Ἀλεξάνδρου Κακαβούλη,
«Οἱ Ψαλμοὶ ὡς ἔκφραση ὑπαρξιακῶν ἀνατάσεων τοῦ ἀνθρώπου»,
Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος (2021) 19-27.
Εἰσαγωγή
Οἱ Ψαλμοὶ εἶναι ἀνήκουν στὰ ἔργα τῆς θρησκευτικῆς ποίησης τοῦ Ἰσραὴλ καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θεόπνευστα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως καὶ ἄλλα προφητικὰ βιβλία, ὁ Ἰώβ, οἱ Παροιμίες, ὁ Ἐκκλησιαστής, τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἡ Σοφία Σολομῶντος καὶ ἡ Σοφία Σειράχ. Ἀποτελεῖ συλλογὴ 150 λυρικῶν ποιητικῶν δημιουργημάτων ὑψηλῆς τέχνης τοῦ λόγου (συνολικὰ 2.510 στίχοι),«προϊὸν ποικίλων καλάμων, περιστάσεων καὶ ἐποχῶν» (Κων. Καλλίνικος).
Πρόκειται κατ’ οὐσίαν γιὰ ἕνα πολύτιμο θησαύρισμα ποιητικῶν κειμένων προσευχῆς. Γιὰ ποιήματα ποὺ ἐκφράζουν βαθύτατη θρησκευτικότητα καὶ δυνατὴ πίστη στὴν ἀποκαλυμμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ μεταφυσικὴ γνώση καὶ ἀλήθεια. Ὁ παλαιότερος ψαλμός (ὁ 89ος), ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ «ὑπέροχον πρότυπον προσευχῆς»,εἶναι καὶ ὁ μόνος ποὺ ἀποδίδεται στὸν προφήτη Μωυσῆ καὶ συντάχθηκε 2000 χρόνια π.Χ.
Ὡς συλλογὴ ποιητικῶν προσευχῶν, τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ἄρχισε νὰ συγκροτεῖται περὶ τὸ 1050 π.Χ., ὁλοκληρώθηκε στὴν τελική του ἔκταση περὶ τὸ 450 π.Χ., μεταφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα (72 ἑλληνομαθεῖς Ἰουδαίους) στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ τὸν 3ο αἰ. π.Χ. καὶ ἡ πρώτη ἔντυπη ἔκδοσή του ἔγινε τὸ 1481 μ.Χ.
Συνθέτης καὶ ποιητὴς τῶν περισσοτέρων ψαλμῶν (87 ἀπὸ τοὺς 150) ὑπῆρξε ὁ προφήτης Δαυΐδ, «ὁ κράτιστος τῶν ποιητῶν», κατὰ τὸν Γάλλο ποιητὴ Λαμαρτῖνο. Τὰ ποιήματά του χαρακτηρίσθηκαν «εὐπρεπεῖς ψαλμοὶ Ἰσραήλ» (Β ́ Βασιλ., κγ ́ 1) (ὡραῖοι καὶ σεμνοὶ ψαλμοὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ),ἕνα εἶδος ἐθνικῆς ποίησης, τὴν ὁποία ἔψαλλε ὁ λαός «παίζοντες ἐνώπιον Κυρίου ἐν ὀργάνοις».
Σύμφωνα μὲ τὶς μελέτες τῶν εἰδικῶν, οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρονται εὐρύτατα στοὺς Ψαλμούς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ στὴ διδασκαλία του φράσεις τῶν Ψαλμῶν. Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τελευταῖα λόγια Του πάνω στὸν σταυρό, «εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ., κγ ́ 46), παραπέμπουν σὲ ψαλμικὸ στίχο (Ψαλμ. 30, 6).
Κανένα ἄλλο βιβλίο δὲν ἔχει πάρει τόσο περίοπτη θέση στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅσο οἱ Ψαλμοί. Στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὰ ἄλλα μυστήρια, σὲ ὅλες τὶς καθημερινὲς καὶ ἔκτακτες ἀκολουθίες καὶ ἱερὲς τελετές, πάντοτε παρεμβάλλονται Ψαλμοί, εἴτε ὁλόκληροι εἴτε στίχοι τους: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον». «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός». «Ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ». «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰ αὐλὰς τοῦ Κυρίου». «Ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου». «Ἵνα τί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις με; Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν». «Ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου». «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου;». «Κεκράξεται πρός με καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῦ, μετ’ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει»...
Κάθε στίχος καὶ μιὰ ὑπέροχη ποιητικὴ σύνθεση, μιὰ δυνατὴ ἐσωτερικὴ φωνὴ πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, μιὰ κραυγὴ ἀκλόνητης πεποίθησης καὶ ἐλπίδας, ἕνας πλοῦτος ἀπὸ ὑψηλὰ πνευματικὰ νοήματα, ἕνα γοητευτικὸ ἐντρύφημα ψυχικῆς ἀνάτασης. Ὅσο πιὸ πολὺ γίνονται κατανοητοὶ οἱ Ψαλμοὶ ὡς πρὸς τὴ γλῶσσα καὶ τὸ νοηματικό τους περιεχόμενο, τόσο πιὸ πολὺ ἡ βαθιὰ ποιητική τους δύναμη συμβάλλει σὲ μιὰ πιὸ ἔντονη ψυχικὴ ἀνάταση, πιὸ κατανυτκικὴ διάθεση προσευχῆς καὶ πιὸ οὐσιαστικὴ συμμετοχὴ στὴ λατρεία.
«Τὰ ἑκάστης ψυχῆς κινήματα»
Οἱ Ψαλμοὶ ἀποτελοῦν ἀνεξάντλητη πηγὴ ἀληθειῶν τοῦ ἀποκαλυμμένου λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ θεολογικῆς ἑρμηνείας τοῦ προφητικοῦ λόγου γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Εἶναι συγχρόνως καὶ μιὰ ἐξαιρετικὰ ζωηρὴ ποιητικὴ περιγραφὴ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τοῦ προσώπου ποὺ ἔχει ἀναπτύξει, μέσῳ τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδητῆς συμμετοχῆς του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ζωντανὴ προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό.
Ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Λαμαρτῖνος, «ὅλα τὰ πιὸ κρυφὰ ἀναστενάγματα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς βρῆκαν τὴ φωνή τους καὶ τὶς νότες του στὰ χείλη καὶ τὴν ἅρπα τοῦ Ψαλμῳδοῦ... Μιλάει στὸν Θεὸ Δημιουργὸ ὅπως ὁ φίλος πρὸς τὸν φίλο του, ποὺ καταλαβαίνει κι ἐπαινεῖ τὰ θαύματά του, θαυμάζει τὶς δικαιοσύνες του, ἐκλιπαρεῖ τὴ συγγνώμη του καὶ μοιάζει σὰν μιὰ προκαταβολικὴ ἠχὼ τοῦ Εὐαγγελίου» (Τ. Ἀ. Γριτσόπουλου, Θεία Ραψῳδία, 1950, σελ. 8).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ὡς «Παράδεισον», πού, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, «ἔχει τοῦτο τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ ποὺ προκαλεῖ μεγάλο θαυμασμό: ὅτι καταγράφει μὲ λεπτομέρειες καὶ διατυπώνει μὲ σαφήνεια “τὰ ἑκάστης ψυχῆς κινήματα”, τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις καὶ ἐνέργειες τοῦ κάθε πιστοῦ, καθὼς καὶ τὶς μεταβολὲς καὶ ἀνορθώσεις του... Σὲ αὐτὸν ποὺ τοὺς διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια, οἱ Ψαλμοὶ γίνονται ἕνα εἶδος καθρέπτη, μέσα στὸν ὁποῖο βλέπει καὶ κατανοεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ τῆς δικῆς του ψυχῆς τὰ κινήματα» (MPG 25, 1245).
Ὅπως χαρακτηριστικὴ σημειώνεται καὶ ἀπὸ τὴ σύγχρονη θεολογικὴ προσέγγιση, ἡ προσωπικότητα τοῦ ποιητῆ ψαλμῳδοῦ «εἶναι περισσότερο ἔκδηλη στὴν περιγραφὴ ψυχικῶν καταστάσεων». Ζωγραφίζει ζωηρά «τὰ συναισθήματα ποὺ πλημμυρίζουν τὴν ψυχή του μὲ πάθος, μὲ δύναμη καὶ ποιητικὴ τέχνη, ὥστε νὰ συναρπάζει τὸν ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος συγχαίρει καὶ συγκλαίει μαζί του, μετέχοντας στὶς ψυχικές του μεταπτώσεις» (Β. Βέλλα, Ἐκλεκτοὶ Ψαλμοί, 1960, σελ. 17).
Οἱ Ψαλμοί «εἶναι ἡ πλουσιώτερη καὶ ἡ πιὸ συγκινητικὴ ἔκφραση τῶν ἀνθρωπίνων συναισθημάτων: τοῦ πόνου καὶ τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀποκαρδίωσης, τοῦ θάρρους καὶ τῆς εὐλάβειας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καλοσύνης, τῆς μετάνοιας καὶ τῆς συγχώρησης, τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς εὐθύτητας, τοῦ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ ὡραῖο καὶ τοῦ ἀποτροπιασμοῦ πρὸς τὸ κακό» ( Ἰ. Κολιτσάρα, Ψαλμοί. Κείμενον ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις, Ἐκδόσεις «Ζωῆς», 1971, σελ. 382).
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι γραμμένοι ἀπὸ θεόπνευστους ἀνθρώπους βαθιᾶς θρησκευτικῆς πίστης καὶ δυνατῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, περιέχουν συγχρόνως περιγραφὲς καὶ ἀναλύσεις βαθύτατων ὑπαρξιακῶν ἀνατάσεων ποὺ μπορεῖ νὰ βιώσει κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Συγκροτοῦν μιὰ συνοπτικὴ καὶ ἰδιότυπη σύνθεση στοιχείων τῆς ψυχογραφίας τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα στὶς πιὸ μύχιες καὶ ἀπρόσιτες πτυχὲς τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.
«Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115, 1-3)
Μέχρι τώρα διαφάνηκε ὅτι, ὅταν ἀναφερόμαστε στοὺς Ψαλμούς, ὑποδηλώνεται ὄχι μόνο μιὰ γνωσιακὴ προσέγγιση καὶ ποιητικὴ ἀνάλυση, ὅπως γίνεται στὰ μεγάλα ἀνθρώπινα λογοτεχνικὰ ἔργα. Οἱ Ψαλμοὶ προσεγγίζονται καὶ ὡς ἔργα πίστεως, ὡς ποιητικὴ δημιουργία ὅπου ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ ἡ ποιητικὴ ἔκφραση συναντῶνται καὶ ἀλληλοσυνδέονται συμπληρωματικὰ μὲ τὴν πίστη στὸν Θεό.
Μιὰ εὔστοχη διατύπωση, ποὺ ἔχει διατυπωθεῖ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα, τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι ἡ ἑξῆς: « Ἔστι γνῶσις προηγουμένη τῆς πίστεως καὶ γνῶσις τικτομένη ἐκ τῆς πίστεως». Εἶναι σαφὴς ἡ διάκριση μεταξὺ τῆς γνώσης ποὺ ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς αἰσθήσεις, τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἔρευνα, χωρὶς ἀπαραίτητα νὰ πιστεύει, καὶ τῆς ἀπέραντης καὶ οὐσιαστικῆς γνώσης πού «γεννιέται» μέσα του, ὅταν πιστέψει.
Οἱ Ψαλμοί, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἀνήκουν στὴ θρησκευτικὴ ποίηση. Εἶναι δημιουργήματα ποὺ πηγάζουν ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν ὥριμο πνευματικὸ ἄνθρωπο, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ λογική του λειτουργία, τὴ θρησκευτική του καλλιέργεια καὶ τὴν αἰσθητική του δημιουργία. Δὲν μένουν ὅμως μόνο στὸ ἐπίπεδο τῆς ἁπλῆς καὶ γενικευμένης φυσικῆς θρησκευτικότητας. Εἶναι συγχρόνως καὶ δημιουργήματα πίστης στὸν ἀποκαλυμμένο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ποιήματα προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνονται στὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ μιὰ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη, σταθερὴ προσήλωση καὶ ἀγαπητικὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέση μαζί Του «πρόσωπο μὲ πρόσωπο». Ἕνα ἄνοιγμα σὲ νέους ὁρίζοντες γνώσης καὶ ζωῆς, πάνω ἀπὸ τὴν ἁπλῆ θρησκευτικότητα, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας, τῆς λογικῆς λειτουργίας, τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνακάλυψης.
Ἡ θρησκευτικότητα, στὸ φυσικό της ἐπίπεδο, ἀποτελεῖ γενικευμένο γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τοῦ homo religiosus. Εἶναι ἀντικείμενο μελέτης πολλῶν ἐπιστημῶν, καὶ κυρίως τῆς Θεολογίας, τῆς Κοινωνιολογίας καὶ τῆς Ψυχολογίας. Ὡς ψυχολογικὸ φαινόμενο καὶ ἀντικείμενο μελέτης τῆς ψυχολογικῆς ἐπιστήμης, ἀναφέρεται στὴν ἐσωτερικὴ φυσικὴ παρόρμηση καὶ τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητᾷ τὸν Θεό, νὰ προσεγγίζει μιὰ ἄγνωστη μεταφυσικὴ ὀντότητα ὡς μιὰ πιθανὴ αἰτία τῆς δημιουργίας καὶ λειτουργίας τοῦ σύμπαντος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ θρησκευτικότητα παρουσιάζεται μὲ μιὰ μεγάλη ποικιλία ἀνάπτυξης καὶ καλλιέργειας ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ κοινωνία σὲ κοινωνία. Εἶναι ἡ ψυχολογικὴ αἰτία τῆς δημιουργίας τῶν διαφόρων θρησκειῶν ἀνὰ τὸν κόσμο, ἡ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναπτύσσει καὶ διαφορετικὴ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη καὶ διδασκαλία. Μὲ τὴ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν, πολλοί, ὠθούμενοι ἀπὸ τὴ θρησκευτική τους παρόρμηση, προχωροῦν στὸ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τους. Γίνονται ἔτσι ὀπαδοὶ μιᾶς θρησκείας μόνο μὲ ψυχολογικὲς λειτουργίες, κυρίως γνωστικὲς καὶ συναισθηματικές.
Συχνὰ ἡ φυσικὴ θρησκευτικότητα, ἀπὸ γνήσια ἐσωτερικὴ παρόρμηση πού, ὅταν καλλιεργεῖται, ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία, γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης καὶ ἐκφυλίζεται σὲ φανατισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ σὲ κοινωνικὸ ἀποκλεισμό, σὲ ἐθνικὲς συγκρούσεις, σὲ τρομοκρατικὲς ἐνάργειες, ἀκόμη καὶ σὲ αἱματηροὺς πολέμους.
Ἡ φράση τοῦ ψαλμῳδοῦ « Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» μᾶς μεταφέρει, ὡστόσο, σὲ ἕνα ἄλλο, ἐντελῶς διαφορετικὸ ἐπίπεδο ἀπὸ αὐτὸ τῆς ἁπλῆς θρησκευτικότητας. Πρόκειται γιὰ τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό, γεγονὸς ποὺ συντελεῖται στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου καὶ στὸ ὁποῖο μετέχουν ὄχι μόνο οἱ ψυχικές του λειτουργίες καὶ ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μέσα του. Ὁ ψαλμῳδὸς ἀναγγέλλει θριαμβευτικὰ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς ψυχολογικῆς θρησκευτικότητας στὸ κατώφλι τῆς λογικῆς πίστης του στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Γνώση «τικτομένη ἐκ τῆς πίστεως»
Μὲ τὴ γνώση «τὴν τικτομένην ἐκ τῆς πίστεως» ἀποκαλύπτεται τὸ τριαδικὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος, μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ φροντίδα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὡς κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη γίνεται ὕψιστη ἀξία, δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», μὲ θεϊκὰ χαρίσματα καὶ προορισμὸ τὴν ὁμοίωσή του πρὸς τὸν Θεό, κατὰ τὸ δυνατόν. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν., α ́ 26).
Τώρα τὰ μεγάλα καὶ ἀναπάντητα ἀπὸ τὴ λογική, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ φιλοσοφία ἐρωτήματα ἔχουν μιὰ ὑπέρλογη ἑρμηνεία καὶ ἀπάντηση. Τὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τῆς φθορᾶς, τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ πόνου, τοῦ θανάτου καὶ τῆς αἰωνιότητας, φωτίζονται καὶ ἐξιχνιάζονται. Ἡ καθημερινὴ ζωή, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ἡ οἰκογένεια, ἡ ἐργασία, ἡ ἀγωγή, οἱ σπουδές, οἱ δοκιμασίες, οἱ θλίψεις, ὅλα τὰ μεγάλα καὶ μικρὰ θέματα καὶ προβλήματα, ἀποκτοῦν μέσα ἀπὸ τὴν πίστη ἕνα κέντρο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ βαθύτερο νόημά τους καὶ γιὰ τὸν τρόπο προσέγγισης καὶ ἀντιμετώπισής τους.
Πρὶν ἀπὸ τὴν πίστη, τὰ ὅρια τῆς ἀναζήτησης καὶ γνώσης τοῦ Θεοῦ εἶναι πεπερασμένα, καὶ ἡ ἰδέα τοῦ θείου συγκεχυμένη καὶ εὐμετάβολη. Τώρα ἀνοίγεται ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ νὰ γνωρίσει, νὰ πιστέψει, νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ ζήσει σὲ ἐπικοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὅπως τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν πλευρά του, θέλει αὐτὸ νὰ τὸ διακηρύξει.Στὴν ἔντονη ἀναζήτησή του, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ διακαῆ ἐπιθυμία του νὰ ἀνοίξει ἡψυχή του σὲ μιὰ προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἔρχεται ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὡς πνευματικὴ ἐνέργεια ποὺ γεννάει τὴν πίστη, ἕνα ἐσωτερικὸ γεγονὸς ἀόρατης καὶ ἀσύλληπτης συνάντησης καὶ ἀγαπητικῆς κοινωνίας καὶ σχέσης. Ἡ οὐσία τοῦ φαινομένου τῆς πίστεως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Δὲν ἐρευνᾶται ἀπὸ τὰ συνήθη ψυχοτεχνικὰ μέσα οὔτε ἐξιχνιάζεται μὲ ψυχαναλυτικοὺς ὅρους. Εἶναι «μυστήριο», γεγονὸς δηλαδὴ ὑπεραισθητὸ καὶ ὑπέρλογο, στὸ ὁποῖο μετέχει ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεός. Πρόκειται γιὰ καθαρὰ πνευματικὸ γεγονός, ποὺ συντελεῖται στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὸ ὁποῖο μετέχουν ὄχι μόνο οἱ ψυχικὲς λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ μέσα του.
Ἡ Ψυχολογία μπορεῖ νὰ ἔχει λόγο γιὰ τὶς ψυχικὲς λειτουργίες καὶ ἱκανότητες (γνωστικές, συναισθηματικές, βουλητικές) μὲ τὶς ὁποῖες ὁ πιστὸς μετέχει στὴν πίστη. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ ἐρευνήσει καταθέσεις τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας ἀνθρώπων ποὺ βιώνουν τὴν πίστη. Δὲν εἶναι σὲ θέση, ὡστόσο, νὰ συλλάβει καὶ νὰ κατανοήσει τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ δύναμη τῆς πίστης. Γιατὶ ἡ πίστη δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἔντονο ψυχολογικὸ βίωμα, οὔτε μόνο μιὰ δυνατὴ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνάγκη αὐτή. Ὅπως λέει ἡ Γραφή: «Καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ [δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ], ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας» (Λουκ., στ ́ 19) (καὶ ὅλος ὁ λαὸς ζητοῦσε νὰ Τὸν ἀγγίξει, γιατὶ ἔβγαινε ἀπὸ πάνω Του δύναμη καὶ γιάτρευε τοὺς πάντες).
Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ νέα πραγματικότητα ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη, ὁ ψαλμῳδὸς ἀναφωνεῖ: « Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα... τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι»; (Ψαλμ. 115, 13) (Πίστεψα πραγματικὰ στὸν Θεό καὶ ἐμπιστεύθηκα ἀπόλυτα στὴν ἀγάπη Του, γι’ αὐτὸ καὶ μίλησα δυνατὰ καὶ ὁμολόγησα τὴν πίστη μου καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μου πρὸς Αὐτὸν ποὺ πλημμυρίζει τὸν ἐσωτερικό μου κόσμο... Τί λοιπὸν νὰ ἀνταποδώσω στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ μοῦ χάρισε μὲ τόση ἁπλοχεριὰ καὶ ἀγάπη;).
Ἡ πίστη, κατὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» ( Ἑβρ., ια ́ 1) (Εἶναι ὕπαρξη ὅσων ἐλπίζουμε, τὰ ὁποῖα ἡ πίστη τὰ κάνει στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ προσιτά. Εἶναι, ἀκόμη, ἀπόδειξη πραγμάτων ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ βεβαιώνει τὸν πιστὸ ὅτι ὑπάρχουν ὡς ἀλήθεια καὶ πνευματικὴ πραγματικότητα).
Στὸν ὁρισμὸ αὐτὸ ἀναδεικνύεται ἡ ψυχικὴ ἱκανότητα τοῦ πιστοῦ νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς λογικῆς του, καὶ νὰ ἀνοίγεται ἡ ψυχή του στὴν πρόσληψη τῆς ὑπεραισθητῆς καὶ ὑπέρλογης ἀλήθειας ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ Θεός. Ἡ πρόσληψη αὐτὴ προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη ἀναζήτηση, τὴν ἔντονη ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πιστοῦ.
«Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. 82ος, 3)
Ὅπως γίνεται ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἐπιστήμη, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποτελεῖ μιὰ ἑνιαία ὀντότητα μὲ βιολογική, ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴδιάσταση. Ἡ βιολογικὴ διάσταση συνίσταται στὴ σωματικὴ δομὴ καὶ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ. Ἡ ψυχολογικὴ διάσταση εἶναι οἱ ψυχικὲς λειτουργίες, οἱ ἱκανότητες καὶ οἱ καταστάσεις τοῦ κάθε προσώπου, ποὺ ἀναπτύσσονται καὶ διαμορφώνονται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ βιολογικὴ δομή, ἀνάπτυξη καὶ λειτουργία. Εἶναι δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «ψυχή», «ψυχικὸ κόσμο» ἤ «ψυχισμό» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πνευματικὴ διάστασηπεριέχει τὶς ἱκανότητες καὶ ἐφέσεις τοῦ προσώπου ποὺ περιέχονται στὶς ἔννοιες λογικότητα, θρησκευτικότητα, ἠθικότητα καὶ δημιουργικότητα.
Ὡς ἐρευνητικὸ ἀντικείμενο τῆς Ψυχολογίας, ἡ «ψυχή» δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς, ποὺ σημαίνει τὴν ἄυλη, πνευματικὴ καὶ ἀθάνατη ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ἡ σύγχυση, στὴν Ψυχολογία χρησιμοποιοῦνται ἐπιπλέον οἱ ὅροι «ψυχισμός» ἤ «ψυχικός κόσμος».
Στοὺς Ψαλμοὺς ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀποδίδεται κυρίως μὲ τὶς λέξεις «ψυχή», «καρδία», «πνεῦμα» καί «πρόσωπο». «Καρδίαν καθαρὰν κτῖσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50, 12) (Κτίσε μέσα μου, Θεέ μου, ἕνα καθαρὸ ψυχικὸ κόσμο, καὶ θέσε στὸ ἐσωτερικὸ βάθος τῆς ὕπαρξής μου τὴ λογικὴ τῆς εὐθύτητας).
Χρησιμοποιεῖται, ἀκόμη, καὶ ἡ λέξη «σάρξ» (σῶμα), ποὺ ἀποδίδει τὴ βιολογικὴ καὶ ὀργανικὴ διάσταση τῆς ψυχικῆς ζωῆς καὶ ὁλοκληρώνει τὴν ἔννοια τῆς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας καὶ λειτουργίας τοῦ προσώπου. «Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 82, 3) (Ὁ ψυχικός μου κόσμος, μαζὶ μὲ τὸ σῶμά μου, ἔνιωσε βαθιὰ ἀγαλλίαση, καθὼς προσεγγίζει τὸν ζωντανὸ Θεό).
Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις (ψυχή, καρδία, πνεῦμα, πρόσωπο, σάρξ) ἀναφέρονται στὴ συνολικὴ βιολογική, ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ ὑπόσταση τῆς κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
«Καὶ πάντα τὰ ἐντός μου» (Ψαλμ. 102ος 1)
Στοὺς Ψαλμοὺς ἀναφέρεται ἐπιπλέον ἡ φράση «καὶ πάντα τὰ ἐντός μου», ποὺ δηλώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ ψαλμῳδοῦ, ὅπως καὶ τοῦ σημερινοῦ ἐπιστήμονα, νὰ περιγράψει μὲ λέξεις τὴν ἀπέραντη ποικιλία καὶ τὸ ἀπύθμενο βάθος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ τὴν ἁπλῆ καὶ περιεκτικὴ αὐτὴ φράση ὁ ψαλμῳδὸς λέγει τὰ πάντα ὅσα παρατηρεῖ καὶ νιώθει μέσα του καὶ ὅσα τοῦ διαφεύγουν ἢ ἔχουν καταγραφεῖ στὸ ἀσυνείδητό του. Μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχοσωματική του ὑπόσταση ἐπιθυμεῖ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του, τὸν θαυμασμό του, τὴ δοξαστική του διάθεση, τὴν εὐγνωμοσύνη του. Νὰ κοινωνήσει τοὺς φόβους του, τὴ θλίψη του, τὴ διάψευση τῶν ἐλπίδων του, τὴν ἀπόγνωσή του, τὶς ἀμφιβολίες του: «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102, 1) ( Ἡ ψυχή μου, δόξαζε ἀκατάπαυστα τὸν Κύριο, καὶ ὅλες οἱ ἐσωτερικὲς δυνάμεις μου καὶ τὰ πλούσια συναισθήματα ἀγάπης καὶ θαυμασμοῦ, εὐλογεῖτε τὸ ἅγιο ὄνομά Του).
Πιὸ ἀναλυτικά, μὲ βάση τὴ σημερινὴ ψυχολογικὴ ὁρολογία καὶ τὴν ἀνατομία ποὺ ἐπιχειρεῖται τοῦ ψυχικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, τό «πάντα τὰ ἐντός μου» ἐκφράζει, μέσα ἀπὸ μιὰ ἀόριστη ἀλλὰ περιεκτικὴ φράση, ὅλους τοὺς βασικοὺς τομεῖς τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, οἱ ὁποῖοι πολὺ συνοπτικὰ εἶναι: οἱ γνωστικὲς λειτουργίες καὶ ἱκανότητες, οἱ ποικίλες ψυχικὲς διαθέσεις καὶ οἱ ἐναλλασσόμενες ψυχικὲς καταστάσεις, θετικὲς ἢ ἀρνητικές, ἡ βουλητικὴ λειτουργία, τὸ ἀσυνείδητο βάθος τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο μετέχει δυναμικὰ στὴν ὅλη ψυχικὴ λειτουργία, καὶ ἡ ἐξωτερίκευση τοῦ ψυχικοῦ κόσμου μέσα ἀπὸ τὶς ποικίλες μορφὲς τῆς ἀνθρώπινης ἔκφρασης καὶ ἐπικοινωνίας.
Τέλος, στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνονται καὶ τὰ ἀνθρωπολογικὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ψυχικὲς ἱκανότητες καὶ ἰδιότητες ποὺ συνιστοῦν τὴν πνευματική του διάσταση, μὲ τὴν ὁποία ἀναδεικνύεται ἡ μοναδικότητά του μέσα στὴν ὑπόλοιπη φυσικὴ δημιουργία. Τὰ ψυχολογικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο περιέχονται συνοπτικὰ στὶς περιεκτικὲς ἔννοιες: λογική, ἠθική, κοινωνία, θρησκεία, αἰσθητικὴ καὶ δημιουργία.
Πρόκειται γιὰ ἰδιότητες καὶ χαρακτηριστικὰ ποὺ διακρίνουν σαφῶς τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, γιὰ γνωρίσματα ποὺ προσδιορίζουν ἀποκλειστικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ διαγράφουν τὸ μεγάλο καὶ ἀγεφύρωτο χάσμα ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸ πιὸ ἐξελιγμένο ζωικὸ εἶδος. Εἶναι οἱ ἐσωτερικὲς δυνάμεις ποὺ κρύβει μέσα της ἡ ἀνθρώπινη φύση γιὰ τὴν παραγωγὴ πολιτισμοῦ, γιὰ ὑψηλὲς κατακτήσεις σὲ ὅλους τοὺς τομεῖςτῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας. Εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγὴ ἀξιῶν καὶ ἰδανικῶν ποὺ δίνουν νόημα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ ἀνεβάζουν σὲ διαρκῶς ὑψηλότερα ἐπίπεδα τὴν ποιότητα ζωῆς του. Κυρίως ἀποτελοῦν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ θρησκευτικὴ ἀνάταση, γιὰ ἠθικὴ καλλιέργεια, γιὰ καλλιτεχνικὴ δημιουργία, γιὰ ἀνθρώπινες σχέσεις, γιὰ ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, γιὰ κοινωνικὴ πρόοδο.
Ὅλες οἱ λειτουργίες, οἱ ἱκανότητες καὶ οἱ καταστάσεις, ποὺ ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ κοινὰ γνωρίσματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διαφοροποιοῦνται ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο ὡς πρὸς τὸν βαθμὸ καὶ τὴν ποιότητα ἀνάπτυξης καὶ καλλιέργειας, ὥστε ὁ καθένας ἀποτελεῖ μιὰ ξεχωριστὴ καὶ μοναδικὴ ψυχοσύνθεση καὶ μιὰ ἰδιαίτερη θρησκευτικὴ ἰδιοσυγκρασία. Ἡ διαφοροποίηση αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀπροσδιόριστη ποικιλία τῶν ἐγγενῶν προδιαθέσεων ποὺ φέρει τὸ κάθε πρόσωπο καὶ στὴ μεγάλη ποιοτικὴ διαφορὰ τῶν περιβαλλοντικῶν ἐπιδράσεων καὶ τῆς ἀγωγῆς ποὺ δέχεται στὴν πορεία τῆς ἀνάπτυξής του, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης.
«Ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν μου» (Ψαλμ. 26ος 89)
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται ἡ πίστη, ἀρχίζει ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ἕνας μυστικὸς προσωπικὸς διάλογος ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγεται καὶ κινεῖται σὲ μιὰ ἄλλη, καθαρὰ πνευματικὴ πραγματικότητα, παράλληλα μὲ τὴν πραγματικότητα τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς λογικῆς. « Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ Θεός...» (Ψαλμ. 84, 9) (Θὰ ἀκούσω τώρα τί θὰ λαλήσει μέσα μου ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, ἀνταποκρινόμενος στὴν προσευχή μου).
Αὐτὸ εἶναι πλέον τὸ ἄνοιγμα καὶ ὁ προσανατολισμὸς τῆς ψυχῆς. Εἶναι ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ ὅπως βιώνεται στὴν προσωπικὴ ἐπικοινωνία μαζί Του μὲ τὴν προσευχή. Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τὸν παντοδύναμο Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς προστασίας καὶ τῆς ἐλπίδας, τῆς συγγνώμης καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ μετανοημένου πιστοῦ.
Ἡ πίστη, τελικά, εἶναι μιὰ ἀνοδικὴ πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ διαρκὴς καὶ δυναμικὴ ἔξοδος ἀπὸ τὰ φυσικά, θρησκευτικὰ καὶ λογικά του ὅρια καὶ ἀπὸ τὴν ἄγνοια γιὰ τὸν μεταφυσικὸ κόσμο καὶ τὴν αἰωνιότητα. Μιὰ συνεχής, δυνατὴ ἕλξη ἀπὸ τὸ μεταφυσικὸ ποὺ ἀποκαλύπτεται ὡς ἀληθινό, μιὰ κίνηση ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στὸν Θεὸ ὡς πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ, μιὰ ἀέναη πρόσληψη τοῦ βάθους καὶ τῆς οὐσίας τῆς ζωῆς:
«Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου, Κύριον ζητήσω. Ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν μου, τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ» (Ψαλμ. 26, 89) (Σὲ Σένα, Κύριε, εἶπε δυνατὰ ἡ καρδιά μου. Θὰ ζητήσω τὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴν ψυχική μου δύναμη. Σὲ ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ τὸ πρόσωπό μου, ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μου, τὸ λογικό μου καὶ τὸ συναίσθημά μου. Ζητῶ ἐπίμονα καὶ μὲ πολὺ πόθο τὸ δικό σου πρόσωπο, Κύριε, νὰ στραφεῖ πρὸς ἐμένα. Μὴ στρέψεις ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό σου, μὴ μὲ ἀποστραφεῖς καὶ μοῦ στερήσεις τὴν προσωπική εὔνοια καὶ ἀγάπη Σου.
Ἡ ὥριμη πίστη εἶναι μιὰ συνειδητή, ἐλεύθερη ἐπιλογή, μιὰ ρωμαλέα ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ πρὸς τὸ ὑπέρλογο και μεταφυσικό, καὶ μιὰ ἀποφασιστικὴ πράξη ἐμπιστοσύνης στὴν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Μιὰ κατάσταση ψυχικῆς ὑπέρβασης, πνευματικῆς ἀνάτασης καὶ ἐσωτερικῆς πληρότητας. Ὅλα τώρα ἀποκτοῦν ἑρμηνεία γιὰ τὸ βαθύτερο νόημά τους καὶ τὸν τελικὸ προορισμό τους.
«Ὁδήγησον, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου, καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου. Εὐφρανθήτω ἡ καρδία μου τοῦ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 85, 11) (Ὁδήγησέ με, Κύριε, στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου, γιὰ νὰ πορεύομαι καὶ νὰ πολιτεύομαι φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἀλήθεια Σου. Ἂς βρίσκει εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση ἡ καρδιά μου στὴ βαθιὰ εὐλάβειά μου στὸ πρόσωπό Σου καὶ στὸν σεβασμό μου στὸ ὄνομά Σου).
«Δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως» (Ψαλμ. 107ος, 13)
Ὁ πιστὸς ἔχει ἐπίγνωση τοῦ περιορισμένου καὶ ἀτελοῦς τῆς βοήθειας ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καί, χωρὶς νὰ τὴν ὑποτιμᾷ, στρέφεται πρὸς τὴν πραγματικὴ γι’ αὐτὸν πηγὴ στήριξης στὶς ἀνθρώπινες δοκιμασίες.
Ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸν ψαλμῳδό: «Δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου»(Ψαλμ. 107, 13) (Δῶσέ βοήθεια, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ θλίψη ποὺ μᾶς συνέχει, γιατὶ εἶναι μάταιη κάθε προσπάθεια ἀνθρώπου νὰ μᾶς σώσει).
Σὲ ὧρες δύσκολες ὁ πιστὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀπευθύνεται μὲ τὴ δυνατὴ προσευχή του στὸν Θεό, νὰ τοῦ καταθέτει τὸ πρόβλημά του, νὰ ἐλπίζει στὴν ἀνταπόκρισή Του, νὰ ἐμπιστεύεται στὴν προστασία Του: « Ἵνα τί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις με; Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν...» (Ψαλμ.42, 5) (γιατί εἶσαι γεμάτη ἀπὸ λύπη, ψυχή μου, καὶ γιατί μὲ ταράζεις καὶ μὲ συγκλονίζεις ὁλόκληρο; Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεό...».
Μπροστὰ σὲ γενικώτερες κρίσεις καὶ δοκιμασίες, ὅπως εἶναι αὐτὴ ποὺ περνάει ἡ χώρα μας καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα σήμερα, ὁ πιστὸς στηρίζεται μὲ τὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ: « Ἀπέστειλε (ἐνν. ὁ Θεός) τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτοὺς ἐκ τῶν διαφθορῶν αὐτῶν» (Ψαλμ. 106, 20) ( Ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν λόγο του καὶ τοὺς θεράπευσε καὶ ἔσωσε αὐτοὺς ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ τοὺς ἔφθειραν).
Παρηγορεῖται μὲ τὸν στίχο «διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ.65, 12) (Περάσαμε μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῶν θλίψεων καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα τῶν δοκιμασιῶν, ἀλλὰ τελικὰ μᾶς ἔβγαλες σὲ τόπο ἀναψυχῆς καὶ ἄνεσης).
Γαληνεύει μὲ τὴν προτροπή: « Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει»(Ψαλμ. 54, 23) (Ρῖξε καὶ ἐμπιστεύσου τὴν ἔγνοια καὶ τὴν ἀγωνία σου πάνω στὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ θρέψει καὶ θὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες σου).
Ἀποβάλλει ἀκόμη καὶ τὸν ἐφιάλτη τοῦ θανάτου: « Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22, 4) (Καὶ ἂν ἀκόμα διαβῶ μέρη ποὺ θὰ βρεθῶ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο, τίποτε δὲν θὰ φοβηθῶ, ὁποιουσδήποτε κινδύνους κι ἂν διατρέξω, γιατὶ Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου).
«Ἀγαπήσω σε»
Μὲ τὴν πίστη ὁ ψαλμῳδός, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ἀποκτᾷ γνώση καὶ ἐμπειρία ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Ἡ πίστη στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης γεννᾷ στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α ́ Ἰωάν., δ ́ 16).
Πρόκειται γιὰ τὸν κύκλο ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη ὡς ἀνθρώπινο κοινωνικὸ συναίσθημα καὶ ὡς πνευματικὸς ψυχικὸς δεσμός. Ξεκινάει ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔχει μέσα του ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν προσφέρει στὸν ἄλλον. Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἀγάπη ἀποκτᾷ τὴ διάθεση καὶ τὴ δύναμη νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ ἀνταποδίδει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔλαβε. Αὐτὸ συμβαίνει στὴ σχέση τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς σχέσης μητέρας καὶ παιδιοῦ. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη γεννάει στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία, ὥστε αὐτὸ μεγαλώνοντας νὰ ἀγαπήσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀνταποδώσει τὴν ἀγάπη στὴ μητέρα του καὶ στοὺς ἄλλους.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία νιώθει ὁ ψαλμῳδὸς καὶ ὁ πιστὸς νὰ τὸν περιβάλλει καὶ νὰ τὸν θερμαίνει καὶ νὰ τὸν στηρίζει, ἐνεργοποιεῖ μέσα του τὴ διάθεση νὰ ἀγαπᾷ. Ἔτσι, μετὰ τό «ἐπίστευσα», βγαίνει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του αὐθόρμητα καὶ ἀποφασιστικὰ τό «ἀγαπήσω σε».
Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑπέροχη σχέση ποὺ συνδέει δύο ἢ περισσότερα πρόσωπα μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη ἔχει τὶς ρίζες της στὴ φυσικὴ κοινωνικὴ παρόρμηση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κοινωνικότητα, μία ἀκόμη ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία ἐξέλιξη καὶ πραγμάτωσή της. Ἀναπτύσσεται καὶ καλλιεργεῖται μὲ τὴν κατάλληλη ἀγωγή, καὶ ὁλοκληρώνεται ὡς «καινὴ ἐντολή» μέσα ἀπὸ τὴν πίστη.
Ἡ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ἔχει ὁμοιότητες, ἀλλὰ καὶ διαφορές, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι πλήρης, σταθερή, ἀπεριόριστη καὶ ἀδιαφοροποίητη, ἴδια πρὸς κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ εἶναι εὔθραυστη, μεταβαλλόμενη καὶ κυμαινόμενη, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος. Κλιμακώνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς πλήρους ἀδιαφορίας καὶ ψυχρότητας μέχρι τὴν πλήρη ἀφιέρωση, τὴ σχέση ποὺ ὀνομάζεται «θεῖος ἔρωτας».
Αὐτὴ τὴ σταθερή, ἀναλλοίωτη καὶ ἀπεριόριστη ἀγάπη ἀνακαλύπτει ὁ πιστός, ἀνοίγοντας τὸν ψυχικό του κόσμο στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴ νιώθει ὡς τὸ μέγα δώρημα ποὺ τοῦ ἔχει χαρίσει ἡ πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη μπορεῖ, μὲ τὴν πίστη, νὰ τὴ διατηρεῖ μέσα του, νὰ τὸν ζεσταίνει καὶ νὰ τὸν στηρίζει, καὶ ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει, καὶ βιώνει τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ψυχρότητα, τὴν ἐγκατάλειψη, καὶ τὴν ἐχθρότητα ἀκόμη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ τὸν ἐμπνέει καὶ νὰ τὸν ἐνισχύει στὸ νὰ ἀγαπᾷ ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν συνάνθρωπό του.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποκαλύπτουν καὶ τὰ θριαμβευτικὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ: « Ἀγαπήσω σε, Κύριε ἡ ἰσχύς μου, Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ῥύστης μου» (Ψαλμ. 17, 23) (Σὲ ἀγαπῶ καὶ θὰ Σὲ ἀγαπῶ ὁλοένα καὶ περισσότερο, Κύριε, Ἐσένα ποὺ εἶσαι ἡ ἀκαταγώνιστη δύναμή μου. Ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀσάλευτο στήριγμά μου, πάνω στὸ ὁποῖο μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη θεμελιώθηκε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μου. Εἶναι τὸ ὀχυρὸ καταφύγιό μου σὲ κάθε δοκιμασία μου καὶ εἶναι ὁ ἐλευθερωτής μου ἀπὸ κάθε καταπίεση καὶ θλίψη).