ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΒΟΓΙΑΤΖΗ
Θεολόγου
Καθηγητῆ τοῦ 3ου ΓΕΛ Ὑμηττοῦ,
Γραμματέα
τοῦ Ἐποπτικοῦ Συμβουλίου τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Θεολόγων,
Δρος
Θεολογίας
«ΣΧΟΛΙΑ
ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2018 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ»
περιοδικὸ
Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ (2018) 64-72
Εἶναι
γνωστὸ ὅτι ἐδῶ καὶ κάποιες δεκαετίες ἐξελίσσεται ἡ προσπάθεια τῆς ὑπο- βάθμισης
καὶ τῆς οὐσιαστικῆς κατάργησης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στὸ ἑλληνικὸ
σχολεῖο. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἀναλάβει μιὰ φαινομενικὰ ἑτερόκλητη συμμα- χία, ἀριστερῶν,
κεντρώων καὶ δεξιῶν ὀπαδῶν τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ καὶ τῆς ἀποδόμησης τῶν ἐθνικῶν
παραδόσεων, ποὺ ἐργάζεται ἐντατικὰ γιὰ νὰ ἀποδυναμώσει τοὺς πυλῶνες τῆς ἑλληνικῆς
ταυτότητας, τὴν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ καὶ ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ τὴ γλώσσα. Οἱ κατὰ τὰ
ἄλλα ἰδεολογικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἀντίπαλοι, ὁμονοοῦν ὅταν μὲ πάθος ἐπιτίθενται στὰ
θέσμια τοῦ ἔθνους, ἄλλοι μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀριστεροῦ, ἄλλοι ὡς εὐρωπαϊστὲς
καὶ κάποιοι ὡς ἀνανεωτὲς καὶ ἐκσυγχρονιστές[1].
Στὴν
ἀνίερη αὐτὴ σύναξη προχώρησαν, δυστυχῶς, ἐδῶ καὶ κάποια χρόνια, μερικοὶ
θεολόγοι καὶ ὁρισμένοι ἀρχιερεῖς. Τὰ κίνητρα τῶν νεόκοπων αὐτῶν μελῶν δὲν εἶναι
τῆς παρούσης νὰ ἀναλυθοῦν, ὅμως ἡ ἰδεολογική τους ταύτιση καὶ συμπό- ρευση μὲ
τοὺς ἀποδομητές, παρὰ τὶς φαιδρὲς ἀντιπαραθέσεις γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἔχει
πιὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ προκαλεῖ θλίψη καὶ ἀγανάκτηση σὲ κάθε πολίτη ποὺ ἀγαπᾶ καὶ
νοιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα.
Στὸ
πλαίσιο αὐτό, ἡ ἀπόφαση 660/2018 ποὺ κατήργησε τὸ ἰσχῦον πρόγραμμα σπουδῶν τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ μιὰ σημαντικὴ νίκη στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποτροπὴ
τῆς ὑποβάθμισης καὶ τῆς διάλυσής του. Στὴ συνέχεια θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ
σχολιάσουμε τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς ἀποφάσεως καὶ ἐκτενέστερα τὶς ἀπόψεις τῆς
μειοψηφίας τοῦ ΣτΕ.
A.
TO ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
Τὰ
κυριότερα σημεῖα τοῦ σκεπτικοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς:
1.
Βασικὸ στοιχεῖο τῆς συνταγματικῆς παράδοσης τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας
Τριάδος καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ πραγματικὸ γεγονὸς τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας δηλαδὴ
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
2.
Ἡ ἔννοια τῆς πρόβλεψης τοῦ ἄρ. 16, παρ. 2, εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς
συνείδησης τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης. Αὐτὸ
συνάγεται:
α.
Ἀπὸ τὸ πραγματικὸ γεγονὸς τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας.
β.
Ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ παραπάνω ἄρθρου τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 στοὺς νόμους ποὺ ἀκολούθησαν
τὴν ψήφισή του. Συγκεκριμένα οἱ βασικοὶ νόμοι τῆς ἐκπαίδευσης 309/1976 καὶ
1566/1985 (ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα) ὁρίζουν ὡς σκοπὸ τῆς παιδείας τὴν
καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης.
γ.
Ἀπὸ τὸ συνδυασμὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Συντάγματος μὲ τὴν πρόβλεψη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τῆς Σύμβασης τῆς Ρώμης γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα
(ΕΣΔΑ) ποὺ κατοχυρώνει τὸ δικαίωμα τῶν γονέων νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐκπαίδευση τῶν
παιδιῶν τους σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους θρησκευτικὲς πεποιθήσεις.
Συνεπῶς
ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἄρ. 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος κατὰ τὴν πρόσφατη καὶ παλιότερη
νομολογία δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση. Ὅπως τονίζουν ὁρισμένοι δικαστὲς τῆς
πλειοψηφίας «ἡ ἔννοια τοῦ ἱεροῦ ὡς ἔγκυρης πρότασης νοηματοδότησης τοῦ βίου ἐμφανίζεται
ἱστορικὰ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ χριστιανικὴ ὀρθοδοξία».
3.
Ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση γεννᾶται καὶ διαμορφώνεται σταδιακά, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη
τῆς σχολικῆς ζωῆς, στοὺς κόλπους τῆς οἰκογένειας. Κατὰ συνέπεια σκοπὸς τῆς
παιδείας εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἤδη δεδομένης συνείδησης. Ἡ προσπάθεια ἀλλοίωσης
καὶ κλονισμοῦ τῆς συνείδησης αὐτῆς «συνιστᾶ μορφὴ ὁμαδικοῦ προσηλυτισμοῦ ἰδιαιτέρως
σοβαρή».
4.
Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπευθύνεται ἀποκλειστικὰ στοὺς ὀρθόδοξους μαθητὲς καὶ
ὄχι στοὺς ἑτερόδοξους ἀλλόδοξους ἢ ἄθεους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν τὸ δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς,
ἐφόσον τὸ ἐπιθυμοῦν. Γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, Ἰουδαίους καὶ Μουσουλμάνους
μαθητὲς προβλέπεται διδασκαλία τοῦ οἰκείου δόγματος (ν. 4386/2016). Τὸ
δικαστήριο σημειώνει σχετικὰ ὅτι «σύμφωνα μὲ τὴν συνταγματικὴ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος
(ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ Σ/τος) καὶ τὶς διατάξεις τῶν ἄρθρων 9 καὶ 14 τῆς ΕΣΔΑ καὶ τῆς
πάρ. 1 τοῦ ΠΠΠ αὐτῆς, τὸ Κράτος δὲν μπορεῖ ρυθμίζοντας τὸ περιεχόμενο τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, νὰ στερήσει ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποὺ ἀσπάζονται ὁρισμένη
θρησκεία τὸ δικαίωμα, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζει σὲ μαθητὰς ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλες
θρησκεῖες, νὰ διδάσκονται ἀποκλειστικὰ τὰ δόγματα τῆς πίστεώς των (ὄχι δὲ καὶ τὰ
δόγματα ἄλλων θρησκειῶν)». Ἡ διάκριση αὐτὴ παραβιάζει κάθε ἔννοια δικαίου καὶ εἰσάγει
διαφορετικὴ μεταχείριση τῶν ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων μαθητῶν.
5.
Ἡ προστασία τοῦ δικαιώματος τῶν γονέων νὰ ἐκπαιδεύουν τὰ παιδιά τους σύμφωνα μὲ
τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ἐκτείνεται σὲ ὅλο το φάσμα τῶν μαθημάτων, ὅπου
οἱ θρησκειολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀναφορὲς δὲν πρέπει νὰ ἔχουν χαρακτήρα
κατηχητικὸ ἢ προσηλυτιστικὸ σὲ κάποια ἄλλη θρησκεία ἢ ἰδεολογία.
6.
Τὸ ἰσχῦον πρόγραμμα δὲν ὑπηρετεῖ τοὺς σκοποὺς ποὺ τὸ Σύνταγμα θέτει γιατί: α. Εἶναι
ἐλλιπὲς κατὰ τὸ περιεχόμενο, β. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι αὐτοτελής,
ἀμιγὴς καὶ διακριτὴ σὲ σχέση μὲ αὐτὴ τῶν ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν καὶ γ. δὲν
εἶναι ἐπαρκὴς ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χρόνου ποὺ διατίθεται. Δηλαδὴ τὸ δικαστήριο
διαπιστώνει τὴν ἀκαταλληλότητα τῆς θεματικῆς διάρθρωσης ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα
τὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς συνοχῆς τῆς διδασκαλίας τῆς ὀρθόδοξης
πίστης. Σχετικὰ ἡ ἐλάσσων πλειοψηφία διαπιστώνει στὸ σκεπτικό της ὅτι στὸ
πρόγραμμα κυριαρχεῖ ἡ θρησκειολογικὴ ἐνημέρωση καὶ ὡς ἐκ τούτου παραβιάζεται ἡ ὑποχρέωση
τῆς μετάδοσης «τοῦ βιώματος τοῦ ἱεροῦ ἀντλουμένου, κατὰ πρόσφορο τρόπο, ἀπὸ τὴ
χριστιανικὴ ὀρθοδοξία».
7.
Γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἀπαλλαγῶν τόσο ἡ πλειοψηφία, ὅσο καὶ ἡ μειοψηφία τοῦ δικαστηρίου
ἀναγνωρίζουν τὸ δικαίωμα αὐτὸ μόνο στοὺς ἑτερόδοξους, τοὺς ἀλλόδοξους καὶ τοὺς ἄθεους
καὶ θεωροῦν θεμιτὴ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θρησκεύματος γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ
δικαιώματος αὐτοῦ.
Β.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Ἡ
μειοψηφία τοῦ Δικαστηρίου, 5 στοὺς 20 δικαστές, προβάλλει ὁρισμένα ἀπὸ τὰ γνωστὰ
ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιπάλων τοῦ μαθήματος, τὰ ὁποῖα θὰ σχολιάσουμε ἐκτενέστερα
στὴ συνέχεια:
1.
Οἱ μειοψηφήσαντες δικαστὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ προμετωπίδα τοῦ Συντάγματος καὶ ἡ
πρόβλεψη γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσα θρησκεία δὲν ἐπηρεάζουν τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας καὶ δὲν ὑπονοοῦν προνομιακὴ μεταχείριση τῶν ὀρθοδόξων ὡς πρὸς αὐτό.
Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι σωστά, ἀλλὰ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ὑπόθεση ποὺ συζητεῖται.
Οἱ
ἴδιοι ἑρμηνεύουν τὸ ἄρ. 16 παρ. 2 μὲ διαφορετικὸ τρόπο καὶ σημειώνουν ὅτι ὡς
"ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως" νοεῖται ἡ ἐξοικείωση τῶν
μαθητῶν μὲ τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορική του πορεία καὶ στὴ σύγχρονη
πραγματικότητα, μὲ ἔμφαση βεβαίως στὴν παρουσίαση τῶν διδαγμάτων καὶ τῶν ἀρχῶν
τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδὴ τῆς "ἐπικρατούσας" θρησκείας μὲ τὴν προεκτεθεῖσα
ἔννοια».
Ἡ
θέση αὐτὴ τῆς μειοψηφίας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ἔχει
διατυπωθεῖ, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ συνταγματολόγους τοῦ κεντροαριστεροῦ
χώρου, ὅπως οἱ Δ. Τσάτσος, Γ. Κουμάντος καὶ Γ. Σωτηρέλλης καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ
τοὺς ὑπουργούς[2].
Πέρα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῆς πλειοψηφίας ποὺ παραθέσαμε προηγουμένως καὶ συνιστοῦν
τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τοῦ Συντάγματος, θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι τὸ
«θρησκευτικὸ φαινόμενο» εἶναι μιὰ ἔννοια γενικὴ τῆς ὁποίας ἡ πραγματικὴ ἔκφραση
εἶναι τὰ διάφορα θρησκεύματα. Προφανῶς, ἡ «ἐξοικείωση» μὲ μιὰ ποικιλία
θρησκευμάτων καὶ ἠθικῶν συμπεριφορῶν νοεῖται ὄχι μόνο ὡς γνωστική, ἀλλὰ καὶ
βιωματική. Ὅπως, ὅμως, ὑποστηρίζει ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα ἐπιστημονικὴ θεώρηση, οἱ
θρησκεῖες εἶναι διακριτὰ καὶ αὐτόνομα συστήματα ποὺ συγκροτοῦνται ἀπὸ δόγματα
καὶ διδασκαλίες, διηγήσεις, λατρευτικὲς πράξεις, ἔθιμα, καλλιτεχνικὰ ἔργα,
καθημερινὲς συνήθειες, ἠθικὲς ἐντολὲς καὶ συνοπτικὰ ἀπὸ ποικίλες μορφὲς ζωῆς. Ἐπιπλέον
σὲ ὅλες τὶς μεγάλες θρησκεῖες ὑπάρχουν, ὅπως καὶ στὸν Χριστιανισμό, κλάδοι καὶ
σχολὲς μὲ ἀποκλίνουσες καὶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις διαμετρικὰ ἀντίθετες
διδασκαλίες καὶ ἠθικὲς πρακτικές. Μὲ βάση τὴ διαπίστωση αὐτὴ ἐξοικείωση,
γνωστικὴ καὶ βιωματική, μὲ μιὰ θρησκεία μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ τὴν ἔνταξη
τοῦ ἀτόμου στὸν κόσμο της καὶ ὁπωσδήποτε δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντικείμενο
σχολικοῦ μαθήματος ἡ ἐξοικείωση μὲ πολλὲς διαφορετικὲς θρησκεῖες καὶ τὶς
παραλλαγές τους. Τὸ ἐγχείρημα αὐτό, τὸ ὁποῖο προτείνει ἡ μειοψηφία τοῦ Σ.τ.Ε.
στηρίζοντας τὸ ἰσχῦον πρόγραμμα, εἶναι ἐπιστημονικὰ καὶ παιδαγωγικὰ ἀπαράδεκτο
καὶ τὸ μόνο ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει εἶναι ἡ πρόκληση σύγχυσης καὶ κλονισμοῦ στοὺς
μαθητὲς καὶ ἡ ὑποβάθμιση χρονικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τῆς διδασκαλίας τῆς ὀρθόδοξης
χριστιανικῆς παράδοσης.
Ἀπὸ
τὰ παραπάνω συνάγεται ὅτι ἡ ὀρθὴ ἐπιστημονικὰ καὶ παιδαγωγικὰ μέθοδος εἶναι γιὰ
τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἡ διδασκαλία τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ βιώματος τοῦ ἱεροῦ
ποὺ συμπληρώνεται μὲ τὴ μετάδοση ἀξιόπιστων γνώσεων καὶ πληροφοριῶν γιὰ τὶς ἄλλες
θρησκεῖες καὶ φιλοσοφικὲς θεωρήσεις (θρησκευτικὸς γραμματισμὸς - μάθηση γιὰ τὴ
θρησκεία), μὲ κύριο στόχο τὴ γνωριμία, τὴν ἀλληλοκατανόηση καὶ τὴν εἰρηνικὴ
συνύπαρξη μὲ τοὺς πιστούς τους καὶ σὲ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο τὴν ἐνθάρρυνση τῆς
συνεργασίας σὲ κοινὲς δραστηριότητες γιὰ τὴ βελτίωση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων.
2.
Παρατηροῦν, ἐπίσης, ὅτι «ἡ ἀνάπτυξη τῆς "ἐθνικῆς συνειδήσεως" κατὰ τὸ
Σύνταγμα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη "θρησκευτικῆς συνειδήσεως" οὔτε
ἀπὸ τὴν πίστη σὲ συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση ἀπολύτως
θεμιτῶς μπορεῖ νὰ ἔχουν καὶ ὅσοι ἀσπάζονται διαφορετικὸ ἢ δὲν ἀσπάζονται κανένα
θρήσκευμα». Ἂν ἔτσι συμβαίνει θὰ πρέπει νὰ διερωτηθοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ κριτήρια
τῆς ἑλληνικότητας καὶ πῶς μπορεῖ αὐτὰ νὰ διαχωριστοῦν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη
παράδοση. Γιατί οἱ δικαστὲς αὐτοί, ἐνῶ ὀρθὰ ἀποδέχονται ὅτι «ὡς ἀνάπτυξη τῆς
"ἐθνικῆς συνείδησης" νοεῖται ἡ συνειδητοποίηση τῆς συμμετοχῆς στὴν ἐθνικὴ
κοινότητα ποὺ προσδιορίζεται διαχρονικὰ ὡς ἑλληνικὴ μὲ πολιτιστικὰ καὶ γλωσσικὰ
κριτήρια», ἀρνοῦνται τὸ ἴδιο γιὰ τὴ θρησκευτικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων καὶ ζητοῦν
αὐτὴ νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ καλλιεργηθεῖ μὲ τὴν «ἐξοικείωση» μὲ πολλὲς διαφορετικὲς
θρησκεῖες καὶ πολιτισμοὺς καὶ ὄχι μὲ τὴ συνειδητοποίηση τῆς μετοχῆς στὴν οἰκεία
θρησκευτικὴ κοινότητα, τῆς ὁποίας, ἄλλωστε οἱ μαθητὲς εἶναι ἐνεργὰ μέλη;
3.
Ἡ μειοψηφία ὑποστηρίζει, ἀκόμα, ὅτι τὸ «Κράτος κατὰ τὴν παροχὴ τῆς ἐκπαίδευσης,
περιλαμβανομένου τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τους
μαθητὲς καὶ ὄχι μόνον σὲ ὀρθοδόξους μαθητὲς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβάλλει
συγκεκριμένη "κοσμοθεωρία" ὡς τὴν μόνη ἀποδεκτὴ ἢ ἀληθινή, ἀλλὰ ὀφείλει
τηρώντας τὴν ἀρχὴ τῆς οὐδετερότητας, νὰ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις ὥστε οἱ
μαθητὲς νὰ διαμορφώσουν ἐλεύθερα τὴν προσωπικότητά τους καὶ νὰ ἐπιλέξουν κριτικὰ
τὴν κοσμοαντίληψη τῆς ἀρεσκείας τους». Ἀποροῦμε σὲ ποιὰ χώρα τοῦ κόσμου καὶ σὲ
ποιὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα δὲν διδάσκονται κοσμοθεωρίες, ἀξίες καὶ συμπεριφορὲς ὡς
μόνες ἀληθινὲς ἢ τουλάχιστον οἱ καλύτερες σὲ σύγκριση μὲ ἄλλες. Στοὺς στόχους τῆς
ἐκπαίδευσης δὲν συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ καλλιέργεια δημοκρατικῆς συνείδησης; Οἱ
δημοκρατικὲς ἀξίες δὲν προβάλλονται ὡς οἱ μόνες ἀποδεκτές; Μήπως οἱ μαθητὲς ἐξοικειώνονται
μὲ τὶς φασιστικὲς καὶ τὶς ναζιστικές, τὶς κομμουνιστικὲς καὶ τὶς ὀλιγαρχικὲς ἀξίες
καὶ μετὰ καλοῦνται νὰ ἐπιλέξουν κριτικὰ τὴν κοσμοαντίληψη τῆς ἀρεσκείας τους; Ἕνας
μαθητὴς μὲ ρατσιστικὲς ἰδέες καὶ συμπεριφορὰ γίνεται ἀνεκτὸς ἢ μήπως ἀποδοκιμάζεται
ἢ καὶ τιμωρεῖται στὸ σχολεῖο; Ὅταν οἱ μαθητὲς διδάσκονται τὴν πίστη στὴν πατρίδα
καὶ τὸ σεβασμὸ στὴ σημαία τηρεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς οὐδετερότητας; Ὑπάρχει ἕνας ὄχι εὐκαταφρόνητος
ἀριθμὸς Ἑλλήνων πολιτῶν ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ διαφόρων ἀποχρώσεων ἀντιδημοκρατικὲς
ἀντιλήψεις. Ἄλλοι ἀπεχθάνονται τὴν ἀξία τῆς πατρίδας καὶ καῖνε τὶς σημαῖες.
Μήπως οἱ ἀπόψεις τους διδάσκονται στὸ σχολεῖο παράλληλα μὲ τὶς δημοκρατικὲς καὶ
πατριωτικὲς ἀξίες;
Ἀλλὰ
καὶ στὴ νομολογία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ ὑποθ.
Kjeldsen, 7.12.1996, σκ. 53) ἀναγνωρίζεται ὅτι «στὴν πράξη εἶναι πολὺ δύσκολο
γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ μαθήματα ποὺ διδάσκονται, νὰ μὴν ἔχουν, λιγότερο ἢ
περισσότερο, ἀποχρώσεις καὶ ἐπιρροὲς φιλοσοφικοῦ χαρακτήρα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ
γιὰ τὸ θρησκευτικὸ χαρακτήρα, ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψη τὴν ὕπαρξη θρησκειῶν ποὺ
συγκροτοῦν ἕνα εὐρὺ σύνολο δογματικῶν καὶ ἠθικῶν ὀντοτήτων, ποὺ ἔχει ἢ μπορεῖ νὰ
ἔχει ἀπαντήσεις σὲ κάθε ἐρώτηση φιλοσοφικῆς, κοσμολογικῆς ἢ ἠθικῆς φύσεως».
4.
Στὴ συνέχεια τῆς προηγούμενης ἄποψης οἱ δικαστὲς τῆς μειοψηφίας ὑποστηρίζουν ὅτι:
«Τὸ Σύνταγμα καὶ οἱ διεθνεῖς συμβάσεις ποὺ προαναφέρθηκαν οὐδόλως ὑποχρεώνουν τὸν
νομοθέτη νὰ προσδώσει στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀμιγῶς ὁμολογιακὸ ἢ κατηχητικὸ
χαρακτήρα, διότι τοῦτο θὰ ἰσοδυναμοῦσε ὄχι μὲ ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνείδησης
μὲ τὴν προεκτεθεῖσα ἔννοια, ἀλλὰ μὲ "ἐπιβολὴ θρησκευτικῆς συνείδησης"
συγκεκριμένου περιεχομένου, ὅπερ ἀντίκειται στὶς ἀρχὲς τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας
καὶ τῆς πολυφωνίας ποὺ διέπουν τὴν παροχὴ τῆς ἐκπαίδευσης ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ
ματαιώνουν τὸ δικαίωμα τοῦ μαθητῆ νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ διαμορφώσει κριτικὰ οὐσιῶδες
στοιχεῖο τῆς προσωπικότητάς του καὶ τῆς ἀντίληψής του γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο».
Ὅπως, ὅμως, παρατηρεῖ τὸ σκεπτικὸ τῆς πλειοψηφίας ὁ χῶρος γέννησης τῆς
θρησκευτικῆς συνείδησης δὲν εἶναι τὸ σχολεῖο ἀλλὰ ἡ οἰκογένεια. Ἑπομένως, εἶναι
παράλογο τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ ὀρθόδοξο μάθημα στὸ σχολεῖο «ἐπιβάλλει»
θρησκευτικὴ συνείδηση στοὺς βαπτισμένους χριστιανούς. Ἐξάλλου, ὅσοι ἀπομακρύνονται
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς κοινότητες ἢ εἶναι ἄθεοι
διατηροῦν τὸ δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς, ποὺ προστατεύει τὴ θρησκευτική τους ἐλευθερία.
Γιατί, ὅμως, οἱ δικαστὲς δὲν ἐξηγοῦν πῶς γίνεται νὰ εἶναι κακὴ ἡ «ἐπιβολὴ
συνείδησης» γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους καὶ καλὴ γιὰ τὶς τρεῖς ἄλλες θρησκευτικὲς
κοινότητες; Σὲ ποιὸ κράτος τοῦ κόσμου ὑπάρχει διπλὸ καθεστὼς διδασκαλίας τῶν
θρησκευτικῶν;
Οἱ
ἴδιοι, ὡς ἐπιφανῆ μέλη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὄφειλαν νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ ὀρθόδοξο
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι πλουραλιστικὸ καὶ καλλιεργεῖ τὴν κριτικὴ σκέψη, ἀφοῦ
ἡ μέθοδος καὶ ὁ τρόπος διδασκαλίας του, ἔτσι ὅπως στοιχειοθετεῖται καὶ
προσφέρεται στὰ μαθήματα τῆς Γενικῆς Παιδαγωγικῆς καὶ τῆς Διδακτικῆς τῶν
Θρησκευτικῶν, στὶς ἀποκλειστικὰ ἁρμόδιες γιὰ τὴν κατάρτιση τῶν καθηγητῶν Θεολογικές
μας σχολές, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ ὁποιαδήποτε λογικὴ κατηχητισμοῦ ἢ δογματικοῦ
διαποτισμοῦ ἢ μὲ πρακτικὲς ἐπιβολῆς συγκεκριμένων θρησκευτικῶν δοξασιῶν[3]. Οἱ
διδάσκοντες τὸ μάθημα διέπονται ἀπὸ τὸ ἦθος τοῦ διαλόγου καὶ τῆς ἀνοιχτῆς
συνείδησης[4], ὅπως ἐπιβάλλεται
σὲ ἕνα σύγχρονο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα.
5.
Σὲ συνέχεια τῶν προηγουμένων σκέψεων ἡ μειοψηφία ὑποστηρίζει ὅτι «ναὶ μὲν οἱ
κείμενες διατάξεις παρέχουν τὴν δυνατότητα ἐξαίρεσης τοῦ μαθητῆ ἀπὸ μάθημα ποὺ ἀντίκειται
στὶς θρησκευτικές του πεποιθήσεις ἢ τὶς πεποιθήσεις τῶν γονέων του, πλὴν ἡ ἄσκηση
τῆς δυνατότητας αὐτῆς ἀποτελεῖ ἔσχατο μέσο διότι δημιουργεῖ στεγανὰ μεταξύ των
μαθητῶν καὶ ἐνισχύει τὸ αἴσθημα τοῦ ἀποκλεισμοῦ εἰς βάρος τοῦ ὁμαδικοῦ
πνεύματος ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργεῖ τὸ σχολεῖο, τῆς ἐνσωμάτωσης στὸ σχολικὸ
περιβάλλον καὶ τῆς κοινωνικοποίησης τοῦ παιδιοῦ (ΕΔΔΑ προαναφερθεῖσα ἀπόφαση
Osmanoglu, σκ.103). Ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν
πολυφωνικὸ καὶ ἀξιολογικὰ οὐδέτερο κατὰ τὰ ἐκτεθέντα». Ἡ ἀσαφὴς αὐτὴ παράγραφος
μπορεῖ νὰ ἔχει δύο ἑρμηνεῖες: α. Ὅτι οἱ ἀπαλλαγὲς πρέπει νὰ καταργηθοῦν. Αὐτὸ ὅμως
δὲν εἶναι δυνατό, ὅπως ἔχει ἐπανειλημμένα ἀποφασίσει τὸ ΕΔΔΑ καὶ γι' αὐτὸ δὲν
προτείνουν τὴν κατάργησή τους. β. Ὅτι μὲ τὸ ἰσχῦον πρόγραμμα θὰ μειωθοῦν οἱ ἀπαλλαγές.
Πῶς ὅμως θὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ τὸ διαθρησκειακὸ μάθημα δὲν μπορεῖ, ὡς οὐδέτερο, νὰ
εἶναι ὑποχρεωτικὸ οὔτε γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους;
6.
Ἡ πρόταση τῶν δικαστῶν εἶναι «ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν πολυφωνικὸ καὶ ἀξιολογικὰ
οὐδέτερο». Τὸ ὀρθόδοξο μάθημα εἶναι πολυφωνικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀξιολογικὰ οὐδέτερο,
γιατί ἁπλούστατα δὲν ὑπάρχει ἀξιολογικὰ οὐδέτερο μάθημα. Εἶναι φανερὸ ὅτι στὶς
παραπάνω σκέψεις οἱ μειοψηφίσαντες δικαστὲς ἀντιφάσκουν χαρακτηριστικά. Ἀπὸ τὴ
μιὰ ἀποφαίνονται ὅτι τὸ μάθημα πρέπει νὰ εἶναι «οὐδέτερο» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη
παραβλέπουν ὅτι οἱ προσδοκώμενες ἐπάρκειές του ὑποχρεώνουν τοὺς μαθητὲς νὰ ὑποστοῦν
μιὰ κοσμικὴ ἰδεολογικὴ καὶ ἠθικὴ ἀγωγὴ μὲ στόχο τὴ διαμόρφωση μιᾶς συγκρητιστικῆς
οἰκουμενικῆς συνείδησης. Ἡ ἀγωγὴ τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιπλέον
διδάσκεται ἀποκλειστικὰ μὲ βιωματικὲς μεθόδους, πραγματοποιεῖται μὲ τὴ
διαθρησκειακὴ μέθοδο, μὲ τὴν ὁποία τὰ παιδιὰ βρίσκονται ἀντιμέτωπα μὲ ἕνα
νεφέλωμα σκόρπιων ἰδεῶν, ἐννοιῶν καὶ πρακτικῶν ἀπὸ διάφορες θρησκεῖες, τῶν ὁποίων
τὶς διδασκαλίες καὶ τὶς πρακτικὲς καλοῦνται νὰ ἀφομοιώσουν, νὰ ἀξιολογήσουν καὶ
νὰ βροῦν ἀπαντήσεις σὲ δικά τους ὑπαρξιακὰ καὶ ἠθικὰ ἐρωτήματα. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ
μαθητὲς ἀσχολοῦνται μὲ πολλὲς θρησκεῖες καὶ στὴ συνέχεια καλοῦνται νὰ ἀναπτύξουν
τὴ δική τους «προσωπικὴ» θρησκεία. Ὅπως εἶναι φανερό το ἰσχῦον μάθημα ὄχι μόνο
δὲν εἶναι οὐδέτερο, ἀλλὰ βασίζεται σὲ ἰδεολογικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες ποὺ ἀντιστρατεύονται
τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἑπομένως συνιστᾶ σοβαρὴ περίπτωση προσηλυτισμοῦ σὲ
μιὰ ἀντιχριστιανικὴ σχετικιστικὴ κοσμικὴ ἰδεολογία καὶ πρόταση ζωῆς.
Ἕνα
σύγχρονο ἑλληνικὸ μάθημα Θρησκευτικῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὸν
συγκρητισμό, τὸν σχετικισμὸ καὶ τὸν μηδενισμό, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν ἰσοπεδωτικὴ
καὶ οὐδέτερη διαθρησκειακὴ διδασκαλία, ἀλλὰ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ δημιουργήσει τὶς
κατάλληλες προϋποθέσεις, ὥστε ὁ μαθητής, ἀφοῦ ἀναπτύξει καὶ διαμορφώσει πρωτίστως
τὶς δικές του πεποιθήσεις καὶ ἀξίες, νὰ μπορεῖ νὰ ἀξιολογεῖ, νὰ κρίνει, καὶ νὰ
διαλέγεται μὲ ἄλλες θρησκευτικές, ἠθικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις καὶ στάσεις
ζωῆς. Τὸ μάθημα μέσω τοῦ διαλόγου ἀποκρούει τόσο τὴ σχετικοκρατία ὅσο καὶ τὸν
φονταμενταλισμὸ καὶ παρέχει στοὺς μαθητὲς τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ νὰ μπορέσουν
νὰ ἀναπτύξουν, στὸ σύγχρονο πλουραλιστικὸ περιβάλλον, τὴ δική τους
προσωπικότητα καὶ τὴ δική τους συνείδηση ταυτότητας.
7.
Στὶς ἀπόψεις τῆς μειοψηφίας δὲν ἀποφεύγεται ἡ συνηθισμένη στὴν ἰδεολογικὴ
συμμαχία διαστρέβλωση τῆς νομολογίας τοῦ ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, παραπέμπουν ἀποσπασματικὰ
στὴν ἀπόφαση Kjeldsen γράφοντας: «Εἰδικότερα, τὸ πρόγραμμα θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης
μπορεῖ μὲν νὰ περιλαμβάνει "πληροφορίες ἢ γνώσεις θρησκευτικοῦ
χαρακτήρα" πλὴν ἡ μετάδοσή τους πρέπει νὰ εἶναι "ἀντικειμενική,
κριτικὴ καὶ πλουραλιστικὴ" καὶ νὰ μὴν ἐπιδιώκει "κατηχητικὸ σκοπὸ"
(ΕΔΔΑ 7.12.1996, Kjeldsen, σκ. 53). Ὅμως, ὁλοκληρωμένο τὸ παραπάνω παραθέμα ἀνα-
δεικνύει ἕνα διαφορετικὸ νόημα: «Τὸ κράτος γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐκπαιδευτική
του ἀποστολὴ πρέπει νὰ φροντίζει ὥστε οἱ πληροφορίες ἢ οἱ γνώσεις ποὺ περιλαμβάνονται
στὸ πρόγραμμα νὰ μεταδίδονται μὲ ἕνα τρόπο κριτικό, πολυφωνικὸ καὶ ἀντικειμενικό.
Τὸ κράτος ἀπαγορεύεται νὰ προωθεῖ ἕνα κατηχητικὸ σκοπό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ
θεωρηθεῖ ὅτι δὲ σέβεται τὶς θρησκευτικὲς καὶ φιλοσοφικὲς πεποιθήσεις τῶν
γονέων». Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ παράγραφος αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται σὲ κατήχηση στὸ
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀλλὰ στὰ ὑπόλοιπα μαθήματα, ἀφοῦ ἡ ὑπόθεση Kjeldsen γιὰ
τὴν ὁποία γίνεται λόγος ἀφορᾶ τὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Σεξουαλικῆς ἀγωγῆς
στὴ Δανία[5].
Τέλος,
στὸ σκεπτικὸ τῆς μειοψηφίας δὲν γίνεται καθόλου λόγος γιὰ τὴν παραβίαση τῆς ἀρχῆς
τῆς ἰσότητας σὲ βάρος τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ εἶναι εὔλογη, γιατί ἡ
ἀντίφαση μὲ τὶς προτάσεις της γιὰ τὸ μάθημα εἶναι κραυγαλέα. Ἄν, δηλαδή, στὰ
Θρησκευτικὰ πρέπει νὰ τηρεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς οὐδετερότητας, τότε γιατί διδάσκεται
στοὺς Καθολικοὺς ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, στοὺς Ἑβραίους ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ στοὺς
Μουσουλμάνους ὁ Ἰσλαμισμός, ἐνῶ στοὺς Ὀρθόδοξους ὁ συγκρητισμὸς τῆς «οἰκουμενικῆς
συνείδησης»; Προφανῶς ἡ ἀρχὴ τῆς δῆθεν οὐδετερότητας ἐφαρμόζεται μόνο γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους
πολίτες καὶ λειτουργεῖ ὡς πρόσχημα γιὰ τὴν παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῆς
πλειοψηφίας καὶ ὡς μέσο ἐπιβολῆς τῆς ἀθεϊστικῆς ἰδεολογικῆς ἀτζέντας τοῦ ἰσοπεδωτικοῦ
τῶν συνειδήσεων κοσμοπολιτισμοῦ.
Γ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οἱ
κοινωνικές, πολιτικὲς καὶ ἐκπαιδευτικὲς ἐπιπτώσεις τῆς ἀπόφασης 660/2018 τοῦ ΣτΕ
εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὲς σὲ πολλὰ ἐπίπεδα:
1.
Ἡ κατοχύρωση τοῦ μαθήματος καὶ τῆς ἐργασίας τῶν Θεολόγων Καθηγητῶν.
Σύμφωνα
μὲ τὴν ἀπόφαση:
α.
Τὸ μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους μαθητὲς καὶ τὸ παρακολουθοῦν καὶ
ὅσοι ἄλλοι τὸ ἐπιθυμοῦν.
β.
Πρέπει νὰ διδάσκεται ἐπὶ ἱκανὸ ἀριθμὸ ὡρῶν.
γ.
Δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἔχουν οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ ἀλλόδοξοι καὶ οἱ ἄθεοι.
Ἀντίθετα
μὲ τὸ ἰσχῦον πρόγραμμα:
α.
Τὸ μάθημα, ὡς οὐδέτερο - διαθρησκειακὸ εἶναι στὴν οὐσία προαιρετικό, ἀφοῦ ὅλοι
οἱ μαθητὲς (καὶ οἱ ὀρθόδοξοι) ἔχουν δικαίωμα ἁπαλλαγῆς[6][1].
β.
Οἱ ὧρες τοῦ μαθήματος μποροῦν νὰ μειώνονται κατὰ τὴ βούληση τοῦ Ὑπουργοῦ, ὅπως
συνέβη μὲ τὴ μείωση τῶν ὡρῶν στὸ Δημοτικὸ ἀπὸ τὸν Ν.φίλη.
γ.
Τὰ θρησκευτικὰ δὲν εἶναι κανονικὸ μάθημα, ἀφοῦ δὲν ἔχουν ἐγχειρίδια, διδακτέα
καὶ ἐξεταστέα ὕλη καὶ γι' αὐτό σε τυχὸν ἐπαναφορὰ ἑνὸς πανελλαδικοῦ συστήματος ἐξετάσεων,
τύπου τράπεζας θεμάτων, θὰ περιθωριοποιηθοῦν καὶ σταδιακά, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς ἐλεύθερες
ἀπαλλαγές, θὰ ἐξαφανιστοῦν.
Ὅπως
ἀβίαστα συνάγεται ὁ ὀρθόδοξος προσανατολισμὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ
κατοχυρώσει τὴν ἰσχυρὴ θέση τοῦ μαθήματος στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο καὶ συνακόλουθα
τὴ θέση τῶν Θεολόγων Καθηγητῶν. Ὅσο γιὰ τὸ ἐπαναλαμβανόμενο παραμύθι, ὅτι δῆθεν,
ὡς διαθρησκειακό, τὸ μάθημα μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους, αὐτὸ
κατέρρευσε μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἰσχύοντος προγράμματος.
2.
Οἱ κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἐπιπτώσεις.
Μὲ
τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀνωτάτου δικαστηρίου ἐπαναβεβαιώθηκε ἡ βούληση τοῦ ἑλληνικοῦ
λαοῦ σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Ὅπως γράφαμε σὲ
προηγούμενο κείμενό μας γιὰ τὸ, τότε πιλοτικό, πρόγραμμα σπουδῶν: «Ἡ εἰσαγωγὴ αὐτοῦ
τοῦ τύπου τῆς θρησκευτικῆς παιδείας στὴν Ἑλλάδα εἶναι ἀντίθετη, ὄχι μόνο μὲ τὶς
συνταγματικὲς καὶ νομικὲς πρόνοιες γιὰ τὸν χαρακτήρα τοῦ μαθήματος, ἀλλὰ καὶ μὲ
τὴ θρησκευτικὴ καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα τῆς χώρας μας. Ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ἑλληνικῆς
θρησκευτικῆς παιδείας εἶναι σήμερα, καὶ πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι, ἡ
καλύτερη γνωριμία καὶ ἡ βιωματικὴ προσέγγιση τῶν μαθητῶν/τριῶν μὲ τὴν ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ πρόταση ζωῆς καὶ ἡ παρουσίαση στοὺς νέους μας τῆς
συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὴ διαμόρφωση τῆς
ταυτότητας καὶ τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. Κι αὐτὸ γιατί ἡ ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ πίστη τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων καὶ ὄχι ἁπλὰ
ἡ πολιτισμική τους παράδοση. Συνεπῶς ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στὸ σχολεῖο,
στοὺς μαθητὲς ποὺ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ σὲ ὅσους ἄλλους τὸ ἐπιθυμοῦν, εἶναι ἀναπόσπαστο
στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ ἀγωγῆς, ὡς βασικὸς συντελεστὴς τῆς
διαμόρφωσης τῆς ταυτότητας καὶ τῆς ἰδιοπροσωπία τους»[7].
Τὸ
προηγούμενο ὀρθόδοξο πρόγραμμα παρακολουθοῦσε ἡ συντριπτικὴ πλειο- ψηφία τῶν
μαθητῶν, ἐνῶ οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς λίγες ἀπαλλαγὲς ἦταν προσχηματικές. Αὐτὸ
καὶ μόνο το γεγονὸς ἀποδεικνύει ὅτι τὸ μάθημα ἦταν ἀνοιχτὸ καὶ πλουραλιστικό,
χωρὶς νὰ χάνει τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ προσανατολισμό του. Ἐπιπρόσθετα, ἡ τάση
ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὴ νομολογία τοῦ ΕΔΔΑ τονίζει ὅτι ἡ φιλελεύθερη ἰσορροπία
καὶ ἡ οὐδετερότητα τοῦ κράτους ἀπέναντι στὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις δὲν ἐξασφαλίζεται
μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀθεϊστικῆς οὐδετερόθρησκης ἰδεολογίας πάνω στὶς ὑπόλοιπες
θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις καὶ μάλιστα στὶς πεποιθήσεις τῆς πλειοψηφίας τοῦ λαοῦ. Ὁ
πλουραλισμὸς δὲν ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς προβολῆς τῶν θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ τὴ διευκόλυνση τῆς ἔκφρασής τους στὸ Δημόσιο
σχολεῖο[8]. Συνεπῶς, ἡ
ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση, ἀλλὰ μᾶς ἐναρμονίζει μὲ τὶς
τελευταῖες ἐξελίξεις τοῦ διεθνοῦς καὶ εὐρωπαϊκοῦ δικαίου προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων
δικαιωμάτων, ὅπως αὐτὲς ἐκφράστηκαν ἀπὸ τὸ δικαστήριο τοῦ Στρασβούργου, βάσει τῶν
ὁποίων τὸ δικαίωμα στὴν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως
τοῦ κάθε παιδιοῦ ἀνήκει στοὺς γονεῖς καὶ στὸ ἴδιο καὶ ὄχι στὸ κράτος, στὰ
κόμματα, στὶς ἰδεολογίες ἢ στοὺς «προοδευτικοὺς» καὶ μὴ πανεπιστημιακούς.
Ἡ
ἀπόφαση 660/2018 τοῦ ΣτΕ ἐπιβεβαίωσε τὴν προηγούμενη νομολογία του, δηλ. τὶς ἀποφάσεις
3356/1995 καὶ 2176/1998, καθὼς καὶ τὴν ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου
Χανιῶν. Γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ὁλομέλεια καὶ μὲ μεγάλη πλειοψηφία 20 πρὸς 5, ἀπέρριψε
τὶς παρερμηνεῖες τοῦ Συντάγματος τῶν «προοδευτικῶν» συνταγματολόγων, πολιτικῶν
καὶ θεολόγων καὶ ἐπιβεβαίωσε ὡς ὑποχρεωτικὸ τὸ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν. Κατανοοῦμε τὴν ταραχὴ τῶν ἀποδομητῶν. Θλιβερὲς καρικατοῦρες τοῦ
χρεοκοπημένου «προοδευτισμοῦ» κατηγοροῦν καὶ ὑβρίζουν, ἐνῶ συγχρόνως ἀρνοῦνται
τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀποφάσεως, δηλαδὴ τὴ νομιμότητα. Ἔτσι ἀποκαλύπτονται σὲ ὅλους ὡς
ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς δημοκρατίας, ἀπομεινάρια ἑνὸς ἰδεοληπτικοῦ παρελθόντος
ποὺ ἔφερε τὴ χώρα στὸ σημερινό της ἀδιέξοδο. Μαζί τους καὶ κάποιοι μηδίσαντες ἱεράρχες
συνεχίζουν, μοιραῖοι καὶ ἄβουλοι, τὸ «διάλογο» γιὰ τὸ καταργημένο πρόγραμμα καὶ
τὰ παιχνίδια ἐξουσίας. Στοὺς τελευταίους ταιριάζουν οἱ στίχοι ἀπὸ τὴν προφητεία
Ἰεζεκιὴλ (κεφ. 34), τοὺς ὁποίους ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε ὡς προοίμιο
στὸ πάντοτε ἐπίκαιρο διήγημά του «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Δεσπότη»: «Τάδε λέγει
Κύριος Κύριος. Ὢ ποιμένες Ἰσραήλ. Μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; οὐχὶ τὰ πρόβατα
βόσκουσιν οἱ ποιμένες;» (Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Κύριος ὁ Θεός: Ἀλίμονο σ' ἐσᾶς
ποιμένες τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ τρέφετε τὸν ἑαυτό σας! Δὲ θὰ ἔπρεπε οἱ ποιμένες νὰ
τρέφουν τὰ ποίμνια;).
[1]Χαρακτηριστικό
των ἰδεολογικῶν αὐτῶν ταυτίσεων εἶναι τὸ πρόσφατο (22/4/2018) σχόλιο τοῦ
«φιλελεύθερου» δημοσιογράφου Σ. Κασιμάτη, μὲ τίτλο «Εἶναι ἡ Ἑλλάδα»
http://www.kathimerini.gr/ 955222/opinion/epikairothta/politikh/otan-h-vlakeia-symferei..
««Μεσαιωνικὴ» ἔκρινε τὴν ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ὁ Ν. Φίλης, μὲ
τὴν ὁποία ἀνατρέπονται οἱ ἀλλαγὲς ποὺ εἶχε ἐπιφέρει στὸν τρόπο διδασκαλίας τῶν
Θρησκευτικῶν. Τί ἐκπλήσσεται; Ἀφοῦ μεσαιωνικὴ εἶναι, οὕτως ἢ ἄλλως, ἡ Ἐκκλησία.
Ἂν ἐπιμένει τόσο πολὺ στὸν τρόπο διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἐπειδὴ
γνωρίζει ὅτι μόνον ἡ ὑποχρεωτικὴ κατήχηση, μεταμφιεσμένη σὲ μάθημα Θρησκευτικῶν,
μπορεῖ νὰ συντηρεῖ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία της. Ἂν ἔπαυε ἡ ἐπίδραση τῆς
μασκαρεμένης κατήχησης μέσω τοῦ σχολείου, μέσα σὲ μιὰ γενιὰ ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶχε
πάρει τὴ θέση ποὺ τῆς ἁρμόζει σὲ μιὰ σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ πολιτεία. Θὰ εἶχε ἀρθεῖ
ἔτσι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο τῆς χώρας πρὸς τὸν Διαφωτισμὸ».
[3] Ἡρ. Ρεράκη, «Τὸ μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν σήμερα», Κοινωνία
(2009), τ.1, 28.
[4] T. Kothmann, Ὁ μορφωτικὸς
χαρακτήρας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στὴ δημόσια ἐκπαίδευση (Εὐρωπαϊκὸ
πλαίσιο-Γερμανικὸ παράδειγμα), 19, στὸ http://www.pi-schools.gr.
[5] Ἐξάλλου, στὸ σκεπτικό της ἴδιας ἀπόφασης
(Kjeldsen and others v. Denmark, παρ.53-57) τὸ δικαστήριο ἀπαντώντας στὸ ἐπιχείρημα
τῶν γονέων ὅτι ἀνάλογη μὲ τὴν ζητούμενη ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαίρεση ἀπὸ τὴν Σεξουαλικὴ Ἀγωγὴ
ἰσχύει γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν παρατηρεῖ: «Πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ Δικαστήριο
θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει μιὰ θεμελιώδης διαφορὰ μεταξὺ διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν
καὶ τῆς σεξουαλικῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ πρώτη ἐξ’ ἀνάγκης διαδίδει δόγματα (tenets)
καὶ ὄχι ἁπλὲς γνώσεις (mere knowledge). Τὸ δικαστήριο κρίνει ὅτι δὲν συμβαίνει
τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ δεύτερη».
[6] Τὸ μέλλον τοῦ μαθήματος, ὅπως τὸ ὀνειρεύονται
οἱ ἀντίπαλοί του, τὸ ἔχει περιγράψει ὁ Γ. Καμίνης σὲ πόρισμα ποὺ συνέταξε ὡς
Συνήγορος τοῦ Πολίτη (ἀρ. πρωτ. 3607.02. 2.3/7.6.2002) ὅπου ὑποστηρίζει ὅτι «τὸ
ἄρθρο 16 πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος («Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ
Κράτους καὶ ἔχει σκοπὸ τὴν ἠθικὴ … ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς
καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης») δημιουργεῖ ὑποχρέωση τῆς πολιτείας νὰ παρέχει
θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση, ὄχι ὅμως καὶ ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νὰ τὴν δέχονται. Συνεπῶς,
κατ’ ἀρχήν, δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θὰ ἔπρεπε ν’ ἀναγνωρισθεῖ
ἀκόμη καὶ στοὺς ὀρθοδόξους μαθητές».
[7] Δ. Βογιατζῆ, «Κριτικὲς
παρατηρήσεις γιὰ τὸ πλαίσιο βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Νέου πιλοτικοῦ προγράμματος σπουδῶν
τῶν Θρησκευτικῶν δημοτικοῦ – γυμνασίου», Κοινωνία,
τ. 2, (2012), 175-188 καὶ στὴν ἱστ.
http://agogi59.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html.
[8] ΕΔΔΑ, ἀποφ. 18-3-2011 γιὰ τὴ ὑποθ.
Lautsi and others v. Italy (application no. 30814/06), 41, στὴν ἱστοσελίδα
www.echr.coe.int/echr/en/hudoc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου