ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις
«δὲν ἀπεκόμισα αὐτὴν τὴν ἐντύπωσιν εὐθὺς ἀμέσως, ὅταν ἤρχισα νὰ μελετῶ τὴν Γραφήν. Τὸ βιβλίον τοῦτο μοῦ ἐφάνηκε ἀνάξιον νὰ παραβληθῇ μὲ τὸ μεγαλεῖον ἑνὸς Κικέρωνος. Ἡ ὑπεροψία μου περιφρονοῦσε τὴν ἁπλότητα, τὰ δὲ μάτια μου ἦσαν ἀνίκανα νὰ διασχίσουν τὰ βάθη. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ Γραφὴ μικρὰ κατ’ ἀρχάς, αὐξάνεται καὶ μεγεθύνεται μὲ τοὺς μικρούς. Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν καταδεχόμουν νὰ εἶμαι μικρὸς καὶ ἐθεωροῦσα τὸ οἴδημα τῆς κενοδοξίας μου ὡς πραγματικὸν μεγαλεῖον»[1].
«Ἡ τροφὴ τῶν ὀνείρων εἶναι ὁμοιοτάτη μὲ τὴν τροφήν, ποὺ λαμβάνομεν κατὰ τὴν ἐγρήγορσίν μας, καὶ ὅμως δὲν τρέφει τοὺς κοιμωμένους, ἀφοῦ κοιμῶνται»[2].
«τὸ κακὸν δὲν εἶναι παρὰ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ ὁποία, ἐν τελικῇ ἀναλύσει, εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ μηδέν»[3].
«τ’ ἀνομήματα ἐκεῖνα ποὺ στρέφονται κατὰ τῆς φύσεως, ὅπως εἶναι τὰ τῶν Σοδομιτῶν, πρέπει νὰ προξενοῦν παντοῦ τὴν ἀποστροφὴν καὶ νὰ τιμωροῦνται αὐστηρῶς»[4].
«Ὅταν κηλιδώνωμεν μὲ ἀκολάστους ἡδονὰς τὴν φύσιν, ποὺ εἶναι δημιουργία τῆς Θεότητος, παραβιάζομεν καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐπικοινωνίαν, ποὺ πρέπει νὰ ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων»[5].
«ἡ ὑπακοὴ εἰς τοὺς βασιλεῖς εἶναι γενικὸν συμβόλαιον τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων. Πολὺ περισσότερον ὀφείλομεν νὰ ὑποτασσώμεθα ἀδιστάκτως εἰς τὸν Θεόν, κύριον παντὸς πλάσματος, εἰς ὅ,τι Αὐτὸς διατάσσει»[6].
«ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὑπεροψίας των, ποὺ δὲν | ἀκούει παρὰ μόνον τὸν ἑαυτόν της, ἀγαποῦν μέρος τοῦ συνόλου, ὡς σύνολον τὸ ὁποῖον ὅμως εἶναι ψευδὲς καὶ ἀπατηλόν»[7].
«δὲν ἁμαρτάνει μία ἐξουσία, συγκεκροτημένη καλῶς, ὁσάκις τιμωρεῖ ἕνα ἐγκληματοῦντα, ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπιβολὴ τῆς ποινῆς δὲν ἠμπορεῖ ν’ ἀποδοθῇ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κάνωμε κακὸν εἰς τὸν πλησίον μας»[8].
«Ὦ συμφορά μου! Ἐπίστευα, ὅτι θὰ ἦτο θεαρεστότερον νὰ εἶμαι εὐσπλαγχνικὸς πρὸς τὰ προϊόντα τῆς γῆς παρὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, χάριν τῶν ὁποίων παράγονται»[9].
«’Πορεύθητι, τῆς εἶπε, ἐν εἰρήνῃ. Ἕνα παιδὶ ποὺ προκαλεῖ τόσα δάκρυα στὴ μητέρα του, δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ χαθῇ’»[10].
«Δὲν ὑπάρχει φιλία πραγματική, παρὰ μόνον ἐκείνη, τοὺς δεσμοὺς τῆς ὁποίας σφυρηλατεῖς Ἐσύ, ὦ Θεέ μου, διὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι διάχυτη μέσα στὴν καρδιά μας, χάρις στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μᾶς δόθηκε»[11].
«Κάθε ψυχὴ εἶναι δυστυχής, ὅταν δεσμεύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπην μὲ ἐφήμερα πλάσματα καὶ πάσχει φοβερά, ὅταν τὰ χάνῃ. Καὶ τότε αἰσθάνεται τὴν ἀθλιότητα, ποὺ τὴν βασανίζει, προτοῦ τὰ χάσῃ»[12].
«Ἐὰν σὲ τέρπουν τὰ πλάσματα, ὦ ψυχή μου, ὀφείλεις νὰ ἐξυμνῇς τὸν Θεὸν δι’ αὐτά. Ἡ ἀγάπη σου πρέπει νὰ ἐξυψώνεται μέχρις Αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργός των, ἐκ φόβου μήπως δὲν ἀρέσῃς εἰς τὸν πλάστην, ἂν ἀπευθύνῃς τὸν ἔρωτά σου ἀποκλειστικῶς πρὸς τὰ πλάσματα»[13].
«Ἡ ὑπεροπτικὴ ἀσέβειά των τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ ἄσβεστόν Σου φῶς. Προβλέπουν τὴν ἔκλειψιν τοῦ ἡλίου, ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν ἔκλειψιν, ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὑφίστανται. Καὶ τοῦτο, διότι δὲν ἐρευνοῦν μὲ πνεῦμα εὐσεβείας ἀπέναντι Ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον ὀφείλουν τὴν διάνοιαν, διὰ τῆς ὁποίας προβαίνουν εἰς τὰς ἐρεύνας των»[14].
«Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐγνώριζε τὸν ἀριθμὸν τῶν πολικῶν ἀστέρων, εἶναι παραφροσύνη ν’ ἀμφιβάλλωμεν, ὅτι θὰ ἦτο ἀξιώτερος ἐκείνου, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ καταμετρᾷ τὸν οὐρανόν, ἀλλὰ νὰ περιφρονῇ Ἐσένα, ποὺ ἔχεις διοργανώσει τὰ πάντα κατὰ μέτρον, βάρος καὶ ἀριθμόν»[15].
«Εἶναι κενοδοξία νὰ διαφημίζῃ κανεὶς τὰς γνώσεις του, περὶ τῶν φαινομένων τοῦ κόσμου, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθαί, εὐσέβεια δὲ νὰ τὰς ἀποδίδῃ εἰς τὸν Θεόν του»[16].
«Ἐξ ἄλλου, τὸ ὅτι ὁ Φαῦστος εἶχεν ἐκφραστικὸν πρόσωπον καὶ καταπληκτικὴν εὐγλωττίαν, δὲν μ’ ἔκαμνε νὰ πιστεύω, ὅτι ἦτο σοφός»[17].
«ἡ τιμωρία ὑπάρχει ἤδη εἰς τὴν ἀποτύφλωσίν των καὶ ὅτι ὑποφέρουν περισσότερο παρ’ ὅσον κάμνουν τοὺς ἄλλους νὰ ὑποφέρουν»[18].
«Διότι μεταχειρίστηκες τὸ δόλωμα τῶν παθῶν, διὰ νὰ ξερριζώςῃς τὰ πάθη μου, ὁ δὲ ὑπερβολικὸς σαρκικὸς πόνος τῆς μητέρας μου ἐτιμωρεῖτο δικαίως κάτω ἀπὸ τὸ μαστίγιον τῶν θλίψεων. Ἤθελε νὰ μὲ ἔχῃ πλησίον της, ὅπως ὅλες οἱ μητέρες, ἀλλ’ αὐτὴ περισσότερο ἀπὸ πολλὲς ἄλλες μητέρες καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ τὴν χαράν, ποὺ τῆς προετοίμαζες καὶ μ’ αὐτὸν ἀκόμη τὸν χωρισμόν»[19].
«Ὑπῆρξα αὐθάδης καὶ ἀσεβὴς κατὰ τοῦτο, ὅτι κατέκρινα, ὡς διδάσκαλος, ἐκεῖνο, ποὺ ὤφειλα νὰ μάθω ὡς μαθητής»[20].
«ἡ ἀδυναμία ν’ ἀνακαλύψωμεν τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς καθαρᾶς λογικῆς, ἔχει ἀνάγκην τῆς βοηθείας τῶν Ἁγίων Γραφῶν»[21].
«Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἠμπόδιζε νὰ βυθιστῶ ἀκόμη βαθύτερα εἰς τὴν ἄβυσσον τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἦτο ὁ φόβος τοῦ θανάτου καὶ τῆς τελευταίας Σου κρίσεως. Παρ’ ὅλας τὰς δικυμάνσεις τῆς σκέψεώς μου, οὐδέποτε ὁ φόβος αὐτὸς ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὴν καρδίαν μου»[22].
«Τὸ οἴδημά μου ἐμικρύνετο, ἐφ’ ὅσον ἐπλησίαζα τὸ φάρμακόν Σου, τὰ δὲ θαμπωμένα καὶ σκοτισμένα μάτια τῆς ψυχῆς μου ἐκαλυτέρευαν καθημερινῶς, χάρις εἰς τὸ δριμὺ κολλύριον τῶν σωτηρίων ὀδυνῶν»[23].
«Τὸ δὲ κακόν, τοῦ ὁποίου τὴν προέλευσιν ἐζήτουν, δὲν εἶναι οὐσία, διότι, ἂν ἦτο οὐσία, θὰ ἦτο ἀγαθή»[24].
«Καὶ δὲν ἤμουν ἀρκετὰ ταπεινός, ὥστε νὰ κατέχω τὸν Ἰησοῦν, Θεὸν τῆς ταπεινοφροσύνης. Δὲν ἐνοοῦσα ἀκόμη τὰ διδάγματα ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς δίδει ἡ ἀδυναμία του»[25].
«Ἡμεῖς ἡμαρτήσαμεν καὶ ἐβάρυνεν ἐφ’ ἡμῶν ἡ χείρ Σου [Πρβλ. Δαν. 3: 27], δικαίως δὲ παρεδόθημεν εἰς τὸν πρῶτον ἁμαρτήσαντα, εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ θανάτου, ἀφοῦ αὐτὸς ἔπεισε τὴν θέλησίν μας νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν ἰδικήν του θέλησιν, ἕνεκα τῆς ὁποίας δὲν παρέμεινεν εἰς τὴν ἀλήθειάν Σου [Πρβλ. Ἰω. 8: 44]»[26].
«Ἄλλο εἶναι νὰ ἴδῃ κανεὶς ἀπὸ μίαν μόνον δασώδη κορυφὴν | τὴν πατρίδα τῆς εἰρήνης καὶ νὰ μὴν εὕρῃ τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ εἰς μάτην νὰ καταπονηθῇ εἰς τόπους ἀβάτους, ἐν μέσῳ τῶν προσβολῶν καὶ τῶν ἐνεδρῶν φυγάδων λιποτακτῶν καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ των λέοντος καὶ δράκοντος, καὶ ἄλλο ν’ ἀκολουθήσῃ ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ οὐρανίου ὁδηγοῦ, τὴν ὁδόν, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πατρίδα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν δὲν λυμαίνονται οἱ λιποτάκται τῆς οὐρανίου στρατιᾶς, διότι τὴν ἀποφεύγουν, καθὼς ἀποφεύγουν καὶ τὴν ποινήν»[27].
«ὁ ἔγγαμος βίος, πρὸς τὸν ὁποῖον μὲ παρέσυρε τὸ πάθος μου, θὰ μὲ ἠνάγκαζε συγχρόνως ν’ ἀναλάβω πολλὰς ὑποχρεώσεις, εἰς τὰς ὁποίας δὲν ἐπιθυμοῦσα νὰ ὑποβληθῶ»[28].
«’Δὲν θὰ σὲ πιστεύσω οὔτε θὰ σὲ θεωρήσω, ὅτι ἀνήκεις εἰς τὴν χορείαν τῶν χριστιανῶν, ἂν δὲ σὲ ἴδω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ’»[29].
«Ἡ ἡδονὴ τοῦ νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν δὲν εἶναι τίποτε, ἂν δὲν προηγηθῇ ἡ ὀδύνη τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας … τόσο εἰς τὴν αἰσχραὰν καὶ ἐπονείδιστον ἡδονήν, ὅσο καὶ εἰς τὴν θεμιτὴν καὶ τὴν ἐπιτρεπομένην, εἰς αὐτὴν τὴν εἰλικρινεστέραν καὶ ἐντιμοτέραν φιλίαν, ὡς καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ‘τοῦ ἀποθανόντος καὶ ἀναστάντος, τοῦ ἀπολεσθέντος καὶ ἀνευρεθέντος υἱοῦ’, πάντοτε προηγεῖται τῆς ζωηροτέρας χαρᾶς ἐντατικωτέρα ὀδύνη»[30].
«Τὴν θέλησίν μου ἐκρατοῦσεν ὑποχείριον ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐσφυρηλάτησεν ἁλύσεις καὶ ἰδοὺ ἐγὼ δέσμιος. Διότι τὸ πάθος τὸ γεννᾷ ἡ διεστραμμένη θέλησις, τὴν συνήθειαν γεννᾷ ἡ καθυπόταξις εἰς τὸ πάθος, καὶ τὴν ἀνάγκην ἡ μὴ ἀντίδρασις πρὸς τὴν συνήθειαν. Δι’ ὅλων αὐτῶν τῶν, τρόπον τινά, περιελισσομένων κρίκων, τοὺς ὁποίους ὠνόμασα ἅλυσιν, τὸ πάθος μ’ ἐκρατοῦσεν εἰς δουλείαν σκληράν»[31].
«Ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ ἐκβιασμὸς τῆς συνηθείας, ποὺ παρασύρει καὶ ἐξουσιάζει τὴν ψυχὴν καὶ παρὰ τὴν θέλησίν της ἀκόμη»[32].
«’Λοιπὸν ἐμεῖς τί κάνομε; Ἀμαθεῖς ὀρθώνονται καὶ ἁρπάζουν τὸν οὐρανόν, καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν μάθησίν μας, χωρὶς καρδιά, κυλιόμεθα εἰς τὴν σάρκα καὶ εἰς τὸ αἷμα; Ἐντρεπόμεθα ν’ ἀκολουθήσωμεν αὐτούς, ἐπειδὴ προηγήθησαν, καὶ δὲν ἐντρεπόμεθα διὰ τὸ ὅτι δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε;’»[33].
«Ἡ ψυχὴ διατάσσει τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα ὑπακούει ἀμέσως. Ἡ ψυχὴ διατάσσει τὸν ἑαυτόν της καὶ εὑρίσκει ἀντίδρασιν»[34].
«Πόσα ἀγόρια καὶ κορίτσια, πολυάριθμοι νέοι, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, χῆραι σεβάσμιοι καὶ γηραιαὶ παρθένοι, εἰς ὅλους αὐτοὺς ἡ ἐγκράτεια δὲν ὑπῆρξεν ἄγονος, ἀλλὰ μητέρα πολύτοκος ἀγαθῶν τέκνων, ποὺ τῆς ἐδώρησες Σύ, Κύριε, ὁ νυμφίος της»[35].
«Οἱ ἐπιζητοῦντες τὴν χαρὰν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν τους, χάνουν εὐκόλως κάθε σταθερότητα. Σκορπίζονται εἰς ὁρατὰ ἀντικείμενα, εἰς ἀντικείμενα φευγαλέα, ἡ δὲ πειναλέα σκέψις των δὲν περιλείχει παρὰ τὰς εἰκόνας τῶν πραγμάτων»[36].
«Εἰς Ἐσὲ ὑπάρχει ἡ ἀνάπαυσις, ὅπου λησμονοῦνται ἅπαντες οἱ πόθοι»[37].
«Τότε ἀκριβῶς ἐψάλλοντο οἱ ὕμνοι καὶ οἱ ψαλμοί, καθὼς συνηθίζεται εἰς τὴν Ἀνατολήν, διὰ νὰ μὴ χάςῃ ὁ λαὸς τὸ ἠθικόν του, συνεπείᾳ τῆς στενοχωρίας καὶ τῶν ἐνοχλήσεων. Αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς διετηρήθη ἔκτοτε μέχρι τῶν ἡμερῶν μου καὶ εὑρῆκε μιμητὰς παντοῦ εἰς τὸ ποίμνιον τῶν πιστῶν Σου»[38].
«ἡ περιφρόνησις τῶν μικροπραγμάτων ὁδηγεῖ ἀσυναισθήτως εἰς τὸν ὄλεθρον»[39].
«οἱ ἐχθροὶ συχνὰ μᾶς διαπαιδαγωγοῦν μὲ τὰς προσβολάς των»[40].
«Ὁ πατέρας μου ἦτο ἀγαθώτατος, ἀλλ’ ὀξύθυμος εἰς τὸ ἄκρον. Ἡ μητέρα μου, ὅταν αὐτὸς διατελοῦσε ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς, δὲν ἀντιδροῦσε οὔτε μὲ πράξεις, οὔτε μὲ λέξεις. Ὅταν δὲ ἔβλεπε τὸν σύζυγόν της νὰ κατευνάζεται καὶ νὰ ἠρεμῇ, ἐξεμεταλλεύετο τὴν στιγμὴν διὰ νὰ τοῦ ὑποδείξῃ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν εἶχε τόσο πολὺ ἐκμανῆ»[41].
«Ἔπληξες τὴν καρδία μου διὰ τοῦ λό|γου Σου καὶ Σὲ ἠγάπησα»[42].
«ἡ μνήμη εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νοῦς»[43].
«Εἶδα πολλούς, ποὺ ἤθελαν ν’ ἀπατήσουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα κανένα ποὺ ἤθελε ν’ ἀπατηθῇ»[44].
«Ὁ ἄριστος τῶν θεραπόντων Σου εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ζητεῖ ν’ ἀκούςῃ ὅ,τι δὲν ποθεῖ ἀλλὰ μᾶλλον ποθεῖ ἐκεῖνο, ποὺ ἤκουσεν ἀπὸ Σένα»[45].
«μὲ ἐκρατοῦσαν μακρὰν ἀπὸ Σένα τὰ πλάσματα ἐκεῖνα, ποὺ δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἂν δὲν ὑπῆρχαν εἰς Ἐσέ»[46].
«Ἡ ἐγκράτεια μᾶς περισυλλέγει καὶ μᾶς ἀνασυνδέει μὲ τὴν ἑνότητα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπομακρυνόμενοι διασκορπιζόμεθα εἰς πολλαπλότητας. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ πλὴν Ἐσοῦ καὶ κάτι ἄλλο, Σὲ ἀγαπᾷ ὀλιγώτερον»[47].
«ὅ,τι ἀρκεῖ διὰ τὴν ὑγείαν, εἶναι μικρὸν διὰ τὴν ἡδονήν»[48].
«πρέπει νὰ ἐπιδοκιμασθῇ τὸ ἔθιμον τοῦτο [ἡ ψαλμωδία] τῆς Ἐκκλησίας Σου μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ἡ τέρψις τῆς ἀκοῆς θὰ προσελκύςῃ τὰς ἀσθενεστέρας ψυχὰς εἰς τὴν εὐσέβειαν»[49].
«ἡ γενικὴ πεῖρα ὅλων τῶν αἰσθήσεων καλεῖται, ὅπως εἴπαμε, ‘ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν’, διότι αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις, ὅταν διερευνοῦν κάποιο ἀντικείμενο τῆς γνώσεως, ἰδιοποιοῦνται, κατά τινα τρόπον, τὴν λειτουργίαν τῆς ὁράσεως, ποὺ ἀνήκει κατ’ οὐσίαν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς»[50].
«Ἄλλο εἶναι νὰ σηκωθῇ κανεὶς αὐτοστιγμεὶ καὶ ἄλλο νὰ μὴ πέςῃ»[51].
«δὲν πιστεύω, ὅτι ἐπαινοῦμαι, ὅταν δὲν ἐπαινῆται ἡ γνώμη, ποὺ ἔχω διὰ τὸν ἑαυτόν μου»[52].
«Τόσον εἶναι βαρὺ τὸ φορτίον τῆς συ|νηθείας!»[53].
«Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ, διότι ἀγαπῶ, Σὺ δὲ μ’ ἔκαμες ν’ ἀγαπῶ»[54].
«τὸ νὰ ἐπανέρχεται κανεὶς εἰς τὰ βήματά του, κατόπιν παραπλανήσεως, σημαίνει ὅτι γνωρίζει νὰ τὸ κάμνῃ»[55].
«Ἐὰν ὅμως τὸ παρὸν ἦτο πάντοτε παρὸν καὶ δὲν μεθίστατο εἰς τὸ παρελθόν, δὲν θὰ ὑπῆρχε χρόνος, ἀλλ’ αἰωνιότης»[56].
«ὅταν λέγωμεν, ὅτι βλέπομεν τὰ μέλλοντα, δὲν ὁμιλοῦμεν περὶ γεγονότων, τὰ ὁποῖα δὲν ὑφίστανται ἀκόμη, ἀλλὰ περὶ τῶν αἰτίων καὶ τῶν σημείων των, τὰ ὁποῖα ἴσως νὰ βλέπωμεν, τὰ αἴτια δὲ καὶ τὰ σημεῖα ταῦτα δὲν εἶναι μέλλοντα, ἀλλ’ ἤδη παρόντα εἰς τοὺς βλέποντας, καὶ δι’ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα εἰς τὸ πνεῦμα ἡμῶν τὰ μέλλοντα, τὰ ὁποῖα καὶ προλέγομεν»[57].
«ἡ πτωχεία τῆς ἀνθρωπίνης νοήσεως εἶναι πάντοτε πλουσία εἰς λέξεις»[58].
«ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον συγκροτεῖ τὸν χρόνον, εἶναι αὐτὴ ἡ κίνησις τῶν πραγμάτων, αἱ μεταπτώσεις καὶ αἱ μεταβολαὶ τῶν φαινομένων»[59].
«ἡ ἀλήθειά Σου δὲν ἀνήκει οὔτε εἰς ἐμὲ οὔτε εἰς τοῦτον ἢ ἐκεῖνον. Ἡ ἀλήθειά Σου ἀνήκει εἰς πάντας καὶ μᾶς καλεῖ δημοσία νὰ λάβωμεν μέρος εἰς αὐτήν, προσθέτων τὴν φοβερὰν προειδοποίησιν νὰ μὴ τὴν κρατήσωμεν ὡς προσωπικὸν ἀγαθόν μας, ἂν δὲν θέλωμεν νὰ τὴν στερηθῶμεν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι»[60].
«Ἐὰν δὲν πιστεύωμεν ὅ,τι ὁ Μωϋςῆς ἐσκέφθη, ὅ,τι διενοήθη εἰς τὰ βιβλία του, τότε ἐλέγχομεν τὸν Θεὸν ψευδόμενον, ἀποδίδοντες εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ θεράποντός του φροντίδα διαφορετικὴν ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ ἐπέβαλεν»[61].
«Ὅταν ἔγραφεν ὁ Μωϋ|σῆς, εἶχεν εἰς τὴν σκέψιν καὶ τὴν φαντασίαν του ὅλας τὰς ἀληθείας, τὰς ὁποίας ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν ν’ ἀνακαλύψωμεν εἰς τὰς λέξεις του, καθὼς ἀκριβῶς καὶ ἐκείνας, ποὺ εἶναι δυνατὸν ν’ἀνακαλύψωμεν, ἀλλὰ τὰς ὁποίας δὲν ἔχομεν ἀνακαλύψει ἀκόμη»[62].
«Ἤδη μὲ τὴν λέξιν ‘Θεός’ ἐννοοῦσαν τὸν πατέρα δημιουργὸν τῶν πλασμάτων· μὲ τὴν λέξιν ‘ἀρχῇ’ τὸν Υἱόν, ‘ἐν ᾧ ἔπλασε’ αὐτά, λόγῳ δὲ τῆς πίστεώς μου εἰς τὴν Τριάδα τοῦ Θεοῦ μου, ἐζητοῦσα τὴν Τριάδα ταύτην εἰς τοὺς ἁγίους Σου χρησμούς. Καὶ ἰδοὺ τὸ Πνεῦμά Σου φερόμενον ἄνωθεν τῶν ὑδάτων. Τώρα τὴν Τριάδα τὴν ἐννοῶ: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, δημιουργὸς ὅλων τῶν πλασμάτων»[63].
«κάθε δὲ πλοῦτος ποὺ δὲν εἶναι ὁ Θεός μου, εἶναι πτωχεία καὶ ἔνδεια δι’ ἐμέ»[64].
«Ἂς Σ’ ἐξυμνοῦν αἱ ὑπέργειαι στρατιαὶ τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ περιεργάζωνται αὐτὸ τὸ στερέωμα, οὔτε νὰ μανθάνουν ἐξ ἀναγνώσεως τὸν λόγον Σου!»[65].
«Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅταν ἐξέρχωνται ἐκ τῶν ἰδικῶν Σου χειρῶν, ἀλλὰ εἶσαι ἀσυγκρίτως ὡραιότερος Σύ, ὁ πλάστης ὅλων τῶν πραγμάτων»[66].
«Ἡ ψυχὴ ζῇ μόνον, ἐφ’ ὅσον ἀποφεύγει ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα, ὅταν πουῇ, φέρεται πρὸς τὸν θάνατον … Ἡ ψυχὴ πεθαίνει, ἀπομακρυνομένη ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς»[67].
«Μονομερῶς ἦσαν μόνον καλά, ἀλλὰ ὅλα μαζὶ καλὰ | καὶ μάλιστα καλὰ λίαν»[68].
«ἡ ὁρμὴ πρὸς τὴν δρᾶσιν καθυποτάσσεται εἰς τὴν νόησιν, διὰ νὰ λάβῃ παρ’ αὐτῆς ὀρθότερον προσανατολισμόν»[69].
[1] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 46.
[2] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 48.
[3] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 50.
[4] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 52.
[5] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 53.
[6] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 53.
[7] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 54-55.
[8] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 55.
[9] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 57.
[10] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 60.
[11] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 66.
[12] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 69.
[13] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 75.
[14] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 89.
[15] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 91.
[16] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 92.
[17] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 94.
[18] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 97.
[19] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 98.
[20] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 114.
[21] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 116.
[22] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 134.
[23] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 149.
[24] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 155.
[25] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 159.
[26] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 164.
[27] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 164-165.
[28] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 167.
[29] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 170.
[30] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 173.
[31] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 175.
[32] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 177.
[33] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 183.
[34] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 184.
[35] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις (Ἀθῆναι 19583), σ. 189.
[36] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 11.
[37] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 12.
[38] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 15.
[39] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 18.
[40] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 19.
[41] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 20.
[42] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 38-39.
[43] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 49.
[44] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 60.
[45] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 62.
[46] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 63.
[47] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 64.
[48] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 67.
[49] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 72.
[50] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 76.
[51] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 78.
[52] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 82.
[53] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 84-85.
[54] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 91, 109.
[55] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 97.
[56] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 102.
[57] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 102.
[58] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 122.
[59] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 127.
[60] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 145.
[61] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 146.
[62] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 153-154.
[63] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 159.
[64] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 161.
[65] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 168.
[66] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 175.
[67] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 177.
[68] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 189-190.
[69] Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις τεῦχος Β’, (Ἀθῆναι 19583), σ. 193.