«Τὸ “πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα” εἶναι ἕνα λάθος»
Ὁ Εὐθύμιος Νικολαΐδης, διευθυντὴς Ἐρευνῶν τοῦ Ἰνστιτούτου Ἱστορικῶν
Ἐρευνῶν, μιλάει γιὰ τὴ σχέση ἐπιστήμης καὶ Ὀρθοδοξίας, μὲ ἀφορμὴ τὸ τριετὲς
πρόγραμμα ποὺ ὁλοκληρώθηκε πρόσφατα
Δουλγερίδης Δημήτρης, Τὰ Νέα,
8 Δεκεμβρίου 2018
Εἶναι
ἀπὸ τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἡ εἴδηση ἀφορᾶ φαινομενικὰ μία εἰδικὴ ὁμάδα ἐρευνητῶν
καὶ χάνεται ἀπὸ τὰ ραντάρ, καλῶς ἢ κακῶς, τῆς ἐπικαιρότητας. Ἀπὸ μιὰ «λοξή», ὡστόσο,
διάσταση ἕνα συνέδριο μὲ τὸν τίτλο «Ἡ σχέση ἐπιστήμης καὶ Ὀρθοδοξίας: παρελθὸν
– παρὸν – μέλλον» μοιάζει μᾶλλον ταιριαστὸ στὴν ἐπικαιρότητα κατὰ τὴν ὁποία
συζητεῖται ὁ περίφημος διαχωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Κράτους. Μὲ τὸ συνέδριο αὐτό,
ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὶς 29 Νοεμβρίου ὣς τὴν 1η Δεκεμβρίου στὸ Ἐθνικὸ Ἵδρυμα
Ἐρευνῶν, ὁλοκληρώθηκε ἡ τριετὴς ἔρευνα τοῦ προγράμματος «Ἐπιστήμη καὶ Ὀρθοδοξία
ἀνὰ τὸν Κόσμο» (Science and Orthodoxy around the World) τοῦ Ἰνστιτούτου Ἱστορικῶν
Ἐρευνῶν τοῦ ΕΙΕ, μὲ στόχο νὰ χαρτογραφήσει τὴ σχέση θετικῶν καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν
μὲ τὸν ὀρθόδοξο χριστιανισμό. Μὲ ἐρευνητὲς σὲ 10 χῶρες, μιὰ βάση δεδομένων ὡς ὑλικὸ
ἔρευνας, συνεντεύξεις, συνέδρια, ἐργαστήρια καὶ διαλέξεις, ἄρθρα σὲ ἐπιστημονικὰ
περιοδικὰ καὶ ἕνα σχετικὸ ντοκιμαντὲρ ποὺ θὰ κυκλοφορήσει τὸ 2019, ἀναδεικνύονται
οἱ πολλαπλὲς ὄψεις αὐτῆς τῆς σχέσης – ἐνίοτε παρεξηγημένης. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ
χωροῦν ἡ βιοηθική, ἡ οἰκολογία καὶ τὸ περιβάλλον, ἡ φυσικὴ καὶ ἡ κοσμολογία, ἀλλὰ
καὶ ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ψυχανάλυση. Μιλήσαμε μὲ τὸν Θύμιο Νικολαΐδη, διευθυντὴ Ἐρευνῶν
τοῦ Ἰνστιτούτου Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν, δίκην ἀπολογισμοῦ.
Ποιά,
κατὰ τὴ γνώμη σας, ἦταν τὰ σημαντικότερα ἐμπόδια ὥστε νὰ ζήσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
τὴ δική της «ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση»;
Οἱ
ἐπιστῆμες, ὅπως τὶς γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκαν καὶ ἀναπτύχθηκαν στὸν εὐρωπαϊκὸ
χῶρο ἀπὸ τὸν 16ο αἰώνα καὶ μετά. Ἡ νέα αὐτὴ γνώση προέκυψε ἀπὸ τὴ μεταμόρφωση τῆς
ἀρχαίας ἑλληνικῆς φυσικῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν μαθηματικῶν ἐπιστημῶν καὶ ἐπηρεάστηκε
ἀπὸ τὴ δυτικὴ θεολογία καὶ τὶς ἀπόψεις περὶ φύσης ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτήν. Ἔχει
γίνει πολλὴ κουβέντα ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῶν ἐπιστημῶν γιὰ τὸν ρόλο τῆς
μεταρρύθμισης καὶ γενικότερα τοῦ προτεσταντισμοῦ στὴν ἀνάπτυξη τῆς νέας ἐπιστήμης,
ὀφείλουμε ὅμως νὰ τονίσουμε ὅτι πολλοὶ βασικοὶ συντελεστές, ὅπως ὁ Γαλιλαῖος, ἦταν
καθολικοί. Μὲ τὴ σειρά τους οἱ νέες αὐτὲς ἐπιστῆμες ἐπηρέασαν τὴ δυτικὴ
θεολογικὴ σκέψη καὶ ἄλλαξαν τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση, μετατρέποντάς τη
σὲ ἕνα ἐργαλειακὸ ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης. Οἱ ὀρθόδοξες κοινότητες, εἴτε στὴν
Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία εἴτε στὴ Ρωσία, δὲν συμμετεῖχαν σὲ αὐτὲς τὶς ἀλλαγές, οἱ
ὁποῖες, προερχόμενες ἀπὸ τὸν δυτικὸ χριστιανισμό, θεωρήθηκαν ἀπὸ μερίδα τῆς Ἐκκλησίας
ὡς ὕποπτες αἱρέσεων. Παρότι οἱ νέες ἰδέες περὶ ἐπιστημῶν καὶ φύσης εἰσήχθησαν ἀπὸ
ὀρθόδοξους ἱερωμένους, μεγάλο μέρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ἡ πλειοψηφία τοῦ
κατώτατου κλήρου ἀντιστάθηκε στὴ νέα ἐπιστημονικὴ καὶ φιλοσοφικὴ σκέψη.
Τὸ
«πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα», ὅσο παρεξηγημένο κι ἂν εἶναι, ἔχει περάσει ὡς κοινὸς
τόπος ὅτι ἡ Ἐκκλησία προϋποθέτει τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ δόγμα ἀποθαρρύνοντας τὴν
ἔρευνα. Τί ἀπαντᾶτε;
Ὁ
βασικὸς χρηματοδότης τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη ὡς τὴν ἵδρυση
κρατικῶν θεσμῶν στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα ἦταν ἡ Ἐκκλησία. Ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ γιὰ
τὸ θέμα, παραμένει κλασικὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἱστορικοῦ των ἐπιστημῶν John Heilbron
«The Sun in the Church» (HUP, 2001). Τὰ ἰησουιτικὰ κολέγια τὸν 17ο αἰώνα τὰ ὁποῖα
εἶχαν συνολικὰ 50.000 μαθητές, ἦταν ὁ βασικὸς θεσμὸς διδασκαλίας μαθηματικῶν καὶ
ἀστρονομίας. Βέβαια, πάντα ὑπῆρχε ἡ μέριμνα συμβιβασμοῦ τῆς ἐπιστήμης μὲ τὶς
βασικὲς θεολογικὲς ἀρχές, αὐτὸ ὅμως τὸ βλέπουμε καὶ στοὺς μεγάλους μεταρρυθμιστὲς
τῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ὁ Νεύτωνας. Στὸν ὀρθόδοξο κόσμο, πολλὲς σχολὲς τῶν ἑλληνικῶν
κοινοτήτων ὣς τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους χρηματοδοτοῦνταν ἀπὸ τὴν Ἐεκκλησία
καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν διδασκάλων τῶν νεωτερικῶν ἐπιστημῶν ἕως τὸν 19ο αἰώνα ἦταν
κληρικοί. Ἄρα δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά σας ἀπὸ τὸ ὅτι πρόκειται γιὰ
ἕναν ἐσφαλμένο κοινὸ τόπο.
Ὑπάρχουν
τομεῖς ὅπου ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἐπιστήμη ἦρθαν πιὸ κοντά, ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὸ ἔγινε
γνωστὸ στὴ δημόσια σφαίρα; Καί, ἀντιστρόφως, ποιοὶ τομεῖς χρειάζονται περαιτέρω
ἐνθάρρυνση;
Ἂν
μιλήσουμε ἱστορικά, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἦρθαν πολὺ κοντὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἑλλήνων
πατέρων, ὅταν ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς προσπάθησαν νὰ συγκεράσουν τὶς ἐπιστημονικὲς
γνώσεις τῆς ἐποχῆς τους μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Γραφῶν. Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἑξαημέρους, τὰ κείμενα δηλαδὴ ποὺ
σχολιάζουν τὶς ἕξι ἡμέρες τῆς Δημιουργίας τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης ἀντανακλοῦν αὐτὴν τὴν προσπάθεια. Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς
τοῦ πρώτου βυζαντινοῦ οὑμανισμοῦ (τέλη 9ου αἰώνα) καὶ μετά, ὁ ἀνώτατος βυζαντινὸς
κλῆρος ταυτίστηκε μὲ τὸν ἐπιστημονικὸ χῶρο. Τὸ πρόβλημα σχετικὰ μὲ τὶς ἐπιστῆμες
(τὴ θύραθεν γνώση) ἀνέκυπτε κυρίως στὸν χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ. Ἀργότερα, στοὺς
νεώτερους χρόνους, ὁρισμένοι ἀνώτεροι κληρικοί, ὅπως π.χ. ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς ἢ
ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, βλέπουν στὶς ἐπιστῆμες τὴ μελέτη τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ καὶ
προσπαθοῦν νὰ προωθήσουν τὴ διδασκαλία τους στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα
καὶ μετά, ὅταν δηλαδὴ οἱ δύο αὐτὲς σφαῖρες διαχωρίζονται σαφῶς τόσο ἰδεολογικὰ
μὲ τὴν ἐπιστήμη νὰ μὴ χρησιμοποιεῖ πλέον τὸν Θεὸ στὶς ἐξισώσεις της ὅσο καὶ
θεσμικὰ μὲ τὴν ἵδρυση κρατικῶν θεσμῶν ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ διδασκαλίας, οἱ
χῶροι αὐτοὶ ἀπομακρύνονται. Ὅμως συγκεκριμένα θέματα, ὅπως ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης,
τοὺς ἀναγκάζουν σὲ διάλογο καὶ καμιὰ φορὰ σὲ διαμάχη.
Σὲ
σχέση μὲ ἄλλα «κέντρα» τῆς Ὀρθοδοξίας ποιὰ εἶναι ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν
Ἑλλάδα ὡς πρὸς τὴν ἀξιοποίηση τῆς ἐπιστήμης; Σὲ ποιὰ σημεῖα τοῦ κόσμου εἶναι πιὸ
προωθημένη αὐτὴ ἡ σχέση;
Ἂν
ἐννοεῖτε τὴν ἀξιοποίηση ἀπὸ τὰ κράτη ὅπου το ὀρθόδοξο δόγμα κυριαρχεῖ, στὴν ἐποχὴ
τῆς παγκοσμιοποιημένης ἐπιστήμης καὶ τῆς κυριαρχίας τῆς τεχνολογίας εἶναι σαφὲς
ὅτι ἡ ἐπιστήμη, οἱ θεσμοί της καὶ ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴν εἶναι στὶς
προτεραιότητες ὅλων αὐτῶν τῶν κρατῶν. Ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει
καὶ τὸ οἰκονομικὸ μοντέλο, βασίζεται στὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ
καινοτομία. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἀντιστάσεις στὸ μοντέλο αὐτὸ ἀπὸ διάφορα
κινήματα, ὁρισμένες ἐξ αὐτῶν ἀπορρέουν δὲ ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ ὀρθόδοξο μοντέλο τῆς
ταπεινοφροσύνης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς φύσης (π.χ. ἡ οἰκολογικὴ καμπάνια τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη), ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν αὐτὲς οἱ ἀπόψεις δὲν πλειοψηφοῦν στὴν κυρίαρχη ἰδεολογία.
Μπορεῖτε
νὰ μᾶς ὑποδείξετε παραδείγματα – ἀπὸ τὴν καθημερινότητα ἢ τὴν πανεπιστημιακὴ ἐκπαίδευση
– ὅπου ἡ συνεργασία Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπιστήμης ἀποδίδει ἤδη καρπούς;
Θὰ
πῶ τρία παραδείγματα:
–
Οἰκολογικὴ κρίση καὶ κριτικὴ τῆς νεωτερικότητας. Ὁ συνδυασμὸς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπιστήμης
μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἀνατρεπτικά, μὲ τὴ θετικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, γιὰ τὸν τρόπο
ποὺ σχετιζόμαστε μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ ἀναλαμβάνουμε ἔμπρακτα τὴν εὐθύνη
μας γιὰ αὐτό.
–
Ὁ τομέας τῆς βιοηθικῆς (μὲ κομβικὰ σημεῖα τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς) εἶναι
ἕνα βασικὸ πεδίο ὅπου ἡ συνεργασία τους θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐπίσης σημαντική,
στὸν βαθμὸ ποὺ ἀνακύπτουν κεντρικὰ ἐρωτήματα καὶ διλήμματα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια
τοῦ ἀνθρώπου.
–
Σύγχρονος προβληματισμὸς γιὰ τὶς ἀξίες. Οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες, ἂν καὶ εἶναι φορεῖς
σημαντικῶν ἀξιῶν καὶ ἀποτελοῦν ἕνας εἶδος οἰκουμενικῆς γλώσσας, δὲν μποροῦν νὰ
θεμελιώνουν τὶς ἀξίες μὲ τρόπο σταθερὸ καὶ καθολικό. Ἡ πολύπλοκη, καὶ ἄρα εὐάλωτη,
δομὴ τῶν νεωτερικῶν κοινωνιῶν χρειάζεται συμπληρωματικὲς προσεγγίσεις γιὰ τὴν
κατανόηση τῶν σύγχρονων πολυεπίπεδων προκλήσεων.
Ἡ
παρηγοριὰ – γιὰ τὴν ἀπώλεια, τὸ τραῦμα, τὸν θάνατο – εἶναι μιὰ ἔννοια γιὰ τὴν ὁποία
θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν λόγο τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη. Βρίσκετε ἐφικτὴ
αὐτὴ τὴ «συνεργασία»;
Στὸ
πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς βιοηθικῆς ἐμφανίζονται τελευταία νέα πεδία
προβληματισμοῦ καὶ πρακτικῶν στὶς ἐπιστῆμες τῆς ὑγείας, ὅπως ἡ διεπιστημονικὴ
παρηγορητικὴ φροντίδα (palliative care) καὶ ἡ ἰατρικὴ ἀνθρωπολογία (medical
anthropology) ἐπεκτείνοντας τὸν ὁρίζοντα τῆς βιοηθικῆς ἔρευνας, ὥστε νὰ
συμπεριλάβει τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὡς σημαντικὸ στοιχεῖο, φωτίζοντας τὴν
πολιτισμικὴ – πνευματικὴ διάσταση τῆς ἀσθένειας, τοῦ πένθους καὶ τῆς θεραπείας.
Ἐπίσης, ὅπως διαπιστώνουμε, στὸν διάλογο ψυχολογίας καὶ ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ
ποιμαντικῆς θίγονται τέτοια ζητήματα τόσο στὴν ψυχολογικὴ ὅσο καὶ στὴν
πνευματική τους διάσταση.
Ἡ
Ὀρθοδοξία ὑπερασπίζεται ἕναν λόγο ὀντολογικό, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ φιλοσοφικὴ ἀναζήτηση.
Θὰ μποροῦσε ποτὲ ἡ φιλοσοφία νὰ γίνει γέφυρα μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπιστήμης;
Στὸ
μέτρο ποὺ ἡ θεολογία ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιστῆμες ἐμπεριέχουν στὴν ἱστορία καὶ τὴ δομή
τους φιλοσοφικὲς θεωρήσεις καὶ ἔννοιες, χωρὶς νὰ ἐξαντλοῦνται σὲ αὐτές, ἡ
διαμεσολάβηση τῆς φιλοσοφίας θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργεῖ ὡς γέφυρα ἐπικοινωνίας
μεταξύ τους, κυρίως στὰ πεδία τῆς ἐπιστημολογίας, τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς ἠθικῆς
Δὲν εἶναι ἴσως τυχαῖο ὅτι τὰ ἀνανεωτικὰ ρεύματα στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ 20οῦ
αἰώνα, ὅπως ἐκφράστηκαν γιὰ παράδειγμα ἀπὸ τὴ ρωσικὴ Διασπορά, ἀναδύθηκαν στὴ
δημιουργικὴ συνάντηση τῆς θεολογίας μὲ τὴ σύγχρονη φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἐπέτρεψε
στὴ θεολογία τὴν ἀνανοηματοδότηση τῆς εὐαγγελικῆς πρότασης στὸ πλαίσιο τοῦ
νεωτερικοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐπιστημῶν. Ὁ γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur μᾶς λέει
στὸν περίφημο διάλογό του μὲ τὸν νευροεπιστήμονα Jean-Pierre Changeux ὅτι στὰ
σύνορα τῶν πεδίων γίνονται οἱ μεγαλύτερες ἀνακαλύψεις ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε
προσεκτικοὶ μὲ τὴ σημασία τῶν λέξεων καὶ τὴ χρήση τῶν ἐννοιῶν. Αὐτές, ὅμως, οἱ ἀνακαλύψεις
δὲν εἶναι δοσμένες. Ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς τρίτος χῶρος συνάντησης
τῶν δύο πεδίων, χωρὶς νὰ τὰ ἀπορροφᾶ. Κάτι τέτοιο διαπιστώνουμε καὶ στὴ μέχρι
τώρα καταγραφὴ ποὺ κάναμε, στὸ πλαίσιο τοῦ Science and Orthodoxy around the
World.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου