε. Ἀπὸ ποῦ φανερώνονται αὐτά; Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ κατωτέρω: Οἱ θεῖες Γραφὲς μαρτυροῦν ὅτι τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσάρκου τοῦ Θεοῦ Λόγου Οἰκονομίας εἶναι ἀρχὴ ὅλων τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου, ὅτι εἶναι πρῶτο πάντων τῶν κτισμάτων, καὶ ὅτι αὐτὸ προωρίσθηκε πρὸ τοῦ προορισμοῦ πάντων τῶν σωζομένων· τὰ δὲ χωρία τῶν Γραφῶν μὲ τὰ ὁποῖα μαρτυροῦνται αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: τό «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν Αὐτοῦ, εἰς ἔργα Αὐτοῦ», «πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με»· τὸ «῞Ος ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (καὶ πρόσεχε ὅτι δὲν εἶπε ἐδῶ ἁπλῶς κτίσεως, ἀλλὰ πάσης κτίσεως)· καὶ τό «Οὓς [προέγνω, καὶ] προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς». Καὶ αὐτὰ μὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν θεσπέσιο Παῦλο.

Συμφωνοῦν δὲ μὲ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ πολλοὶ τῶν θείων Πατέρων· γιατὶ ἑρμηνεύοντας αὐτοὶ τὰ ἀνωτέρω ρητά, τό «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ», καὶ τό «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως», λέγουν ὅτι ἐννοοῦνται ταῦτα γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὄχι κατὰ τὴν θεότητα· διότι ὡς Θεός, ὁμοούσιος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι τὸ πρῶτο τῶν κτισμάτων, καθὼς βλασφημοῦσε ὁ Ἄρειος· ἀλλὰ ἐννοοῦνται κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν ὁποία δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο πράγμα προεῖδε ὁ Θεὸς ἀρχὴ τῶν θείων Του ἀϊδίων ὁρισμῶν, πρῶτο ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα· οἱ Πατέρες δὲ αὐτοὶ εἶναι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος

Ἀκούεις ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τοῦτο ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἑαυτοῦ, γιὰ νὰ δυνηθεῖ νὰ χωρέσει τὸ Ἀρχέτυπο διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως; Γι’ αὐτὸ καὶ σύνδεσμο τοῦ νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ κόσμου, καὶ ἀνακεφαλαίωση καὶ ἐπίλογο ὅλων τῶν κτισμάτων, ἔκτισε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τοῦτο τὸν σκοπό, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα, ἑνούμενος μὲ τὸν ἄνθρωπο, καὶ γιὰ νὰ ἀνακεφαλαιωθοῦν ἐν τῷ Χριστῷ τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος· καὶ ὁ κτίστης καὶ ἡ κτίση νὰ γίνουν ἕνα καθ’ ὑπόστασιν, κατὰ τὸν θεοφόρο Μάξιμο …

Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς σκοπὸς λέγεται κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ τέλος ἑκάστου πράγματος πρῶτο μὲν ὑπάρχει στὴν σκέψη καὶ στὴν γνώση, καὶ ὕστερα γίνεται στὴν πράξη καὶ στὴν ἔκβαση κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη καὶ ὅλους τοὺς παλαιοὺς καὶ νεωτέρους μεταφυσικούς, ἄρα καὶ ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπειδὴ εἶναι τὸ τέλος τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, πρῶτο ἀπὸ ὅλα θεωρήθηκε καὶ προγνώσθηκε καὶ προορίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὕστερα ἔγινε μὲ τὴν ἔκβαση· ἐπειδὴ ὅλα τὰ μέσα, ἀπὸ τοῦ προϋπάρχοντος μέσα στὸν νοῦ σκοποῦ λαμβάνουν τὴν ἰδιαιτερότητά τους κατὰ τοὺς φιλοσόφους ...

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, συνάγονται δύο καθολικὰ συμπεράσματα· α΄. ὅτι, ἐπειδὴ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας ὀνομάζεται εὐδοκία, ἤτοι προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ἀνωτέρω ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, τὸ δὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ πάλιν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα Αὐτοῦ· λοιπὸν καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, κατὰ τὴν οὐσία του, προγνώσθηκε καὶ προορίσθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν πρόγνωση καὶ τὸν προορισμὸ ὅλων τῶν κτισμάτων· καὶ ἐν χρόνῳ ἔγινε ἀπὸ μόνη τὴν ἄπειρη καὶ φυσικὴ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ·

β΄. ὅτι καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν προσεχῶς καὶ ἄμεσο μέσο καὶ συναίτιο ἀναγκαῖο αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου (ἡ γὰρ τοῦ Χριστοῦ σὰρξ τῆς Μαρίας ἐστὶ σάρξ, κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο), προγνώσθηκε καὶ προορίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα κτίσματα, τὰ δὲ ἄλλα κτίσματα προορίσθησαν καὶ ἔγιναν γι’ Αὐτή· ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ προεννοήθηκε, καὶ τὸ ἴδιο εἶναι νὰ ποῦμε ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.

 

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, ἤτοι περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων..., (Βόλος: Σχοινᾶς, 19693), σσ. 201-210, μὲ ἁπλοποίηση τῆς πρωτοτύπου γλώσσης.