ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ 2013
«Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α τ ο υ 19ο α ι ώ ν α :
απλά, ταπεινά κι ευλογημένα !
1. Η Γέννησις Σου Χριστέ ο Θεός ημών (από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, που στέκεται έξω από την πόρτα του σπιτιού του).
2. Σκέψεις χριστουγεννιάτικες.
- Και φέτος, στις 25 Δεκεμβρίου θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα !
- Πέρασαν 1.678 χρόνια από τότε που ο επίσκοπος Ρώμης, πιθανόν με πρόταση του μεγάλου Κωνσταντίνου, ξεχώρισε τη γιορτή της Γέννησης του Χριστού από τη γιορτή των Θεοφανείων, οι οποίες μέχρι τότε γιορτάζονταν μαζί, στις 6 Ιανουαρίου.
- Θα στολίσουμε και πάλι τα σπίτια και τις βιτρίνες μας με χριστουγεννιάτικα στολίδια, θα μοσχομυρίσουν οι γειτονιές μας από τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και φαγητά, στους δρόμους θ’ αντηχήσουν τα χαρούμενα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, θ’ ανταλλάξουμε δώρα μεταξύ μας και το χαμόγελο θα ξανανθίσει στα προβληματισμένα πρόσωπά μας.
- Οι καμπάνες των εκκλησιών θα ηχήσουν γιορταστικά. Θα μας καλέσουν στη φάτνη. Εκεί που γεννιέται ο Χριστός.
- Αν επιλέξουμε, την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη να πάμε στη Βηθλεέμ της ενορίας μας και όχι σε κάποιο ρεβεγιόν, ας πάμε σαν τους βοσκούς. Χωρίς περιέργεια για το τι γίνεται εκεί. Αλλά για να ακούσουμε το μήνυμα που θα μας στείλει και φέτος ο Θεός.
- Ένας άνθρωπος κάποτε είχε ταξιδέψει στη Βηθλεέμ και πήγε στο Ναό της Γεννήσεως του Χριστού. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εξέφρασε τα παράπονά του στον πνευματικό του : «Πάτερ, του είπε, δεν ένιωσα τίποτε, δεν αισθάνθηκα τίποτε. Με ενόχλησε το εμπόριο που γίνεται εκεί πέρα». Κι ο πνευματικός του είπε : « Ναι. Πήγες στη Φάτνη και σε έδιωξε η μπόχα των βοσκών και των ζώων».
- Εμείς ας πάμε στην εκκλησιά με τα μάτια ανοιχτά στο Φως της, ας κρατήσουμε μακριά μας την οργή και την απόγνωση, ας αναζητήσουμε το Νεογέννητο Βρέφος και ας προσφέρουμε στους άλλους το δώρο που μας χάρισε με τη Γέννησή Του ο Χριστός : τη συγνώμη.
3. Αφηγητής
Στη γιορτή μας δώσαμε ένα τίτλο : «Χριστούγεννα του 19ου αιώνα : απλά, ταπεινά κι ευλογημένα». Γιατί σ΄ αυτήν φιλοξενούμε σπουδαίους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Συγκεκριμένα, τα ποιήματα που επιλέξαμε για να διανθίσουν τη γιορτή μας είναι από τη συλλογή «Μεσσίας» του Κωστή Παλαμά. Ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859 και πέθανε στην Αθήνα το 1943. Δηλαδή φέτος συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το θάνατό του. Υπήρξε τόσο σπουδαίος για την εποχή του με την ποίησή του, όσο και ο Διονύσιος Σολωμός.
Το ποίημα του «Ένας Θεός» απαγγέλει ……………………………….
4. «΄Ενας Θεός» (ποίημα)
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός
και το κορμί μου γίνεται ναός!
Δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή,
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί!
Φέρτε μου Μάγοι
τα σμύρνα της ελπίδας,
το λιβάνι της πίστης,
της αγάπης το χρυσάφι!
Και σεις, θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείστε τη θεία τη γέννα!
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί
και το κορμί μου, η φάτνη η ταπεινή,
βλέπω ν’ αλλάζει, γίνεται ναός!
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
5. Στη θεία νυχτιά π΄ απλώνει γύρω (από τη χορωδία)
6. Αφηγητής
Τα βιώματα της ψυχής του ο Παλαμάς τα περιγράφει μέσα από ένα όνειρό του, στη συλλογή του «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου».
Αφηγείται ………………………………………………………………………….
«Στο πατρικό το εικονοστάσι το ταπεινό βρέθηκ’ αγνάντια. Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προσήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σα να ήθελε να λυτρωθεί από την αγκαλιά της Μητέρας του και νάβγη από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χεράκια του, τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ’ ευλογήσει, σα νάθελε να παίξει μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού. Κι ένα μυστικό ψιθύρισμα χάιδεψε τ’ αυτιά μου.
- Πιστεύεις ;
Κι εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση και λύγισα τα γόνατά μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκα αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβολίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα :
- Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να ήταν αλήθεια και να σ’ άκουγα , Θεέ μου ….
Και τότε, ακούστηκαν βροντόλαλες οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες».
7. Χιόνια στο καμπαναριό (από τη χορωδία)
8. Αφηγητής
Την ίδια εποχή με τον Παλαμά ζουν στην Αθήνα ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο ξάδελφός του Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σπουδαίοι πεζογράφοι της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Μέσα από δυο χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, τα «Χριστούγεννα στον ύπνον μου» και «Ιστορία μιας τυρόπιττας», που τα συνδυάσαμε και τα διασκευάσαμε θεατρικά, θα παρακολουθήσουμε μια χριστουγεννιάτικη περιπέτειά τους.
9. Ελεύθερη διασκευή για θέατρο δύο Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη.
(Πρόσωπα : Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γερο-Μίχας, γκαρσόνι, δυο μεθυσμένοι, λατερνατζής, κυρ-Στρατής, ο σύζυγος, η σύζυγος και η κόρη τους.)
( Ο Α.Μ. προχωρά ανάμεσα από το κοινό και κατευθύνεται προς τη σκηνή. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του φούρνου του γερο-Μίχα. Μουσική από τα τραγούδια της παλιάς Αθήνας).
Α.Μ. : Καλή σου μέρα, γερο-Μίχα!
Γερο-Μίχας : Καλημέρα, παιδί μου! Στους ορισμούς σου!
Α.Μ. : Γερο-Μίχα, επεθύμησα τούτα τα Χριστούγεννα να ξαναζήσω τ’ αλησμόνητα έθιμα του ωραίου μου νησιού, της Σκιάθου. Τι λες; Θα τα καταφέρεις ως την αυγή, μετά τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, να μου ετοιμάσεις μια τυρόπιττα σκιαθίτικη;
Γερο-Μίχας : Ναι, παιδί μου! Να μένεις ήσυχος! Τ’ όνομά σου;
Α.Μ. : Αλέκος.
Γερο-Μίχας : Λοιπόν, παιδί μου, κυρ-Αλέκο, θα κάμω για σένα τυρόπιττα σκιαθίτικη. (Αργά, παραστατικά και με στόμφο) Θ’ ανοίξω ένα φύλλο, θα ρίξω βούτυρο αρκετό, τυρί με αυγά χτυπημένα και διάφορα μυριστικά και μπαχαρικά. Θα τυλίξω έπειτα όμορφα-όμορφα το φύλλο, ώστε να γίνει ένας ρουλές γεμιστός και μετά θα τον κάμω κουλούρα και μέσα σ’ ένα ταψί θα την φουρνίσω. Θα είναι τυρόπιττα σκοπελίτικη!
Α.Μ. : Όχι, σκιαθίτικη, κυρ-Μίχα. Σκιαθίτικη, σου είπα!
Γερο-Μίχας : Σκοπελίτικη, σκιαθίτικη, το ίδιο είναι! Εμείς οι Ηπειρώτες είμαστε κοσμογυρισμένοι και ξέρουμε του κάθε τόπου τις ιδιοτροπίες. Θα σου κάμω εγώ τυρόπιττα τρικεριώτικη, που θα τρώει η μάνα και του παιδιού δεν θα δίνει!
Α.Μ. : (προβληματισμένος, τον κοιτά με απορία).
Γερο-Μίχας : Να μένεις ήσυχος! Τα είπαμε. Θα είναι όπως την θες. Τυρόπιττα.
Α.Μ. : (στρεφόμενος προς το κοινό) Ο Θεός βοηθός!
Γερο-Μίχας : Την αυγή η τυρόπιττα θα είναι έτοιμη!
(Ο γερο-Μίχας επιστρέφει στις δουλειές του και ο Α.Μ. κοντοστέκεται στο κεφαλόσκαλο για να συστηθεί).
Α.Μ. : Είμαι ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Καθηγητής Γυμνασίου και συνεργάτης της εφημερίδας «Ακρόπολις». Κατάγομαι από τη Σκιάθο. Τ’ όμορφο νησί μου είναι η δύναμη που διαπερνά την ύπαρξή μου. Με εμπνέει και με γυρίζει πίσω σε κόσμους μοναδικούς. Απροσποίητους. Αληθινούς. (Μικρή παύση. Κάνει δυο βήματα). Αχώριστος φίλος μου εδώ, μες την κοσμούρα της Αθήνας, είναι ο εξάδελφός μου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Νοσταλγός κι αυτός των εθίμων και των παραδόσεων του απλοϊκού νησιού μας. Και λάτρης της τυρόπιττας! Πολλές φορές, όταν επισκεπτόμαστε το ζαχαροπλαστείο του Κεραμά στο Σύνταγμα, εκεί που συχνάζουν λόγιοι και ποιητές : ο Παράσχος, ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βασιλειάδης, ενώ τρώει την ωραία και παχύτατη πάστα του, μου έχει εκμυστηρευτεί διακριτικά : «Να είχαμε καλύτερα ένα κομμάτι τυρόπιττα!...»
Σκέφτηκα, λοιπόν, απόψε, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, μετά τη Θεία Λειτουργία, να τον καλέσω εδώ, στου γερο-Μίχα, για να φάμε την τυρόπιττά μας και να κάνουμε κι εμείς σκιαθίτικα Χριστούγεννα μέσα σ’ αυτόν τον αδιέξοδο λαβύρινθο, που μας έριξε η μοίρα μας : τη δημοσιογραφία, όπου, όποιος μπλεχτεί μαζί της, δεν καταλαβαίνει τίποτε, ούτε Χριστούγεννα, ούτε Πρωτοχρονιά, ούτε Πάσχα……
(Κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, κατευθύνεται προς το σπίτι του και μπαίνει μέσα). Μουσική.
(Το ρολόι χτυπά 2 π.μ. Ο Α.Μ. βγαίνει από την εξώπορτα του σπιτιού του έτοιμος για την εκκλησία. Αγναντεύει τον ουρανό και κοιτά το ρολόι του. Περιμένει ν’ ακούσει το χτύπο της χριστουγεννιάτικης καμπάνας. Έρχεται ο εξάδελφός του, Α.Π.).
Α.Π. : Χρόνια πολλά, εξάδελφε! Καλά Χριστούγεννα!
Α.Μ. : Πού είναι τα; Αργούνε! Περιμένω ν’ ακούσω καμπάνα και καμπάνα δεν ακούω!
(Ακούγεται από τον κεντρικό διάδρομο το τραγούδι δυο μεθυσμένων «Σαν μπαίνω μέσα στην ταβέρνα…». Κρατούν κι οι δυο μπουκάλια με κρασί και προχωρούν τρικλίζοντας).
Α.Π. : Καμπάνα δεν ακούς αλλά σίγουρα ακούς κάποιους που η φωνή τους είναι καμπάνα!
(Οι μεθυσμένοι περνούν από μπροστά τους συνεχίζοντας το τραγούδι τους).
Α.Μ. : Θα φτάσουν στα σπίτια τους;
Α.Π. : Μην ανησυχείς! Το κρασί δε λαθεύει ποτέ!
Α.Μ. : Το κρασί δε λαθεύει. Οι καμπάνες όμως;
(Ενώ συζητούν οι δυο τους, ένας τρίτος κουβαλώντας τη λατέρνα του περνά μπροστά τους και τους χαιρετά).
Λατερνατζής : Χρόνια πολλά, πατριώτες! Καλά Χριστούγεννα!
Α.Π. : Χρόνια πολλά!
Α.Μ. : Κι ευλογημένα!
Λατερνατζής : Ποιόν περιμένετε μες στην παγωνιά;
Α.Μ. : Την καμπάνα! Είμαστε τόση ώρα έξω και δεν ακούστηκε από καμιά γειτονιά!!!
Λατερνατζής : Μα, καλά! Δεν μάθατε τα νέα; Στις 7 θα σημάνουν οι καμπάνες! Πού ζείτε εσείς;
Α.Μ. : Στα υπόγεια της «Ακροπόλεως».
Λατερνατζής : (με απορία) Έχει υπόγεια η Ακρόπολη;!!!
Α.Μ. : Η εφημερίδα, ναι. Το μνημείο, όχι.
Λατερνατζής : Ε, βρε άνθρωπε του Θεού! Με μπέρδεψες!
Α.Π. : Θα μας πεις τώρα τα νέα;
Λατερνατζής : Τα νέα είναι η διαταγή του νέου Μητροπολίτη. Οι δυο τον κοιτούν με απορία). Κατάργησε διαπαντός τη νυχτερινή λειτουργία των Χριστουγέννων. (Με στόμφο). –΄Οχι μέσα στα σκοτάδια, είπε! Με τον ήλιο! Οι κατακόμβες δεν υπάρχουν πια!
Α.Π. : (με απορία) Ο νέος Μητροπολίτης τα είπε αυτά;
Λατερνατζής : Ναι! Αυτός!
Α.Μ. : (Κουνά το κεφάλι. Μικρή παύση). Τι κρίμα!... Μα, γιατί; Νύχτα ήταν όταν οι άγγελοι ειδοποίησαν τους βοσκούς για τη γέννησή του……
Λατερνατζής : Και στην Πόλη, που ‘ναι Τουρκιά, νύχτα σημαίνουν οι εκκλησιές!!! (απομακρύνεται κουνώντας το κεφάλι) Άντε, χρόνια πολλά!
(Ο Α.Π. πιάνει τον Α.Μ. απ’ τον ώμο και του λέει φιλικά και πονεμένα)
Α.Π. : Αλέκο μου, τα έθιμα ριζώνουν μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Κι όταν καταργούνται, είναι σαν να ξεριζώνεται βίαια μέσα απ’ την καρδιά ένα νεύρο ευαίσθητο. Κι η καρδιά πονά και θλίβεται και μεταδίδει τον πόνο σε όλο το σώμα. Ο άνθρωπος που δεν έχει αυτό το νεύρο δεν ανήκει σε έθνος.
Α.Μ. : (κουνώντας το κεφάλι σκεπτικός) Ανήκει σε όλα τα έθνη , και σε κανένα. Νομίζει πως είναι στον κόσμο όλο και δεν είναι πουθενά. Είναι στον αέρα. Αεροβατεί. Κι αν τέτοιοι άνθρωποι είναι άχρηστοι για κάθε έθνος, είναι πολύ περισσότερο για το ελληνικό. Είναι βλαβεροί.
Α.Π. : Δυστυχώς. Γι αυτό βλέπουμε το ελληνικό έθνος ολοένα να εκλείπει και να χάνετε, γιατί εκλείπουν και χάνονται οι πολίτες που έχουν αυτό το πονετικό νεύρο στην καρδιά τους, ενώ πληθύνονται οι άλλοι, που περιφρονούν τα πάντα. Αυτοί που λένε : τι είναι τούτο και τι είναι εκείνο. Τι θα πει νύχτα και τι θα πει μέρα. Κι όλα τ’ άλλα. Που συνοψίζονται στο κατάψυχρο, σαν μπάλα χιονιού, «δε βαριέσαι!».
(Μικρή παύση)
Α.Μ. : Επειδή οι συλλογισμοί και οι προβληματισμοί στα δικά μας κεφάλια είναι ατέλειωτοι, ας πάμε να κλείσουμε τα βλέφαρά μας μέχρι τις 7 , που θα σημάνουν οι καμπάνες.
Α.Π. : Θα συμφωνήσω μαζί σου γιατί το έχω ανάγκη. Καληνύχτα.
Α.Μ. : Πού θ’ ανταμώσουμε; Δεν είπαμε.
Α.Π. : Στους Ταξιάρχες, εδώ στη γειτονιά.
Α.Μ. : Καληνύχτα.
( Ο Α.Μ. μπαίνει σπίτι του κι ο Α.Π. απομακρύνεται. Απαλή μουσική. Χτυπά το ρολόι 7 π.μ. Ακούγονται καμπάνες. Ο Α.Μ. βγαίνει από το σπίτι. Φορά το καπέλο του. Κρατά το μπαστούνι του. Κατεβαίνει τα σκαλιά και κατευθύνεται προς την εκκλησία. Ακούγονται ψαλμωδίες : «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…». Καμπάνες. ;;;;; Επιστροφή από την εκκλησία. Ακούγονται ευχές που διασταυρώνονται από πιστούς (CD;) Η παρέα: πατέρας-μητέρα-κόρη κατευθύνονται πρώτοι προς του γερο-Μίχα για λουκουμάδες)
Κόρη : (μονολογεί) Λουκουμάδες ή μπουγάτσα, μπουγάτσα ή λουκουμάδες ……….
(Κάθονται σ’ ένα τραπεζάκι. Το γκαρσόνι έρχεται να καθαρίσει και μετά ξανάρχεται για την παραγγελία. Η παρέα: Α.Μ.- Α.Π.-κυρ-Στρατής προχωρούν με αργούς ρυθμούς συζητώντας).
Α.Μ. : Τι ψυχρά Χριστούγεννα!
Α.Π. : Θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα;
Κυρ-Στρατής : Ναι! Αν έρθετε στο σπίτι μου για το χριστουγεννιάτικο γεύμα. Μόνος μου είμαι εγώ, μόνοι σας κι εσείς. Έχω ετοιμάσει γουρουνάκι, τρεις οκάδες περίπου και το έχω περιποιηθεί ειδικά για τη σημερινή μέρα!!!
Α.Μ. : Κι εγώ, ειδικά για τη σημερινή μέρα, σας προσκαλώ στου γερο-Μίχα για να πάρουμε ένα κέρασμα χριστουγεννιάτικο.
Κυρ-Στρατής : Δεν θα σου αρνηθώ!
Α.Μ. : Εξάδελφε, τι λες;
Α.Π. : Ευχαρίστως σας ακολουθώ!
(Ανεβαίνουν τα σκαλιά και κάθονται γύρω από ένα τραπεζάκι. Συζητούν).
Α.Μ. : (αναστενάζοντας σκεπτικός). Τι πεθαμένα Χριστούγεννα!
Κυρ-Στρατής : Από ψυχρά γίνανε πεθαμένα;
Α.Μ. : Δεν μπορώ να καταλάβω, φίλε μου, γιατί ο νέος Μητροπολίτης μας επέβαλε νέα ήθη…
Κυρ-Στρατής : Δεν ξέρω πόσο τα «επέβαλε». Γιατί ο παπα-Στουπής στον άγιο Δανιήλ, στα Ελαιοτριβεία, έκανε τη λειτουργία κανονικά!
Α.Μ. : (με απορία) Τι λές;!
Κυρ-Στρατής : Ναι, σας λέω! Μόλις του πήγαν τη διαταγή του Μητροπολίτη, «Τι έκαμε, λέει;», φώναξε με την άγρια, βραχνιασμένη φωνάρα του κι άρχισε απ’ τα μεσάνυχτα, σαν στο Πάσχα, να χτυπά την καμπάνα. Την έσπασε την καμπάνα. Χτυπούσε κι έλεγε : «Τι έκαμε, λέει;» Και κρεμόταν από την καμπάνα με θυμό και δώσ’ του χτύπημα.
Α.Μ. : Μπράβο του!!!
Α.Π. : (επιδοκιμάζει ικανοποιημένος).
Κυρ-Στρατής : Γιόρτασαν λαμπρά Χριστούγεννα εκεί έξω στα Ελαιοτριβεία. Τους διάβασε και σε απλή γλώσσα το λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» κι ευχαριστήθηκαν όλοι. Κι ύστερα, οι εργάτες των Ελαιοτριβείων είχαν μαζί τους τηγανίτες με το καλύτερο λάδι και τσίπουρο ντόπιο και τι έγινε… μη ρωτάς!.....
Α.Μ. : Μπράβο! Μπράβο!
Α.Π. : Ωραία! Ωραιότατα!
(Έρχεται το γκαρσόνι, καθαρίζει το τραπεζάκι τους και ρωτά)
Γκαρσόνι : Οι κύριοι;
Α.Μ. : (κοιτώντας τον Α.Π.) Φέρε μας την τυρόπιττα, σε παρακαλώ!
(Ξαφνιάζεται χαρούμενα ο Α.Π. και του χαμογελά με ικανοποίηση).
Γκαρσόνι : (φωνάζει) Η τυρόπιττα να έρθει αμέσως !!!
Α.Π. : Να μου ζήσεις, Αλέκο! (τον χτυπά στον ώμο).
(Το γκαρσόνι φέρνει το ταψί και φεύγει. Έκπληκτοι και οι τρεις σκύβουν και κοιτάζουν το περιεχόμενο του ταψιού : ένα πολτώδες ψωμί, που έπλεε μέσα στα βούτυρα. Συνοφρυωμένος ο Α.Π., δίνει μια σπρωξιά στο ταψί και λέει)
Α.Π. : Τι είναι τούτο;;;!!! Αυτό δεν είναι τυρόπιττα!!! Αυτό είναι …..πατσάς !!!
(Σηκώνεται, παραμερίζει την καρέκλα του και κάνει να φύγει. Οι άλλοι δυο κοιτάζονται μεταξύ τους στεναχωρημένοι και ανήσυχοι για την έκβαση του πράγματος. Σηκώνεται και ο Α.Μ. και γλυκαίνοντας την έκφραση του προσώπου του σπεύδει να τον σταματήσει λέγοντας)
Α.Μ. : Στάσου, Αλεξανδρή, στάσου! Είναι ……πουτίγκα!!! (και απευθυνόμενος στο γερο-Μίχα, που εκείνη τη στιγμή συζητά με τους θαμώνες του διπλανού τραπεζιού) Δεν μου λες; Είναι τυρόπιττα αυτό που μας έφερες;;;
Γερο-Μίχας : (με έκπληξη) Αμέ, τι είναι;
Α.Μ. : (οργισμένος) Έτσι συμφωνήσαμε;
Γερο-Μίχας : Δεν ξέρω τι συμφωνήσαμε! Τυρόπιττα παρήγγειλες, τυρόπιττα σου έφερα!
Α.Μ. : Αυτό είναι το φύλλο που θα άνοιγες; Αυτό δεν είναι…ούτε ψωμί. Είναι ένα τίποτα. (δίνει μια σπρωξιά στο ταψί, το οποίο έκανε γύρους σαν σβούρα).
Γερο-Μίχας : Πώς είναι ένα τίποτα; (Βυθίζει ένα πιρούνι στο ταψί και προσπαθεί να βγάλει κάτι από το περιεχόμενο του ταψιού, αλλά δεν έβρισκε τίποτα, γιατί όλα είχαν διαλυθεί).
Α.Μ. (οργισμένα) Ντροπή σου, καημένε! (Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει νόμισμα και με θόρυβο το βάζει στο τραπέζι. Σηκώνονται και φεύγουν. Κατεβαίνοντας οι τρεις τα σκαλοπάτια του μαγαζιού, ο γερο-Μίχας λέει)
Γερο-Μίχας : Ωχ, αδελφέ! Ψύλλους στ’ άχυρα! Τέτοιες μέρες λιώνουν όχι μόνο τυριά και βούτυρα αλλά και τα μυαλά των ανθρώπων!.....
(Γυρίζουν και τον κοιτούν με νόημα. Και τότε ο κυρ-Στρατής παρεμβαίνει)
Κυρ-Στρατής : Πάμε σπίτι μου, φίλοι μου! Το γουρουνάκι μου είναι έτοιμο! Το έχω στολισμένο μέσα στο γανωμένο ταψί και μας περιμένει, όπως η νύφη το γαμπρό! (Δυνατά) Ετούτα τα Χριστούγεννα κανείς δεν θα μας τα καταργήσει!
(Φεύγουν. Μουσική από τραγούδια της παλιάς Αθήνας).
10. Τι γλυκά χτυπούν απόψε (από τη χορωδία)
11. Αφηγητής
Η ………………………………….. θα απαγγείλει ένα ακόμα ποίημα του Κωστή Παλαμά από τη συλλογή «Μεσσίας». Έχει τίτλο « Αστέρι θεϊκό».
12. «Αστέρι θεϊκό» (ποίημα)
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
θα σκόρπιζε τ’ αστέρι,
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε
για τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τ’ αστέρια
θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
κι από τη ζήλεια θάτρεμαν…..
Αστέρι, σε ποια χώρα
του απέραντου ουρανού
να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά
μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσαι αθάνατο κι εσύ
σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου
εδώ στα χώματά μας;…..
Για όλα τ’ αστέρια, αλλοίμονο!
δεν είναι η ματιά μας……
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
θα σκόρπιζε το αστέρι,
όπου στην κούνια του Θεού
τους Μάγους έχει φέρει;!!!
13. Αφηγητής : Οκτώ μέρες μετά τα Χριστούγεννα, την 1η Ιανουαρίου, γιορτάζουμε την Περιτομή του Χριστού και τη μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Ο «δικός μας» Φώτης Κόντογλου μας περιγράφει με το δικό του, μοναδικό τρόπο μια ξεχωριστή Πρωτοχρονιά!
14. Ελεύθερη διασκευή για θέατρο του πρωτοχρονιάτικου διηγήματος του Φώτη Κόντογλου « Το βλογημένο μαντρί».
Αφηγητής : Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά, λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάποια μπαλωμένα παλιοράσα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό, τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη.
Αφού περιπλανήθηκε από δω κι από κει κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ‘ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά, που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη φτωχολογιά.
Πρόσωπα : Γιάννης, Γιάνναινα (Μάρω), Μάρκος, Άγιος Βασίλης.
( Ο Γιάννης κρατάει το νεογέννητο παιδί του στην αγκαλιά και παρακολουθεί τη Μάρω, που χτυπά το βούτυρο).
Γιάννης : Είσαι πολύ άξια κοπέλα, Μάρω !
Μάρω : Κι εσύ, Γιάννο μου ! Είσαι άξιος και νοικοκύρης !
Γιάννης : Είσαι δυο φορές πιο άξια από μένα !....
Μάρω : Γιατί, καλέ μου ;
Γιάννης : Γιατί εγώ γύρισα απ’ τα ζωντανά κι ήρθα δω και ξαπόστασα ….. ενώ εσύ ; Στάθηκες καθόλου να ξεκουραστείς ; Έφερα το γάλα κι αμέσως το πήρες για να βγάλεις το βούτυρο …….
Μάρω : Γιάννο μου, δεν θέλω ούτε μια σταγόνα από τον κόπο σου να πάει χαμένη ….. (τον κοιτά χαμογελαστή) Δεν θ’ αργήσω. Είμαι σίγουρη ότι πεινάς….. Έψησα τον κόκορα που μου ‘στειλες με το Μάρκο. Έβαλα και τραχανά στο τσουκάλι. Σ’ αρέσει ;
Γιάννης : Όλα μ’ αρέσουνε, Μάρω μου ! Ό,τι φτιάχνεις εσύ είναι καμωμένο με έγνοια κι αγάπη!..... Είμαι πολύ τυχερός που σ’ έκανε ο Θεός γυναίκα μου, Μάρω !
(Ακούγονται φωνές σκύλων. Ο Γιάννης αφήνει το παιδί στη σαρμανίτσα.).
Γιάννης : Τι πάθανε τα ευλογημένα ; Λες να πέρασε κανένα ζωντανό μες στο μαντρί ;
(Ακούγεται η φωνή του άγιου Βασίλη, ενώ χτυπά την πόρτα).
Άγιος Βασίλης : Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας !
( Ο Γιάννης πηγαίνει προς την πόρτα λέγοντας : )
Γιάννης : Πέρασε μέσα για να ζεσταθείς ! (Ανοίγοντας την πόρτα) : Καλή σου ώρα και καλή χρονιά ! (Έκπληκτος, μόλις τον αντικρύζει, παίρνει το χέρι του, το ασπάζεται και το ακουμπά στο κεφάλι του.) Την ευλογία σου να ‘χουμε, άνθρωπε του Θεού ! Μάρω ! Μάρω !
(Η Μάρω έχει ήδη σταματήσει τη δουλειά της, σκουπίζει τα χέρια της και τρέχει προς το μέρος του).
Μάρω : Παππού, την ευχή σου ! Κόπιασε να ξεκουραστείς ! (Του φιλά το χέρι).
Άγιος Βασίλης : (στέκεται και ευλογεί το καλύβι) Βλογημένοι να ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας ! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν, όπως του Ιώβ μετά την πληγή και όπως του Αβραάμ και του Λάβαν ! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας !
(Ο Γιάννης έφερε ξύλα, η Μάρω έκανε τόπο να καθίσει ο άγιος κοντά στο τζάκι. Ο άγιος κρέμασε το ταγάρι του. Γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε : )
Άγιος Βασίλης : Βλογημένο να ‘ναι τούτο το σπιτικό !
Γιάννης : Γέροντα, έχω μεγάλη χαρά, που ήρθες απόψε στο καλύβι μας ! Πώς βρέθηκες, όμως, μέσα σε τούτες τις ερημιές ;
΄Αγιος Βασίλης : Περπατώντας νύχτωσα, ευλογημένε ! Και σκέφτηκα να χτυπήσω την πόρτα σας. Αν μ’ ανοίξουν, συλλογίστηκα, να ΄ναι ευλογημένοι ! Αν δεν μ’ ανοίξουν, δεν πειράζει. Την ευχή μου να ‘χουνε!
Μάρω : Τι λες, παππούλη ! Ο Γιάννος μου όλους τους περαστικούς και τους διακονιαρέους, πεινασμένους και διψασμένους, τους φέρνει στο φτωχικό μας . Κι ο Θεός δεν μας έχει στερήσει τίποτε. Ένα αβγουλάκι, λίγο τυράκι, ψωμάκι φουρνιστό…. Δόξα τω Θεώ! Τα μοιραζόμαστε και δεν σώνουνται.
Άγιος Βασίλης : Να ‘σαστε ευλογημένοι, παιδιά μου !
Γιάννης : Γέροντα! Θαρρώ πως ο Θεός σε ‘στειλε απόψε εδώ. Για ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιιωτική φυλλάδα (σηκώνεται, την παίρνει από ένα ράφι και την φέρνει) κι αν λάχει και περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ‘λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τα ‘λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : «Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’: Τέκνου μου, τέκνου μου!» Αυτά τα γράμματα ξέρω….
Άγιος Βασίλης ( χαμογελά και λέει συγκαταβατικά κουνώντας το κεφάλι) : Ναι, παιδί μου…….. Μέχρι να τελειώσει τις δουλειές της η γυναίκα σου, σύρε να φωνάξεις και τον ανθρωπάκο που είδα να κάθεται έξω απ’ το μαντρί και φυλάει τα πρόβατα.
Γιάννης : Ναι, παππούλη, τρέχω τώρα….. (Φεύγει).
( Ο Άγιος Βασίλης παίρνει το ταγάρι του, ψάχνει, ανασύρει μια φυλλάδα
και την ακουμπά στο τραπέζι. Ξανακρεμά το ταγάρι και στέκεται όρθιος μπροστά στο τραπέζι. Μπαίνει ο Γιάννης μαζί με το Μάρκο).
Άγιος Βασίλης : Καλώς τονε το Μάρκο.
(Ο Μάρκος δεν μιλά. Σκύβει κι ασπάζεται το χέρι του αγίου και απομένει να τον κοιτά στα μάτια. Ο άγιος τον ευλογεί).
Γιάννης : Παππούλη, δεν μιλάει. Είναι, όμως, πολύ καλός άνθρωπος. Με βοηθάει σαν να ‘τανε αδελφός μου.
(Μαζεύονται όλοι γύρω από το τραπέζι).
Άγιος Βασίλης : (Κάνει το σταυρό του τρεις φορές). Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!
Αφηγητής : Ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και το απολυτίκιο της Περιτομής, χωρίς να πει και το δικό του απολυτίκιο….. Έψελνε γλυκά και ταπεινά κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους…... Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον Όρθρο και τον κανόνα της εορτής της Περιτομής, χωρίς να πει το δικό του κανόνα….. Κι ύστερα είπε όλη τη Λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Άγιος Βασίλης : Καθήστε, παιδιά μου ! (τους δείχνει τα καθίσματα γύρω από το τραπέζι. Η Μάρω σερβίρει. Ο άγιος έχει χαμηλωμένο το κεφάλι. Οι δυο άντρες τον κοιτάζουν και κοιτάζονται μεταξύ τους. Τελευταία κάθεται η Μάρω). Χριστέ ο Θεός ημών ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Τρώνε σιωπηλοί).
Αφηγητής
Αχ! , χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταιρ΄ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
γύρω, φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!......
(Κωστής Παλαμάς)
Γιάννης ( αφού τελειώσει το φαγητό του) : Πολύ χαρά πήρα απόψε, γέροντα !
Άγιος Βασίλης (σταυρώνει τα περισσεύματα και λέει) : Η ευλογία του Θεού να μη λείψει από τούτο το καλύβι ! (απευθυνόμενος στη Μάρω) Κόρη μου, φέρε τώρα τη βασιλόπιτα για να την ευλογήσουμε.
(Σηκώνεται η Μάρω, την φέρνει και την βάζει μπροστά στον άγιο. Σηκώνονται όλοι. Ο άγιος παίρνει το μαχαίρι, σταυρώνει τη βασιλόπιτα και λέει : )
Άγιος Βασίλης : Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. (Κόβει το πρώτο κομμάτι και λέει : ) Του Χριστού. (Κόβει το δεύτερο και λέει : ) Της Παναγίας. (Κόβει το τρίτο και λέει : ) Του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!
Γιάννης : Γέροντα, ξέχασες τον Άη Βασίλη !!!!
Άγιος Βασίλης : Αλήθεια, τον ξέχασα ! (Κόβει ένα κομμάτι και λέει : ) Του δούλου του Θεού Βασιλείου ! (Συνεχίζει να κόβει κομμάτια λέγοντας : ) της νοικοκυράς, του μωρού, του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου, του σπιτιού, των ζωντανών, των φτωχών.
Γιάννης : Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου ;;;;
Άγιος Βασίλης : Έκοψα, ευλογημένε !
(Ο Γιάννης μένει σαστισμένος. Τρώνε τη βασιλόπιτα. Η Μάρω φέρνει στρωσίδια για να κοιμηθεί ο άγιος κοντά στο τζάκι. Στρώνει.)
Άγιος Βασίλης : Η ώρα είναι περασμένη, παιδιά μου. Να κάνουμε την προσευχή μας για να κοιμηθούμε και να ξαποστάσουμε ;
Γιάννης : Ναι, γέροντα. Έλα, Μάρω ! (Σηκώνονται όλοι και στέκονται δίπλα στον άγιο Βασίλη).
Άγιος Βασίλης : Κύριε ο Θεός μου, οίδα, ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου, και ουκ έχεις παρ’ εμοί, τόπον άξιον του κλίναι την κεφαλήν. Αλλ’ επειδή δι ήμάς, εταπείνωσας σεαυτόν, κατάδεξαι εις ημάς εισελθείν, και συνοικήσαι ημίν, ότι ευλογητός ει, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Κάνουν όλοι το σταυρό τους. Και ενώ είναι όρθιοι και συγκινημένοι, ο Γιάννης ρωτά τον άγιο : )
Γιάννης : Γέροντα, εσύ που ξέρεις τόσα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Άη Βασίλης ;……. Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε ;……. Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε !
΄Αγιος Βασίλης (τον κοιτά συγκινημένος. Σηκώνει τα χέρια του και ξαναλέει την ευχή αλλιώτικα ) : Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς, άξιος εστίν και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.
( Ο Γιάννης και πάλι δεν καταλαβαίνει και τον κοιτά σαστισμένος. Το ίδιο και οι άλλοι).
Αφηγητής : Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος……
(Ο Αφηγητής κρατά πάντα το βιβλίο του Φ.Κόντογλου, Έργα, τόμος Α΄, απ’ όπου διαβάζει ).
15. «Και νέον έτος αριθμεί» (σελ. 169) Κάλαντα Πρωτοχρονιάς (από τη χορωδία)
16. Ε υ χ έ ς (από την Διεύθυνση του Σχολείου).-