ΑΓΑΠΗ τὸ κατ' ἐξοχὴν γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ: «τὸ ἐπακόλουθο ὅτι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ χριστιανοὶ δὲ μποροῦν νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ ἐκτὸς ἂν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἦταν κάτι ἐξ ὁλοκλήρου νέο. Ἴσως ἀκόμα πιὸ ἐπαναστατικὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία πρέπει νὰ ἐκτείνονται πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς φυλῆς, ὅτι πρέπει νὰ ἐπεκταθεῖ 'σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ σὲ κάθε τόπο, ἀναγνωρίζουν τὸν Κύριό μας, τὸν Ἰησοῦ Χριστό' (1 Κορ. 1,2). Πράγματι, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦν ἀκόμη καὶ πέρα ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ κοινότητα»[1].