Χρήστου Γιανναρᾶ
«Ἡ Ἀνάσταση γιὰ ἀρχάριους»
Καθημερινὴ 18.04.2017
Τὴν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπινου ἐμβρύου πῶς θὰ τὴν ὀνομάζαμε, ζωὴ ἢ θάνατο; Ἔχει τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο «δυνάμει» (σὲ προοπτικὲς ἀνάπτυξης) τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ζήσει, διαθέτει τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες γιὰ νὰ συστήσει ἐνεργὸ παρουσία ἀτομικῆς ὑπόστασης τοῦ ζῆν. Ὅμως ἀκόμα δὲν ζεῖ. Πρέπει νὰ «γεννηθεῖ» γιὰ νὰ ζήσει.
Θὰ μποροῦσε νὰ τολμηθεῖ ἡ ἔκφραση ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο πρέπει νὰ πεθάνει, γιὰ νὰ «γεννηθεῖ» τὸ λογικὸ ὑποκείμενο. Ἔμβρυο καὶ βρέφος ἀντιπροσωπεύουν δύο ἀσύμπτωτους καὶ ἀσύμβατους τρόπους ὕπαρξης – ὁ ἕνας τρόπος ἀποκλείει τὸν ἄλλον.
Μὲ τὴ φυσικὴ γέννηση παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἡ ζωὴ ὄχι πιὰ ὡς μονόδρομος ἐξάρτησης ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα, ἀλλὰ ὡς διλημματικὴ σχέση μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. H ἐξάρτηση τοῦ ἐμβρύου ἦταν μιὰ ἀδήριτη ἀναγκαιότητα – δὲν ὑπῆρχε ἐναλλακτικὴ δυνατότητα ὕπαρξης. Ἡ σχέση μὲ τὴ φύση εἶναι διλημματική, ἐπιτρέπει δύο ἐνδεχόμενα, δύο δυνατότητες, δύο τρόπους ὕπαρξης:
Μπορεῖ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση νὰ εἶναι προέκταση τῆς παθητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἐμβρύου ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα – ἀναγκαστική, αὐτοματικὴ λήψη ὀξυγόνου, τροφῆς καὶ ποτοῦ, ὑλικῶν γιὰ τὴν ἐξασφάλιση στέγης, θέρμανσης, φωτισμοῦ καὶ λοιπῶν χρειωδῶν τοῦ βίου. Ἢ μπορεῖ ἡ σχέση νὰ εἶναι λογική: νὰ προκύπτει ἀπὸ τὴ θεληματικὴ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ συναντήσει στὴ φύση τὸν λόγο μιᾶς προσωπικῆς δημιουργικῆς παρουσίας. Ποὺ ἡ μοναδικότητα καὶ ἐτερότητά της ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε φυσικὸ ἐνέργημα – ὅπως ἀποκαλύπτεται ἡ ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα τοῦ ζωγράφου στὴ ζωγραφιά του, τοῦ μουσουργοῦ στὴ μουσουργία του, τοῦ γλύπτη στὸ ἄγαλμά του.
Εἶναι ἄλλος τρόπος ὕπαρξης τὸ νὰ ὑφίστασαι τὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλος τρόπος τὸ νὰ πραγματώνεις τὴν ὕπαρξη ὡς ἐνεργό, συνειδητή, θετικὴ ἀνταπόκριση σὲ μιὰ κλήση-σὲ-σχέση. Εἶναι ἄλλο τὸ νὰ συμβιώνεις, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγαπᾶς. Ἄλλο νὰ ἐκτονώνεις τὴ σεξουαλική σου ὁρμὴ - ἀνάγκη καὶ ἄλλο ἡ πληρωματικὴ ἐρωτικὴ σύμμειξη «εἰς σάρκα μίαν». Ἡ σχέση ἔχει μίαν ἀπεριόριστη δυναμικὴ κλιμάκωσης τῆς πληρότητας.
Μὲ τὰ μέτρα (προϋποθέσεις - ἐμπειρίες) τῆς συνειδητῆς ζωῆς, ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας θάνατος. Τελειώνει ὄχι μιὰ φάση, ἀλλὰ ἕνας τρόπος ὕπαρξης – τὸ ἔμβρυο παύει νὰ ὑπάρχει καὶ παύει βίαια: κόβεται ὁ λῶρος ποὺ τοῦ μεταγγίζει τὴν ὕπαρξη, ξεριζώνεται τὸ ἔμβρυο ἀπὸ τὸ ἀγκάλιασμα ὑπαρκτικῆς προστασίας ποὺ τοῦ παρεῖχε ἡ μήτρα. Δὲν «γνωρίζει» τὸ ἔμβρυο τίποτα γιὰ τὴ μετὰ τὸν θάνατό του ζωή, γιὰ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης μετὰ τὴ γέννηση. Αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται εἶναι ὅτι μὲ τὴ γέννησή του παύει νὰ ὑπάρχει, καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ ὑπαρκτικὸ «τέλος» τὸ βιώνει κάθε ἔμβρυο ἀπόλυτα μόνο. Ἡ γέννηση εἶναι γεγονὸς ὁλοκληρωτικῆς μοναχικότητας, ἀσυντρόφευτη ἐμπειρία.
Κανένα ἔμβρυο δὲν «γύρισε πίσω» ποτέ, νὰ ξαναγίνει ἔμβρυο μετὰ τὴ γέννησή του, ποτὲ δὲν ἐπέστρεψε ὡς βρέφος στὰ ἔμβρυα, νὰ τὰ «πληροφορήσει» ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ὑπαρκτική τους πραγματικότητα μετὰ τὴ γέννησή τους. Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στὴ ζωὴ μὲ πλήρη ἄγνοια καὶ ἀπόλυτη μοναξιά, ὅπως καὶ φεύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ πλήρη ἄγνοια γιὰ τὰ μετὰ τὸν βίο, καὶ ἀπόλυτη μοναξιά.
Στὸ μεσοδιάστημα, εὐτυχῶς, προλαβαίνει νὰ γεννηθεῖ ὡς λογικὸ ὑποκείμενο «στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου» («au lieu de l’ Autre» - Lacan) – τόπο τῆς σχέσης, τόπο/τρόπο τῆς κοινωνούμενης ἐμπειρίας, τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων. Οἱ πολυμερεῖς καὶ πολύμορφες δικτυώσεις τοῦ γνωστικοῦ τρόπου συναιροῦνται ἀφαιρετικὰ σὲ κάποιες (θεμελιώδεις κατὰ τὴν προφάνεια καὶ τὴν ἀναγωγιμότητα) σταθερὲς – ὅπως ἡ σύνδεση αἰτιατοῦ καὶ αἰτίου: σχέση-κλειδὶ γιὰ τὴ σύζευξη τῆς λογικότητας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φαινομενικότητα/λογικότητα τῆς ἀντὶ-κείμενης συμπαντικῆς ὁλότητας.
Ἐμπειρία τελικὰ συγκεφαλαιωμένη στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν, τὴν ἀφετηρία τῶν ὑπαρκτῶν – ποιὰ εἶναι; Εἶναι μιὰ ἔλλογη ἐλευθερία ἀγάπης, ἔρως ἐκστατικός, δημιουργὸς καὶ συντηρητὴς τοῦ εἶναι καὶ τῶν ἐκπλήξεων τοῦ γίγνεσθαι; Ἢ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε μίαν ἄλογη, τυφλὴ ἀναγκαιότητα, τὴν τυχαιότητα ἑνὸς ἀ-νόητου φαίνεσθαι, σὰν μοναδικὴ «ἑρμηνεία» γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ ὑπάρχειν καὶ τῶν ὑπαρκτῶν;
Κοντολογίς: Ξέρουμε ἀπὸ πείρα οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀπόλυτη ἄγνοια ὑπαρκτικῆς αὐτεπίγνωσης ποὺ συνοδεύει τὴν ἐμβρυϊκή μας ζωή. Ξέρουμε καὶ τὸ πῶς ἔρχεται στὴν ὕπαρξη τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο: χάρη σὲ δεδομένη φυσικὴ δυνατότητα καὶ στὴν ἐρωτικὴ συναρπαγὴ ἑνὸς ἀνδρόγυνου ζεύγους, στὴ συγκλίνουσα ἐλευθερία τους. Ἀπεριόριστα κλιμακούμενη ἡ σύγκλιση στὸ ψυχο-σωματικὸ πεδίο: ἀπὸ τὴν ὅποια κτηνώδη ἀπληστία ἐγωτικοῦ ἡδονισμοῦ (ἢ καὶ ἀπὸ ὠμὸ βιασμὸ) ὡς τὴν ἐκ-στατικὴ ὁλοκληρία τῆς αὐθυπερβατικῆς ἀγάπης, τὴν πληρωματικὴ εὐφροσύνη τῆς συναρπαστικῆς ἀμοιβαιότητας. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ζευγαριοῦ εἶναι ἡ ἄλλη «μήτρα», αὐτὴ ποὺ ὑποδέχεται τὸ βρέφος ὅταν ἐγκαταλείπει τὴν ἐμβρυϊκὴ φυσικὴ ἐξάρτηση, γιὰ νὰ γεννηθεῖ στὴν ἐλευθερία (διακινδύνευση) τῆς σχέσης.
Ἡ «ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν» ποὺ προσδοκοῦμε οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι μιὰ ἐπαναβίωση - ἐπιστροφὴ σὲ ἀτέρμονη παράταση τοῦ χρόνου, τῆς φθορᾶς, τῆς ὑπαρκτικῆς ἀποτυχίας. Εἶναι μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» – κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ ἔμβρυο στὸ ἔλλογο ὑποκείμενο. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Τὴν ἐλευθερία τοῦ σταυροῦ: τῆς ἐρωτικῆς αὐτοπαράδοσης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου