Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου

Ιωαννου Κ. Αγγελοπουλου

«Ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου. Μιὰ δραματικὴ πραγματικότης μὲ συνέπειες»

Ὀρθοδοξία καὶ Παιδεία 2 (2003) 101-113

 

 1. Εἰσαγωγὴ

 Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι κάποτε στὴν ζωή τους προβληματίζονται γιὰ τὴν ὕπαρξι καὶ τὴν προέλευσι τοῦ κακοῦ. Τὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸ τί εἶναι τὸ κακὸ καὶ πῶς εἰσῆλθε στὴν ἀνθρωπίνη ζωὴ ἀπαιτοῦν ἀπαντήσεις.

Κατὰ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὸ κακὸ δὲν εἶναι ὂν («μὴ ὄν»). Δὲν θεωρεῖται ὡς οὐσία, ὀντότης, ἐπειδὴ δὲν θεωρεῖται δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν σαφῆ διδασκαλία τῆς Βίβλου ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα («τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν») σὲ ἕξι δημιουργικὲς ἡμέρες καὶ κάθε ἡμέρα ὁ συγγραφεὺς τῆς Γενέσεως δὲν κουράζεται νὰ ἐπαναλαμβάνη ὅτι «εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν»[1]. Στὸ τέλος δὲ τῆς δημιουργίας ἐπισημαίνει ὅτι τὸ σύνολο τῶν δημιουργημάτων ἦταν «καλὰ λίαν»[2].

Ὁ κτιστὸς (δημιουργημένος) κόσμος ἐποιήθη ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐξ οὐκ ὄντων. Τίποτα ἀπὸ τὰ κτιστὰ δημιουργήματα - ὄντα δὲν ὑφίσταται ἀφ' ἑαυτοῦ. Ὁ μόνος αἰωνίως ὑπάρχων ἀφ' ἑαυτοῦ εἶναι ὁ ἄκτιστος Τριαδικὸς Θεός, ὁ «ὤν»[3]. Ὅλα τὰ λοιπὰ ὄντα εἶναι κτιστά, δημιουργημένα ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα, πανσοφία καὶ παντοδυναμία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ καὶ ὑφίστανται συγκρατούμενα ἀπὸ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες. Κατὰ συνέπεια τὸ κακό, ὡς μὴ δημιουργηθὲν ἐκ τοῦ παναγάθου Θεοῦ, δὲν ὑφίσταται ὡς ὄν. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέσις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ κακό· τὸ κακὸ δὲν εἶναι ὄν, οὐσία, ἀλλὰ ἡ στέρησις - ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ. Διδάσκει ὁ ἅγιος Βασίλειος: «μήτε Θεὸν αἴτιον ἡγοῦ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ, μήτε ἰδίαν ὑπόστασιν τοῦ κακοῦ εἶναι φαντάζου. Οὐ γάρ ἐστιν ὑφεστώς, ὥσπερ τι ζῷον ἡ πονηρία· οὔτε οὐσίαν αὐτῆς ἐνυπόστατον ἔχομεν. Στέρησις γὰρ ἀγαθοῦ ἐστι τὸ κακόν»[4].

Τὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὰ λογικά, αὐτεξούσια καὶ τρεπτὰ ὄντα (ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι). Μόνον αὐτὰ τὰ ὄντα ἔχουν τὴν δυνατότητα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κατὰ συνέπεια τῆς διαπράξεως τοῦ κακοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐξηγεῖ πῶς τὸ ὀντολογικῶς ἀνυπόστατο κακὸ γίνεται πραγματικότης. «Κατὰ φύσιν μὲν οὖν πάντα δοῦλα καὶ ὑπήκοα τοῦ δημιουργοῦ. Ὅταν οὖν ἑκουσίως τι τῶν κτισμάτων ἀφηνιάσῃ καὶ παρήκοον τοῦ ποιήσαντος αὐτὸ γένηται, ἐν ἑαυτῷ συνεστήσατο τὴν κακίαν· κακία γὰρ οὐκ οὐσία τίς ἐστιν οὐδὲ οὐσίας ἰδίωμα, ἀλλὰ συμβεβηκὸς ἤτοι ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἑκούσιος παρατροπή, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία»[5]. Τὸ κακὸ εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν λογικῶν καὶ αὐτεξουσίων ὄντων ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς τροπῆς τους ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν στὸ παρὰ φύσιν. Προέρχεται ἀπὸ τὴν διαστροφὴ τῆς προαιρέσεως τῶν λογικῶν καὶ αὐτεξουσίων ὄντων· «κακὸν ... ἔξω προαιρέσεως ἐφ' ἑαυτοῦ κείμενον οὐκ ἔστιν»[6].

 

2. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα

Στὴν Γένεσι ὑπάρχει μία συμβολικὴ διήγησις, στὴν ὁποία περιγράφεται μὲ παραστατικώτατο τρόπο ἡ πτῶσις τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Ὁ διάβολος ὑπὸ τὴν μορφὴ τοῦ ὄφεως, τοῦ «φρονιμωτάτου πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς»[7], διαβάλλει τὸν Θεὸ λέγων ὅτι ἀπαγόρευσε στοὺς πρωτοπλάστους τὴν βρῶσι τῶν καρπῶν ὅλων τῶν δένδρων. Ἡ Εὔα, μὴ ἀντιληφθεῖσα τὴν παγίδα, ἀπήντησε ὅτι μόνον ἀπὸ τοὺς καρποὺς ἑνὸς δένδρου ὁ Θεὸς τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ μὴ φᾶνε οὔτε κἂν νὰ τὸ ἀγγίξουν[8], γιατὶ θὰ ἀποθάνουν. Τότε ὁ διάβολος ὡλοκλήρωσε τὴν διαβολή του λέγων: «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν»[9]. Ἡ συνέχεια εἶναι σὲ ὅλους μας γνωστή· ἡ Εὔα εἶδε μὲ ἄλλο μάτι τὸν καρπὸ («καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι») «καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ' αὐτῆς, καὶ ἔφαγαν»[10].

Κάτω ἀπὸ τὴν συμβολικὴ καὶ παραστατικὴ αὐτὴ διήγησι ὑποκρύπτεται ὅλο τὸ βάθος καὶ ἡ τραγωδία τῆς πράξεως τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ βρῶσις ἑνὸς ἀπαγορευμένου καρποῦ καὶ ἡ παρακοὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ αὐτονομημένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἰσοθεΐα. Αὐτονομία καὶ ἰσοθεΐα εἶναι οἱ δύο αἰτίες καὶ συγχρόνως καὶ βαθύτερες ἔννοιες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

Ἡ αὐτονομία ἐκ τοῦ Θεοῦ, τῶν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργηθέντων ἀνθρώπων, τοὺς ὡδήγησε στὸ μὴ ὂν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὑπακούων καὶ ἑνούμενος μὲ τὸν Θεὸ ἠδύνατο νὰ γίνη θεὸς κατὰ χάριν. Ἡ κτιστὴ φύσις του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἄλλον τρόπο θεώσεως. Οἱ προπάτορες, «φθόνῳ διαβόλου»[11], ἐφαντάσθησαν ὅτι ἠδύναντο νὰ αὐτοθεωθοῦν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ, τὸν Τριαδικὸ Θεό[12]. «Ὑπάρχει ἕνας "καλὸς"καὶ ἕνας "πονηρὸς" τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ζωῆς: αὐτὸ εἶναι τὸ δίλημμα ποὺ τίθεται στοὺς πρωτόπλαστους ἀνθρώπους. Ὁ "πονηρὸς" τρόπος προβάλλει ὡς ἐφικτὴ τὴ δυνατότητα τῆς αὐτοζωῆς, τὴ δυνατότητα νὰ ἐμπεριέχει τὸ κτιστὸ δημιούργημα καὶ τὴν αἰτία καὶ τὸ σκοπό του, νὰ φτάνει δηλαδὴ ἀπὸ μόνο του στὴν ἰσοθεΐα καὶ αὐτοθέωση. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ψέμμα, μιὰ ψεύτικη ἐπιδίωξη, ποὺ ἐκδέχεται ὡς ζωὴ τὴν ἄρνηση τῆς ζωῆς καὶ ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸ θάνατο»[13].

Ἡ ἰσοθεΐα ἦταν ἡ ψευδαίσθησις τῶν πρωτοπλάστων ὅτι μποροῦσαν νὰ ὁμοιάσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἄνευ τοῦ δημιουργήσαντος αὐτοὺς Θεοῦ[14]. Ἡ ἐπιθυμία τῆς θεώσεως ἦταν ὀρθή· ὁ τρόπος ὑπῆρξε, κατόπιν παρεμβάσεως τοῦ διαβόλου, ἐσφαλμένος. «Αὐτεξουσίως οὖν ἐτράπη ὁ ἄνθρωπος μεγάλου ἐπιθυμήσας, οὐ καλῶς δέ· μέγα γὰρ τὸ εἶναι Θεόν, ἀλλὰ κακὸν τῷ μὴ ὄντι Θεῷ ἀγνωμονεῖν τῷ ποιήσαντι καὶ ὑπερβαίνειν τὴν οἰκείαν φύσιν καὶ θέλειν εἶναι, ὃ γενέσθαι αὐτὸν ἀδύνατον· ἀδύνατον γὰρ τὸ μὴ ἄναρχον εἶναι Θεὸν ἢ τὸν ἠργμένον εἶναι ἄναρχον»[15]. «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ μιὰ ἐμπνευσμένη "θεωρία τοῦ τρόπου καθ' ὃν γέγονε τοῦ Ἀδὰμ ἡ παράβασις" βλέπει τὸν πρωτόπλαστο νὰ ἐπείγεται νὰ δημιουργήση στὸν ἑαυτό του μὲ τρόπο τεχνητὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, νὰ δημιουργήση μέσα του αὐτόνομα, "δίχα Θεοῦ καὶ πρὸ Θεοῦ καὶ οὐ κατὰ Θεόν", ὅ,τι εἶναι ἀποκλειστικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν αὐτοζωή»[16].

Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε κατόπιν παγιδεύσεώς του ἀπὸ τὸν διάβολο. Αὐτὸ εἶναι ἄξιο ἰδιαιτέρας προσοχῆς, γιατὶ ἡ πτῶσις τῶν ἀνθρώπων ἂν καὶ καταστρεπτικὴ δὲν κατέστη ἀνίατος, ὅπως τῶν δαιμόνων. Γιατὶ ὁ μὲν διάβολος ὑπῆρξε αὐτοκίνητος πρὸς τὸ κακό, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἑτεροκίνητος· ἐπαγιδεύθη καὶ ὡδηγήθη στὴν διάπραξι τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ ἐπισημαίνεται στὴν διήγησι τῆς Γενέσεως. Ἡ βαρύτης τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτὸν τὸν λόγο ἦταν μικροτέρα τῆς τοῦ διαβόλου καὶ ἐκεῖ στηρίζουν ὡρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν θεία Οἰκονομία, δηλ. τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἐκ μέρους τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Παρὰ τὸ γεγονὸς τῆς παγιδεύσεως καὶ ἐξωθήσεως στὴν πτῶσι ἀπὸ τὸν διάβολο, οἱ ἄνθρωποι διατηροῦν πλήρως τὶς εὐθῦνες τους. Οἱ πρωτόπλαστοι ἐγνώριζαν τὴν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ· εἶχαν ἁπτὲς ἀποδείξεις τῆς πατρικῆς στοργῆς καὶ φροντίδος Του. Παρὰ ταῦτα ἀποδέχονται τὶς συκοφαντίες τοῦ διαβόλου κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦν ὡς ἀλήθεια τὰ ψεύδη του.

Ἡ εὐθύνη τῶν πρωτοπλάστων ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὰ ἐπακολουθήσαντα τὴν πτῶσι. Ἀφοῦ «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα», ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ... ἐκρύβησαν ... ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ»[17]. Στὴν ἐρώτησι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἦταν οὐσιαστικῶς μία ἑτοίμη ὁμολογία γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὁ Ἀδὰμ μεταθέτει τὴν εὐθύνη τῆς πτώσεώς ἐμμέσως στὸν ἴδιο τὸν Θεό[18]! Καὶ ἡ Εὔα μεταθέτει τὴν εὐθύνη στὸν ὄφι[19]. Οἱ πρωτόπλαστοι παραμένουν ἀμετανόητοι καὶ ἔχουν πλέον διαστραφῆ σὲ μεγάλο βαθμό, ἀφοῦ βλέπουν πλέον ἐχθρικῶς τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργὸ καὶ Πατέρα τους.


3. Συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος

Ἡ πρώτη καὶ μεγαλυτέρα συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἦταν ἡ ἀμαύρωσις τοῦ κατ' εἰκόνα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν πλέον τὴν τελειότητα τοῦ κατ' εἰκόνα, τὴν ὁποία εἶχαν πρὸ τῆς πτώσεως. Γιὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογία ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει χάση τελείως τὸ κατ' εἰκόνα, ἀλλὰ αὐτὸ ἐξαχρειώθη, ἠμαυρώθη. Ἀντιθέτως κατὰ τὴν προτεσταντικὴ θεολογία ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτῶσι ἀπώλεσε πλήρως τὸ κατ' εἰκόνα, γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθῆ μετὰ τοῦ Θεοῦ.

Δευτέρα συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἦταν ἡ ἀπώλεια τῆς λεγομένης ἀρχεγόνου δικαιοσύνης, δηλαδὴ τῶν δωρεῶν καὶ ἰδιοτήτων, τὶς ὁποῖες κατεῖχε ὁ ἄνθρωπος προπτωτικῶς. Ὡς τέτοιες ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἡ δυνατότης τῆς ἀθανασίας, ἡ ἔλλειψις κόπου, πόνου, ἡ κυριαρχία ἐπὶ τῆς ἀλόγου φύσεως, ἡ γυμνότης[20], κ.ἄ. Τὸ κυριώτερο ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ὁ θάνατος. Κι ὅμως κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία ὁ θάνατος μετεβλήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, μετὰ Χριστόν, σὲ εὐεργεσία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. «Ἐπιτρέποντας (ὁ Θεὸς) νὰ ντυθῆ ὁ ἄνθρωπος τὴ βιολογικὴ ζωή, καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἔστρεψε τὸ θάνατο, ἐπίσης καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῆς βιολογικῆς ζωῆς κι ἔτσι μὲ τὸ θάνατο θανατώνεται ὄχι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ φθορὰ ποὺ τὸν περιβάλλει. Ὁ θάνατος καταστρέφει τὸ δεσμωτήριο τῆς ἐν φθορᾷ ζωῆς καὶ ὁ ἄνθρωπος καταθέτοντας μὲ τὸ θάνατο στὴ φθορὰ ὅ,τι ἔλαβε ἀπὸ αὐτή, ἐλευθερώνεται»[21].

Μετὰ τὴν πτῶσι ἔχομε τὴν ἐπανάστασι τῆς ἀλόγου φύσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τὴν κατ' εἰκόνα Θεοῦ κυριαρχικὴ καὶ βασιλικὴ ἐξουσία του ἐπὶ τῆς φύσεως. Ὁ πεπτωκὼς πλέον ἄνθρωπος δὲν θεωρεῖται ἐπίγειος βασιλεὺς τῆς φύσεως καὶ συμπαρέσυρε στὴν πτῶσι καὶ τὴν ἄλογο φύσι. Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο «τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐφ' ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν»[22].

Οἱ προπάτορες μὲ τὴν ἀποστασία τους ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πτῶσι τους διετάραξαν τὶς σχέσεις τους μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο, τὴν φύσι καὶ τὸν ἑαυτό τους. Ἡ σχέσις τους μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ σχέσι ἀγάπης, κοινωνίας, υἱικῆς ὑπακοῆς καθίσταται στρεβλή· φοβοῦνται πλέον τὸν Θεό[23], Τὸν ἀντιμετωπίζουν ὡς ἐπιβουλὴ τῆς ὑπάρξεώς τους, θεωροῦν ὅτι τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς τιμωρεῖ. Μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι ντρέπονται γιὰ τὴν γυμνότητά τους[24], ἐπιρρίπτουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν εὐθύνη τῆς πτώσεως, χάνεται ἡ ἰσοτιμία τῶν φύλων καὶ ἡ γυνὴ ὑποτάσσεται πλέον στὸν ἄνδρα[25].

Συνέπεια τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων ἦταν καὶ οἱ δερμάτινοι χιτῶνες. «Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ὅπως τὸ δείχνει καθαρὰ ἡ διήγηση τῆς Γενέσεως, προστέθηκαν στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν πτώση καὶ ... δὲν ἀποτελοῦν φυσικὸ συστατικὸ στοιχεῖο του»[26]. Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ἂν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, μετατρέπονται σὲ δῶρα καὶ εὐεργεσία ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἀντιμετώπισι τῶν νέων συνθηκῶν διαβιώσεως[27]. «Ἀπὸ τὴ μιὰ λοιπόν, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι τὸ φυσιολογικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀποτελοῦν ἀμαύρωση τοῦ κατ' εἰκόνα, ἔκπτωση ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν, συνιστοῦν ταυτόχρονα "ὕβρι", "δίκη" καὶ "τραῦμα"· ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀποτελοῦν "φάρμακο" καὶ εὐλογία, συνιστοῦν μιὰ καινούργια δυνατότητα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μπορέση, ἀφοῦ ἔχασε τὴ ζωή, νὰ ἐπιβιώση μέσα στὸ θάνατο καὶ μάλιστα νὰ ἐπιβιώση σωστά, γιὰ νὰ φθάση στὸ σημεῖο νὰ ξαναβρῆ πληρέστερη τὴ ζωὴ καὶ ὡραιότερη τὴ μορφὴ τῆς φύσης του ἐν Χριστῷ»[28]. Ὡς δερμάτινοι χιτῶνες θεωροῦνται ὅλες οἱ μεταπτωτικὲς - ἐπίγειες καὶ πρόσκαιρες - λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου[29]: σεξουαλικότης, γάμος, τέχνη, ἐπιστήμη, γνῶσις, ἐργασία, πολιτική, κ.ἄ. Ἂν καὶ προϊόντα τῆς πρώτης ἁμαρτίας, δὲν θεωροῦνται ἁμαρτία καὶ κατάρα, ἀλλὰ εὐεργεσίες καὶ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ ὀρθῶς ἀξιοποιούμενες μᾶς βοηθοῦν στὴν κατὰ Χριστὸν καὶ ἐν Χριστῷ ζωή.

4.        Προβλήματα - ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν πτῶσι

Συμφώνως μὲ ὡρισμένους στοχαστὲς ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὑπῆρξε ἡ σεξουαλικὴ ἐμπειρία τῶν πρωτοπλάστων. Τὴν ἄποψι αὐτὴ ἀποδέχονται καὶ ὡρισμένοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς. «Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ὁ Ἀμβρόσιος, θεωροῦσιν ὅτι τὸ πρωταρχικὸν ἁμάρτημα ὑπῆρξεν ἡ διεγερθεῖσα παρὰ τοῖς πρωτοπλάστοις γενετήσιος ἐπιθυμία, ἡ παρασύρασα αὐτοὺς εἰς μίξιν»[30]. Κατὰ τὴν διδασκαλία ὅμως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας οἱ πρωτόπλαστοι δὲν εἶχαν τὴν γενετήσιο ἐπιθυμία πρὸ τῆς πτώσεως. «Μετὰ γὰρ τὴν παράβασιν τὰ τῆς συνουσίας γέγονεν· ἐπεὶ μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι, οὕτω διῃτῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ, οὐχ ὑπὸ ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπὸ ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι, ἀλλὰ δι' ὅλου ἄφθαρτοι κτισθέντες καὶ ἀθάνατοι, ὅπου γε οὐδὲ τῆς τῶν ἱματίων περιβολῆς ἐδέοντο»[31]. Καὶ κατὰ τὴν σαφῆ διδασκαλία τῆς Βίβλου οἱ πρωτόπλαστοι εἶχαν σεξουαλικὴ ἕνωσι μετὰ τὴν πτῶσι[32].

Κάποιοι ἄλλοι στοχαστὲς θεωροῦν ὅτι ἡ οὐσία τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ γνῶσις τῆς γνώσεως. «Τὸ γνωρίζω δὲν λειτουργεῖ ... ὡς ἀναγνωρίζω (ὅπως συμβαίνει καὶ στὸ ζῶο), ἀλλὰ λειτουργεῖ ὡς γνωρίζω ὅτι γνωρίζω. Αὐτὴ εἶναι ἡ βιβλικὴ σημασία τῆς γνώσεως. Καὶ τὸ γνωρίζω ὅτι γνωρίζω τοῦ ἀνθρώπου τὸ χωρίζει χάος ἀπὸ τὸ ἀναγνωρίζω τοῦ ζώου»[33]. Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτική, ὅμως, τὸ δένδρο τῆς γνώσεως, ἀφορᾶ τὴν γνῶσι «τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ». «Οἱ ὅροι "καλὸν" καὶ "πονηρὸν" δηλώνουν τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου»[34]. Ἀφοροῦν τὴν βρῶσι ὡς πρᾶξι κοινωνίας ἢ ὄχι μετὰ τοῦ Θεοῦ[35].

Προβληματικὴ ἐπίσης τυγχάνει γιὰ πολλοὺς ἡ πρόγνωσις τῆς πτώσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς προεγνώριζε τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων δὲν σημαίνει οὐδόλως ὅτι τὴν προκαθώρισε. Ἀπόδειξις τῆς προγνώσεως τῆς πτώσεως ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς δύο φῦλα (ἄρσεν καὶ θῆλυ), γιὰ τὴν δυνατότητα ἀναπαραγωγῆς διὰ τῆς γενετησίου μείξεως μετὰ τὴν πτῶσι.

Πολλοὶ ἐπίσης ἀποροῦν γιατὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς τὴν πτῶσι. Στὴν ἐρώτησι αὐτὴ ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ὁ Θεός, ἂν καὶ προγνωρίζων τὴν πτῶσι, ἐδημιούργησε τοὺς ἀνθρώπους ὡς λογικὰ καὶ αὐτεξούσια ὄντα. Ἡ πτῶσις κατὰ συνέπειαν ἦταν ἐνδεχόμενο ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐδώρησε στοὺς ἀνθρώπους. «Ἡ παραδείσια ζωὴ τῶν πρωτοπλάστων περιλάμβανε καὶ τὴ δυνατότητα γιὰ μιὰ διαφορετικὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας: τὴ δυνατότητα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὄχι ὡς γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ μόνη της, καθεαυτήν, ἀντλώντας ὑπαρκτικὲς δυνάμεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἀπὸ τὴν κτιστὴ φύση της καὶ μόνο»[36]. Ὅσοι κατηγοροῦν τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἐδημιούργησε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσουν, διαπράττουν ἀτόπημα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνει ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργει αὐτοὺς ποὺ θὰ κολασθοῦν δὲν θὰ ἐδημιούργει καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ σωθοῦν, καὶ ἔτσι δὲν θὰ εἶχε δημιούργηση λογικὴ καὶ αὐτεξούσιο φύσι. Ἐὰν δὲν εἶχε δημιουργήση τὴν λογικὴ φύσι οὔτε τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα θὰ εἶχαν δημιουργηθῆ, ἀφοῦ ἐδημιουργήθησαν γιὰ τὴν λογικὴ φύσι. Κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι Δημιουργός. Καὶ καταλήγει ὅτι ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε καὶ αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν κακοὶ χάριν αὐτῶν ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν ἀγαθοί. («Ὁ λέγων τοίνυν μὴ δεῖν γενέσθαι παρὰ Θεοῦ τοὺς κολασθησομένους οὐδὲ τοὺς σωζομένους δεῖν φησι γενέσθαι, οὔτε τινὰ ὅλως λογικὴν καὶ αὐτεξούσιον φύσιν· εἰ δὲ καὶ διὰ τὴν λογικὴν φύσιν τἄλλα γέγονε πάντα, τοῦτό φησιν ὡς οὐκ ἔδει δημιουργὸν εἶναι τὸν Θεόν, ὁρᾶτε τὴν ἀτοπίαν ὅση;»[37]. «Ὁ Θεὸς διὰ τὴν ἔμφυτον χρηστότητα καὶ τὸ φιλάγαθον, οὐ διὰ τοὺς ἐσομένους οἴκοθεν κακοὺς ἀφῆκε προαγαγεῖν εἰς γένεσιν τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀγαθούς, καὶ τοὺς ἐσομένους κακοὺς ἐδημιούργησεν»[38]). Γι' αὐτὸ τὸ κακὸ θεωρεῖται ὡς θρίαμβος τῆς ἐλευθερίας[39]. Διαφορετικά, ἐὰν ὁ Θεὸς ἐξ αἰτίας τῶν μελλόντων κακῶν δὲν ἐδημιούργει τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἐνίκα τὸ ἀνυπόστατο κακὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Εἰ δὲ μέλλοντας ἔσεσθαι διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα τὸ κακοὺς ἐξ οἰκείας προαιρέσεως μέλλειν ἔσεσθαι ἐκώλυσεν αὐτοὺς γενέσθαι, τὸ κακὸν ἐνίκα ἂν τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα. Ποιεῖ τοιγαροῦν ὁ Θεὸς ἀγαθὰ ἅπαντα, ἃ ποιεῖ· ἕκαστος δὲ ἐξ οἰκείας προαιρέσεως καλός τε καὶ κακὸς γίνεται»[40].

Πολλοὶ ἐπίσης νομίζουν ὅτι ἐτιμώρησε ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Ἔτσι ἐκλαμβάνουν καὶ ἑρμηνεύουν τὰ λεγόμενα στὴν Βίβλο ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς πρωτοπλάστους[41]. Ὅμως, τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι τιμωρία, ἀλλὰ διάγνωσις τοῦ μεγέθους καὶ τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἐτιμωροῦσε τοὺς πρωτοπλάστους δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐνδύση μὲ τοὺς δερματίνους χιτῶνες. «Ἡ τιμωρία ποὺ φυσιολογικὰ ἔρχεται στὸν ὑβριστὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ οὔτε ἐπλήγη οὔτε ζητάει ἱκανοποίηση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τῆς κτίσεως. Οἱ νόμοι τῆς τελευταίας συνεχίζουν νὰ λειτουργοῦν, ἀλλὰ ἀποδιοργανωμένα καὶ ἀντεστραμμένα τώρα, καὶ ἐμπλέκουν σ' αὐτὴ τὴν ἀντεστραμμένη λειτουργία τους καὶ τὸν ἄνθρωπο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ταλαιπωροῦν καὶ νὰ τὸν βασανίζουν»[42].

Στὸ ζήτημα ἐπίσης ἐὰν μετενόησαν οἱ πρωτόπλαστοι ὑπάρχει ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι μετενόησαν μετὰ τὴν ἐξορία τους ἀπὸ τὸν παράδεισο. «Ἐπεὶ δὲ ἐξεβλήθησαν διὰ τὸ ἀμετανόητον αὐτῶν, μετὰ δὲ ταῦτα πολλὰ μετανοήσαντες ἔκλαυσαν, ἐθλίβησαν - ἅπερ, ὡς εἶπον, οὐ μὴ ἔπαθον, εἰ ἐν τῷ παραδείσῳ μετενόησαν»[43]. Ἡ μετάνοιά τους μάλιστα αὐτὴ γίνεται ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὸ σωτηριῶδες καὶ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων, ὡς κατάστασις καὶ φθορὰ καὶ ὄχι ὡς ἐνοχή, μεταδίδεται κληρονομικῶς διὰ τῆς φυσιολογικῆς γεννήσεως ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου μετεδόθη σὲ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀφοῦ «δι' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, ... ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον»[44]. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἐξηγεῖ τὴν κληροδοσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὡς συνέπεια τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος ἑκάστου ἀνθρώπου: «Ἐπεὶ δὲ οὐ παραπολαύει μόνον τὸ σῶμα τῶν τῆς ψυχῆς παθῶν, ἀλλὰ καὶ μεταδίδωσι τῶν αὑτοῦ· καὶ χαίρει γὰρ ἡ ψυχὴ καὶ ἄχθεται, καὶ σωφρονικοί τινές εἰσι καὶ ἐλεύθεροι τῷ διακεῖσθαι ὡδὶ τὸ σῶμα· διὰ τοῦτο ἀκόλουθον ἦν καὶ τὴν ἑκάστου ψυχὴν τῆς τοῦ πρώτου Ἀδὰμ κληρονομῆσαι κακίας, ἀπὸ μὲν τῆς ψυχῆς ἐκείνου πρὸς τὸ σῶμα δοθείσης, ἀπὸ δὲ τοῦ σώματος τοῖς ἐξ ἐκείνου σώμασιν, ἀπὸ δ' αὖ τῶν σωμάτων ἐπὶ τὰς ψυχὰς ἐρχομένης»[45]. Ὁ δὲ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας τονίζει ὅτι ἡ πτῶσις τῶν προπατόρων μᾶς ἐκληροδότησε νοσηρὰ φύσι καὶ ὄχι ἐνοχὴ γιὰ κάτι τὸ ὁποῖο δὲν διαπράξαμε: «Πῶς ἁμαρτωλοὶ δι' αὐτὸν (τὸν Ἀδάμ) κατεστάθησαν οἱ πολλοί; τί πρὸς ἡμᾶς τὰ ἐκείνου πταίσματα; πῶς δὲ ὅλως οἱ μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα σὺν αὐτῷ ...; ... Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ Ἀδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ' ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας»[46].

Ὁ ἅγιος Συμεὼν μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ κατηγοροῦμε τὸν Ἀδὰμ γιὰ τὴν ἁμαρτωλὸ πλέον φύσι μας, ἀλλὰ νὰ μιμούμαστε τὴν μετάνοια αὐτοῦ. «Μὴ οὖν τὸν Ἀδὰμ ἀλλ' ἑαυτὸν αἰτιάτω καὶ μεμφέσθω ἡμῶν ἕκαστος, τῶν ἐν οἱᾳδηποτοῦν περιπιπτόντων ἁμαρτίᾳ, καὶ μετάνοιαν ἀξίαν ἕκαστος ἡμῶν ὡς ἐκεῖνος ἐπιδεικνύσθω, εἰ ἄρα καὶ βούλεται τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐν Κυρίῳ ἐπιτυχεῖν»[47]. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ μάλιστα ἡ δική μας ἁμαρτία εἶναι περισσότερο κατακριτέα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἀδάμ. «Τάχα πολλοὶ τὸν Ἀδὰμ αἰτιῶνται, πῶς εὐκόλως τῷ πονηρῷ συμβούλῳ πεισθεὶς τὴν θείαν ἠθέτησεν ἐντολήν, καὶ διὰ τῆς τοιαύτης ἀθετήσεως ἡμῖν τὸν θάνατον προεξένησεν, ἀλλ' οὐκ ἔστιν ἴσον πρὸ τῆς πείρας ἐθελῆσαι γεύσασθαι θανασίμου τινός βοτάνης, καὶ μετὰ τὸ μαθεῖν διὰ πείρας θανάσιμον οὖσαν, ἀπὸ ταύτης ποθεῖν ἐσθίειν· μεμπτέος γὰρ μᾶλλον ὁ μετὰ τὴν πεῖραν σπῶν τοῦ δηλητηρίου καὶ τὸν θάνατον ἀθλίως πρὸς ἑαυτὸν ἐφελκόμενος, τοῦ πρὸ τῆς πείρας τοῦτο πράττοντός τε καὶ πάσχοντος. Ὁ μὲν οὖν Ἀδὰμ πρὸ τῆς πείρας τῷ πονηρῷ συμβούλῳ πεισθείς, παρέβη τὴν τοῦ ἀγαθοῦ συμβουλήν τε καὶ ἐντολήν· ἡμῶν δὲ ἕκαστος τοῦτο πράττει, φεῦ, μετὰ τὴν πεῖραν καὶ τὴν ἔκβασιν τῶν ἠπειλημένων· διὸ καὶ περισσότερον ἡμῶν ἕκαστος ἢ ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖνος μεμπτέος ἐστι καὶ κατάκριτος»[48].

 Ἡ φθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καθιστᾶ πάντα ἄνθρωπο ἁμαρτωλὸ ἐκ γενετῆς. Διαβάζομε στὴν Βίβλο: «τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ' οὐδείς. ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς»[49]. Ἐπειδὴ «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέν με ἡ μήτηρ μου»[50], γι' αὐτὸ καὶ «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος»[51].


5.        Τὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας

Εὐθὺς μετὰ τὴν πτῶσι τῶν προπατόρων ὁ Θεὸς μὲ τὸ λεγόμενο πρωτοευαγγέλιο ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τῆς ἐπανόδου στὸ ἀρχαῖον κάλλος. Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ὄφι εἶπε: «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν»[52]. Ἕνας ἀπόγονος τῆς γυναικός, τῆς νέας Εὔας, δηλαδὴ τῆς Παναγίας, θὰ συνέτριβε τὸν διάβολο, ἐνῷ ὁ διάβολος θὰ τὸν τσιμποῦσε στὴν πτέρνα, ἐξεικόνισις τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ.

Θεία Οἰκονομία ὀνομάζομε τὴν ἐξοικονόμησι τῆς σωτηρίας μας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Τὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως τὸ διεπιστώσαμε μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσί του, περιλαμβάνει τρεῖς φάσεις. Στὴν πρώτη φάσι ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ἕνα ἄνθρωπο μεγάλης πίστεως καὶ ὑπακοῆς· τὸν Ἀβραάμ. Τοῦ ἀπεκαλύφθη καὶ τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήση σὲ μία ἄγνωστο χώρα. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἕνα ὁλόκληρο λαό, τὸν ἰουδαϊκό. Σὲ αὐτὸν τὸν λαὸ ἀποκαλύπτει τὴν ὕπαρξί Του καὶ τὸ θέλημά Του, οὕτως ὥστε νὰ ὑπάρχουν ἔστω καὶ ὀλίγοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νὰ προσδοκοῦν τὴν ἔλευσί Του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ δευτέρα φάσις τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο Του. Καὶ ἡ τρίτη φάσις τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἡ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἕκαστος χριστιανὸς μπορεῖ νὰ προσοικειωθῆ τὴν δεδομένη καὶ δωρηθεῖσα σωτηρία ἐκ τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.

 

6.        Ἡ πτῶσις τῶν προπατόρων ὡς ἀρχέτυπο τῶν δικῶν μας πτώσεων

Ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων λειτουργεῖ ὡς πρότυπο τρόπον τινὰ καὶ γιὰ τὶς δικές μας πτώσεις. Συμφώνως μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν κάποια στάδια γιὰ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: «Προσβολή», ἐπίθεσι δηλαδὴ τοῦ διαβόλου μὲ κάποιο πονηρὸ λογισμό, εἰκόνα, φαντασία, γεγονός. Τὸ στάδιο αὐτὸ δὲν θεωρεῖται ἐφάμαρτο. Ἀκολουθεῖ ἡ «πάλη» μὲ τὸν πονηρὸ λογισμό, δηλαδὴ ἢ ἡ ἀπόκρουσίς του ἢ ἡ συγκατάθεσις σὲ αὐτόν. Καὶ αὐτὸ τὸ στάδιο δὲν θεωρεῖται ἐφάμαρτο. Τρίτο στάδιο εἶναι ὁ «συνδυασμός», δηλ. ἡ ἐσωτερικὴ παραδοχὴ τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ καὶ ἡ ἐνήδονος συνομιλία μαζί του. Τὸ στάδιο αὐτὸ θεωρεῖται ἐφάμαρτο καὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς κατὰ διάνοιαν ἁμαρτίας. Ἀκολουθεῖ ἡ «συγκατάθεσις», δηλαδὴ ἡ ἐσωτερικὴ κατὰ διάνοια τέλεσις τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ἑπόμενο στάδιο εἶναι ἡ «διάπραξις» τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐξωτερικῶς. Τέλος μετὰ τὴν διάπραξι μπορεῖ νὰ ἀκολουθήση ἡ «αἰχμαλωσία», ὅταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται σὲ κάποια ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα μεταβάλλονται σὲ δυσίατα πάθη καὶ «ἕξεις». 

Ἡ ἁμαρτία τῶν πρώτων ἀνθρώπων ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ἀνάστασί Του κατενίκησε τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Ἡ μετάνοια ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ στηρίζεται ἀκριβῶς στὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας καὶ ὡς προσωπικὴ ἀρετὴ καὶ ὡς μυστηριακὴ πρᾶξις μᾶς παρέχει τὴν δυνατότητα θανατώσεως τῆς ἐν ἡμῖν ἁμαρτίας, ἐξαφανίσεως τοῦ ὁποιουδήποτε κακοῦ ἔχομε κάνει, καὶ μεταμορφώσεως τῶν παθῶν μας σὲ θεοειδεῖς ἀρετές. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο τῶν χριστιανῶν ἐναντίον τῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ μετάνοια θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἰσόβιο ἄθλημα τῶν χριστιανῶν. «Δυνατὸν οὖν ἐστιν, ἀδελφοί, τοῖς πᾶσιν οὐ μόνον τοῖς μοναχοῖς ἀλλὰ καὶ τοῖς λαϊκοῖς τὸ ἀεὶ καὶ διηνεκῶς μετανοεῖν καὶ κλαίειν καὶ δέεσθαι τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τῶν τοιούτων πράξεων καὶ τὰς λοιπὰς πάσας ἀρετὰς κτήσασθαι»[53].

 

Βιβλιογραφία

Ἀγγελοπούλου Ἰωάννου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθῆναι 2002.

Ἀνδρούτσου Χρήστου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19562, σσ. 145-164.

Γιανναρᾶ Χρήστου, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα: Δόμος, 1986, σσ. 115-135.

Δεληκωστόπουλου Ἀθανασίου, Ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1992, σσ. 97-102.

Εὐγενίου Βουλγάρεως, Θεολογικόν, Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος, 19872, σσ. 379-411.

Εὐδοκίμωφ Παύλου, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος, 1972, σσ. 120-124.

Θεοδώρου Ἀνδρέα, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 1993, σσ. 46-48.

Καρμίρη Ἰωάννου, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957, σσ. 27-41.

Κασσομενάκη Ἰωάννου - Κόμπου Ἀντωνίου, Ἐγχειρίδιον Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 146-171.

Ματσούκα Νίκου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Βʹ, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19882, σσ. 202-216.

Μητσοπούλου Νικολάου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθῆναι: Παν. Ἀθηνῶν, 1983, σσ. 70-72, 195-205.

Νέλλα Παναγιώτου, Ζῶον θεούμενον, Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923, σσ. 45-114.

Ρώση Ζήκου, Σύστημα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1983, σσ. 503-528.

Ρωμανίδου Ἰωάννου, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθήνα: Δόμος, 19892.

Τρεμπέλα Παναγιώτου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Αʹ, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19782, σσ. 514-568.

Lossky Vladimir, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19732, σσ. 129-154.

 

 



[1] Γεν. 1: 4, 8, 10, 12, 18, 21, 25.

[2] Γεν. 1: 31.

[3] Ἐξοδ. 3: 14.

[4] Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 5 (ΒΕΠ 54,93-94).

[5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 93 (Schriften, Bd. ΙΙ, σ. 221).

[6] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, 7 (ΒΕΠ 65Α,251).

[7] Γεν. 3: 1.

[8] Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη στὸν Ἀδὰμ πρὸ τῆς δημιουργίας τῆς Εὔας (Γεν. 2: 16-17). Παρ' ὅλα αὐτὰ τὴν ἐγνώριζε καὶ ἡ Εὔα καὶ μάλιστα ἐγνώριζε καὶ τὴν μὴ ἀναφερομένη στὸν Ἀδὰμ ἀπαγόρευσι καὶ τῆς ἁφῆς τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου. Πρβλ. Νικολάου Μητσοπούλου, Θέματα ὀρθοδόξου δογματικῆς Θεολογίας (Ἀθῆναι: Πανεπ. Ἀθηνῶν, 1983), σ. 196.

[9] Γεν. 3: 4-5.

[10] Γεν. 3: 6.

[11] Σ. Σολ. 2: 24.

[12] Πρβλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους (Ἀθήνα: Γρηγόρη, 19792), σ. 42: «Αὐτὴ ἡ πρόκληση προβάλλει στὸν ἄνθρωπο σὰν ὑπαρκτικὴ δυνατότητα τὴν αὐτάρκεια καὶ αὐτονόμηση τῆς φύσης του: νὰ ὁρίζει ἡ φύση ἀπὸ μόνη της καὶ νὰ ἐξαντλεῖ τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης. Ἀλλὰ μιὰ τέτοια "θεοποίηση" τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀναιρεῖ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια της, εἶναι ἕνα "ὑπαρκτικὸ ψεῦδος", μιὰ πλαστὴ δυνατότητα ζωῆς. Γιατὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κτιστὴ καὶ θνητή. Μετέχει στὸ Εἶναι - στὴν "ὄντως ζωὴ" - μόνο στὸ ποσοστὸ ποὺ αὐθυπερβαίνεται, ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονὸς προσωπικῆς ἑτερότητας».

[13] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 121.

[14] Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ (Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19862), σ. 163: «Ἡ ἁμαρτία προκύπτει ἀπὸ μιὰ ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ ὕβρη αὐτεξούσια ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἰσοθεΐα ἢ τὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεό, ὄχι στὴ σχέση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου, θνητοῦ καὶ ἀθανάτου, δημιουργήματος καὶ δημιουργοῦ, ἀλλὰ ἐπὶ ἴσοις ὅροις».

[15] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 31 (Schriften, Bd. IV, σ. 371).

[16] Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 50. Τὰ παραθέματα εἶναι: Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου (PG 91,1156C-1157A).

[17] Γεν. 3: 7, 8.

[18] Βλ. Γεν. 3: 12: «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ' ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον».

[19] Βλ. Γεν. 3: 13: «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον».

[20] Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 56: «Ἂν κατανοήσουμε τὴ "γυμνότητα" ὡς διαφάνεια, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ ἦταν τόσο ἁπλό, ὥστε ἦταν στὴν πραγματικότητα διαφανές, ἀνοιχτὸ στὴν ὑλικὴ κτίση, δὲν τῆς ἔφερνε καμμιὰ ἀντίσταση, κι ὁ κόσμος δὲν ἔφερνε σ' αὐτὸ καμμιὰ ἀντίσταση, τοῦ ἦταν παραδομένος. Κρατώντας τὴν ἰδιοσυστασία καὶ ἑτερότητά του ὡς πρὸς τὸν κόσμο, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν εἶχε ὡστόσο καμμιὰ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτόν».

[21] Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 70. Πρβλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 135.

[22] Ῥωμ. 8: 20-22.

[23] Βλ. Γεν. 3: 10: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα ... καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην».

[24] Βλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 124: «Ἡ αἴσθηση τῆς γυμνότητας καὶ ἡ ντροπὴ γιὰ τὴ γυμνότητα ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ζωὴ παύει νὰ ἀποβλέπει στὴν ἀγάπη, καὶ στοχεύει μόνο στὴν αὐτάρκεια τῆς ἀτομικότητας - στὴν ἀτομικὴ ἀνάγκη, στὴν ἀτομικὴ ἡδονή. Γι' αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν πτώση, μόνο στὸν ἀληθινὸ ἔρωτα ἡ γυμνότητα παύει νὰ εἶναι ντροπὴ καὶ γίνεται κίνηση ἔσχατης ἐμπιστοσύνης καὶ αὐτοπροσφορᾶς».

[25] Βλ. Γεν. 3: 16: «καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει».

[26] Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 47.

[27] Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 94-95: «Μποροῦμε νὰ τοὺς κατανοήσουμε σὰν τὴν καινούργια ὀργάνωση τοῦ ἀνθρώπινου βίου, τὶς καινούργιες μεθόδους, σὰν μιὰ ἄλλη στολὴ θὰ λέγαμε, κατάλληλη καὶ ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ ἄλλες συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες βρέθηκε μὲ τὴν πτώση ὁ πλανήτης μας».

[28] Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 69.

[29] Πρβλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 100.

[30] Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1 (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19782), σ. 507.

[31] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, ὁμιλία 15, 4 (PG 53,123). Πρβλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 81.

[32] Βλ. Γεν. 4: 1: «Ἀδὰμ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν».

[33] Χρήστου Μαλεβίτση, Φιλοσοφία καὶ Θρησκεία (Ἀθῆναι: Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, 1985), σ. 50.

[34] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 120.

[35] Πρβλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 119: «(Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως) ἀντιπροσωπεύει ἀκριβῶς τὴ δυνατότητα νὰ προσλάβει ὁ ἄνθρωπος τὴν τροφή του - νὰ πραγματοποιήσει τὴ ζωή του - ὄχι ὡς κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἄσχετα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ τραφεῖ μόνο γιὰ τὴ συντήρησή τοῦ ἑαυτοῦ του, γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς φυσικῆς του ἀτομικότητας».

[36] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 119.

[37] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι, ΜΑ´ (PG 151,517).

[38] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι, ΜΑ´ (PG 151,520).

[39] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης (Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 131.

[40] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 94 (Schriften, Bd. ΙΙ, σ. 222).

[41] Βλ. Γεν. 3: 14-19.

[42] Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον (Ἀθήνα: Ἁρμός, 19923), σ. 67-68.

[43] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις, Ε´ (Ἔργα, τόμ. Α´, σ. 98).

[44] Ῥωμ. 5: 12.

[45] Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Β´, 39 (SC 355,168).

[46] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, 5: 18 (PG 74,788). Πρβλ. Νικολάου Μητσοπούλου, Θέματα ὀρθοδόξου δογματικῆς Θεολογίας (Ἀθῆναι: Παν. Ἀθηνῶν, 1983), σ. 204.

[47] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις, Ε´ ( Ἔργα, τόμ. Α´, σ. 103).

[48] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι, ΛΑ´ (PG 151,389-392). Πρβλ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (Ἀθήνα: Δόμος, 1982), σ. 69, ὑπσμ. 65.

[49]  Ἰὼβ 14: 4-5.

[50] Ψαλμ. 50: 7.

[51] Γεν. 8: 21.

[52] Γεν. 3: 15.

[53] Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις, Ε´ ( Ἔργα, τόμ. Α´, σ. 90).