Ἡ Ἄρτεμη εἶναι δώδεκα χρονῶν καὶ πάει στὴν πρώτη τάξη ἑνὸς δημοσίου Γυμνασίου στὰ νότια προάστια. Εἶναι παιδὶ μὲ ἔντονη ἐσωτερικὴ ζωή, ἀπὸ χωρισμένους γονεῖς μὲ ὑψηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο.
Τὶς προάλλες ἔφερε νὰ μοῦ δείξει τὸ «βιβλίο» ποὺ γράφει ἐδῶ καὶ κάτι μῆνες, ὅπως εἶπε. Ξεφύλλιζε μισοσκισμένα, μουτζουρωμένα χαρτάκια. «Γιατί δὲν τὰ γράφεις στὸν ὑπολογιστή;», τὴ ρώτησα. «Θὰ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ τὰ δουλέψεις καὶ νὰ τὰ διορθώσεις, μετά. Χρησιμοποιεῖς ὑπολογιστή, ἔτσι δὲν εἶναι;»
«Ναί, καλά, ξέρω, δὲν εἶναι αὐτό», εἶπε.
«Ἀλλὰ τί;», ἐπέμεινα.
«Ἂν τὰ γράψω στὸ κομπιοῦτερ, θὰ τὰ γράψω στὰ γκρίκλις.»
«Μπά, καὶ γιατί;», ρώτησα μὲ ἔνταση.
«Νά, δὲν ξέρω καλὴ ὀρθογραφία…»
«Ἐντάξει, θὰ μάθεις ὀρθογραφία καὶ θὰ τὰ διορθώσεις…», ἐπέμεινα πάλι.
«Μπάαα, τί χρειάζεται ἡ ὀρθογραφία, μήπως ἀλλάζει τὸ νόημα; Ἄλλωστε μοῦ ἔδωσες μιὰ καλὴ ἰδέα. Ἂν γράψω γκρίκλις, θὰ πάρουν τὸ βιβλίο μου ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου.»
Αὐτὸς ὁ αὐθεντικὸς διάλογος ἀντανακλᾶ μιὰ νέα πραγματικότητα, μιὰ παγκόσμια πραγματικότητα, ποὺ ἀλλάζει δραματικὰ τοὺς ὅρους μέσα στοὺς ὁποίους μεγαλώνει ἡ νέα γενιὰ τῶν Ἑλλήνων. Σίγουρα δὲν σκέφτονται ἔτσι ὅλα τὰ παιδιά (ἂν καὶ στὴν ἐκτίμησή του γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ «βιβλίου» του, τὸ κορίτσι συμπεριέλαβε μὲ ἄδολο τρόπο ὅλη τὴν σχολική του κοινότητα), ἀλλὰ τὸ πράγμα πάει πρὸς τὰ κεῖ, καὶ ἡ μικρὴ Ἄρτεμη ἐκφράζει μὲ τρόπο ἀναπάντεχα γιὰ μένα συνειδητὸ καὶ λογικῶς ὀργανωμένο αὐτὴ τὴν τάση.
Μὲ περισσὴ ἀφέλεια, ὁ ἴδιος, πίστευα πὼς ἡ ἐπίδοση τῶν γκρίκλις εἶναι μιὰ ἐπιβράβευση τῆς ἥσσονος προσπάθειας ποὺ ἐξοικονομεῖ μιὰ ἁπλῆ κίνηση ἐναλλαγῆς πληκτρολογίου σὺν μιὰ στάση ἀδιαφορίας ὡς πρὸς τὴ μορφὴ τῆς γραφόμενης γλώσσας σὲ ἀνεπίσημο περιβάλλον. Ἀλλὰ τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιὸ σοβαρά. Διότι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἡ χρήση τῶν γκρίκλις ἀπαλλάσσει αὐτομάτως τὸν χρήστη, ποὺ κατὰ τεκμήριο εἶναι φορέας τουλάχιστον τῆς ἐννεάχρονης ὑποχρεωτικῆς σχολικῆς παιδείας, ἀπὸ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας.
Τὸ θέμα μου φυσικὰ δὲν εἶναι τὰ γκρίκλις, ἀλλὰ τὸ ἐν λόγῳ φαινόμενο μᾶς φέρνει στὴν καρδιὰ τοῦ ζητήματός μας, ποὺ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας καὶ ἡ προοπτικὴ ἐπιβίωσής της ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὶς νέες τεχνολογίες οἱ ὁποῖες σηματοδοτοῦν καὶ σφραγίζουν τὴν πλανητική μας ἐποχή. Ἀλλὰ δυστυχῶς γιὰ τὴν ἀνάδελφη ὑπερηφάνεια μας τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι ἀμιγῶς ἑλληνικό. Μιὰ ἁπλῆ περιήγηση σὲ ἔγκυρες διεθνεῖς ἱστοσελίδες μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἀνάλογα συμβαίνουν καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες ποὺ τὸ ἀλφάβητό τους δὲν εἶναι τὸ λατινικό. Στὶς χῶρες ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ κυριλλικὸ ἀλφάβητο ἡ ἐκρωμανισμένη μορφή του ὀνομάζεται «translit», «volapuk» ἢ «latinitsa», σ’ ἐκεῖνες δὲ ποὺ γράφουν μὲ τὸ ἀραβικό, κατὰ παρόμοιο σχηματισμὸ μὲ τὰ δικά μας «greeklish», καλεῖται «arabish» ἢ «aralish».
Ὁ χρόνος καὶ οἱ αἰτίες ἐξάπλωσης ὅλων τους εἶναι κοινές: ἀνέκυψαν στὴν δεκαετία τοῦ ’90 μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαδικτύου καὶ τῶν κινητῶν τηλεφώνων, λόγῳ τῆς ἔλλειψης σχετικῶν προγραμμάτων ποὺ νὰ ὑποστηρίζουν τὶς ἰθαγενεῖς γραφὲς τῶν χρηστῶν. Ἡ ἔνταση τοῦ φαινομένου μειώθηκε μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ διάδοση τοῦ κατάλληλου λογισμικοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐξαφανίστηκε διόλου. Στὴν περίπτωση δὲ τοῦ κυριλλικοῦ ἀλφαβήτου, ἡ ἀνεπίσημη υἱοθέτηση τῶν «latinitsa» πῆρε ἐπιπλέον τὴν ἀπρόοπτη τροπὴ τῆς ἐθνικῆς ἀποστασιοποίησης ἀπὸ τὸ ρωσικὸ κέντρο κάποιων πρώην Δημοκρατιῶν τῆς ΕΣΣΔ, π.χ. Ταταρστάν, Τσετσενίας, Καρελίας, καὶ ὡς ἀντίδραση στὸν νόμο ποὺ ψηφίστηκε τὸ 2002, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο «Στὴ Ρωσικὴ Ὁμοσπονδία τὸ ἀλφάβητο τῆς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους καὶ ἄλλων γλωσσῶν τῶν λαῶν τῆς Ὁμοσπονδίας διαμορφώνεται μὲ βάση τὴν κυριλλικὴ γραφή».
Εἰδικότερα στὴ Ρωσία τὴν ἴδια, οἱ σύγχρονες ἀντιπαραθέσεις τῶν δυτικόφιλων μὲ τοὺς παραδοσιακοὺς κάτι θὰ μᾶς θυμίσουν: Στὶς 17 Ἰανουαρίου 2011 ἡ φιλόλογος καὶ λεξικογράφος Λιλία Μουλλαγκαλίεβα γράφει σὲ ἄρθρο της ποὺ μετέφρασε γιὰ χάρη μου ἡ φίλη καὶ συνεργάτις τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον Εὐγενία Κριτσέφτσκαγια:
Τὸ ζήτημα τῆς ἐκτόπισης τῆς κυριλλικῆς ἀπὸ τὴ λατινικὴ ἀλφαβήτα εἶναι πολὺ ὀξύ, καὶ αὐτὸ καταδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς χῶρες τῆς μεταβυζαντινῆς ἐπικράτειας (Ρωσία, Σερβία καὶ ἄλλες) ὑπάρχει μιὰ σειρὰ νόμων ποὺ παγιώνουν τὸ καθεστὼς τοῦ κυριλλικοῦ ἀλφάβητου. […] Ἀλλὰ […] μέσα στὴ Ρωσία ἀρχίζουν νὰ ἀκούγονται οἱ φωνὲς ὑπὲρ τῆς λατινικῆς γραφῆς. Οἱ ὀπαδοί της ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀρχαιότερη καὶ γι’ αὐτὸ τελειότερη ἀπὸ τὴν κυριλλική, καὶ σ’ αὐτὴν πραγματοποιεῖται καλύτερα ἡ φωνητικὴ ἀρχή, ἡ ἀκριβὴς ἀντιστοιχία ἑνὸς γράμματος σὲ ἕναν ἦχο, καὶ τρίτον, ἡ λατινικὴ γραφὴ στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τῶν ὑπολογιστῶν ἀνταποκρίνεται καλύτερα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς προόδου καὶ ἐπιτρέπει στοὺς φορεῖς τῆς γλώσσας νὰ ἔχουν πρόσβαση στὶς ἀξίες τῆς πολιτισμένης εὐρωπαϊκῆς κοινότητας, ἐνῶ ἡ κυριλλικὴ “πάλιωσε”. Οἱ ὀπαδοὶ αὐτῆς τῆς ἄποψης εἶναι πολυάριθμοι τόσο ἀνάμεσα στοὺς πολιτικούς, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν φιλολόγων. […] Τὸ ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τῆς Ρωσίας Σ. Ἀρουτιοῦνοφ, δεινὸς «δυτικόφιλος», σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συνεντεύξεις του ἰσχυριζόταν, ὅτι ἡ Ρωσία, πρέπει νὰ προσανατολίζεται πλέον πρὸς τὴν Εὐρώπη, πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν “ἀσιατικότητά” της, καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ μετάβαση ὅλων των λαῶν τῆς Ρωσίας στὴ λατινικὴ ἀλφαβήτα. […] Οἱ ἀντίπαλοι αὐτῆς τῆς ἄποψης, ἀντιθέτως, ὑπογραμμίζουν τὴν ἰδιαίτερη σημασία τῆς κυριλλικῆς γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ταυτότητας τῆς ρωσικῆς γλώσσας καὶ τοῦ συνόλου τῆς Ρωσίας γενικῶς. […] Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλφαβητικῆς παγκοσμιοποίησης, θεωρεῖ ὁ [ἀκαδημαϊκὸς Ὀ. Τρουμπατσιόφ, ἀπειλοῦν νὰ καταβροχθίσουν ὅλη τὴ ρωσικὴ λογοτεχνία, ἀπὸ τὸν Νέστορα ἕως τὸν Πούσκιν καὶ πέρα, καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ συζητήσεις περὶ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ λατινικοῦ ἀλφάβητου καὶ τῆς τελειότητάς του δὲν εἶναι παρὰ ἕνας ἀντιπολιτισμικὸς μύθος. Ἡ ἐπίθεση τῆς λατινικῆς ἀλφαβήτας κατὰ τῆς κυριλλικῆς εἶναι ἐπικίνδυνη, διότι ἡ λατινοποίηση συμβάλλει στὴν βαρβαροποίηση τῆς ρωσικῆς γλώσσας. […] Οἱ καθαρὰ ρωσικὲς λέξεις διαβάζονται πολὺ καλύτερα στὴν κυριλλικὴ γραφή, ἡ λατινικὴ σκοτώνει τὶς ρίζες της. […] Ὑπάρχει περίπτωση, μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ἡ κυριλλικὴ νὰ μείνει μόνο ὡς τὸ ἀλφάβητο τῆς λογοτεχνικῆς γραφῆς, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐμφανιστοῦν ἔργα, γραμμένα μὲ “ζωντανή”, διαβαζούμενη λατινικὴ γραφή.
Ὅποιος δὲν βλέπει σ’ αὐτὴν τὴν τελευταία ἀποστροφὴ τὸ ἰσχυρὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς ἔλθει ἀπὸ τὸ ὄχι καὶ πολὺ μακρινὸ μέλλον τὸ «βιβλίο» στὰ γκρίκλις τῆς μικρῆς Ἄρτεμης, μᾶλλον εἶναι ἀθεράπευτα αἰθεροβάμων. Ὁ Ἄρης Ἀλεξάνδρου, τουλάχιστον σήμερα, τὴν ἔχει προλάβει μ’ ἕνα ἐπίσης λατινόγραφο παιδικό, Ta Ksilopohara, κατὰ μία τριακονταπενταετία!
Θὰ πρέπει ἐξ ἄλλου νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ σημερινὴ παρουσία σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ὑπολογιστὲς τῆς τεχνολογίας τῶν προγραμμάτων Unicode, ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν σχετικὰ ἄνετη γραφὴ καὶ ἀνάγνωση ἀπὸ ὁποιοδήποτε μέρος τοῦ κόσμου καὶ τῶν πλέον ἰδιαίτερων ἀλφαβήτων, δὲν ἄλλαξε –τουλάχιστον ἀκόμη, καὶ εἰδικότερα σ’ ἐμᾶς– τὴν κατάσταση, μ’ ὅλες τὶς συναρπαστικὲς προοπτικὲς ποὺ ἀνοίγει γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πολιτιστικῆς φυσιογνωμίας κάθε λαοῦ. Αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη μου ὀφείλεται στὸ ὅτι περισσότερο ἀπὸ τὶς σπουδαῖες δυνατότητες τῆς ἴδιας τῆς τεχνολογίας, ἐκεῖνο ποὺ καθορίζει ἀποφασιστικότερα τὴν στάση τῶν ἀτόμων ὑποσυνειδήτως εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἰδεολογία τῆς τεχνολογίας, δηλαδὴ ὁ ἀπρόσωπος ἐργαλειακός της χαρακτήρας. Τὰ ἄτομα αὐτὰ κρίνουν ἐσφαλμένως ὡς ἀρχαϊκὲς τὶς μορφὲς τῶν οἰκείων τους γραφηματικῶν παραδόσεων, θεωρώντας ταυτόσημη τὴν χρήση τῶν προϊόντων τῆς σύγχρονης τεχνολογίας μὲ τὸν πραγματικὸ ἱστορικὸ ἐκσυγχρονισμό τους, ἂν καὶ αὐτὸς ὁ τελευταῖος προϋποθέτει μεγάλως τὴν κατανόηση καὶ τὸν προβληματισμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν τεχνολογία καὶ τὰ προϊόντα της.
Τὸ 1930 στὸ περιοδικὸ Πρωτοπορία ὁ μαρξιστὴς διανοούμενος Γιάννης Σιδέρης ἔγραφε χαρακτηριστικά: «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐπιβληθεῖ πιὰ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο καὶ ποὺ θὰ μπεῖ στὰ σχολειά, θὰ ἔχουμε προχωρήσει πολὺ καὶ θ’ ἀποδειχτεῖ πὼς ἔχουν γκρεμιστεῖ ἕνα σωρὸ προλήψεις καὶ ἀμορφωσιές.»
Ὅσοι εἴμαστε στὸν χῶρο αὐτὸ ἐκπαιδευτικοὶ γνωρίζουμε καλὰ πὼς τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἤδη ἐδῶ, στὰ σχολειά μας. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἀστόχαστα παραγνωρίζουμε εἶναι πὼς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, ὡς φορέας τῆς φωνητικῆς γραφῆς, δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὰ πάνω, ἀπὸ κάποια ὑποτιθέμενη προοδευτικὴ ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ ἢ ἀπὸ τὶς ἐλὶτ τῶν διανοουμένων, τὸν κο Γληνὸ ἂς ποῦμε ἢ τὸν κο Φιλήντα, καὶ ἄλλες σοβαρὲς μορφὲς τοῦ πρώιμου διαφωτισμοῦ μας, ποὺ ὑποστήριζαν τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ὅπως ὁ Γιάννης Βηλαρᾶς ἢ ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας. Τώρα τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο ἔρχεται κατευθεῖαν ἀπὸ τὰ κάτω καὶ ἀπὸ τὴ νεολαία, ἡ ὁποία τὸ χρησιμοποιεῖ ἀνεπίσημα παντοῦ, ἀπὸ τὰ κινητὰ ὣς τὸ διαδίκτυο, πράγμα ποὺ τοῦ δίνει τὴν οἰκειότητα καὶ τὸ ψυχικὸ προβάδισμα, τὴν ὅλη ψυχοπνευματικὴ ἐπένδυση μ’ ἄλλα λόγια, τὴν ὁποία στερεῖται, ὄχι μόνο στὴν συνείδηση τῶν μαθητῶν ἀλλὰ καὶ μεγάλης μερίδας ἐκπαιδευτικῶν, τὸ ἴδιο τὸ κουτσουρεμένο μὲ τὸ μονοτονικὸ ἐπίσημο καὶ γι’ αὐτὸ “καταναγκαστικὸ” σύστημα τῆς σχολικῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Μιὰ τέτοια ψυχολογικῆς τάξεως διαφορὰ δέν ἦταν ποὺ ὁδήγησε σταδιακὰ στὴν πλήρη κατίσχυση τῆς κοινῆς ὁμιλούμενης ἀπέναντι στὴν γραπτὴ καθαρεύουσα;
Τί ἐλπίδες ἔχει λοιπὸν νὰ ἐπιζήσει τὸ ἐπίσημο σύστημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ὅταν τὸ λατινόγραπτο μήνυμα ποὺ στέλνω στὸ κορίτσι μου μὲ τὸ ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο ἢ τὸ κινητὸ μετράει ὡς τρόπος γλωσσικῆς ἔκφρασης τῶν πιὸ κρίσιμων συναισθημάτων μου πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς ἀνούσιες σαχλαμάρες ποὺ θὰ πρέπει νὰ γράψω τὴν ἑπομένη στὸ σχολεῖο;
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἐκ τῶν κάτω ἀποδομητικὴ κίνηση τῆς γραπτῆς παράδοσης τῶν ἑλληνικῶν, ἡ ὁποία συνεπικουρεῖται ἀπὸ τὴν παρδαλὴ ἡμι-ἀγγλόφωνη εἰκόνα τῶν «free press», πραγματοποιεῖ –εἰς πεῖσμα καὶ τῶν ὀπαδῶν τῆς τονικῆς ἁπλοποίησης ποὺ θὰ ἤθελαν τὰ πράγματα κάπως διαφορετικά– τὸ καθυστερημένο ραντεβοῦ μὲ τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, λύνοντας διὰ τῆς φωνητικῆς γραφῆς, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καὶ ἀκόπως, στὴν πράξη τὸ ζήτημα.
Τὴν ἐξέλιξη αὐτὴ βεβαίως τὴν εἶχαν προαισθανθεῖ κάποιοι· μὲ μεγάλη ὅμως διορατικότητα καὶ ἐνάργεια ὕφους μᾶς τὴν προδιέγραψε ἡ Σοφία Σκοπετέα, ὅταν συζητιόταν τὸ μονοτονικό, τὸ 1981:
Αὐτὸ ποὺ κανένας ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς γιὰ τὸ γλωσσικὸ δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἦταν ἡ ἐπικοινωνιακὴ ἔκρηξη τῆς ἑπόμενης δεκαετίας ποὺ αὔξησε κατακόρυφα τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴν γραφή – ποιός νὰ τὸ φανταζόταν ὅτι θὰ ξαναρχίζαμε ν’ ἀλληλογραφοῦμε, ὅπως στὸν καιρὸ τῆς Μαρίας Πολυδούρη! Μιὰ ἔκρηξη τοῦ αὐθόρμητου κι ἀπροσχεδίαστου γραπτοῦ λόγου ποὺ ἔγινε μὲ τὰ πιὸ πρόχειρα ἐργαλεῖα τῆς στιγμῆς, τὰ κινητά… Γιὰ ποιά ἱστορικὴ ὀρθογραφία νὰ μιλᾶμε τώρα!
Συνεπῶς, μήπως ἀντὶ νὰ θεωροῦμε πὼς τελειώσαμε μὲ τὸ γλωσσικό, θὰ ἔπρεπε διδασκόμενοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Ρώσων νὰ ξαναφέρουμε στὴ μέση τὸ ζήτημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας; Νὰ ξεκαθαρίσουμε στὸν ἑαυτό μας τί ἀκριβῶς θέλουμε, τί μποροῦμε καὶ πῶς θὰ τὸ ὑπηρετήσουμε; Διότι, ἀσχέτως τοῦ τί λέμε ἐμεῖς, τοῦ πολυτονικοῦ ἢ τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ πραγματικότητα μᾶς χτυπάει ἤδη τὴν πόρτα ἀπαξιώνοντας καὶ τοῖς πράγμασι διακωμωδώντας τὶς ἐκπαιδευτικές μας φαντασιώσεις…
Ἐμπιστεύομαι τὴν ἑλληνικὴ ἱστορικὴ ὀρθογραφία μὲ τὸ τρίτονο πολυτονικὸ γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
Πρῶτον, διότι, ἀποτελεῖ μοναδικὸ ἱστορικὸ ὄργανο παιδείας καὶ καλλιέργειας, ὄχι μόνο στενὰ ἐθνικῆς. Τί νὰ τὸ κάνω ἐγὼ τὸ ἐπιχείρημα τῶν εἰσηγητῶν τοῦ μονοτονικοῦ ὅτι οἱ Ἕλληνες τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς δὲν χρησιμοποιοῦσαν τόνους στὴ γραφή τους, ὅταν ἔχω πίσω μου μιὰ ἀδιάλειπτη παράδοση χιλιετίας μικρογράμματης πολυτονικῆς γραφῆς, μὲ διεθνῆ ἀναγνώριση καὶ ἐπιρροὴ μέσῳ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀναγέννησης, στὴν ὁποία γράφτηκαν ὑπέροχα καὶ ποικίλα ἑλληνικά, καὶ ἡ ὁποία ἀφομοιώθηκε ὁμαλὰ καὶ ὀργανικὰ καὶ ἀπὸ τὴν συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κειμένων τοῦ πιὸ καθαροῦ δημοτικισμοῦ; Ποιό ἐκπαιδευτικὸ σύστημα καλλιεργημένου καὶ μὲ πολιτιστικὴ αὐτοπεποίθηση λαοῦ μὲ ἱστορία ὄχι ἁπλῶς αἰώνων ἀλλὰ χιλιετιῶν, θὰ ἦταν τόσο ἀνόητο, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψει ἕνα τόσο μοναδικὸ καὶ σπουδαῖο γιὰ τὸν πολιτισμὸ ἐργαλεῖο;
Ἔπειτα, ὡς τριαντάχρονος ἐκπαιδευτικὸς τοῦ δημόσιου σχολείου δὲν καταδέχομαι νὰ στερήσω ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ αὐτὸ τὸ πολύτιμο μορφωτικὸ ἀγαθό, ἐπιταχύνοντας τὴν ἔλευση μιᾶς κοινωνίας ὅπου τὰ γραπτὰ ἑλληνικὰ θὰ εἶναι πολιτιστικὸ προνόμιο μιᾶς πολύγλωσσης ἐλὶτ διανοουμένων καὶ πανεπιστημιακῶν καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, terra incognita γιὰ μιὰ μαζοποιημένη πιὰ νεολαία μὲ κομμένες τὶς γραμμὲς γλωσσικῆς καλλιέργειας καὶ ἐπικοινωνίας μὲ τὸ παρελθόν, καὶ μὲ μειωμένες ἢ μηδενικὲς πνευματικὲς ἀντιστάσεις.
Ὁ τρίτος λόγος εἶναι εἰδικότερος, διόλου ὅμως γι’ αὐτὸ λιγότερο οὐσιώδης καὶ κρίσιμος. Τὴν ἀξία τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας θὰ τὴν κατανοήσουμε καλύτερα ἂν ρωτήσουμε τὴν ὁμάδα ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁδηγοῦν τὴν γλώσσα στὰ ὅριά της: τοὺς ποιητές. Πολλοὶ αἰσθάνονται καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ποίηση, λίγοι ὅμως συνειδητοποιοῦν ὅτι τὸ κρισιμότερο κομμάτι της γίνεται μὲ συνεχεῖς γλωσσικὲς ἀποκλίσεις, διαφοροποιήσεις καὶ παραβιάσεις. Ὅτι ὁ ποιητὴς ἔχει ζωτικὴ ἀνάγκη, θὰ τὸ ἔλεγα ζήτημα γι’ αὐτὸν ζωῆς ἢ θανάτου, γιὰ ζωντανὴ συμπαρουσία ὅλου τοῦ ἱστορικοῦ ἀποθέματος τῆς γλώσσας του, λεξικοῦ, γραμματικοῦ καὶ συντακτικοῦ, ἀπὸ τὸ Μῆνιν ἄειδε, θεά… ὣς καὶ τὰ γκρίκλις τῆς τελευταίας στιγμῆς, προκειμένου νὰ πετύχει τὴν δραστικότερη καὶ μνημειακότερη μορφὴ ἐνορατικῆς κατανόησης τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ὅτι δίχως τὴν λόγια παράδοση καὶ τὴν ἱστορική της ὀρθογραφία ποιητὲς σὰν τὸν Κάλβο, τὸν Καβάφη, τὸν Καρυωτάκη, τὸν Ἐλύτη, τὸν Ἐγγονόπουλο, τὸν Ἐμπειρίκο δὲν θὰ λέγανε σχεδὸν τίποτα, καὶ ὅτι ἀκόμη κι αὐτὸς ὁ ἀπολαυστικότατος Μέντης Μπονστατζόγλου, ὁ ἀλησμόνητος Μπόστ, δὲν θὰ ὑπῆρχε χωρὶς τὴν καθαρευουσιάνικη κωμωδία μὲ τὴν ἱστορική της ὀρθογραφία. Τί ἀποκλίσεις νὰ σοῦ πετύχει ὁ ποιητὴς μὲ ἐργαλεῖο τὴ φωνητικὴ ρομέηκη γλόσα τοῦ Ἰωάννη Βηλαρᾶ; Ἢ μὲ τὴν λατινικὴ γραφὴ ποὺ ὑπερασπιζόταν ὁ Γληνὸς ὅπου «δὲ θὰ μπορεῖ καὶ θέλοντας κανεὶς νἀνορθογραφήσει»;
Γιὰ μένα ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἔχει ἐπιπλέον ἕνα βαθύτερο παιδευτικὸ καὶ πνευματικὸ νόημα. Διότι ἀκριβῶς ἐπιτρέπει τὸ λάθος, πράγμα ποὺ ἀπαγορεύει ἡ φωνητικὴ ὀρθογραφία. Διατρέχοντας χιλιάδες γραπτὰ μαθητῶν, ἰδίως στὶς Γενικὲς Ἐξετάσεις καὶ στὸ μάθημα τῆς Ἔκθεσης, συνειδητοποίησα σταδιακὰ ὅτι ἡ ἀπόκλιση καὶ τὸ λάθος εἶναι τὸ πρόσωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος. Μέσα ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὸ εἶδος τῶν λαθῶν διάβαζα στὰ σφραγισμένα τετράδια τῶν ὑποψηφίων ἱστορίες φύλου, καταγωγῆς, οἰκογένειας καὶ σχολικοῦ περιβάλλοντος… Καὶ ταυτόχρονα ἔβλεπα στὴν πλήρη ἀνάπτυξή της ὅλη τὴν κλίμακα τῶν γλωσσικῶν καὶ πνευματικῶν δεξιοτήτων, ἡ ὁποία διαπερνώντας τὴν ἀπρόσωπη μάζα τῶν γραπτῶν τοῦ 14-16, αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἐπιμελῶς ἀφομοιώσει τὴ νόρμα, ὁδηγοῦσε στὶς νοηματικὲς καὶ σπανιότερα ὑφολογικὲς ἐκλεπτύνσεις τῶν ἀρίστων. Ὅ,τι δηλαδὴ πολέμησε λυσσαλέα ἡ δημοκοπικὴ ἰδεολογία τῆς ἀξιολογικῆς ἰσοπέδωσης ποὺ συσσώρευσε στὶς σχολὲς ὑψηλῆς ζήτησης ὅλα τὰ γραπτὰ (πλὴν τῆς ἔκθεσης) τῶν ἐπιτυχόντων στὴ βαθμολογικὴ κλίμακα τοῦ 18 ὣς τὸ 20.
Ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώκει μᾶς θέτει διαρκῶς, καὶ ἰδίως τὸν νέο ἄνθρωπο, μπροστὰ σὲ διλήμματα ἐπιλογῆς, σὲ διαρκῆ ἀνερώτηση περὶ τοῦ σωστοῦ ἢ λάθους, ὄχι στὸ ἠθικὸ ἢ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο φυσικὰ ἀλλὰ στὴ σημασία ἀρχικῶς. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν συνειδητοποίηση τῆς νόρμας καὶ τὴν ἀπόφαση μὲ τὸ ἀντίστοιχο κόστος σὲ ὕφος καὶ νόημα τῆς ἀποκλίσεως ἀπὸ αὐτή. Χωρὶς ἐπιλογὴ καὶ δυνατότητα λάθους δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ἐλευθερία καὶ ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία εἶναι τὸ διανυκτερεῦον σχολεῖο τῆς ἐπιλογῆς.
Ζοῦμε δύο αἰῶνες τώρα, καὶ ὄχι μόνο στὸν δυτικὸ κόσμο, τὴν πλήρη ἐκτύλιξη τοῦ διαφωτιστικοῦ ἰδανικοῦ τῆς καθολικῆς παιδείας, μὲ ὑποχρεωτικὴ γενικὴ ἐκπαίδευση δεκαετιῶν σὲ ἐντατικοποιημένο γραπτὸ περιβάλλον, μὲ ὑποχρεωτικὴ διδασκαλία ἐκλεπτυσμένων καὶ πολύπλοκων γλωσσῶν, ὅπως εἶναι αὐτὲς τῶν μαθηματικῶν, τῆς φυσικῆς, τῆς χημείας καὶ τῶν ὑπολογιστικῶν συστημάτων, ὥστε ὁποιοδήποτε ἐπιχείρημα περὶ δυσκολίας στὴν ἀφομοίωση τὴς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ πολυτονικό, νὰ ἀκούγεται ἐπιεικῶς γελοῖο.
Ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ ὑπῆρξε τὸ ἀτυχὲς γιὰ τὴν ἱστορία μας πάντρεμα ἑνὸς παλιοκαιρισμένου δημοτικισμοῦ μὲ τὴν λαϊκιστικὴ κεντροαριστερὴ ἰδεολογία τῆς μεταπολίτευσης, τὴν ὁποία ἕνας ζωντανὸς διανοούμενος τῆς Ἀριστερᾶς, ὁ Ἄγγελος Ἐλεφάντης, περιέγραψε στὸ συγκεκριμένο ζήτημα μὲ ἀκρίβεια ὡς «ἱδεολογία τῆς εὐκολίας».
Ἔχει νόημα τώρα ἕνας ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ; Ἡ ἀπάντησή μου εἶναι ὄχι κατὰ τρόπο αὐτοτελῆ, δηλαδὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ κύριo αἴτημα. Ἐξηγοῡμαι:
Ὅπως ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς πολύπλευρης ὑποχώρησης τοῦ ἀπαιτητικοῦ αἰτήματος γιὰ παιδεία στὴν πράξη, ἔτσι ἡ πιθανὴ ἐπάνοδός του εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν ἀγώνα γιὰ πραγματικὴ παιδεία μὲ πρόταση ζωῆς στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἐὰν τὸ αἴτημα αὐτὸ περπατήσει, πιθανῶς θὰ περπατήσει καὶ τὸ πολυτονικό.
Μέχρι τώρα, ὡστόσο, ἡ ἰσχυρότερη προάσπιση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας προέρχεται ἀπὸ τοὺς χρῆστες τοῦ πολυτονικοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὰ εὐάριθμα ἐκδοτικὰ σχήματα ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ πολυτονικὸ ἔχουν κατὰ κανόνα ὑψηλότερους ποιοτικοὺς συντελεστὲς καὶ στὰ ὑπόλοιπα συμφραζόμενα τῆς ἔκδοσης. Οὔτε ὅτι μακρὰν τὸ ἀξιολογότερο κομμάτι τῆς ποίησής μας καὶ σήμερα προέρχεται ἀπὸ ποιητὲς ποὺ ἐκδίδουν τὰ βιβλία τους στὸ πολυτονικό.
Οὔτε, φυσικά, εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συνιστᾶ πνευματικὴ στάση καὶ συνειδητὴ ἐπιλογή, ἐνῶ ἡ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ἁπλῶς γλωσσικὴ ἀδιαφορία καὶ ἄφημα στὴ ροὴ τῶν πραγμάτων. Νὰ μὴν παραλείψω ἐδῶ τὴν ἠχηρὴ ἐξαίρεση τοῦ ποιητῆ Νίκου Καρούζου ποὺ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του προσχώρησε συνειδητὰ στὸ μονοτονικό.
Δὲν θὰ πρέπει ὅμως, προκειμένου νὰ ἔχουμε μιὰ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα, νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ πρακτικὴ τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι ὣς ἕνα βαθμὸ ἰδεολογικοποιημένη καὶ ὑπονομευμένη ἐκ τῶν ἔνδον.
Δὲν ἀναφέρομαι μόνο σὲ φαινόμενα σὰν ἐκεῖνα τοῦ ἱστορικοῦ ἀθηναϊκοῦ περιοδικοῦ ποὺ δὲν ἐπέτρεπε στοὺς συνεργάτες του νὰ κρίνουν βιβλία τυπωμένα στὸ μονοτονικὸ ἀπὸ τὶς στῆλες του, ὅσο καλὰ καὶ νὰ ἦταν αὐτά. Φαινόμενο καθαρῶς ἀντιπνευματικὸ μιᾶς καὶ τὸ πνεῦμα ἐδῶ θυσιαζόταν στὴν κυριολεξία στὸ γράμμα.
Τὸ χειρότερο, καθὸ ἐπιμένον, εἶναι ὅτι τὸ μεγαλύτερο κομμάτι τῶν τυπωμένων κειμένων στὸ πολυτονικὸ συνιστᾶ πολυτονικὸ βιτρίνας. Διότι τὰ κείμενα τῶν περισσοτέρων καλλιεργημένων συντακτῶν τους, συγγραφέων ἢ μεταφραστῶν, ποὺ κατὰ τεκμήριο τοὺς ἀρέσει καὶ πάντως ἀποδέχονται τὸ πολυτονικό, γράφονται καὶ δίνονται στὸ μονοτονικό, καὶ ἡ «βαρειὰ» δουλειὰ τοῦ πολυτονισμοῦ ἀφήνεται στὶς μηχανές. Αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὸ 80% τῆς ὕλης τοῦ περιοδικοῦ ποὺ ἐκδίδω, καὶ δὲν βλέπω γιατί δὲν θὰ συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ ἄλλα σοβαρὰ περιοδικὰ καὶ ἐκδόσεις. Εἶναι μετρημένοι στὰ δάχτυλα οἱ φίλοι καὶ συνεργάτες μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο γίνεται καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀπευθείας στὸ πολυτονικό, ἂν καὶ δὲν ἔχω διστάσει νὰ χρησιμοποιήσω τὰ γκρίκλις, πάλι χάριν τῆς ἐπικοινωνίας, ὅταν δὲν γινόταν ἀλλιῶς. Ἔτσι ἀπὸ πνευματικὴ νωθρότητα τῶν ἴδιων τῶν συγγραφέων ποὺ ἀγαπᾶνε τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία μὲ τὸ πολυτονικό, χάνεται τὸ βίωμα τῆς γραφῆς του.
Νηρὸν ὕδωρ μὴ εἴπῃς, ἀλλὰ πρόσφατον… Θέλω νὰ κλείσω μὲ τὶς σκέψεις μου γιὰ ἕνα σοβαρὸ θέμα ποὺ τοποθετεῖ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ πεδίο τῆς ἰδεολογίας τῆς ταυτότητας.
Συνιστᾶ μιὰ ἀκόμη ἱστορική μας ἀτυχία τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ἀντιμετωπίζουν τὸ γλωσσικὸ ζήτημα ὡς πρόβλημα καὶ ὄχι ὡς δυνατότητα καί, τώρα πιά, ὡς ἱστορικὴ πολιτισμικὴ πλουσιότητα καὶ παρακαταθήκη. Τί σόϊ πρόβλημα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀντὶ νὰ φτωχαίνει τὴν γλώσσα τὴν πλουτίζει; Καὶ ὑπάρχει καλύτερο ἐπιχείρημα γιὰ τὴν πολιτισμική μας συνέχεια ἀπὸ τὸ ὅτι συζητᾶμε δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα γιὰ τὴν γλώσσα ποὺ μιλᾶμε καὶ κυρίως γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ γράφουμε; Ἴσως τὸ πρόβλημα νὰ μὴν εἶναι κἂν γλωσσικὸ ἀλλὰ ψυχολογικό, πὲς κοινωνιοψυχολογικό. Ἴσως ἡ πηγή του νὰ βρίσκεται στὸ ἄγχος ταυτότητας ποὺ βίωναν οἱ ἀττικιστὲς μπροστὰ στὴν ἀθρόα ἐξάπλωση τῆς Κοινῆς, μὲ τῆς ὁποίας τὰ λάθη καὶ τὶς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν ἀττικὴ μιλήσαμε, ζήσαμε, μεγαλώσαμε, δεθήκαμε καὶ ἀνατραφήκαμε ψυχοπνευματικά ἐμεῖς οἱ ἰθαγενεῖς χρῆστες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μέχρι σήμερα. Ἡ ἀδυναμία τῶν ἀττικιστῶν τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, καθὼς καὶ ἐκείνων τοῦ Βυζαντίου, νὰ προβοῦν σὲ γόνιμη ἐπικοινωνία μὲ τὴν Κοινή, ἦταν κάτι ποὺ ἀθετοῦσε τὴν σπουδαιότερη πλευρὰ τοῦ ἑλληνικοῦ κοσμοσυστήματος, τὴν ἐξαιρετικὴ ἱκανότητά του δηλαδὴ γιὰ πολιτισμικὲς συνθέσεις, κάποτε καὶ παγκόσμιας ἐμβέλειας. Τὸ ἴδιο ἄγχος ταυτότητας διαβλέπω καὶ στὴν ἄρνηση τῶν ἑλληνοκεντρικῶν νὰ δεχτοῦν ὅτι ὑπῆρξε ποτὲ ἑλληνοχριστιανικὴ σύνθεση καὶ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός.
Θέτω στὸν ἑαυτό μου ἕνα ἐρώτημα ποὺ γιὰ κάποιους μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι διόλου ρητορικό: ἄραγε εἶμαι λιγότερο Ἕλλην ἂν γράψω τὸ ποίημά μου, ἤγουν τὴ σύγχρονη προσευχή μου, στὸ μονοτονικό, ἂν κάνω τὴν ἐρωτικὴ ἐξομολόγησή μου στὴ φωνητικὴ ὀρθογραφία ἢ τὰ γκρίκλις;
Σ’ ἕνα τέτοιο ὑποτιθέμενο ἐρώτημα ἀπαντοῦσε, πρὶν διακόσια χρόνια, στὶς 13 Φεβρουαρίου 1812, ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας, ὅταν ἔγραφε ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα στὸν πατέρα τοῦ Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, τὸν Ἰωάννη Ζαμπέλιο:
Ἕλληνες ἦσαν οἱ Ἕλληνες καὶ πρὸ τῆς εὑρέσεως τοῦ η καὶ τοῦ ω. Ἕλληνες θέλουν εἶναι πάλιν, ὄχι ἂν τὰ φυλάξουν, χωρὶς νὰ τὰ χρειάζωνται, ἀλλ’ ἂν τὰ ἀπορρίψουν ὡς περιττά.» Γιὰ νὰ καταλήξει: «Ἴσως ἐπειράχθης ἀπὸ τὴν περὶ γλώσσης ταύτην μου γνώμην· ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἐλευθερώσω τὴν συνείδησίν μου ἀπὸ μέγα βάρος, ἐὰν ἔκρυπτα τὴν ἀλήθειαν· εἶμαι ἕτοιμος εἰς ὑπεράσπισίν της ἐπὶ παντὸς δικαστηρίου.
Εἶναι ἄραγε λιγότερο, ἢ ἀναξιότεροι, Ἕλληνες ἀπὸ μένα, ποὺ γράφω καὶ ὑπερασπίζομαι τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία μὲ τὸ πολυτονικό, ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας, ὁ Γεώργιος Καλαρᾶς, ὁ Βηλαρᾶς, ὁ Γληνός, ὁ Γιαννίδης, ὁ Καρθαῖος, ὁ Φιλήντας, καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν ἐξοβελίζοντες κάθε τόσο τὸ «η» καὶ τὸ «ω»;…
Αὐτὸ ποὺ ξέρω γιὰ τὸν ἑαυτό μου εἶναι ὅτι ὑπερασπίζομαι τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία ὄχι γιὰ νὰ εἶμαι περισσότερο ἢ καλύτερος Ἕλλην, ἀλλὰ γιὰ νὰ πλουτίζω διαρκῶς, κρατώντας την σὲ ἐγρήγορση, τὴν ψυχοπνευματική μου ἐμπειρία καὶ καλλιέργεια, καὶ δι’ αὐτῆς νὰ εἶμαι λιγότερο εὐάλωτος, ὄχι τόσο καὶ μόνο ὡς ἐθνικὸ ὑποκείμενο, ἀλλὰ ὡς κριτικός, πολιτικὸς καὶ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀπέναντι στὶς ὁμογενοποιητικὲς πολιτισμικὲς πρακτικὲς τοῦ καιροῦ μου.
Ἄκουγα τὶς προάλλες στὸ ραδιόφωνο τὸν Πασχάλη Κιτρομηλίδη, μὲ τί περίτεχνο τρόπο διέκρινε ἐν παρόδῳ ταυτότητες πρὶν καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση, ξεχωρίζοντας τοὺς Ρωμιοὺς μὲ τὶς πολλαπλὲς ταυτότητες ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Ἀναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως ὁ Ρωμιὸς μὲ τὶς πολλαπλὲς πολιτισμικὲς ταυτότητες, ποὺ διῆλθε ἐπὶ δύο χιλιάδες χρόνια τρεῖς αὐτοκρατορίες, συνθέτοντας εὑρηματικὰ καὶ δημιουργικὰ ποικίλα πολιτισμικὰ στοιχεῖα, εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ταιριάζει καλύτερα σήμερα; Αὐτός ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέει καὶ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ στὸ κατώφλι τῆς Νέας Ἐποχῆς; Γιὰ ἕναν κόσμο-σκοπὸ μὲ ἰσοπολιτεία, ἀμοιβαία κατανόηση καὶ λαϊκὴ κυριαρχία τοῦ ὁποίου ἰδανικὴ πρωτομορφὴ ὑπῆρξε ἡ Χάρτα τοῦ Ρήγα;
*φιλόλογος, ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον