Ἀλεξάνδρου
Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ
Πάσχα (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1981), σσ. 36-39
Κεφάλαιο 2
Η
ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
1.
«ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ»
Γιὰ πολλούς, ἂν ὄχι
γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀποτελεῖται
ἀπὸ ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ ἀπὸ τυπικοὺς κανόνες καὶ διατάξεις ὅπου κυρίως ἐπικρατεῖ
τὸ ἀρνητικὸ στοιχεῖο, ὅπως εἶναι: ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά, ἀπαγόρευση τῆς
ψυχαγωγίας, τοῦ χοροῦ καὶ ἴσως κάθε θεάματος. Σὲ τέτοιο δὲ βαθμὸ εἶναι ἡ ἀποξένωσή
μας ἀπὸ τὸ πραγματικὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ὥστε μᾶς εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ
καταλάβουμε ὅτι ὑπάρχει «κάτι ἄλλο» στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ — κάτι χωρὶς τὸ ὁποῖο ὅλες
αὐτὲς οἱ διατάξεις χάνουν πολὺ ἀπὸ τὸ νόημά τους. Αὐτὸ τὸ «κάτι ἄλλο» μποροῦμε
θαυμάσια νὰ τὸ περιγράψουμε σὰν μιὰ «ἀτμόσφαιρα», σὰν ἕνα «κλίμα» μέσα στὸ ὁποῖο
μπαίνει κανείς, καὶ πάνω ἀπ' ὅλα σὰν μιὰ κατάσταση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ
πνεύματος ἡ ὁποίαα γιὰ ἑπτὰ ἑβδομάδες διαπερνᾶ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ἃς
τονίσουμε ἀκόμα μιὰ φορὰ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δὲν εἶναι νὰ μᾶς ἐπιβάλει
πιεστικὰ μερικὲς τυπικὲς ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ νὰ «μαλακώσει» τὴν καρδιά μας τόσο ὥστε
νὰ μπορεῖ ν' ἀνοιχτεῖ στὶς πραγματικότητες τοῦ πνεύματος, ν’ ἀποκτήσει τὴν ἐμπειρία
τῆς κρυμμένης «δίψας καὶ πείνας» γιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ «ἀτμόσφαιρα»
τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, αὐτὴ ἡ ἀνεπανάληπτη «κατάσταση τοῦ νοῦ» δημιουργεῖται
βασικὰ μὲ τὴ λατρεία, μὲ τὶς ποικίλες ἐναλλαγὲς ποῦ παρουσιάζονται στὴ
λειτουργικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς περιόδου(4). Θεωρούμενες κάθε μιὰ χωριστὰ αὐτὲς οἱ ἐναλλαγὲς
μπορεῖ νὰ μᾶς φανοῦν σὰν ἀκατανόητες ρουμπρίκες (τυπικὲς διατάξεις), σὰν ἐπίσημοι
κανονισμοὶ ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται προσκολλημένοι στὸν τύπο ἀλλὰ ἂν τὶς ἐξετάσουμε
σὰν σύνολο μᾶς ἀποκαλύπτουν καὶ μᾶς μεταδίδουν τὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς:
μᾶς κάνουν νὰ δοῦμε, νὰ νιώσουμε καὶ νὰ βιώσουμε τὴ «χαρμολύπη» ποῦ εἶναι τὸ
πραγματικὸ μήνυμα καὶ τὸ δῶρο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, χωρὶς
νὰ ὑπερβάλλει, ὅτι οἱ πνευματικοὶ πατέρες καὶ οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι, ποὺ σύνθεσαν
τοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου καὶ οἱ ὁποῖοι λίγο λίγο ὀργάνωσαν τὴ γενικὴ δομὴ γιὰ ὅλες
τὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, οἱ ὁποῖοι στόλισαν τὴ λειτουργία τῶν
Προηγιασμένων Δώρων μὲ μιὰ εἰδικὴ ὀμορφιὰ ποὺ τόσο τῆς ταιριάζει, διαθέτουν μιὰ
θαυμαστὴ κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὶ πραγματικὰ ἤξεραν τὴν τέχνη τῆς
μετάνοιας καί, κάθε χρόνο στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, κάνουν αὐτὴ τὴν
τέχνη προσιτὴ σὲ ὅποιον ἀπὸ μᾶς ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν' ἀκούει καὶ μάτια γιὰ νὰ
βλέπει.
Εἴπαμε ὅτι ἡ γενικὴ
ἐντύπωση εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε «χαρμολύπη». Ὅταν κάποιος, ἔστω καὶ ἂν ἔχει
περιορισμένες γνώσεις γιὰ τὴ λατρεία, μπεῖ στὴν Ἐκκλησία ὅσο διαρκοῦν οἱ ἀκολουθίες
τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, σχεδὸν ἀμέσως — εἶμαι βέβαιος — θὰ καταλάβει αὐτὴ τὴν
κάπως ἀντιφατικὴ ἔκφραση. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, μιὰ κάποια ἤρεμη θλίψη διαποτίζει τὴν
ἀκολουθία: τὰ ἄμφια εἶναι σκοῦρα, οἱ ἀκολουθίες διαρκοῦν περισσότερο ἀπ' ὅ,τι
συνήθως καὶ εἶναι πιὸ μονότονες, σχεδὸν δὲν ὑπάρχει κίνηση. Τὰ ἀναγνώσματα καὶ
οἱ ψαλμοὶ ἐναλάσσονται, ἀλλὰ παρ' ὅλα αὐτὰ φαίνεται σὰν νὰ μὴ «συμβαίνει»
τίποτε: Σὲ τακτὰ διαστήματα ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ λέει πάντοτε τὴν ἴδια
σύντομη εὐχὴ καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα συνοδεύει κάθε αἴτηση αὐτῆς τῆς προσευχῆς μὲ
μετάνοιες. Ἔτσι γιὰ ἀρκετὴ ὥρα στεκόμαστε σ' αὐτὴ τὴ μονοτονία, σ’ αὐτὴ τὴν ἤρεμη
θλίψη.
Ἀλλὰ κατόπιν ἀρχίζουμε
νὰ νιώθουμε ὅτι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ παράταση καὶ ἡ μονοτονία μᾶς χρειάζεται ἂν
θέλουμε ν' ἀποκτήσουμε ἐμπειρία ἀπὸ τὴν κρυμμένη, καὶ κατ' ἀρχὴν ἀπαρατήρητη «ἐπίδραση»
τῆς ἀκολουθίας. Σιγὰ σιγὰ ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε ἢ μᾶλλον νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι
αὐτὴ ἡ θλίψη στὴν πραγματικότητα εἶναι «εὐθυμία» ὅτι μιὰ μυστηριώδης
μεταμόρφωση πρόκειται νὰ συμβεῖ μέσα μας. Εἶναι σὰν νὰ φτάνουμε σ' ἕνα μέρος ὅπου
οἱ θόρυβοι καὶ οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς τοῦ δρόμου καὶ ὅλων ὅσων συνήθως
γεμίζουν τὶς μέρες ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες μας, δὲν ἔχουν δικαίωμα εἰσόδου, σ' ἕνα
μέρος ὅπου αὐτὰ δὲν ἔχουν καμιὰ δύναμη. Ὅλα ὅσα μᾶς φαίνονται ὑπερβολικὰ σημαντικὰ
ὥστε νὰ γεμίζουν τὸ μυαλό μας, ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀγωνίας ποὺ μᾶς ἔγινε οὐσιαστικὰ
δεύτερη φύση, ἐξαφανίζονται καὶ ἀρχίζουμε νὰ νιώθουμε ἐλεύθεροι, ἀνάλαφροι καὶ
εὐτυχισμένοι. Δὲν εἶναι ἡ θορυβώδης καὶ ἐπιφανειακὴ εὐτυχία ποὺ πηγαινοέρχεται
εἴκοσι φορὲς τὴ μέρα καὶ εἶναι πολὺ εὔθραυστη καὶ φευγαλέα, ἀλλὰ εἶναι ἡ βαθιὰ
εὐτυχία ποὺ ἔρχεται ὄχι ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη καὶ εἰδικὴ αἰτία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ψυχή
μας ποὺ ἔχει, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Dostoevsky, «ἀγγίξει ἕναν ἄλλο κόσμο». Καὶ
αὐτὸ ποὺ ἄγγιξε εἶναι καμωμένο ἀπὸ φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ἀπὸ μιὰ ἀνέκφραστη ἐμπιστοσύνη.
Καταλαβαίνουμε λοιπὸν γιατὶ οἱ ἀκολουθίες πρέπει νὰ ἔχουν μεγάλη χρονικὴ
διάρκεια καὶ νὰ εἶναι κάπως μονότονες. Καταλαβαίνουμε ὅτι, ἁπλούστατα, εἶναι ἀδύνατο
νὰ περάσουμε ἀπὸ μιὰ συνηθισμένη κατάσταση τοῦ νοῦ, καμωμένη σχεδὸν ἀποκλειστικὰ
ἀπὸ ἀναστατώσεις, συνωστισμὸ καὶ φροντίδες, καὶ νὰ φτάσουμε σ' αὐτὴ τὴ νέα
κατάσταση χωρὶς πρῶτα νὰ ἠρεμήσουμε καὶ χωρὶς νὰ ἀποκαταστήσουμε μέσα μας ἕνα
βαθμὸ ἐσωτερικῆς σταθερότητας. Νὰ γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας
μόνο στὰ πλαίσια τῶν «ὑποχρεώσεων» καὶ ποὺ πάντοτε ρωτοῦν γιὰ τὸ λιγότερο δυνατὸ
(«πόσο συχνὰ πρέπει νὰ πᾶμε στὴν Ἐκκλησία; Κάθε πότε πρέπει νὰ προσευχόμαστε;»)
δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ καταλάβουν τὴν ἀληθινὴ φύση τῆς λατρείας, ἡ ὁποία ἔχει σκοπὸ
νὰ μᾶς μεταφέρει σ' ἕνα διαφορετικὸ κόσμο — στὸν κόσμο τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ!
—. Ἐκεῖ ὅμως μᾶς μεταφέρει σιγὰ σιγὰ γιατί ἡ πεσμένη μας φύση ἔχει χάσει τὴν ἱκανότητα
νὰ μπαίνει στὸν κόσμο αὐτὸ φυσικά.
Ἔτσι, ὅσο βιώνουμε
αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἐλευθερία, ὅσο γινόμαστε «ἀνάλαφροι καὶ εἰρηνικοί», ἡ
μονοτονία καὶ ἡ θλίψη τῶν ἀκολουθιῶν ἀποκτοῦν μιὰ καινούργια σημασία,
μεταμορφώνονται. Μιὰ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ τὶς φωτίζει σὰν τὴν πρωινὴ ἡλιαχτίδα πού,
ἐνῶ ἀκόμα στὴν κοιλάδα εἶναι σκοτάδι, στὶς βουνοκορφὲς ἀρχίζει νὰ φωτίζει. Αὐτὸ
τὸ «φῶς» καὶ ἡ κρυφὴ χαρὰ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἐπαναλαμβανόμενα «ἀλληλούια»(5), ἀπὸ ὁλόκληρη
τὴ μουσικὴ ἀπόχρωση τῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸ ποὺ στὴν ἀρχὴ
παρουσιάστηκε σὰν μονοτονία τώρα ἀποκαλύπτεται σὰν εἰρήνη· ὅ,τι ἀκουγόταν σὰν
θλίψη βιώνεται τώρα σὰν τὴν ἐντελῶς πρώτη κίνηση τῆς ψυχῆς νὰ ξαναβρεῖ τὸ
χαμένο βάθος της. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ πρῶτος στίχος τοῦ «ἀλληλούια» διακηρύττει κάθε
πρωὶ στὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς: «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρός σε, ὁ
Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
«Χαρμολύπη» λοιπὸν
εἶναι: ἡ θλίψη γιὰ τὴν ἐξορία μου, γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχω κάνει στὴ ζωή
μου· εἶναι ἡ χαρὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγγνώμη Του, ἡ χαρὰ γιὰ τὴν
ξαναγεννημένη ἐπιθυμία γιὰ τὸ Θεό, ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι. Αὐτὴ ἀκριβῶς
εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Τέτοια εἶναι
ἡ πρώτη καὶ γενικὴ ἐπίδρασή της στὴν ψυχή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου