Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
Ἡ Ὀρθόδοξος Πνευματικότης
Ἀκτῖνες (2021) 97-106
1. Εἰσαγωγικὰ
«Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι ἡ χριστιανικὴ πνευματικότητα ὅπως διαμορφώθηκε καὶ ἐκφράστηκε στὴν Ἐκκλησία ὡς ἡ παράδοση καὶ ἡ ζωή της. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἱστορικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ ἕνωση καὶ κοινωνία τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας, ποὺ εἶναι δυνατὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸ θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ»[1]. Ὁ ὅρος πνευματικότης σημαίνει τὴν πνευματικὴ ζωή, δηλ. τὴν ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Τὸ ἐπίθετο ὀρθόδοξος ἐπισημαίνει τὴν διαφορὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς πνευματικότητες τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θεμελιώνεται στὴν ὀρθόδοξο δογματικὴ θεολογία καὶ ὁριοθετεῖται ἀπὸ αὐτήν, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὶς πνευματικότητες τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἑτεροθρήσκων. Σημειώνει ὁ Καθηγητὴς Ἀντώνιος - Αἰμίλιος Ταχιάος: «Ἡ Δυτικὴ Θεολογία δὲν παραδέχεται τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ οὔτε τὶς καταλαβαίνει ὁ Δυτ. Χριστιανός. Ἀντίθετα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι δόγμα καὶ γι' αὐτὸ ἡ νοερὰ προσευχὴ ὁδηγεῖ τοὺς Ὀρθοδόξους στὴ θέα τοῦ θείου φωτός, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο φῶς ποὺ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θέα αὐτὴ τοῦ θείου φωτὸς εἶναι τὸ βραβεῖο ποὺ προσφέρει ἡ νοερὰ προσευχή. Αὐτοῦ τοῦ θείου φωτὸς ἡ θέα δὲ λειτούργησε ὡς ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη ἅπαξ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ εἶναι μιὰ ἀποκάλυψη ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σ' αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄξιοι νὰ τὴ δεχτοῦν. Ἡ μυστικὴ ἐμπειρία, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὴ θύρα διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ Ἁγιορείτης Μοναχὸς στὴν κατανόηση τῶν ὑπερβατικῶν καὶ θείων ἀληθειῶν. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς ἀγράμματοι Ἁγιορεῖτες Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι γιὰ πολλὰ χρόνια ἔζησαν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ἑνὸς ἡσυχαστῆ γέροντα, κατανοοῦν τὴ θεολογία πιὸ βαθιὰ ἀπὸ ὅ,τι αὐτοὶ ποὺ τὴ σπούδασαν ἐνδελεχῶς μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία. Ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῶν μυστικῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα τῶν πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας βασίζεται στὴν προσωπικὴ μυστικὴ ἐμπειρία τῶν θείων ἀληθειῶν»[2]. Καὶ ἕτερος Καθηγητὴς Πανεπιστημίου τονίζει ὅτι «στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μυστικὴ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μυστικὴ ἐμπειρία, χωρὶς πλήρη γνώση τοῦ δόγματος, δηλαδὴ τῆς πληρότητος τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»[3].
Αὐτὰ ἐπισημαίνονται ἐκ προοιμίου, γιατὶ στὶς ἡμέρες μας κάνουν θραῦσι οἱ μέθοδοι πνευματικότητος καὶ ἀσκήσεως τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων καὶ αἱρετικῶν παραφυάδων.
2. Προϋποθέσεις καὶ πλαίσια τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος
α. Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικὴ ζωὴ βιοῦται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς ζεῖ ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἁγιοπνευματικῶς. Δηλ. ὅλες του οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις γίνονται μὲ ἐκκλησιαστικὴ διάστασι καὶ φρόνημα. Ὅταν, π.χ. ἕνας ὀρθόδοξος νηστεύει, νηστεύει ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νηστεύει ὅπως νηστεύει σύνολος ἡ Ἐκκλησία καὶ ὅταν νηστεύη ἡ Ἐκκλησία. Ἡ νηστεία του δὲν θεωρεῖται ἀτομική του ὑπόθεσις ἢ ἀκόμη χειρότερα, ἀτομικό του κατόρθωμα, ἀλλὰ πρᾶξις μὲ ἐκκλησιολογικὸ χαρακτῆρα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς μεθόδους τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος· ὅλες πρέπει νὰ τελοῦνται μὲ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα καὶ ὄχι μὲ ἀτομικιστικό. Ἀκόμη καὶ ἡ προσευχὴ τὴν ὁποία κάνομε κατ' ἰδίαν δὲν εἶναι ἀτομική, ὅπως μερικὲς φορὲς νομίζομε, ἀλλὰ προσωπική, δηλ. ἐκκλησιαστική. Ἐὰν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς μας δὲν αἰσθανόμαστε συνδεδεμένοι καὶ δὲν προσευχόμαστε καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ προσευχή μας μεταπίπτει σὲ μιὰ ἀτομικὴ θρησκευτικὴ πρᾶξι καὶ ὄχι σὲ «συνουσία καὶ ἕνωσι ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ»[4].
Κατὰ δεύτερον ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης συντελεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ χριστιανὸς μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἶναι δυνατὸν νὰ ζήση πνευματικῶς, νὰ γίνη πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει ὅτι: «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ' οὐδενὸς ἀνακρίνεται»[5]. Καὶ σὲ ἄλλο χωρίο σημειώνει: «Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην ὑμῖν λαλῆσαι ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ' ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ ... ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε. ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;»[6]. Κατὰ συνέπεια πνευματικὸς ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐγκαταλείπεται στὸ Πνεῦμα γίνεται ὅμοιος μὲ φύλλο ποὺ τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος»[7]. Κατὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο «ὁ γὰρ μηκέτι κατὰ σάρκα ζῶν, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ἀγόμενος καὶ υἱὸς Θεοῦ χρηματίζων καὶ σύμμορφος τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γενόμενος, πνευματικὸς ὀνομάζεται»[8].
β. Κατὰ τὴν δογματικὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος. Γι' αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης συνδέεται μὲ τὴν μυστηριακὴ καὶ τὴν (ἁγιο) πνευματικὴ ζωή. Εἶναι ἀπαραίτητος ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ θεία Χάρις, ἡ ὁποία παρέχεται στὸν χριστιανὸ διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἀφ' ἑτέρου ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις, ἐνέργεια καὶ ἄσκησις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ὁδηγηθῆ στὸ «καθ' ὁμοίωσιν» Θεοῦ.
Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης δὲν μένει ἁπλῶς σὲ κάποιες μεθόδους ἀσκήσεως, ἀλλὰ διὰ τῶν μεθόδων αὐτῶν καλλιεργεῖται ἐν ἡμῖν ἡ πανσθενουργὸς Χάρις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γιατὶ κατὰ τὴν σαφῆ διακήρυξι τοῦ Κυρίου μας: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[9]. Καὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Π.Δ. «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»[10].
γ. Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης εἶναι μία μυστικὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὄχι ἕνας θρησκευτικὸς μυστικισμός. Ὡς θρησκευτικὸ μυστικισμὸ θεωροῦμε τὴν προσπάθεια ἑνὸς ἀνθρώπου (ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος) νὰ ἐπιτύχη ἄμεσο ἕνωσι μὲ τὸ ὑπ' αὐτοῦ λατρευόμενο θεῖο (προσωπικὸ ἢ ἀπρόσωπο). «Μυστικισμὸς εἶναι ἡ μέθοδος, δυνάμει τῆς ὁποίας τὸ μὲν διὰ τελετουργικῶν πράξεων, μὴ καταληπτῶν εἰς ὅλους καὶ μὴ ἀνακοινωσίμων, τὸ δὲ διὰ ψυχικῶν βιωμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι κτῆμα πάντων, ἐρχόμεθα εἰς ἐπαφὴν πρὸς τὸ θεῖον καὶ γνωρίζομεν τὰ μυστήρια τῆς οὐσίας καὶ τοῦ πνεύματός του». «Ὁ ὅρος εἶναι δημιούργημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ εὐσεβείας καὶ ἔχει σχέσεις καὶ πρὸς τὸ "μύειν" καὶ τὸ "μυεῖν"»[11] (μύω=κλείνω τὰ μάτια, μυῶ=διδάσκω, κατηχῶ).
Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης εἶναι μυστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή, δηλ. ζωὴ ἡ ὁποία κατὰ μυστικὸ - ἀφανῆ τρόπο συντελεῖται ἐντός μας καὶ ἀκόμη ζωὴ ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μύησι (κατήχησι, διδασκαλία, καθοδήγησι) γιὰ τὴν ἐπίτευξί της.
Ὅμως, μεταξὺ τοῦ μυστικισμοῦ (ἐξωχριστιανικοῦ καὶ ἑτεροδόξου) καὶ τῆς ὀρθοδόξου μυστικῆς ζωῆς ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορὲς δόγματος, ἤθους καὶ λατρείας. Οἱ μεγαλύτερες διαφορὲς εἶναι ὅτι κέντρο καὶ στόχος τῆς μυστικῆς ζωῆς εἶναι τὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δεύτερον ὅτι ὁ ἀκολουθῶν τὴν μυστικὴ ζωὴ δὲν ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπο θρησκευτικὴ κοινότητα, παραμένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς μέλος της βιώνει τὴν μυστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή, ἐνῷ «οἱ γνήσιοι καὶ ἄκροι μυστικισταὶ ὅλων τῶν αἰώνων συναισθάνονται τὸ θετικὸν θρήσκευμα ὡς κώλυμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπερνικηθῇ»[12].
3. Στόχος, στάδια καὶ μέθοδοι τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος
α. Στόχος τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δι' Αὐτοῦ μὲ τὴν Παναγία Τριάδα, ἡ ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Συμπίπτει δηλ. ὁ στόχος τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος πρὸς τὸν τελικὸ προορισμὸ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν.
β. Τὰ στάδια τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος διακρίνονται σὲ τρία: κάθαρσις, φωτισμὸς καὶ θέωσις. Βεβαίως, οἱ ὀνομασίες τῶν σταδίων ποικίλουν στοὺς διαφόρους νηπτικοὺς Πατέρες, ἀλλὰ ὅλοι συμφωνοῦν στὴν οὐσία τῶν σταδίων.
Τὸ πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρσις τοῦ χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη του. Χρειάζεται νὰ σταματήση ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐνεργεῖν τὴν ἁμαρτία, νὰ ἀσκηθῆ στὴν ἀντιμετώπισι τῶν λογισμῶν καὶ τῶν ἀφορμῶν γιὰ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μεταβάλλη σταδιακῶς τὰ ἁμαρτωλά του πάθη (ὡς διεστραμμένες δυνάμεις τῆς ψυχῆς του) σὲ ἀρετὲς χριστιανικές.
Τὸ δεύτερο στάδιο εἶναι ὁ φωτισμὸς τοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀξιοποιῶντας τὴν θεία Χάρι, φωτίζεται ὁ νοῦς του καὶ διακρίνει εὐχερέστερα τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ὡς «λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν»[13]. Κατανοεῖ ἐμπειρικῶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καὶ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ βιωματικῶς.
Τὸ τρίτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπάθεια τοῦ χριστιανοῦ, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέωσις τοῦ πιστοῦ. «Ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι ἡ ἄρνησις τῶν παθῶν (δηλ. τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς), ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσίς των[14]. Δὲν σχετίζεται μὲ τὴν στωικὴ ἀπάθεια[15], οὔτε σημαίνει τὸ τέλος τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ τὴν ἀντιμετώπισί των μὲ εἰρήνη καὶ τὴν συνεχῆ καὶ ἀμετακίνητο μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ κοινωνία μαζί Του[16]. Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς φανερώνει ἕνα κριτήριο γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς ἀπαθείας. "Ὅταν ἀεὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς μηδὲν τῶν τοῦ κόσμου νοημάτων διενοχλήσῃ τῷ νῷ, τότε γίνωσκε σαυτὸν μὴ ἔξω εἶναι τῶν ὅρων τῆς ἀπαθείας"[17]. Κατὰ τὸν Εὐάγριο "ὁ μήτε κατ' ἐνέργειαν μήτε κατὰ διάνοιαν ἁμαρτάνων, ὅπερ τῆς μεγίστης καὶ πρώτης ἀπαθείας ἐστὶ τεκμήριον"[18]»[19].
Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ ἄλλοτε σημαίνει τὸν φωτισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἄλλοτε τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας.
Ἡ θέωσις εἶναι ἡ ἕνωσις τοῦ πιστοῦ μετὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δηλ. ἡ μέθεξις τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ἡ κοινωνία μετὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁμοίωσίς μας πρὸς τὸν Θεό. Διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα σχεδὸν τὰ θεῖα ἰδιώματα ἐν ἑαυτῷ περιφέρει»[20]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σκιαγραφεῖ τὴν πορεία τοῦ πιστοῦ πρὸς τὴν θέωσι ὡς ἑξῆς: «Ἀπόστα τῆς κακίας, ἐν τῇ χώρᾳ γενοῦ τῆς ἀρετῆς, ἐπιλαβοῦ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας, καὶ προσμένων παρὰ τοῦ Θεοῦ λήψῃ οὐ μόνον τῆς ἀνθρωπίνης ἀρετῆς τὴν τελείωσιν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰς προσκτήσῃ τὰς θεϊκὰς ὑπερφυῶς ἀρετὰς διὰ τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως. Οὕτω γὰρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ γὰρ κολλώμενος διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς τῷ Θεῷ ἓν πνεῦμα μετὰ τοῦ Θεοῦ γίνεται διὰ τῆς τοῦ θείου πνεύματος χάριτος»[21].
γ. Οἱ μέθοδοι τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι πολλὲς καὶ ποικίλες. Ἀναφέρομε ὡρισμένες ἀπὸ αὐτὲς συνοπτικῶς, ἐπαναλαμβάνοντες ὅτι κάθε μέθοδος, τεχνικὴ καὶ τρόπος ἀσκήσεως πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὶς προϋποθέσεις καὶ ἐντὸς τῶν πλαισίων, τὰ ὁποῖα προαναφέραμε.
Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βάσις τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἀρχίζει μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Σὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται ἐν Χριστῷ, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ συνάπτεται στὸ ἅγιο καὶ ἀναμάρτητο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἐνδύεται τὸν Χριστὸ καὶ καλεῖται μὲ τὴν συνεργία του, μὲ τὴν ἄσκησι καὶ τὴν θέλησί του νὰ ἀκολουθήση στὴν ζωή του τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος ὁ χριστιανὸς λαμβάνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὰ χαρίσματά του καὶ συμμετέχει στὸ τριπλὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου μας (βασιλικό, ἱερατικό, προφητικό). Μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοὺς χαρισματούχους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐνεργοποιοῦν καὶ τὰ ἀξιοποιοῦν, πορεύεται ἀνὰ ἐποχὴ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας ὁ ἁμαρτάνων καὶ μετανοῶν χριστιανὸς ἐπανασυνδέεται μὲ τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, καθαίρεται ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ἐνδυναμώνεται στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑπὲρ τῆς ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν. Νὰ σημειώσωμε ὅτι μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας ἔχει συνδεθῆ (χωρὶς ὅμως νὰ ἀποτελῆ καὶ μέρος τοῦ Μυστηρίου) καὶ ἡ πνευματικὴ καθοδήγησις τῶν χριστιανῶν, ὅταν ὁ Πνευματικὸς συμβουλεύει καὶ καθοδηγεῖ τὸν χριστιανὸ γιὰ ζητήματα πνευματικῆς ζωῆς. Βεβαίως, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ καθοδήγησις μπορεῖ νὰ γίνεται καὶ ἐκτὸς τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καὶ ἀπὸ πνευματοφόρους χριστιανοὺς λαϊκούς, μοναχοὺς ἢ κληρικοὺς. Οἱ πνευματοφόροι χριστιανοί, ὡς ἡνωμένοι μετὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθίστανται ὄργανα Αὐτοῦ πρὸς φωτισμὸ καὶ βοήθεια καὶ ἄλλων ἀνθρώπων. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Βασιλείου: «αἱ πνευματοφόροι ψυχαὶ ἐλλαμθεῖσαι παρὰ τοῦ Πνεύματος, αὐταί τε ἀποτελοῦνται πνευματικαὶ καὶ εἰς ἑτέρους τὴν χάριν ἐξαποστέλλουσιν»[22]. Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ζητεῖται ἡ ἴασις ψυχῆς καὶ σώματος, ἐνῷ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου ἐνσωματώνεται ἡ ἀγάπη τῶν δύο συζύγων στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Σῶμα Του καὶ ζητεῖται ἡ θεία Χάρις γιὰ τὴν μεταμόρφωσι τῆς ἀνθρωπίνης ἀγάπης σὲ ὑπερφυσικὴ καὶ κατὰ Χριστὸν ἀγάπη. Μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, τέλος, κάποια μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτοῦν τὸ χάρισμα τῆς τελέσεως τῶν Μυστηρίων καὶ τῆς ἐν γένει διακονίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέθοδος τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι καὶ ὁλόκληρος γενικῶς ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ ἀκολουθίες, οἱ ὕμνοι, τὰ τελούμενα καὶ δρώμενα, ἡ εἰκονογραφία καὶ ἡ ναοδομία ὠθοῦν τοὺς χριστιανοὺς στὴν βίωσι ἀνεκλαλήτων ἐμπειριῶν καὶ τοὺς ὁδηγοῦν πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Ἡ συμμετοχὴ στὶς λατρευτικὲς καὶ κοινοτικὲς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας ὠφελεῖ καὶ ἁγιάζει τὸν ἀγωνιζόμενο πιστό.
Ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὸ καθημερινὸ ὅπλο τοῦ χριστιανοῦ ἐναντίον τῶν πειρασμῶν καὶ τὸν εὐκολώτερο τρόπο συναντήσεως καὶ συνευρέσεως μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοερὰ ἢ καρδιακὴ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀνωτέρα μέθοδο προσευχῆς, ὅπου ὁ πιστὸς προσεύχεται διὰ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας. Ἰδίως στὴν ὀρθόδοξο πνευματικότητα ἔχει ἐπικρατήση πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια ἡ μονολόγιστος εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἡ ἐπίκλησις τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας γίνεται συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἐκ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ διαβιούντων λαϊκῶν καὶ κληρικῶν χριστιανῶν. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ (μαζὶ μὲ τὴν τεχνικὴ ἐλέγχου τῆς ἀναπνοῆς) συνεδέθη μὲ τὸ κίνημα τῶν Ἡσυχαστῶν μοναχῶν καὶ μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὁποία ἐπεκυρώθη ἀπὸ τὶς Συνόδους τοῦ 14ου αἰ. στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἔκτοτε παραμένει ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὡς πραγματικὸς θησαυρὸς στὰ χείλη καὶ στὴν καρδία τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριο[23].
Ἡ νηστεία εἶναι μία παναρχαία τεχνικὴ ὅλων σχεδὸν τῶν θρησκευμάτων. Διὰ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν τροφὴ ἢ τῆς μειώσεώς της ὁ χριστιανὸς ἀποδεικνύει ἐν τοῖς πράγμασιν ὅτι «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»[24]. Θεωρεῖ τὴν ζωὴ ὡς χορηγουμένη ἀπὸ τὸ ζωοποιοῦν Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς βρώσεως καὶ τῆς τροφῆς. Ζεῖ γιὰ τὸν Κύριο καὶ ὄχι γιὰ τὴν κοιλία καὶ τὰ βρώματα. Ἡ ἀληθὴς νηστεία, βεβαίως, κατὰ τὴν ἀριστοτεχνικὴ διατύπωσι τοῦ ἁγίου Βασιλείου εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις. «Ἀληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής»[25]. Ἔτσι ἡ νηστεία συνδέεται στὴν ὀρθόδοξο πνευματικότητα μὲ τὴν γενικωτέρα ἐγκράτεια καὶ τὴν ἄσκησι τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ τὴν ἀπόκτησι τῶν θείων ἀρετῶν. Συναφῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει: «τιμὴ γὰρ νηστείας, οὐχὶ σιτίων ἀποχή, ἀλλ' ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις, ὡς ὅ γε τῇ τῶν βρωμάτων ἀποχῇ μόνον ὁρίζων τὴν νηστείαν, οὗτός ἐστιν ὁ μάλιστα ἀτιμάζων αὐτήν. Νηστεύεις; δεῖξόν μοι διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων, φησίν; Ἐὰν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον· ἐὰν ἴδῃς ἐχθρὸν καταλλάγηθι· ἐὰν ἴδῃς φίλον εὐδοκιμοῦντα, μὴ βασκήνῃς· ἐὰν ἴδῃς γυναῖκα εὔμορφον, ὑπέρβηθι. Μὴ γὰρ δὴ στόμα νηστευέτω μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀφθαλμός, καὶ ἀκοή, καὶ πόδες, καὶ χεῖρες, καὶ πάντα τὰ τοῦ σώματος ἡμῶν μέλη· νηστευέτωσαν χεῖρες, ἁρπαγῆς καὶ πλεονεξίας καθαρεύουσαι· νηστευέτωσαν πόδες, δρόμων τῶν ἐπὶ τὰ παράνομα θέατρα ἀφιστάμενοι· νηστευέτωσαν ὀφθαλμοί, παιδευόμενοι μηδέποτε ὄψεσιν εὐμόρφοις ἐπιπηδᾷν, μηδὲ ἀλλότρια περιεργάζεσθαι κάλλη. Τροφὴ γὰρ ὀφθαλμῶν, θεωρία· ἀλλὰ ἂν μὲν παράνομος ᾖ καὶ κεκωλυμένη, λυμαίνεται τῇ νηστείᾳ, καὶ πᾶσαν ἀνατρέπει τῆς ψυχῆς τὴν σωτηρίαν· ἂν δὲ ἔννομος καὶ ἀσφαλής, κοσμεῖ τὴν νηστείαν. Καὶ γὰρ τῶν ἀτοπωτάτων ἂν εἴη, ἐπὶ μὲν βρωμάτων καὶ τῆς συγκεχωρημένης ἀφίστασθαι τροφῆς διὰ τὴν νηστείαν, ἐπὶ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς κεκωλυμένης ἅπτεσθαι. Οὐκ ἐσθίεις κρέα; μὴ φάγῃς ἀκολασίαν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν. Νηστευέτω καὶ ἀκοή· νηστεία δὲ ἀκοῆς μὴ δέχεσθαι κακηγορίας καὶ διαβολάς· Ἀκοὴν γὰρ ματαίαν μὴ παραδέξῃ, φησί. Νηστευέτω καὶ στόμα ἀπὸ ῥημάτων αἰσχρῶν καὶ λοιδορίας. Τί γὰρ ὄφελος ὅταν μὲν ὀρνίθων καὶ ἰχθύων ἀπεχώμεθα, τοὺς δὲ ἀδελφοὺς δάκνωμεν καὶ κατεσθίωμεν; Ὁ κακηγορῶν ἀδελφικὰ κρέα ἔφαγεν, τὴν σάρκα τοῦ πλησίον ἔδακε»[26].
Ἕτερο μέσο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι ἡ πάλη κατὰ τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἡ φυλακὴ τοῦ νοῦ. Οἱ λογισμοὶ εἶναι εἰκόνες, σκέψεις, φαντασίες, οἱ ὁποῖες εἰσβάλλουν στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ οἱ μὲν πονηροὶ λογισμοὶ προέρχονται εἴτε ὡς προσβολὲς τῶν πονηρῶν δαιμόνων, εἴτε ὡς προϊόντα τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτημάτων ἑνὸς ἑκάστου. Οἱ δὲ ἀγαθοὶ λογισμοὶ προέρχονται εἴτε ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεό, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανὸς ὀφείλει νὰ φυλάσση συνεχῶς τὸν νοῦ του οὕτως ὥστε νὰ ἀναγνωρίζη ἀμέσως τὴν προέλευσι καὶ τὸ εἶδος τοῦ λογισμοῦ καὶ νὰ ἀποκρούη πάραυτα τοὺς πονηροὺς λογισμούς, γνωρίζων ὅτι ὁ ἐγχρονισμὸς καὶ ἡ συζήτησις μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν κατὰ διάνοια ἢ στὴν κατ' ἐνέργεια ἁμαρτία[27].
Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἄλλη πτυχὴ τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ὁ χριστιανὸς δὲν ἀρκεῖται στὴν ἀπόρριψι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἐπιδιώκει τὶς ἀρετὲς μὲ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἐδίδαξε ὅτι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του προϋποθέτει καὶ φανερώνει τὴν ἐκ μέρους μας ἀγάπη πρὸς Αὐτόν: «ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσετε»· «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, κἀγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»[28]. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἀσφαλὴς τρόπος ἀποκτήσεως, θείᾳ Χάριτι βεβαίως, τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ πονηρὰ πάθη.
Μορφὴ καὶ μέθοδος τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὡς καρπὸς τῆς φιλανθρωπίας καὶ φιλαδελφίας, καθὼς καὶ ἡ γενικωτέρα κοινωνικὴ διακονία. Αὐτὴ ἡ μέθοδος φανερώνει τὸν ἐκκλησιαστικὸ - κοινωνικὸ χαρακτῆρα τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως, ἡ ὁποία δὲν ἀποσκοπεῖ στὸν ἐξαγιασμὸ ἀτόμων, ἀλλὰ προσώπων, δηλ. ὑπάρξεων ὀργανικῶς συνδεδεμένων μεταξύ τους στὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, δηλ. τὴν Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐρημῖτες ἀσκητὲς προσεύχονται γιὰ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητος, διακονοῦν καὶ ἐλεοῦν τοὺς συνανθρώπους των μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμα τῆς ζωῆς των καὶ ἑνώνονται ὀντολογικῶς μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας (ζῶντα καὶ κεκοιμημένα) σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξι, στὴν ὁποία συμμετέχουν. Ἡ ἐλεημοσύνη τονίζεται ἰδιαιτέρως ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τρόπος καθάρσεως ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων, ἐπειδὴ μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία. Σὲ ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικὸ κείμενο διαβάζομε: «καλὸν οὖν ἐλεημοσύνη ὡς μετάνοια ἁμαρτίας ... ἐλεημοσύνη γὰρ κούφισμα ἁμαρτίας γίνεται»[29]. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διδάσκει συναφῶς: «Μέγα οὖν πρᾶγμα ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί· ταύτην ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδὲν ἴσον· ἱκανή ἐστι καὶ ἄλλας ἁμαρτίας ἐξαλεῖψαι, καὶ τὴν κρίσιν ἀπελάσαι· σοῦ σιωπῶντος ἔστηκε καὶ συνηγορεῖ· μᾶλλον δὲ σοῦ σιωπῶντος μυρία στόματα εὐχαριστεῖ ὑπὲρ σοῦ»[30].
Οἱ μέθοδοι τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος εἶναι μέσα καὶ μέθοδοι καὶ ὄχι στόχοι αὐτῆς. Διδάσκει μὲ σαφήνεια ὁ ἀσκητικὸς Πατὴρ Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος: «καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου, οὐκ ἔστι τελειότης, καθὰ εἴρηται, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα. Ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται»[31]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τὶς πρακτικὲς τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος ὡς φάρμακα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ κάποιος ὑπὸ τὴν καθοδήγησι ἐμπείρου πνευματικοῦ πατρός. Σημειώνει ἐπὶ παραδείγματι γιὰ τὴν μέθοδο τῆς νηστείας: «Φάρμακόν ἐστιν ἡ νηστεία, ἀλλὰ τὸ φάρμακον, κἂν μυριάκις ὠφέλιμον ᾖ, πολλάκις ἄχρηστον γίνεται διὰ τὴν ἀπειρίαν τοῦ χρωμένου. Καὶ γὰρ καὶ καιρὸν εἰδέναι χρὴ καθ' ὃν δεῖ τοῦτο ἐπιτιθέναι, καὶ ποσότητα αὐτοῦ τοῦ φαρμάκου, καὶ σώματος κρᾶσιν τὴν δεχομένην, καὶ χώρας φύσιν, καὶ ὥραν ἔτους, καὶ δίαιταν κατάλληλον, καὶ πολλὰ ἕτερα· ὧν ὅπερ ἂν παροφθείη, τοῖς ἄλλοις λυμανεῖται πᾶσι τοῖς εἰρημένοις. Εἰ δὲ ἔνθα σῶμα θεραπεύειν δεῖ, τοσαύτης ἡμῖν ἀκριβείας χρεία, πολλῷ μᾶλλον ὅταν ψυχῆς ἐπιμελώμεθα καὶ λογισμοὺς θεραπεύωμεν, πάντα διερευνᾶσθαι καὶ σκοπεῖν ἀναγκαῖον μετὰ ἀκριβείας ἁπάσης»[32].
4. Ἐπίλογος
Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης ἀείποτε ὑπῆρχε στὴν Ἐκκλησία μας ὡς θεωρία καὶ ὡς μυστικὴ ἐμπειρία τῶν ἀσκουμένων χριστιανῶν. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἔγινε κτῆμα περισσοτέρων πιστῶν μὲ τὴν ἐπανέκδοσι τῆς Φιλοκαλίας ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τοῦ Ἀστέρος. Ἡ μετάφρασίς της, μάλιστα, στὴν ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ γλῶσσα ἔκαναν πολλοὺς ἑτεροδόξους χριστιανοὺς νὰ θαυμάσουν τὸ βάθος καὶ τὴν ποιότητα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἐπισημαίνομε ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης διδάσκεται σὲ πολλὰ ρωμαιοκαθολικὰ καὶ προτεσταντικὰ ἰνστιτοῦτα ὡς πνευματικότης τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα ἕνα περισπούδαστο συστηματικὸ ἐγχειρίδιο τὸ ὁποῖο συνεγράφη τὸ 1978 μετεφράσθη καὶ στὴν ἑλληνικὴ πρὸ δύο ἐτῶν. Τέλος, τὸ Ἅγιο Ὄρος, ὡς τὸ κατ' ἐξοχὴν κέντρο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ἐξακολουθεῖ νὰ μαγνητίζη πολλοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ τοὺς μεταστρέφη στὴν Ὀρθοδοξία. «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων» ὁσίων καὶ ἀσκητῶν «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν»[33]!
Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Α´-ΣΤ´, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης: Ἱ. Ἡσ. Εὐαγγ. Ἰωάννης, 1999-2012.
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Α´-Ε´, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 1982-19925.
Ἀγγελοπούλου Ἰωάννου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθῆναι 2002.
Βίττη Εὐσεβίου, Ἡδονὴ - Ὀδύνη. Ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1990.
Βίττη Εὐσεβίου, Πρὸς ἡδονῆς καὶ ὀδύνης ὑπέρβαση. Α´ Νοῦ παθῶν κάθαρση, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 1992.
Βλάχου Ἱεροθέου, Μικρὰ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 19982.
Βλάχου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, 1, Λεβάδεια: Ἱ.Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, 19893.
Ζιλλὲ Λέβ, Ὀρθόδοξος πνευματικότης, Ἀθῆναι: Γρηγόρης, χ.χ.
Καλλιντέρη Δημητρίου, Πάθη καὶ ἀπάθεια κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 1997.
Καρδαμάκη Μιχαήλ, Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 19933.
Κεσελόπουλου Ἀνέστη, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀθήνα: Δόμος, 1982.
Κορναράκη Ἰωάννη, Στοιχεῖα νηπτικῆς ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, 1982.
Μαντζαρίδη Γεωργίου, Χριστιανικὴ Ἠθική, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 19913.
Νευράκη Νικολάου, Ἡ ἀρετὴ τῆς ἐγκρατείας κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, Ἀθῆναι 2003.
Πορτελάνου Σταμάτη, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Στάδια πνευματικῶν μεθηλικιώσεων κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 1998.
Τσιτσίγκου Σπύρου, Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, Ἀθήνα: Ἀποστ. Διακονία, 2000.
Larchet Jean - Claude, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευματικῶν νοσημάτων. Εἰσαγωγὴ στὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμοι Α' καὶ Β', Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 2008.
Špidlik Tomáš, Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ (μτφρ. Βασ. Ψευτογκᾶ), Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2000.
[1] Μιχαὴλ Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη πνευματικότητα (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 19932), σ. 19.
[2] Ἐκκλησία (1997), σ. 816.
[3] Ἀθανασίου Δεληκωστοπούλου, Ἡ ἐξέλιξη τῆς μυστικῆς θεολογίας στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Ἀθῆναι: Ἀποστ. Διακονία, 1992), σ. 11.
[4] Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, λόγ. ΚΗ´, 1 (Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19792), σ.159.
[5] Α´ Κορ. 2: 14-15.
[6] Α´ Κορ. 3: 1-3.
[7] Λὲβ Ζιλλέ, Ἡ περιστερὰ καὶ ὁ ἀμνὸς (Ἀθήνα: Ἔλαφος, 1981), σ. 26.
[8] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 61 (ΒΕΠ 52, 283).
[9] Ἰω. 15: 5.
[10] Ψαλμ. 126: 1.
[11] Νικολάου Λούβαρι, «Μυστικισμός», Ἐγκυκλοπαίδεια Ἥλιος, τόμ. 14, σ. 166.
[12] Νικολάου Λούβαρι, «Μυστικισμός», Ἐγκυκλοπαίδεια Ἥλιος, τόμ. 14, σ. 167.
[13] Α´ Πετρ. 5: 8.
[14] Βλ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία Γρηγορίου Παλαμᾶ (Ἀθήνα: Δόμος, 1982), σ. 178: «ἡ ἀπάθεια δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει τὴν ἄρνηση τῶν παθῶν, ἀλλὰ τὴ μεταστροφή τους σὲ πόθο τοῦ Θεοῦ». Πρβλ. Δημητρίου Καλλιντέρη, Πάθη καὶ ἀπάθεια κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου (Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 1997), σσ. 139 κ.ἑ.
[15] Βλ. Δημητρίου Καλλιντέρη, Πάθη καὶ ἀπάθεια κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου (Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 1997), σσ. 140-142.
[16] Βλ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία Γρηγορίου Παλαμᾶ (Ἀθήνα: Δόμος, 1982), σ. 182: «Ἡ ἀπάθεια δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, οὔτε, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴ στωικὴ ἀπάθεια. Σημαίνει τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς καὶ αἰσθάνεται ἐλάχιστα τὶς κινήσεις τῆς φύσεως. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη, ποὺ κατέχουν τὴν τέλεια ἀπάθεια, ἔχουν αἴσθηση τῶν παθῶν, χωρὶς βέβαια νὰ δουλώνονται σ' αὐτά· πολεμοῦνται ἀπὸ τὸ διάβολο, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποκύπτουν στὶς προσβολές του».
[17] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης, Α´, πη´ (Φιλοκαλία, τόμ. Β´, σ. 12).
[18] Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ λογισμῶν, 10 (ΒΕΠ 79, 21). Πρβλ. αὐτόθι, 35 (ΒΕΠ 79, 43): «ἀπάθειαν δὲ λέγω οὐ τὴν κωλύουσαν τὰς κατ' ἐνέργειαν ἁμαρτίας - αὕτη γὰρ ἐγκράτεια λέγεται -, ἀλλὰ τὴν κατὰ διάνοιαν τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς περικόπτουσαν».
[19] Ἰωάννου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία (Ἀθῆναι 2002), σ. 112-113.
[20] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης, Β´, νβ´, (Φιλοκαλία, τόμ. Β´, σ. 21).
[21] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, 35 (Συγγράμματα, τόμ. Δ´, σ. 141).
[22] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 23 (ΒΕΠ 52, 250).
[23] Περισσότερα βλ. Καλλίστου Ware, Ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος (Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 19925).
[24] Ματθ. 4: 4.
[25] Μ. Βασιλείου, Περὶ νηστείας, Β´, 7 (ΒΕΠ 54, 26).
[26] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, ὁμιλία Γ´ (PG 49, 53). Πρβλ. Νικολάου Νευράκη, Ἡ ἀρετὴ τῆς ἐγκρατείας κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον (Ἀθῆναι 2003), σ. 148.
[27] Περὶ λογισμῶν βλ. περισσότερα ἐν: Ἰωάννου Ἀγγελοπούλου, «Περὶ λογισμῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 84 (2001), σσ. 85-98 καὶ Ἰωάννου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία (Ἀθῆναι 2002), σσ. 54-61.
[28] Ἰω. 14: 15, 21. Περισσότερα περὶ ἐντολῶν βλ. ἐν: Νικολάου Μητσοπούλου, Αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ (Ἀθῆναι 1989).
[29] Κλήμεντος Ρώμης, Πρὸς Κορινθίους, Β´, XVI, 4 (ΒΕΠ 1, 46).
[30] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ ἐλεημοσύνης, ὁμιλία Γ´, γ´ (PG 49, 295).
[31] Κασσιανοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον (Φιλοκαλία, τόμ. Α´, σ. 83).
[32] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, ὁμιλία Γ´ (PG 49, 51-52).
[33] Ἑβρ. 12: 1-2.