Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Δ.Βογιατζή: Έλεγχος των ισχυρισμών του Συνηγόρου του Πολίτη για το μάθημα των Θρησκευτικών

                                      Κοινωνία, τ. 3 (2011), 261-275

           Τον τελευταίο καιρό και με αφορμή τις προτάσεις για το, κατ’ ευφημισμόν, λεγόμενο «Νέο Λύκειο», ανακινήθηκε και πάλι το θέμα της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών καθώς και το θέμα των απαλλαγών. Συγκεκριμένα από κάποιους κύκλους υποστηρίζεται, προς στήριξη των σχεδίων Δραγώνα, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι προαιρετικό γιατί «το αρθρ.16 παρ. 2 του Συν­τάγματος δημιουργεί υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει θρησκευτική εκπαίδευ­ση, όχι όμως και υποχρέωση των πολιτών να την δέχονται».

Υιοθετούν δηλαδή ορισμένες απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη και τώρα Δημάρχου Γ.Καμίνη, που είναι πρόδηλα λανθασμένες όπως θα δείξουμε στη συνέχεια. Οι απόψεις αυτές, που είναι αντίθετες με το ελληνικό Σύνταγμα και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικασ­τηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), αποσκοπούν στην απαξίωση και την υποβάθμιση του μαθήματος και τελικά στην περιθωριοποίησή του. Οφείλουμε λοι­πόν να φωτίσουμε με ορισμένες διευκρινήσεις τα θέματα αυτά για να σταματή­σουν οι σκόπιμες ή αθέλητες παρανοήσεις.

Ένα σύντομο ιστορικό: Στην ετήσια έκθεσή του για το έτος 2000 (σελ. 65) ο ΣτΠ επισήμανε ότι: «Η δήλωση θρησκεύματος στο σχολείο και η σχετική καταγραφή στο ατομικό σχολικό δελτίο του μαθητή δεν είναι αντισυνταγματική, καθώς αποτε­λεί απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου ο μαθητής να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά του να επιλέξει εάν θα παρακολουθήσει το μάθημα των θρησκευτικών ή θα απαλλαγεί από την παρακολούθηση αυτή»[1].
Στη συνέχεια, στις 25/06/2002 εκδόθηκε απόφαση αρ.77Α/2002 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) που αφορά την εγκύκ­λιο του 1995 για τον τρόπο απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Στην απόφαση αυτή η Αρχή υποστηρίζει ότι η τριπλή επιλογή ετερόδοξοι, αλλόδοξοι ή άθεοι, που περιλαμβανόταν τότε στη δήλωση της απαλλαγής, δεν είναι απολύτως συμβατή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ γιατί δεν συμπεριλαμβάνει «τις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες, πέραν των αμιγώς θρησκευτικών, οι γονείς ενδεχομένως ακολουθούν και, βάσει των οποίων, επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους». Ζητά τέλος «να εκδώσει το ΥΠΕΠΘ κάθε αναγκαία οδηγία προς τις οικείες εκπαιδευτικές αρχές και τους διευθυντές των σχολειών ώστε, εφεξής, από τους γονείς ή κηδεμόνες που επιθυμούν τα παιδιά τους να απαλλαγούν από το μά­θημα των Θρησκευτικών να μην ζητείται να δηλώνουν, αν είναι άθρησκοι, ετερόδο­ξοι ή ετερόθρησκοι, αλλά να ασκούν το δικαίωμα τους αυτό, κατ΄ επίκληση των πεποιθήσεών τους και χωρίς να προβαίνουν σε καμία περαιτέρω διευκρίνιση».
Παράλληλα το ΥΠΕΠΘ με την εγκύκλιο 61723/13-6-2002, τη γνωστή εγκύκ­λιο Γκεσούλη, επαναπροσδιόρισε το περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής και όρισε ότι αρκεί η αναφορά σ’αυτήν ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, χωρίς να είναι υποχρεωτική η δήλωση του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει. Την απόφαση αυτή είχε ήδη αποδεχτεί ο ΣτΠ με το πόρισμα υπ’ αρ. πρωτ. 3607.02.2.3/7.6.2002 λέγοντας ότι: «Η διακηρυσσόμενη πρόθεση του Υπουργείου κινείται προς την ορθή κατεύθυνση, αφού οδηγεί, τουλάχιστον, στην κατάργηση της απαίτησης δήλωσης συγκεκριμένου θρησκεύματος ή ρητής επιλογής μεταξύ τριών συγκεκριμένων ιδιοτήτων («άθρησκος» ή «ετερόδοξος» ή «ετερόθρησκος»). Βέβαια, η απαίτηση δήλωσης ότι ο μαθητής δεν είναι ορθόδοξος επιφέρει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση μερικής αποκάλυψης πεποιθήσεων, έστω και αρνητικής (τί δεν είναι ο μαθητής), και συνεπώς δεν θεραπεύει ολοσχερώς το εντοπιζόμενο πρόβλημα. Ωσ­τόσο, υπό το κράτος της νομολογίας, την οποίαν προσφυώς επικαλείται το Υπουρ­γείο, η προκείμενη ενδιάμεση λύση εμφανίζεται ως η μόνη εφικτή».
Την εγκύκλιο αυτή ανέτρεψε η εγκύκλιος Στυλιανίδη (104071/Γ2/ 04/08/2008) που προκλήθηκε από τον Συνήγορο του πολίτη Γ.Καμίνη με την αναφορά α.π.13216.07.23/5.1.2008. Η εγκύκλιος αυτή στην ουσία παραχωρούσε δικαίωμα απαλλαγής σε όλους ανεξαίρετα τους μαθητές. Ακολούθησαν άλλες δυο εγκύκλιοι που επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την πρώτη, οι οποίες ανέφεραν ότι απαλλαγή δικαιούνται μόνο όσοι είναι αλλόδοξοι ή ετερόδοξοι.  Οι εγκύκλιοι αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του ΣτΠ και την ανταλλαγή επιστολών με το Υπουρ­γείο. Έτσι, σε επιστολή του προς τον Ε.Στυλιανίδη, ο Γ.Καμίνης, του αποδίδει την πρόθεση σιωπηρής κατάργησης της εγκυκλίου, που ο ίδιος ο ΣτΠ με την αναφορά του προκάλεσε, και διερωτάται: «Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί η επι­λογή ότι «δικαίωμα εξαιρέσεως έχουν [μόνον] οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι», όταν έτσι παρέχεται στη διεύθυνση του σχολείου η αρμοδιότητα ελέγχου της προ­ϋποθέσεως αυτής; Τί νόημα, άραγε, έχει η παραδοχή ότι οι απαλλασσόμενοι «δεν χρειάζεται να αναγράφουν το δόγμα ή θρήσκευμα στο οποίο πιστεύουν», όταν αυτή καθ’εαυτήν η κατάθεση σχετικής δήλωσης εκλαμβάνεται εξ ορισμού ως τεκμήριο θρησκευτικών πεποιθήσεων»[2];

Ας δούμε τώρα λίγο πιο προσεκτικά τους ισχυρισμούς. Στο πόρισμα του 2002 ο κ.Καμίνης υποστήριξε την περίεργη και καινοφανή άποψη ότι: «Το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος («Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική  … αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτι­κής συνείδησης») δημιουργεί υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει θρησκευ­τική εκπαίδευση, όχι όμως και υποχρέωση των πολιτών να την δέχονται. Συ­νεπώς, κατ’ αρχήν, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε ν’ αναγνωρισθεί ακόμη και στους ορθοδόξους μαθητές». Και σε μετα­γενέστερη παρέμβασή του είπε πιο ανοιχτά ότι: «Δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα αυτό(ενν. των Θρησκευτικών) δεν έχουν μόνο οι «αλλόθρησκοι ή ετερό­δοξοι», αλλά όλοι οι μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποι­θήσεις, όταν οι γονείς τους ή οι ίδιοι -όταν είναι ενήλικοι-επικαλούνται λόγους συ­νείδησης με υπεύθυνη τους δήλωση»[3]. Οι σκέψεις αυτές του κ.Καμίνη παραποιούν την πραγματικότητα και δεν είναι ορθές για τους εξής λόγους:
α. Η ΑΠΔΠΧ στην απόφαση του 2002 προσθέτει  τις εξής παρατηρήσεις: 
«1. Η παρακολούθηση ή μη του μαθήματος των θρησκευτικών και η αναγραφή του σχετικού βαθμού στον τίτλο δεν υποδηλώνει απαραίτητα το θρήσκευμα του κα­τόχου, αφού και ο άθεος ή ο αλλόθρησκος που επιθυμεί, μπορεί να παρακολουθήσει το μάθημα των θρησκευτικών, αν δεν προβεί σε σχετική δήλωση και
2. Ότι η διοίκηση (ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευθυντής του σχολείου) δικαιούται να ελέγχει τη σοβαρότητα των σχετικών δηλώσεων».
Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι η ΑΠΔΠΧ, σε αντίθεση με τον ΣτΠ δέχεται την εξαίρεση από το μάθημα των Θρησκευτικών, μόνο των μαθητών που έχουν σοβαρούς λόγους θρησκευτι­κής συνείδησης.  Απλώς επισημαίνει ότι οι τρεις επιλογές «άθρησκος» ή «ετερόδοξος» ή «ετερόθρησκος» δεν καλύπτουν όλο το πε­δίο των πεποιθήσεων για τις οποίες θα μπορούσε να ζητηθεί απαλλαγή. Αν και αυτή η θέση είναι αμφισβητήσιμη, εν τούτοις σε καμιά περίπτωση δεν ισοδυναμεί με χορήγηση δικαιώματος σε όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτι­κές τους πεποιθήσεις, όπως προτείνει ο ΣτΠ. Απόδειξη γι’αυτό είναι ότι η Αρχή δί­νει τη δυνατότητα έλεγχου της σοβαρότητας των υπευθύνων δηλώσεων, που δεν είναι δημόσιες, αλλά κατατίθενται στον υπεύθυνο επεξεργασίας Διευθυντή του σχολείου.
β. Είναι επίσης γνωστό από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία ότι η απαλ­λαγή από τα Θρησκευτικά δεν συνιστά δικαίωμα επιλογής χωρίς προϋποθέσεις, όπως ισχυρίζεται ο κ.Καμίνης, αλλά προϋποθέτει σοβαρή και σπουδαία δήλωση ότι ζητείται για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο όρος «πεποιθήσεις», σύμ­φωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώ­που (ΕΔΔΑ) δεν είναι συνώνυμος με τις λέξεις «γνώμες» και «ιδέες». Ως πεποιθή­σεις ορίζονται οι αντιλήψεις του ατόμου που συγκεντρώνουν ένα συγκεκριμένο επαρκή βαθμό πειστικότητας, σοβαρότητας, συνοχής και σπουδαιότητας.[4] Η επιτ­ροπή του Δικαστηρίου υποστηρίζει επίσης ότι: «Οι πεποιθήσεις των γονέων δεν πρέπει για τους σκοπούς του αρθ. 2ΑΠΠ  ΕΣΔΑ[5] να έρχονται σε σύγκρουση με το βα­σικό δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση. ¨Όταν αντί να υποστηρίζουν το δικαί­ωμα αυτό του παιδιού τα δικαιώματα των γονέων συγκρούονται με αυτό, το δικαί­ωμα του παιδιού πρέπει να επικρατεί»[6]. Στη υπόθεση όπου γράφονται τα παρα­πάνω απορρίπτεται ή αίτηση ενός άθεου για απαλλαγή από το μάθημα των Θρησ­κευτικών, γιατί οι πεποιθήσεις του δεν έπεισαν ότι έχουν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας. Ακόμα, σε πρόσφατη απόφαση για το μάθημα στην Τουρκία το δι­καστήριο για να εξετάσει το αίτημα ενός Αλεβίτη γονέα για απαλλαγή από το σο­υννιτικού περιεχομένου θρησκευτικό μάθημα, εξέτασε πρώτα το αν η πίστη των Αλεβιτών συγκροτεί μια ιδιαίτερη θρησκευτική πεποίθηση με δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα και βαθιές ρίζες στην Τουρκική κοινωνία. Στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα της απαλλαγής γιατί ο Αλεβιτισμός «δεν είναι βεβαίως ούτε μια σέκτα ούτε μια «πίστη» η οποία δεν συγκεντρώνει ένα συγ­κεκριμένο επαρκή βαθμό πειστικότητας, σοβαρότητας, συνοχής και σπουδαιότητας. Κατά συνέπεια η έκφραση «θρησκευτικές πεποιθήσεις» αναμφίβολα ταιριάζει σε αυτή την πίστη»[7].  
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η νομολογία του ΣτΕ και ειδικότερα η  από­φαση 3356/95. Ο ίδιος ο Συνήγορος στο πόρισμα της 7/6/ 2002 παρατηρεί:  «Κατά την ως άνω απόφαση, πρώτον μεν κρίνεται υποχρεωτική για τους ορθοδό­ξους μαθητές η παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών, δεύτερον δε κρίνεται θεμιτή η απαίτηση αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ως προϋπόθεση απαλλαγής αυτών από την παρακολούθηση του μαθήμα­τος. Δεν φαίνεται, έτσι, να καταλείπονται περιθώρια για λυσιτελή υποστήριξη της άποψης περί της δυνατότητας απαλλαγής ακόμη και ορθοδόξων μαθητών (διά δη­λώσεώς τους ότι απλώς επιθυμούν την απαλλαγή) από το μάθημα των θρησκευτι­κών, αφού ως ανελαστική προϋπόθεση της απαλλαγής ενός μαθητή κρίνεται η από­δειξη (διά σχετικής δηλώσεως) της ιδιότητας αυτού ως μη ορθοδόξου (ειδ’ άλλως θα ενέπιπτε στη γενική «υποχρέωση»). Απευθυνόμενος, ως εκ της θέσεώς του, προς τη διοίκηση, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν θεωρεί σκόπιμη την επιμονή σε ειση­γήσεις αντίθετες προς τη νομολογία».
 γ. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί ότι το ΕΔΔΑ ουδέποτε δέχθηκε τη σχε­τικοποίηση του δικαιώματος στη θρησκευτική εκπαίδευση. Όπως επαναλαμβάνει σε σχετικές αποφάσεις του : «Το άρθρο 2ΑΠΠ ΕΣΔΑ δεν εμποδίζει τα κράτη από το να παρέχουν με τη διδασκαλία ή την εκπαίδευση πληροφορίες ή γνώση που άμεσα ή έμμεσα έχουν θρησκευτικό ή φιλοσοφικό χαρακτήρα. Ακόμη δεν επιτρέπει στους γονείς να αντιτίθενται στη συμπερίληψη μιας τέτοιας διδασκαλίας ή εκπαί­δευσης στο σχολικό πρόγραμμα, γιατί αλλιώς όλη η θεσμοθετημένη διδασκαλία θα κινδύνευε να αποδειχθεί πρακτικά ανεφάρμοστη»[8]. Επίσης εκτιμά ότι: «Η δεύ­τερη πρόταση του αρθ.2ΑΠΠ ΕΣΔΑ. δεν ενσωματώνει κανένα δικαίωμα των γο­νέων να μην διδάσκονται τα παιδιά τους θρησκεία και φιλοσοφία κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους».[9] Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικαίωμα των γονέων στην προστασία των θρησκευτικών και φιλοσοφικών τους πεποιθήσεων στην εκπαίδευση είναι παρακολούθημα του θεμελιώδους δικαιώματος στην εκ­παίδευση και σταθμίζεται ανάλογα[10]. Το δικαίωμα στη θρησκευτική εκπαίδευση υποχωρεί μόνο όταν υπάρχει σοβαρή αντίθεση θρησκευτικών πεποιθήσεων και συνεπώς πρόβλημα συνείδησης.
δ. Ο Συνήγορος θεωρεί ως επαχθή προϋπόθεση για την απαλλαγή τη δήλωση, έστω και έμμεση, ότι ο μαθητής δεν είναι Ορθόδοξος, γιατί αυτή παραβιάζει την αρνητική θρησκευ­τική ελευθερία του. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία του ΕΔΔΑ η αξίωση αποκάλυ­ψης, όχι μόνο έμμεσης αλλά και άμεσης, των θρησκευτικών πεποιθήσεων των γο­νέων γίνεται αποδεκτή όταν εξυπηρετούνται σύμφωνα με το άρθρο 9,2 της ΕΣΔΑ σκοποί που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δη­μοκρατική κοινωνία. Σε καμιά δε απόφαση του ΕΔΔΑ δεν γίνεται λόγος, ούτε νύξη, για απαγόρευση της έμμεσης αποκάλυψης θρησκευτικών πεποιθήσεων κατά τη διαδικασία της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Αντίθετα στην πε­ρίπτωση του Λουξεμβούργου αξιολογείται θετικά η απόφαση της κυβέρνησης του να απαλλάσσονται από το μάθημα μόνο όσοι ανήκουν σε ομολογίες ή θρησκείες που δεν διαθέτουν διδακτικές ώρες στο σχολικό πρόγραμμα και όχι οι άθεοι οι οποίοι παρακολουθούν εναλλακτικό μάθημα. Η απαλλαγή απαιτεί αίτηση στο «Εθ­νικό Συμβούλιο Ηθικής και Κοινωνικής εκπαίδευσης» το οποίο και εγκρίνει τις απαλλαγές. Στην αίτηση δηλώνεται φυσικά το δόγμα το οποίο πρεσβεύει ο μαθη­της [11].
Βεβαίως το ΕΔΔΑ σέβεται και προστατεύει το δικαίωμα της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, στο βαθμό που αυτό δεν εμποδίζει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη απόφαση για τη Νορβηγία το δικασ­τήριο αξιολόγησε τη διαδικασία απαλλαγής από τις λατρευτικές εκδηλώσεις ως επαχθή και πολύπλοκη, επειδή απαιτούνταν από τους γονείς να δώσουν εύλογη αιτιολογία, η οποία έπρεπε να τεθεί υπό την κρίση της Διεύθυνσης του σχολείου, χωρίς να έχουν καθοριστεί σαφή κριτήρια αξιολόγησης.

Συμπεραίνοντας θα πρέπει να τονίσουμε ότι η δήλωση του μαθητή ότι δεν είναι Χρισ­τιανός Ορθόδοξος, που προβλέπει η εγκύκλιος του 2002, είναι απόλυτα συμβατή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ο μαθητής στην προκειμένη περίπτωση δηλώνει ότι οι πεποιθήσεις του έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του μαθήματος, που έχει Ορθόδοξο προσα­νατολισμό, με σκοπό θα θεμελιώσει το δικαίωμα της απαλλαγής. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η πολιτεία οφείλει να προστατεύει το δικαίωμα των παιδιών στη μόρφωση, όταν αυτό προσβάλλεται από γονείς που απαλλάσσουν τα παιδιά τους για λόγους άσχετους με τις προϋποθέσεις που αναπτύξαμε. Κατά συ­νέπεια οι απαλλαγές που δεν οφείλονται σε λόγους θρησκευτικής συνείδησης αλλά σε άλλους λόγους, όπως η δυσαρέσκεια για τη βαθμολογία, η διαφωνία με κάποιο καθη­γητή, ένα μάθημα λιγότερο κλπ, προσβάλλουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκ­παίδευση. Οι Θεολόγοι ποτέ δεν αρνήθηκαν την απαλλαγή για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Αυτό που αρνούνται είναι οι προσχηματικές απαλλαγές, τις οποίες άλλωστε και θέλησε να ενθαρρύνει η παρέμβαση του ΣτΠ, νομίζοντας ότι έτσι θα πλήξει το μά­θημα.

Το ερώτημα που τίθεται αβίαστα, με βάση τα προηγούμενα, είναι με ποιο πρόσχημα ο ΣτΠ ανέτρεψε τη δική του απόφαση που χαρακτήριζε τη λύση της εγ­κυκλίου Γκεσούλη «ως τη μόνη εφικτή» (υπό το κράτος της νομολογίας). Ο ίδιος επικαλέστηκε ως δικαιολογία, όχι βέβαια την ανύπαρκτη αλλαγή της νομολογίας, αλλά την έκδοση μιας απόφασης του ΕΔΔΑ του 2008. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι: «Το θέμα της απαλλαγής οδηγείται αναπόφευκτα προς επανεξέταση, καθ΄όσον πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 21.2.2008 με αφορμή τη διαδικασία επιλογής μη θρησκευτικού όρκου) έκρινε αθέμιτη την αξίωση (ακόμη και αρνητικής) γνωστο­ποίησης πεποιθήσεων ως προϋπόθεση άσκησης δικαιώματος»[12]. Για τον ισχυ­ρισμό αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:
α. Δεν υπήρξε αλλαγή ούτε της ελληνικής ούτε της ευρωπαϊκής νομολογίας αλλά προσωπική εκτίμηση του Συνηγόρου ότι αυτή θα αλλάξει με κάποια από­φαση που θα εκδοθεί στο μέλλον και θα ανατρέπει τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
β. Η εκτίμηση αυτή δεν ευσταθεί, γιατί η υπόθεση την οποία επικαλέστηκε δεν έχει καμιά σχέση με τα Θρησκευτικά και δεν αποτελεί πρόκριμα για κανενός είδους επανεξέταση. Η επίκληση των θρησκευτικών πεποιθήσεων για την απαλ­λαγή από τα Θρησκευτικά είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα από τη δημόσια δή­λωση ενός πολίτη, ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου ότι δεν είναι Ορθό­δοξος, προκειμένου να ορκιστεί για να αποκτήσει άδεια επαγγέλματος δικηγόρου.
γ. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν από την απόφαση για τον όρκο του 2008, το ΕΔΔΑ είχε εκδώσει, το 2007, δυο ad hoc αποφάσεις για το ζήτημα της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, στις οποίες ο Συνήγορος δεν ανα­φέρεται καθόλου, γιατί είναι αντίθετες με τους ισχυρισμούς του[13].

Από τα προηγούμενα έγινε νομίζουμε σαφές ότι η άποψη του ΣτΠ ότι το αρθρ.16 παρ. 2 του Συντάγματος δημιουργεί υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει θρησκευτική εκπαίδευση, όχι όμως και υποχρέωση των πολιτών να τη δέχονται είναι όχι μόνο πρόδηλα αντισυνταγματική, αφού το Σύνταγμα μιλά για καλλιέρ­γεια της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και αντίθετη τόσο με την ελληνική νομο­λογία όσο και με αυτήν του ΕΔΔΑ. Πράγματι είναι εξωφρενική η άποψη του Συνη­γόρου ότι από το ομολογιακό μάθημα απαλλάσσονται και οι Ορθόδοξοι. Ποια είναι η σύγκρουση θρησκευτικών πεποιθήσεων που προϋποτίθεται για την απαλλαγή; Όσο για τον ισχυρισμό Καμίνη ότι οι μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, μπορούν να επικαλούνται λόγους συνείδησης, θαυμάζει κανείς την εφευρετικότητα και τη σοφιστική δεινότητα του ανδρός. Έχει αφαιρέσει μά­λιστα και τον προσδιορισμό «θρησκευτική» από τον όρο συνείδηση, ώστε αυτή να διευρυνθεί τόσο που να χωράει την ιστορία, τη φιλοσοφία και γενικά όλα τα μα­θήματα με ανθρωπιστικό περιεχόμενο.  Αν σας θυμίζουν όλα αυτά τους σχεδιασ­μούς για το Νέο Λύκειο, έχετε δίκιο!

Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι οι θέσεις του κ.Καμίνη εξελίσσονται, προϊόντος του χρόνου, ως εξής:
·   Το 2000 θεωρεί ότι «Η δήλωση θρησκεύματος στο σχολείο και η σχετική καταγραφή στο ατομικό σχολικό δελτίο του μαθητή δεν είναι αντισυνταγματική», γιατί αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση σε περίπτωση που κάποιος θα θελήσει να απαλλαγεί από τα Θρησκευτικά.
·   Το 2002 θεωρεί ότι η λύση της εγκυκλίου Γκεσούλη είναι η μόνη εφικτή με βάση τη νομολογία (που από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει).
·   Το 2007 επικαλείται ενδεχόμενη μελλοντική επανεξέταση του θέματος, λόγω μιας άσχετης με τα Θρησκευτικά απόφασης του ΕΔΔΑ, και προτείνει την ανατροπή της μόνης εφικτής λύσης. Προτείνει επίσης την εφαρμογή της απόφασης της ΑΠΔΠΧ του 2002, μόνο κατά το ένα σκέλος της, που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης και όχι κατά το δεύτερο, που αφορά τον έλεγχο της αξιοπιστίας της, το οπο­ίο αποσιωπά. Αγνοεί επίσης το γεγονός ότι η Αρχή δεν αναφερόταν στην εγκύκλιο Γκεσούλη και ότι η δήλωση κατ’επίκλησι των θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν δίνει δικαίωμα απαλλαγής στους Ορθόδοξους μαθητές, γι’αυτό και ο έλεγχος της σοβαρότητάς της.
·   Τέλος, το 2008 ανατρέπει την απόφαση της Αρχής, την ελληνική νομολογία και τη νομολογία του ΕΔΔΑ και ισχυρίζεται ότι: «Δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα αυτό (των Θρησκευτικών) δεν έχουν μόνο οι «αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι», αλλά όλοι οι μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
Το ερώτημα που προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι ποιος ήταν ο στόχος όλης αυτής της κινητικότητας, των αντιφάσεων, των εικασιών, που αναστάτωσαν και αναστατώνουν τα σχολεία. Όπως έγινε φανερό από τα προηγούμενα, ο πραγματικός στόχος του κ.Καμίνη δεν ήταν η προστασία του δικαιώματος της απαλλαγής, που άλλωστε ασκούνταν ελεύθερα, αλλά να διακηρύξει και να εμπεδώσει την αντίληψη ότι τα Θρησκευτικά είναι μάθημα προαιρετικό, έτσι ώστε να ενθαρρύνει τα παιδιά να απαλλάσσονται για λόγους άσχετους με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Το εγχείρημα απέτυχε και τώρα το λόγο έχει το βαρύ πυροβολικό του «Νέου Λυκείου».
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί με έμφαση, ότι οι απόψεις Καμίνη ισχύουν για κάθε είδους και χαρακτήρα μάθημα Θρησκευ­τικών και απόδειξη γι’αυτό είναι ότι ο ίδιος και όσοι ασπάζονται τις αντιλήψεις του ποτέ δεν μίλησαν για υποχρεωτικό θρησκειολογικό μάθημα. Εάν θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα δεν δημιουργεί την υποχρέωση αποδοχής της θρησκευτικής εκπαίδευ­σης, τότε οποιοσδήποτε μαθητής θα μπορεί να ζητά απαλλαγή από τα Θρησκευ­τικά για λόγους «συνείδησης», ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους. Εξ’άλλου οι αντίπαλοι του μαθήματος γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ριζική λύση δεν είναι το να καταστεί υποχρεωτικό για όλους, αλλά να εξαφανιστεί με ολοκληρωτικής έμπ­νευσης ρυθμί­σεις τύπου «Νέου Λυκείου». Αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι τόσο το περιεχόμενο των Θρησκευτικών όσο η ίδια η παρουσία των Θεολόγων στο σχολείο.
                
     Τέλος, και για τους πλέον δύσπιστους ως προς το αβάσιμο και ανεδαφικό των ισχυρισμών Καμίνη, παραθέτουμε, στο τέλος του κειμένου, τη δήλωση για την επιλογή του μαθή­ματος των Θρησ­κευτικών στα γαλλόφωνα σχολεία του Βελγίου. Παρόμοια δήλωση απαιτείται από τους γονείς σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, όπου το μάθημα είναι υποχρεω­τικό-εναλλακτικό με την Ηθική, καθώς και σ’αυτές που προσφέρονται πολλά ομο­λογιακά μαθήματα ή το μάθημα είναι προαιρετικό. Με τη δήλωση αυτή ο Βέλγος γονέας επιλέγει υποχρεωτικά ένα από τα πέντε ομολογιακά μαθήματα ή την μή ομο­λογιακή Ηθική.
Σύμ­φωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα του ΣτΠ, αυτός που δηλώνει στο Βέλγιο το μά­θημα της Ηθικής αποκαλύπτει έμμεσα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και μάλιστα πολύ αναλυτικά. Αποκαλύπτει δηλαδή ότι δεν είναι Ρωμαιοκα­θολικός, Προτεστάντης, Ορθόδοξος, Μουσουλμάνος ή Εβραίος. Αν υποτεθεί δε ότι, κατά   τους ευσεβείς ή ασεβείς πόθους του Συνηγόρου, μελλοντικά θα «επανεκτι­μηθεί» το καθεστώς των απαλλαγών από το ΕΔΔΑ, η δήλωση αυτή θα πρέπει να καταργηθεί και μαζί και το μάθημα στη σημερινή του μορφή. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Φυσικά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί γιατί τα κράτη αυτά σέβονται το Σύνταγμα τους, τους νόμους και τις δικαστικές αποφά­σεις. Όσο για τη χώρα μας, όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκα­λέα και η εκπαιδευτική πολιτική ανατρέπεται ξαφνικά, μεσούντος του θέρους, με βάση τη μελλοντολογική εκτίμηση ενός ιθύνοντος ότι «το θέμα της απαλλαγής οδηγείται αναπόφευκτα προς επανεξέταση».... Όλα είναι πιθανά!
Το συμπέρασμα είναι ότι τα περί αρνητικής θρησ­κευτικής ελευθερίας συνιστούν ένα ακόμα πρόσχημα, που χρησιμοποιείται για να καλύψει τη βαθιά επιθυμία ορισμένων να υποβαθμίσουν το Ορθόδοξο θεο­λογικό μάθημα. Το κάνουν όχι από εμπάθεια ή ιδεολογική αντίθεση, αφού δεν έχουν πια ιδεολογία. Το κάνουν γιατί υπηρε­τούν αυτούς που σχεδιάζουν τη «Νέα Ελλάδα». Μια Ελλάδα με απαίδευτους και άθρησκους Έλληνες. Και δυστυχώς βρίσκουν ευήκοα ώτα. Τί κρίμα! 





Annexe 56/01

COMMUNAUTE  FRANCAISE  DE  BELGIQUE
COURS  DE  RELIGION  -  COURS  DE  MORALE

Choix réservé aux parents, au tuteur ou à la personne qui a la garde de l'enfant par l'article 8 de la loi du 29 mai 1959, modifiant certaines dispositions de la législation de l'enseignement.

Lors de la première inscription d'un enfant, les parents, le tuteur ou la personne qui a la garde de l'enfant, sont tenus de choisir pour celui-ci, par déclaration signée, entre le cours de religion catholique, protestante, orthodoxe, israélite et islamique, et de morale inspirée de cette religion ou le cours de morale non confessionnelle.

Conformément à la loi, le choix des parents, du tuteur ou de la personne qui a la garde de l'enfant, entre ces cours est entièrement libre. Il est formellement interdit à quiconque d'exercer une pression à cet égard, quelle qu'elle soit.  Des sanctions disciplinaires frapperont les membres du personnel qui auraient enfreint cette interdiction.

Les parents, le tuteur ou la personne qui a la garde de l'enfant disposent d'un délai de trois jours francs pour restituer la déclaration dûment signée.

Le choix se fait au moment de l’inscription. Il ne peut être modifié qu’à partir de l’année scolaire suivante et seulement entre le 1er et le 15 septembre.

DECLARATION relative au choix du cours de religion ou de morale

Je soussigné....................................................................................... parent, tuteur, personne qui a la garde    
de (2)……............................................................................................................
élève de (3).................................................................................................................................

déclare avoir pris connaissance de la note ci-dessus, relative au choix du cours de religion et de morale inspirée de cette religion ou de morale non confessionnelle et, conformément à la liberté que me confère la loi, choisi pour l'enfant précité le cours de (1) :

O            RELIGION  CATHOLIQUE
et de la morale inspirée de cette religion
 O          RELIGION  PROTESTANTE
et de la morale inspirée de cette religion
O                   RELIGION  ISRAELITE
et de la morale inspirée de cette religion
O                RELIGION ISLAMIQUE
et de la morale inspirée de cette religion
O              RELIGION ORTHODOXE
et de la morale inspirée de cette religion
     O        MORALE non confessionnelle


Le.............................................. (4)

...……….................................... (5)

(1) Cocher le cours choisi
(2) Nom et prénom de l'élève
(3) Classe fréquentée et désignation de l'établissement
(4)Lieu et date Signature
(5) Signature








[1] Τα κείμενα του ΣτΠ έχουν ληφθεί από την ιστοσελίδα www.synigoros.gr.
[2] Επιστολή του ΣτΠ προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη, α.π. 3476/2008, Αθήνα, 21. 11.2008.
[3]  ΣτΠ, Δελτίο Τύπου 17.11.2008.     
[4] Γιάννη Κτιστάκι, Θρησκευτική Ελευθερία και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αθήνα, 61.
[5] Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 2Α΄ΠΠ ορίζει τα εξής: «Ουδείς δύvαται vα στερηθή τoυ δικαιώµατoς όπως εκπαιδευθή. Παv Κράτoς εv τη ασκήσει τωv αvαλαµβαvoµέvωv υπ’ αυτoύ καθηκόvτωv επί τoυ πεδίoυ της µoρφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται τo δικαίωµα τωv γovέωv όπως εξασφαλίζωσι τηv µόρφωσιv και εκπαίδευσιv ταύτηv συµφώvως πρoς τας ιδίας αυτώv θρησκευτικάς και φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις».
[6] ΕΔΔΑ, αποφ.επιτροπής,για την υποθ, Bernard and others v. Luxemburg, 8/9/1993.
[7]  ΕΔΔΑ, αποφ,για την υποθ. Hasan and Eylem Zengin v. Turkey, 9-10-2007, 66.
[8]  ΕΔΔΑ, αποφ,για την υποθ.  Folgerø and others v. Norway, 29-6-2007, 84c.
[9]  o.π, 89.
[10] ΕΔΔΑ, αποφ.,για την υποθ. Kjeldsen and Others v. Denmark, 7- 12-1976, 52.
[11] ΕΔΔΑ, αποφ.επιτροπής,για την υποθ, Bernard and others v. Luxemburg, 8/9/1993.
[12] Έγγραφο του Συνηγόρου του πολίτη προς το ΥΠΕΠΘ, αρ. πρωτ.: 13216.07.23/5 .1.2008.
[13] ΕΔΔΑ, αποφ,για την υποθ. Hasan and Eylem Zengin v. Turkey, 9-10-2007, 66. και αποφ,για την υποθ.  Folgerø and others v. Norway, 29-6-2007, 84c.