Σύντομο ἱστορικὸ τοῦ θεσμοῦ τῶν ἰδιωτικῶν Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ἀντισυνταγματικὴ κατάργηση τῆς αὐτοδιοίκησής τους.
Χαράλαμπος Ἄνδραλης, Δικηγόρος
http://aktines.blogspot.com/2023/05/blog-post_10.html#more
Ἡ Βαυαροκρατία ἔκλεισε μὲ τὸ ἀπὸ 25-9-1833 βασιλικὸ διάταγμα, τετρακόσια δώδεκα (412) μοναστήρια στὴν τότε Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, κρατικοποιῶντας τὴν περιουσία τους καὶ δημεύοντας ἀκόμα καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας, τὶς εἰκόνες, τὶς οἰκοσκευὲς κ.λπ. Ἄφησε μόλις ἑκατὸν πενῆντα ἕνα (151) μοναστήρια σὲ λειτουργία, ὡς νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σὲ ἐξάρτηση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ κράτος καὶ μάλιστα μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου πάνω σὲ αὐτά.
Ἡ νομικὴ αὐτὴ διαστροφὴ καὶ ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν μονῶν, σὲ συνδυασμὸ μὲ δυτικὲς μισσιοναριστικὲς ἀντιλήψεις περὶ κοινωνικῆς προσφορᾶς τῶν μοναχῶν, ἔπληξαν βαθέως τὸν ἑλλαδικὸ μοναχισμό.
Ἔκτοτε, ὁ μοναχισμὸς στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο παρότι δὲν ἐξέλειψε ποτέ, ἔφθινε μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, ὁπότε καὶ ἐμφανίστηκε ἀθόρυβα ὁ διωγμένος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀναβιωτὴς τοῦ αὐτοδιοίκητου μοναχισμοῦ στὴν Ἑλλάδα.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, πρὶν τὴν ἔνταξή του στὸν κοσμικὸ κλῆρο, ἔζησε ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὸ κοινόβιο τῆς Νέας Μονῆς Χίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μέσα ἀπὸ τὶς γνωστὲς περιπέτειες, κατέληξε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν Αἴγινα, ὅπου μαζὶ μὲ πνευματικές του θυγατέρες ἵδρυσαν κοινόβιο γυναικεῖο μοναστήρι, στὸ ὁποῖο ἐγκαταβιοῦσε καὶ ἐκεῖνος ὡς πνευματικὸς τῶν καλογραιῶν.
Ἡ στιγμὴ τῆς ἄτυπης ἵδρυσης τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ἱστορική, ὄχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε ἕνα μοναστήρι ποὺ ἔμελε νὰ λάβει παγκόσμια ἀκτινοβολία καὶ νὰ βοηθήσει χιλιάδες ψυχές, ἀλλὰ καὶ διότι ὑπῆρξε τὸ πρῶτο μοναστήρι ἰδιωτικοῦ δικαίου στὸ Ἑλληνικὸ κράτος, νομικὴ μορφὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε «Ἡσυχαστήριο», γιὰ νὰ διαχωρίζεται ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι δημοσίου δικαίου.
Κάθε ἀγαθὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο, ὅμως, βρίσκει σθεναρὴ πειρασμικὴ ἀντίσταση, ὥσπου νὰ ἐξαγιασθεῖ μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀνεξικακίας. Ἔτσι καὶ τὸ Ἡσυχαστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πέρασε πολλὲς περιπέτειες μέχρι νὰ ἀναγνωριστεῖ νομικά. Ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τοὺς βιογράφους του, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (τότε Μητρόπολη Ἀθηνῶν) τὴν ἔγκριση καὶ ἀναγνώριση τῆς Μονῆς ὡς ἰδιωτικῆς, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τῆς Μητροπόλεως. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κάτι τέτοιο ἦταν πρωτόγνωρο, καθὼς τὰ μοναστήρια λειτουργοῦσαν ὑπὸ τὴ μορφὴ ΝΠΔΔ, ἐνῶ τὰ ἐλάχιστα ἰδιωτικὰ κοινόβια ὀρθοδόξων μοναχῶν, δὲν ἀναγνωρίζονταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος καὶ λειτουργοῦσαν παράτυπα.
Ὁ ἐξόριστος Μητροπολίτης, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα βάσανα ποὺ ὑπέμεινε ἀπὸ τὸ φθόνο ἐκκλησιαστικῶν καὶ μὴ προσώπων, εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὴ σταθερὴ ἄρνηση τῶν Μητροπολιτῶν Ἀθηνῶν, Θεοκλήτου Μηνοπούλου καὶ Μελετίου Μεταξάκη, γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς Μονῆς του.
Παρὰ ταῦτα ὁ Ἅγιος δὲν ἔκανε καμία ὑποχώρηση στὴ νομικὴ μορφὴ ποὺ ὁραματιζόταν νὰ δώσει στὸ Μοναστήρι του, παρότι ὡς χαρακτῆρας ἦταν ἤπιος καὶ ὑποχωρητικός. Τὸ γεγονὸς αὐτό, μᾶς ἰσχυροποιεῖ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα «καπρίτσιου» ἢ ἐκκλησιαστικοῦ καπετανάτου, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα θείας πληροφορίας γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου - ἐλέῳ βαυαροκρατίας - αὐτοδιοίκητου καὶ ἀπρόσκοπτου μοναχισμοῦ.
Μάλιστα, ὁ κανονισμὸς τοῦ Μοναστηριοῦ, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, συνετάχθη ἀπὸ τὸν Πρύτανη τῶν Ἡσυχαστῶν, τὸν διακριτικὸ Ὅσιο Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1908, ὁ ὁποῖος δὲν ἔφερε καμία ἀντίρρηση στὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴ νομικὴ φύση τῆς Μονῆς καὶ ὁ ὁποῖος σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἀπειθὴς πρὸς τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθη τὸ 1920 χωρὶς νὰ ἔχει ἀναγνωριστεῖ τὸ μοναστήρι του. Στὴν ἰδιόγραφη διαθήκη του διατύπωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ λάβει τὸ μοναστήρι νομικὴ προσωπικότητα ἰδιωτικοῦ δικαίου, γεγονὸς ποὺ πραγματοποιήθηκε κατ' εὐδοκίαν τοῦ Κυρίου, ἀρκετὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὑπὸ τὴν παλλαϊκὴ ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ καὶ χαριτόβρυτου, ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία ἡ νόμιμη ἵδρυση καὶ λειτουργία μονῶν ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀρχικὰ μὲ τὸ ἄρθρο 33 τοῦ ν.δ. 126/1969 καὶ ἀργότερα, καταργουμένου τοῦ νομοθετικοῦ διατάγματος, μὲ τὸ ἄρθρο 39 παρ. 10 τοῦ ν. 590/1977.
Ἔτσι, ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης ἔγινε τὸ πρῶτο ἐπίσημο Μοναστήρι Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, μὲ τὴ μορφὴ ἱδρύματος, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ κράτος καὶ ὑφιστάμενο στὴν πνευματικὴ μόνο ἐποπτεία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου καὶ ὄχι στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία του. Οὐσιαστικά, ἔγινε τὸ πρῶτο μοναστήρι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ποὺ λειτουργοῦσε κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅπως οἱ Μονὲς στὴ Ρωμανία (Βυζάντιο), οἱ ὁποῖες κατατάσσονταν στὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη νομικὴ προσωπικότητα [1].
Ἔκτοτε, ἱδρύθηκαν καὶ ἄλλα ἰδιωτικοῦ δικαίου Ἡσυχαστήρια. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὶς μονὲς Ἁγίου Ἰωάννη Εὐαγγελιστοῦ Σουρωτῆς Θεσσαλονίκης καὶ Ἁγίου Ἀρσενίου Καππαδόκου Χαλκιδικῆς, ἱδρυθεῖσες ἀπὸ πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου κατὰ τὶς ὑποδείξεις του, Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Μήλεσι Ὠρωποῦ, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Κεχαριτωμένης Τροιζηνίας, ἱδρυθεῖσα ἀπό το Γέροντα Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Παναγίας Γλυκοφιλούσας Ραψάνης, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ πνευματικὲς θυγατέρες τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη καὶ Ἀριζονίτη κατὰ τὶς ὑποδείξεις του, Τιμίου Προδρόμου στὴ Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, ἱδρυθεῖσα ἀπό το Γέροντα Γρηγόριο Παπασωτηρίου, Ἁγίας Τριάδος καὶ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἱδρυθεῖσες ἀπό το Γέροντα Συμεὼν Κραγιόπουλο κ.λπ.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁσιακῆς βιωτῆς ἱδρυτὲς ἡσυχαστηρίων, φρόντισαν ὄχι τυχαία νὰ ἱδρύσουν Μονὲς ἰδιωτικοῦ καὶ ὄχι δημοσίου δικαίου. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ὁσιακῆς μνήμης Γέροντες γιὰ ἀντιεκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἀνυπακοή, ἐγωισμό, ἀνταρσία. Κινήθηκαν κανονικῶς καὶ νομίμως, γιὰ τὴν ἵδρυση ΝΠΙΔ, διότι ἡ ἐπιθυμία τους ἦταν νὰ δώσουν τὴ συγκεκριμένη νομικὴ μορφὴ στὶς Μονές τους, ὑπολογίζοντας τὶς διαφορὲς στὸ νομικὸ καθεστὼς καὶ τὴ λειτουργία, ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς Ἱερὲς Μονὲς ποὺ λειτουργοῦν ὡς ΝΠΔΔ. Στὴν ἐπιλογή τους νὰ ἱδρύσουν ἰδιωτικὰ Ἡσυχαστήρια, συγκατένευσε τόσο ὁ οἰκεῖος Ἀρχιερέας, κατὰ τὰ ὁριζόμενα στὸν Δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. Ἀκολουθῶντας τὴ διαδικασία ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος, ὑπέβαλαν στὴν ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (οἰκεῖο Ἱεράρχη ἢ ΔΙΣ) τὸ αἴτημά τους, τὸ ὁποῖο ἔγινε δεκτό. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, στὰ πλαίσια τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐλευθερίας ποὺ κατοχυρώνεται στὸ ἄρθρο 5 τοῦ Συντάγματος, συνέταξαν τὸ καταστατικὸ λειτουργίας, σύμφωνο μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τὶς Ἱερὲς Παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους.
Οἱ σημερινοὶ διάδοχοί τους ἔχουν τὴν ἠθικὴ ὑποχρέωση (τὴν ὁποία ἐκτελοῦν στὸ ἀκέραιο, πρὸς τιμήν τους) νὰ διατηρήσουν τὸ νομικὸ χαρακτῆρα τῶν κοινοβίων τους καὶ ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ σεβαστεῖ τὴν ἐπιθυμία τῶν ἱδρυτῶν τους, ἡ ὁποία ἐπιθυμία εἶχε καὶ τὴν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία γιὰ παραπάνω ἀπὸ μισὸ αἰῶνα δεχόταν ἀσμένως καὶ σοφῶς τὴν ἵδρυση ἰδιωτικῶν ἡσυχαστηρίων, κάτι ποὺ προστάτευε καὶ τὴν περιουσία τῶν Μονῶν αὐτῶν ἀπὸ τὶς αὐθαίρετες παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας, ὅπως ὁ ἐκκλησιομάχος Νόμος Τρίτση. Ἄλλωστε, τὰ Ἡσυχαστήρια πάντα τελοῦσαν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου, κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, διατηρῶντας, ὅμως, τὴν αὐτοδιοίκησή τους.
Ὡστόσο, τὰ τελευταῖα χρόνια ἐπιχειρεῖται ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν ἡσυχαστηρίων καὶ ἡ ἐξίσωσή τους μὲ τὶς μονὲς δημοσίου δικαίου. Πιὸ συγκεκριμένα, μὲ τὸ ἄρθρο 50 παρ. 2α τοῦ νόμου 4559/2018 (ΦΕΚ Α΄ 142/3.8.2018) τροποποιήθηκε ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νὰ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ συμπληρώνονται καὶ νὰ τροποποιοῦνται ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο κατόπιν προτάσεως τοῦ οἰκείου Ἀρχιερέως, τὰ καταστατικὰ τῶν Ἡσυχαστηρίων μὲ τὰ ὁποῖα ρυθμίζονται τὰ τῆς διοικήσεως, διαχειρίσεως ἐλέγχου καὶ ἐν γένει λειτουργίας αὐτῶν, ὡς καὶ τὰ τῆς ὑπηρεσιακῆς ἐν γένει καταστάσεως τοῦ προσωπικοῦ αὐτῶν.
Μὲ τὴν ἴδια τροποποίηση δίνεται ἡ δυνατότητα στὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη νὰ ἀσκεῖ ἐπὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς ἐπαρχίας του ὄχι μόνο πνευματικὴ ἐποπτεία, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως, ἀσχέτως ἀντιθέτων προβλέψεων στὰ ἱδρυτικὰ κείμενα των Ἡσυχαστηρίων καὶ τοῦ ἕως σήμερα καθεστῶτος λειτουργίας τους.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ Ἡσυχαστήρια χάνουν τὴν αὐτοδιοίκησή τους, παρότι εἶναι ἀναγνωρισμένες - ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν Πολιτεία - ἑνώσεις προσώπων ἰδιωτικοῦ δικαίου. Δίνεται δὲ στὸν ἑκάστοτε Ἀρχιερέα ἡ δυνατότητα νὰ τροποποιεῖ κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ καταστατικὰ καὶ τὸν κανονισμὸ λειτουργίας τους, χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῶν μοναστῶν καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ καθιστᾶ τὰ ἡσυχαστήρια, ἀπολύτως ἐξαρτώμενα ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Ἡ νομοθετικὴ ἐξίσωση μὲ τὰ μοναστήρια δημοσίου δικαίου πάσχει πολλαπλῆς ἀντισυνταγματικότητας, καθὼς ἔρχεται σὲ καταφανῆ σύγκρουση μὲ τὰ ἄρθρα 4 (Ἰσότητα τῶν Ἑλλήνων), 5 (Ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας, προσωπικὴ ἐλευθερία), 13 (Περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), 17 (Προστασία τῆς ἰδιοκτησίας) καὶ 109 (Διαθήκη, κωδίκελλος, δωρεὰ) τοῦ Συντάγματος, καθὼς ἡ συνταγματικὰ ἀπαραβίαστη ἰδιωτικὴ περιουσία τῶν ἡσυχαστηρίων ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ προσωπικὴ ἐργασία, κληρονομιὲς καὶ δωρεές, μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ τὴ διαχείριση τρίτων προσώπων καὶ μάλιστα ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξες Μονές, ἐνῶ δὲν τυγχάνουν ἴδιας μεταχείρισης καθιδρύματα ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν, οὔτε φυσικὰ τὰ μὴ θρησκευτικὰ νομικὰ πρόσωπα.
Ἐπὶ τῇ βάσει τῆς παραπάνω ἀντιμοναστικῆς νομοθετικῆς τροποποίησης, κυρώθηκε ὁ ὑπ' ἀρ. 337/2021 (ΦΕΚ 37/Α/28-2-2022) Γενικὸς Κανονισμὸς λειτουργίας τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ κανονισμὸς υἱοθετεῖ τὶς συνταγματικὰ ἀπαράδεκτες τροποποιήσεις ποὺ ἐξισώνουν τὰ ἡσυχαστήρια μὲ τὶς Μονὲς δημοσίου δικαίου καὶ τὶς θέτουν ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου. Ὁ κανονισμὸς ἔχει προσβληθεῖ ἁρμοδίως ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καὶ ἀναμένεται ἡ συζήτηση ἐπὶ τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως, ἐντὸς τοῦ μηνὸς Μαΐου.
Εἶναι πολὺ διδακτικὴ ἡ ὄχι πολὺ παλιὰ ἱστορία τῆς κόντρας κεκοιμημένου σήμερα πρώην ἐπισκόπου καὶ τῆς ἀδελφότητας γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση τῆς Μονῆς καὶ τοῦ Ἁγίου της ἀπὸ τὸν ἴδιο (ὅπως ἀπεφάνθη ἡ Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη σὲ ἀνώτατο ἐπίπεδο), ἡ ὁποία κόντρα κατέληξε σὲ διασυρμὸ τοῦ ἰδίου καὶ βαρύτατο σκανδαλισμὸ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ βεβαιώνει ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ τὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς Ἁγίους τους, πρὸς κέντρα λακτίζει.
Ἰσχυρὴ πεποίθηση τοῦ γράφοντος εἶναι ὅτι ἂν τὸ ΣτΕ δὲν βάλει ἀνάχωμα στὸν ἀντιμοναστικὸ καὶ ἀντισυνταγματικὸ κανονισμό, θὰ βάλουν οἱ Ἅγιοι ἱδρυτὲς τῶν Ἡσυχαστηρίων.
[1] Μαρία Τατάγια: Τὸ Νομικὸ Καθεστὼς τῶν Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ 28 (Διατριβὴ ΑΠΘ).