Γιάννη Τσέντου,
«Τὸ δέντρο καὶ οἱ καρποί»,
Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος (2021) 5-8.
Στὴν αὐγὴ τῆς νέας χρονιᾶς, στὶς 2 Ἰανουαρίου, ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιὸν Οὔρσουλα φὸν ντὲρ Λάιεν ἀνήρτησε στὰ κοινωνικὰ δίκτυα ἕνα βίντεο ποὺ ἔδειχνε ἐθελοντὲς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη νὰ ἑτοιμάζουν καὶ νὰ μοιράζουν γεύματα. Ἡ ἀνάρτηση συνοδευόταν ἀπὸ τὸ σχόλιο στὰ ἑλληνικά: «Ἡ κρίση ἦταν σκληρὴ γιὰ κάποιους Εὐρωπαίους – ἀλλὰ μποροῦμε νὰ βασιστοῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Ἠλίας εἶναι ἐθελοντὴς σὲ τράπεζα τροφίμων. Μὲ τὴν ὁμάδα του, μαγειρεύει καὶ συσκευάζει γεύματα γιὰ οἰκογένειες ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Μαζὶ θὰ ξεπεράσουμε αὐτὴ τὴν πανδημία».
Τὸ σχόλιο αὐτὸ προκάλεσε αἴσθηση, ἰδιαίτερα δὲ στὴν Ἑλλάδα συνήγειρε καὶ ἕνα κῦμα ὑπερηφάνειας: Νιώσαμε ὑπε-ρηφάνεια, ποὺ ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιὸν ἔφερε ἕναν Ἕλληνα ὡς παράδειγμα ἀλληλεγγύης καὶ ἐθελοντισμοῦ.
Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ σχολιάσουμε, κατὰ πρῶτον, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ὄχι ἁπλῶς δὲν δικαιολογεῖται στὴν προκειμένη περίπτωση, ἀλλά, ἂν τὸ καλοσκεφθοῦμε, κινδυνεύει νὰ εἶναι καὶ ἀνόητη. Ἆραγε ἡ ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη ποὺ ἐξῇρε ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιὸν ὀφείλεται στό... ἑλληνικὸ DNA τοῦ ἐθελοντῆ ποὺ τὴν ἐπιδεικνύει;
Εἶναι ἀνόητο, ἀσφαλῶς, νὰ ὑποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ ἀνόητο εἶναι νὰ νιώσουμε καί... ὑπερηφάνεια. Καὶ προσέξτε γιατί: Ἂν τό... ἑλληνικὸ DNA εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ κάτι τόσο καλό, στὴν ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη –ἀνόητο νὰ ποῦμε κάτι τέτοιο, ἀλλὰ ἂς τὸ ποῦμε καθ’ ὑπόθεσιν–, τότε εἴμαστε εὐτυχεῖς, ποὺ μοιραζόμαστε καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο DNA. Ἀλλὰ ὑπερήφανοι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε. Γιατὶ πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτὸ ποὺ δὲν ἐξαρτήθηκε ἀπὸ μᾶς; Ἂς ὑποθέσουμε, κατ’ ἀναλογίαν, ὅτι εἶναι καλὸ νὰ εἶσαι ψηλός· δὲν θὰ ἦταν ἀνόητο ὅμως νὰ δηλώνει κανείς... ὑπερήφανος, ποὺ εἶναι ψηλός;
Ἀφήνοντας ὅμως στὴν ἄκρη τὰ σκιρτήματα... ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας, νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση τοῦ θέματος, μιὰ διάσταση ἡ ὁποία δὲν ἀναδείχθηκε ἐπαρκῶς – σίγουρα ὄχι ὅσο θὰ ἄξιζε νὰ ἀναδειχθεῖ:
Ὁ ἐθελοντὴς ποὺ προέβαλλε ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιόν, ἕνας 24χρονος Ρομά, μεγάλωσε μέσα στὴν προσπάθεια «Φάρος τοῦ Κόσμου», ὑπὸ τὸν π. Ἀθηναγόρα Λουκατάρη, μιὰ πρωτοβουλία τῆς Μητροπόλεως Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως. Ὅταν οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας ἔπεσαν πάνω του, ὁ ἴδιος δήλωσε ἁπλᾶ: «Νιώθω ὑποχρεωμένος νὰ ἀνταποδώσω τὸ καλὸ ποὺ μοῦ ἔκαναν καὶ ἔχω μάθει νὰ εἶμαι ἀλληλέγγυος». Καὶ προσέθεσε:« Ὁ π. Ἀθηναγόρας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἱερέας, ἀλλὰ ἕνα πρότυπο γιὰ μένα, καὶ λειτούργησε καὶ ὡς πατέρας μου. Μὲ βοήθησε νὰ συνεχίσω τὸ σχολεῖο καὶ εἶναι πάντα δίπλα μου. Ἔτσι κι ἐγὼ θέλω νὰ βοηθάω ὅσους ἔχουν ἀνάγκη [...] Ὁ καθένας πρέπει νὰ συνεισφέρει στοὺς συνανθρώπους του, καὶ ὁ ἐθελοντισμὸς νὰ γίνει αὐτονόητος».
Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ μεγάλη ἀλήθεια ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναδείξουμε: Πίσω ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη ποὺ ἐξῇρε ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιόν, δὲν κρύβεται βέβαια τό... ἑλληνικὸ DNA, κρύβεται ὅμως ἕνα πνευματικὸ ἔργο, τοῦ ὁποίου ἡ ἔμπρακτη αὐτὴ ἀλληλεγγύη εἶναι ὁ καρπός.
Καὶ ἀφοῦ συνειδητοποιήσουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὀφείλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε ἐπιπλέον αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ μεγάλη σχιζοφρένεια τῆς ἐποχῆς μας: ὅτι θέλουμε μὲν τὸν καρπό, τὸν ἐπαινοῦμε, κάποτε τόν «ποστάρουμε» στὰ κοινωνικὰ δίκτυα, ἀλλὰ ἔχουμε βαλθεῖ νά... ξερριζώσουμε τὸ δέντρο ποὺ τὸν παράγει!
Σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία χρειάζεται προσπάθεια, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὰ αὐτονόητα, πρέπει ἐπιτέλους νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν αὐτονόητη καὶ αὐταπόδεικτη σχέση τοῦ καρποῦ πρὸς τὸ δέντρο ποὺ τὸν παράγει. Λίγοι ἔχουν τονίσει τόσο τὴ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ οἱ καρποί, ὅσο τὴν ἔχει τονίσει ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης, ὁ σπουδαῖος αὐτὸς χριστιανὸς διανοητής. Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν παρέλειπε νὰ ἐπισημαίνει, καὶ μάλιστα μὲ κάθε δυνατὴ ἔμφαση, τὴ μεγάλη ἀλήθεια: «Βέβαια, τὸ εἴπαμε πολλὲς φορές, καὶ δὲν βλάπτει νὰ τὸ ποῦμε ἄλλες τόσες, γιατὶ εἶναι ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ πρέπει νὰ τὶς ἐπαναλαμβάνωμε σὲ κάθε μας ἀναπνοή, βέβαια, εἶναι μωρὸ κι ἐγκληματικὸ νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι μόνο γιὰ τοὺς καρπούς, καὶ ν’ ἀδιαφορῆς γιὰ τὶς ρίζες ἢ γιὰ τὸ ὅλο δένδρο»[1].
Ἀλλοῦ, πάλι, ὁ ἴδιος ὁ Τσιριντάνης ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ περιφρονήσει ὅλα τὰ ἄλλα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, διότι «τὸ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου» (Α ́ Τιμ., α ́ 5), ὅμως τονίζει, καὶ πάλι μὲ ἔμφαση: «Τί ἀποδεικνύει ὅμως ἡ πεῖρα; Ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι ἐσφαλμένον. Διότι βεβαίως ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θυσία εἶναι πολὺ ὡραῖα πράγματα, ὅπως πολὺ ὡραῖο πρᾶγμα εἶναι καὶ ὁ καρπός. Ἀλλὰ ὁ καρπὸς προϋποθέτει δένδρον, ποτιζόμενον, λιπαινόμενον, ἐνισχυόμενον [...] Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ κριτήριον τῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ καλοὶ καρποί. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν καλλιεργῆται ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ μὲ τὸν Θεόν, σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζουν καὶ οἱ καρποὶ νὰ ἐκλείπουν»[2].
Καὶ τὸ ἀναπόφευκτο συμπέρασμα, διατυπωμένο σὲ ἄλλη εὐκαιρία: «Ἑπομένως, δὲν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἀκίνδυνα θὰ χτυπήσωμε τὴν Πίστη καὶ θὰ κάνωμε καλοὺς ἀνθρώπους, γιατί, ἔπειτα, τοὺς βλέπομε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τί εἴδους ἄνθρωποι γίνονται, ὅταν χτυπηθῆ ἡ Πίστη!»[3].
Αὐτὴ τὴν αὐτονόητη σχέση τοῦ καρποῦ πρὸς δέντρο τὴν εἴχαμε τονίσει πρὸ τεσσάρων ἐτῶν καὶ ἀπὸ τὶς στῆλες αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ περιοδικοῦ[4], γράφοντας πράγματα ποὺ νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε ἐκ νέου, σχεδὸν verbatim:
Ἡ βίωση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ φλόγα· ἡ ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη, σὰν αὐτὴ ποὺ προέβαλε μὲ τὴν ἀνάρτησή της ἡ Πρόεδρος τῆς Κομισιόν, εἶναι ἡ ζεστασιὰ ποὺ αὐτὴ ἡ φλόγα σκορπάει γύρω της. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ φλόγα τῆς πίστης στὴν καρδιά του εἶναι φυσικὸ νὰ σκορπάει καὶ τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης γύρω του.
Βεβαίως, ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ ἡ φλόγα τῆς πίστης δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ψυχρὴ θεωρητικὴ παραδοχὴ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ· εἶναι, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ., ε ́ 6). Εἶναι, ὅπως εἴπαμε, φλόγα ποὺ σκορπίζει γύρω της ζεστασιά. Καὶ ἔχει ἀσφαλῶς δίκιο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν τονίζει ὅτι τοὺς περισσότερους δὲν τοὺς πείθει τόσο ὁ λόγος, ὅσο ἡ πράξη, «ἡ σιωπῶσα παραίνεσις», ὅπως γράφει χαρακτηρι-στικά[5]. Καὶ πολὺ σωστὰ σχολιάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ἔτσι μόνο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀξιόπιστη ἡ διδασκαλία τῶν ἀγαθῶν, ἂν ὁ βίος μιλοῦσε μαζὶ μὲ τὰ λόγια – «οὕτω γὰρ ἂν ἀξιόπιστος ἦν τῶν ἀγαθῶν ἡ ὑφήγησις, τοῦ βίου τοῖς λόγοις συμφθεγγομένου»[6]. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ Πνεύματος (Γαλ., ε ́ 22). Δὲν εἶναι τυχαῖος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητές του: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω., ιγ ́ 35). Δὲν νοεῖται, πραγματικά, ἡ φλόγα τῆς πίστης, χωρὶς τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης.
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος: Καὶ ἂν ἀκόμα ἑστιάσουμε στὴν πανθομολογούμενη ἀνάγκη συμπαράστασης πρὸς τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο, τὸ νὰ ἐπαινεῖ μὲν κανεὶς τὴν ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη, ἀλλὰ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ συντήρηση τῆς φλόγας τῆς πίστης, μοιάζει μὲ αὐτὸ ποὺ τόσο παραστατικὰ γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: μὲ τὸ νὰ ρίχνει κάποιος στὸ πονεμένο μάτι του τὴ μιὰ κολλύριο... καὶ τὴν ἄλλη ἀσβέστη[7]! Γιατὶ ὅταν, ἀντὶ γιὰ τὴ φλόγα τῆς πίστης, ἁλώσει τὴν καρδιὰ ἡ παγωνιὰ τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, μοιραῖα θὰ κυριαρχήσει καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο.
Ἀναλογισθεῖτε λοιπὸν πόσο παράλογο εἶναι νὰ λέμε ὅτι θέλουμε τὴ ζεστασιά, ἀλλὰ ὄχι τὴ φλόγα. Δὲν ὑπάρχει λογικὴ στὸ νὰ καθόμαστε μπροστὰ στὸ τζάκι καὶ νὰ λέμε: «Σήμερα, ποὺ κάνει πολὺ κρύο, αὐτὸ ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ τζάκι εἶναι ἡ ζεστασιά, καὶ ὅλη ἡ σπουδὴ νὰ κρατᾶμε ἀναμμένη τὴ φλόγα περιττεύει». Ἀλλοίμονο! Ὅταν σβήσει ἡ φλόγα, θὰ χάσουμε καὶ τὴ ζεστασιά! Ἔτσι πρέπει νὰ ἐννοήσουμε καὶ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ φλόγα τῆς πίστης καὶ τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης.
Γιὰ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν εἰκόνα ποὺ εἴδαμε παραπάνω, εἶναι σχιζοφρενικὸ νὰ θέλουμε μὲν τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε βαλθεῖ νὰ ξερριζώσουμε τὸ δέντρο ποὺ τοὺς παράγει. Τὸ δέντρο τῆς πίστης εἶναι αὐτὸ ποὺ παράγει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης. Ἤ, ἀλλιῶς, ἡ φλόγα τῆς πίστης εἶναι αὐτὴ ποὺ συντηρεῖ τὴ ζεστασιὰ τῆς φιλανθρωπίας, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ ἀντίστροφο: ἡ ζεστασιὰ τῆς φιλανθρωπίας εἶναι αὐτὴ ποὺ κατ’ ἐξοχὴν μεταδίδει τὴ φλόγα τῆς πίστης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σπουδὴ στὸ χριστιανικὸ ἔργο ἦταν ὀρθότατα ἐξ ἀρχῆς διττή: σπουδὴ γιὰ τὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ἀφ’ ἑνός, σπουδὴ γιὰ τὴν ἔμπρακτη συμπαράσταση στὸν πάσχοντα συνάνθρωπο ἀφ’ ἑτέρου. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ τὰ ἔχουμε σήμερα μεγάλη ἀνάγκη. Καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὸ ἕνα, χωρὶς τὸ ἄλλο...
Αὐτὰ γράφαμε τότε, αὐτὰ νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε καὶ σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ ἀνάρτηση τῆς Προέδρου τῆς Κομισιόν.
[1] Π. Μελίτη (Ἀ. Ν. Τσιριντάνη), Γιὰ ν’ ἀνοίξῃ ὁ δρόμος, Ἀθῆναι 1957, σελ. 198.
[2] Ἀ. Ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Γ ́, σελ. 224-225.
[3] Ἀ. Ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Δ ́, σελ. 129.
[4] Γιάννη Κ. Τσέντου, «“Οὐαὶ γάρ μοί ἐστιν, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι”. Ἡ σπουδὴ γιὰ τὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας», Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος 619 (Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 2017), σελ. 23-25.
[5] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Θεοδώρῳ (Ἐπιστολὴ ΟΖ ́), ed. P. Gallay, 4.3.-4 (= ed. J.-P. Migne, PG 37, 141 A): «Οὐ γὰρ οὕτως ὁ λόγος πείθει τοὺς πολλούς, ὡς ἡ πρᾶξις, ἡ σιωπῶσα παραίνεσις».
[6] Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Ὀλύμπιον, Περὶ τελειότητος, ed. W. Jaeger, τόμ. VIII,I, 172.7-8 (= ed. J.-P. Migne, PG 46, 252 A): «Οὕτω γὰρ ἂν ἀξιόπιστος ἦν τῶν ἀγαθῶν ἡ ὑφήγησις, τοῦ βίου τοῖς λόγοις συμφθεγγομένου».
[7] Ἰωάννου Κλίμακος, Κλῖμαξ, Λόγος Δ ́, «Περὶ τῆς μακαρίας καὶ ἀειμνήστου ὑπακοῆς», κεφ. νδ ́, ed. J.-P. Migne, PG 88,708 D: «Ὁ ποτὲ μὲν ὑπακούων, ποτὲ δὲ παρακούων τοῦ πατρός, ὅμοιός ἐστιν ἀνδρί, τῷ ποτὲ μὲν κολλούριον, ποτὲ δὲ ἄσβεστον τοῖς ἑαυτοῦ ἐπιτιθέντι ὀφθαλμοῖς».