Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
ΠΕΡΙ ΛΥΠΗΣ Α'
περιοδικὸ Παρεμβολὴ τεῦχος 119/2016
1. Ἔννοια καὶ
εἴδη τῆς λύπης
Τὸ ἑπόμενο στὴν σειρὰ τῶν θανασίμων ἁμαρτημάτων
πάθος εἶναι τὸ πάθος τῆς λύπης ἢ ἀθυμίας, ὅπως διαφορετικὰ ὀνομάζεται στὴν
νηπτικὴ γραμματεία. Ἡ λύπη θεωρεῖται
μεταπτωτικὴ κατάστασις τῆς ψυχῆς καὶ ἀνήκει στὰ λεγόμενα "ἀδιάβλητα
πάθη" τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ σὲ «ὅσα ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου
μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι κακά, μολονότι παρέχουν
μαρτυρία τῆς πτώσης ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάσταση τελειότητας» (Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α', Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ
Διακονία, 2008, σ. 299).
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος διακρίνει δύο εἴδη λύπης: τὴν κατὰ Θεὸν καὶ τὴν κατὰ κόσμον.
«Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται, ἡ δὲ τοῦ
κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β' Κορ.
7: 10). Ἡ ἴδια δύναμη τῆς ψυχῆς λειτουργεῖ ἄλλοτε θετικὰ καὶ ἄλλοτε ἀρνητικὰ γιὰ
τὸν ἄνθρωπο, ἀναλόγως τῆς χρήσεώς της. «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει
χαρακτηριστικὰ ὅτι τὴν λύπη τὴν ἔβαλε ὁ Θεὸς στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε,
χρησιμοποιώντας την κανεὶς σωστά, νὰ λάβει μεγάλο κέρδος» (Ὠδὴ στὸ ἐφήμερο. Ἡ λύπη κατὰ τοὺς Πατέρες, Καρέας: Ἑτοιμασία, 2009,
σ. 93). Καὶ ἐπεξηγεῖ: «Πῶς δὲ κερδᾶναι ἔστιν; Ὅταν εἰς καιρὸν αὐτὴν
παραλαμβάνωμεν. Καιρὸς δὲ ἀθυμίας οὐχ ὅταν
πάσχωμεν κακῶς, ἀλλ' ὅταν δρῶμεν κακῶς» (PG 47, 491. Πῶς θὰ κερδίσουμε; Ὅταν τὴν
χρησιμοποιήσουμε στὸν κατάλληλο καιρό. Καιρὸς γιὰ λύπη εἶναι ὅταν πράττουμε ἄσχημα,
ὄχι ὅταν πάσχουμε κάτι τὸ κακό).
Ἡ λύπη, ἡ ὁποία μᾶς ἐδόθη πρὸς
συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, διαστρέφεται
ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς, τὶς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καὶ ἐπιδιώξεις μας καὶ
φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς προσβολὲς καὶ παρεμβάσεις σὲ κοσμικὴ λύπη, ἀθυμία
καὶ ἀπελπισία. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται σὲ ἀδιέξοδο καὶ ὁμολογεῖ: «Ἐκοπίασα
ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ' ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν
στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. 6: 7). Οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι ἀγνοοῦν αὐτὴν τὴν διπλῆ διάσταση τῆς λύπης καὶ
κατατρύχονται ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ καὶ νοσηρὰ κοσμικὴ λύπη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὄντως ἕνα
θανάσιμο πάθος τῆς ψυχῆς. Αὐτὴν τὴν διεστραμμένη λύπη θὰ προσεγγίσουμε δι' ὀλίγων
στὴν συνέχεια.
2. Γένεση τῆς
διεστραμμένης λύπης καὶ ἀθυμίας
Τὸ
πάθος τῆς λύπης καὶ ἀθυμίας προκαλεῖται ἀπὸ πολλὰ καὶ ποικίλα αἴτια. Οἱ
νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐπισημάνει τὰ κυριώτερα ἀπὸ αὐτά,
φωτίζοντάς μας ἄγνωστες πτυχὲς τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ
πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι πρωταρχικὴ πηγὴ
τῆς λύπης δὲν εἶναι κάποια ἐξωτερικὰ γεγονότα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἔμφυτη δύναμη τῆς
ψυχῆς, ἡ ὁποία διεστράφη ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ καὶ προορισμό της. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ
ἐξωτερικὰ γεγονότα περισσότερο λειτουργοῦν ὡς ἀφορμὲς παρὰ ὡς βαθύτερα αἴτια τῆς
δημιουργίας αὐτῆς τῆς διεστραμμένης λύπης καὶ ἀθυμίας. Σημειώνει ὁ Καθηγητὴς Larchet: «στὴν πραγματικότητα πηγὴ τῆς
λύπης δὲ συνιστοῦν κάποια ἐξωτερικὰ γεγονότα, ποὺ ἐνδεχομένως τὴν ὑποκινοῦν καὶ
τὴν προκαλοῦν: αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν ἀφορμή, ὄχι τὴν αἰτία, ποὺ βρίσκεται ἀποκλειστικὰ
στὴν ἴδια τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου· πιὸ συγκεκριμένα ἡ αἰτία ἐντοπίζεται στὴ στάση
ποὺ υἱοθετεῖ τόσο ἔναντι τῶν ἐξωτερικῶν γεγονότων ὅσο καὶ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ
του. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ὑπεύθυνη τῆς λύπης ποὺ τὸν προσβάλλει» (Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων,
τόμ. Α', σ. 308).
Παρόλα αὐτὰ στὴν νηπτικὴ γραμματεία ὑπάρχουν
ἀναφορὲς σὲ ἐπὶ μέρους αἰτίες, οἱ ὁποῖες συνήθως προκαλοῦν τὸ νοσηρὸ πάθος τῆς
λύπης. Ὡς πρώτη αἰτία ἀναφέρεται ἡ
ματαίωση κάποιας ἐπιθυμίας μας: «Ἡ συχνότερη αἰτία τῆς λύπης εἶναι ἡ ματαίωση
μιᾶς ἢ περισσότερων ἐπιθυμιῶν. 'Λύπη γὰρ συνίσταται ἐπὶ ἀποτυχίᾳ ὀρέξεως σαρκικῆς΄,
παρατηρεῖ ὁ Εὐάγριος» (Jean Claude Larchet, ἔνθα
ἀνωτ., τόμ. Α', σ. 302, Εὐαγρίου, Πνεύματα
πονηρίας, 11 PG 79, 1156). Ἡ αἴσθηση
τῆς ματαιώσεως μπορεῖ νὰ εἶναι γενικώτερη καὶ ὄχι μόνον πρὸς κάποιες
συγκεκριμένες ἐπιθυμίες. Τότε συνδέεται μὲ τὴν διάψευση τῶν προσδοκιῶν τῆς
ζωῆς καὶ τὴν ἀπουσία τῆς εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ τόσα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα
συνεχῶς μᾶς δωρίζει. «Ἡ λύπη, ἴσως δὲν προκαλεῖται ἀπὸ τὴ ματαίωση κάποιας ἰδιαίτερης
ἐπιθυμίας, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἀντικείμενο σαφῶς καθορισμένο: μπορεῖ νὰ συνδέεται
μὲ γενικὴ ἔλλειψη ἱκανοποίησης, μὲ ἕνα αἴσθημα ὁλικῆς ματαίωσης ποὺ ἀναφέρεται
στὴν ὕπαρξη συνολικὰ καὶ ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ βαθιὲς καὶ θεμελιώδεις ἐπιθυμίες τοῦ
προσώπου δὲν ἔχουν ἐκπληρωθεῖ» (Jean Claude Larchet, ἔνθα ἀνωτ., τόμ. Α', σ. 305).
Σημαντικὴ
αἰτία δημιουργίας τῆς ἐμπαθοῦς λύπης εἶναι καὶ ὁ φθόνος γιὰ τὰ ὅσα ἔχουν ἢ ἀπολαμβάνουν
οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. «Ὁ φθόνος ἢ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ κάποιο ἀγαθό, ὑλικὸ ἢ ἠθικό,
ποὺ κατέχει ἄλλος, εἶναι πιθανὸν ἐπίσης νὰ ὑποκινήσει τὴ λύπη. Μπορεῖ ἐξίσου νὰ
ἔχει αἰτία τὴν ἀπογοήτευση ἢ διάψευση τῆς ἀναζήτησης τιμῶν καὶ δόξας, ὁπότε σ'
αὐτὴ τὴν περίπτωση συνδέεται ἀναγκαστικὰ μὲ τὴν κενοδοξία» (Jean Claude
Larchet, ἔνθα ἀνωτ., σ. 304.). Ἡ
σύνδεση τῆς λύπης μὲ τὸν φθόνο καὶ κατ' ἐπέκταση μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς ἢ
ματαίας δόξας ἀποτελεῖ σημαντικὴ συνεισφορὰ τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μας στὴν ψυχοπαθολογία τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου. Λυπούμαστε γιατὶ δὲν ἔχουμε
χαρίσματα καὶ δυνατότητες ποὺ ἔχουν ἄλλοι συνάνθρωποί μας, ἀγνοοῦντες ὅτι ὁ Θεὸς
χορηγεῖ τὰ διάφορα χαρίσματα ἀνισοδυνάμως στοὺς ἀνθρώπους ἀφ' ἑνὸς πρὸς τὸ
συμφέρον τῆς ψυχῆς τους καὶ ἀφ' ἑτέρου ὡς παρώθηση νὰ κοινωνοῦν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο.
Ἄλλη
σημαντικὴ αἰτία δημιουργίας τῆς ἐμπαθοῦς λύπης εἶναι ἡ ὀργὴ κατὰ τῶν
συνανθρώπων μας. Μέσῳ τῆς ὀργῆς ὁ ἄνθρωπος λυπᾶται γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν
μπόρεσε νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν προσέβαλε ἢ τὸν
ταπείνωσε. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή: «Ἡ δεύτερη αἰτία τῆς λύπης εἶναι
ἡ ὀργή ... 'Ἡ λύπη τῇ μνησικακίᾳ συνέζευκται· ὅταν οὖν ὁ νοῦς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀδελφοῦ
μετὰ λύπης ἐνοπτρίζεται, δῆλον ὅτι μνησικακίαν ἔχει πρὸς αὐτόν'» (Jean Claude
Larchet, ἔνθα ἀνωτ., σ. 305. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,
Ἀγάπης ἑκατοντάς, 3, 89). Καὶ κατὰ τὸν
ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό: «Ἡ λύπη εἶναι δυνατὸ νὰ παράγεται καὶ ἀπὸ προσβολὴ τῆς
ἰδεατῆς εἰκόνας, ποὺ ἔχει τὸ ὑποκείμενο γιὰ τὸν ἑαυτό του: 'Ἀδικούμενοι ἢ
νομίζοντες ἀδικεῖσθαι θυμούμεθα, καὶ γίνεται τότε μικτὸν τὸ πάθος ἐξ ἐπιθυμίας
καὶ θυμοῦ', διαπιστώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός» (Jean Claude Larchet, ἔνθα ἀνωτ., σ. 306. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσις ἀκριβής, 2, 16).
Τέλος,
σημαντικὴ πηγὴ τῆς ἐμπαθοῦς λύπης καὶ τῆς μεγάλης ἀθυμίας εἶναι οἱ προσβολὲς τῶν
πονηρῶν δαιμόνων. Συχνὰ ὁ ἄνθρωπος λυπᾶται χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια
συγκεκριμένη αἰτία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὑποκρύπτονται ὑπὸ τὸ πάθος τῆς λύπης οἱ
πονηροὶ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ ἐξουδετερώσουν τὴν θέληση τοῦ πιστοῦ
γιὰ πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι ἡ λύπη καὶ ἡ ἀθυμία ἀποενεργοποιοῦν τοὺς χριστιανοὺς
καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ μία παραίτηση (προσωρινὴ ἢ μονιμώτερη) ἀπὸ τὰ πνευματικά
τους καθήκοντα, ἡ ὁποία τοὺς ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερη ἀθυμία καὶ ἐνίοτε ἀπελπισία. Ἀντικειμενικὸς
σκοπὸς τῶν δαιμονικῶν ἐπιθέσεων εἶναι μέσῳ τῆς λύπης καὶ τῆς ἀθυμίας νὰ
περιέλθει ὁ ἄνθρωπος σὲ πλήρη καὶ τελεία ἀπόγνωση, οὕτως ὥστε νὰ ἀποθαρρυνθεῖ
πλήρως γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς σωτηρίας του. Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι «οἱ δαίμονες ἔχουν
τὴ δυνατότητα νὰ ὑποκινοῦν ἢ νὰ συντηροῦν καταστάσεις ἀθυμίας, ὅταν βρίσκουν
κατάλληλο καὶ εὐνοϊκὸ ἔδαφος στὴν ψυχὴ καὶ ἐπωφελοῦνται ἀπὸ συγκεκριμένη
συμμετοχὴ τῆς βούλησης τοῦ ἀνθρώπου (περισσότερο ἢ λιγότερο συνειδητή) ... Ἡ
λύπη προϋπάρχει τῆς διαβολικῆς ἐπέμβασης συχνά, καὶ αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ διάβολος εἶναι
νὰ ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν κατάσταση ὥστε ν' ἀναπτύσσει τὸ πάθος» (Jean Claude
Larchet, ἔνθα ἀνωτ., σ. 309).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου