«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. Ἐν τούτω ἐφανερώθη
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν
υἱὸν αὐτοῦ
τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς
εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι' αὐτοῦ»
(Α' Ἰω. 4: 8-9)
Ἡ
ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων στὶς παραδοσιακὰ χριστιανικὲς κοινωνίες διατηρεῖ κάτι τὸ
ξεχωριστό. Ἀκτινοβολεῖ φῶς, γαλήνη, ἀγάπη κι ἐλπίδα. Μὲ τὸν τρόπο, ὅμως, ποὺ ἑορτάζεται
στὶς ἐκκοσμικευμένες χῶρες μας, τὸ βαθύτερο νόημά της συχνὰ ἀλλοιώνεται.
Χάνεται μέσα στὰ πολυποίκιλα στολίδια. Ἡ καταναλωτικὴ ὑστερία καὶ ἡ πνευματικὴ ἀδιαφορία
συρρικνώνουν τὸ θρησκευτικὸ ἐνδιαφέρον. Ἐπιδείξεις πολυτελείας καὶ κενοδοξίας
παραμορφώνουν τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀθωότητος. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐξωτερικὰ
φαινόμενα. Ἡ μετάλλαξη αὐτὴ συντελεῖται ἀνεπαίσθητα στὴ συνείδησή μας.
Ἡ
ἀλλοίωση συμπληρώνεται μὲ τὴν εἰσβολὴ μιᾶς ἄσχετης μὲ τὰ Χριστούγεννα φιγούρας,
τοῦ λεγομένου «Ἀϊ-Βασίλη», ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ἕνας εὐτραφὴς γεροντάκος μὲ
κόκκινη ἀμφίεση, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπὸ τὸν Βορρᾶ καὶ μοιράζει δῶρα, μιὰ
μυθοπλασία, ποὺ μαγνητίζει τὴ φαντασία μικρῶν καὶ μεγάλων. Στὴν οὐσία εἶναι μιὰ
φοβερὴ παραποίηση τῆς ὑπέροχης μορφῆς τοῦ σοφοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου
Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Χριστοῦ, ἀπαλύνοντας τὸν ἀνθρώπινο πόνο μὲ πρωτοποριακὰ ἔργα ἀγάπης.
Ἡ
Ἐκκλησία ἐπιμένει νὰ ἀποκαλύπτει τὸ οὐσιαστικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι».
Ἔτσι φανερώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς: ἀπέστειλε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ
στὸν κόσμο γιὰ νὰ ζήσουμε δι’ αὐτοῦ, βιώνοντας τὴ δική Του ἀλήθεια, δύναμη καὶ
χάρη. Ὁ «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» (Α΄ Τιμ. 3: 16). Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν εἰδοποιὸ
διαφορὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ὡς πρὸς οἱοδήποτε ἰδεολόγημα καὶ θρησκευτικὸ
σύστημα. Μὲ τὸν τονισμὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη διακηρύσσεται ὅτι ὁ Δημιουργὸς
καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος δὲν εἶναι μία ἀπρόσωπη Ὑπέρτατη ἐνέργεια, σοφία,
δύναμη, ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ προσεγγίσει μὲ τὶς διανοητικές του μόνο
λειτουργίες. Εἶναι Θεὸς προσωπικός, καὶ ἐκφράζει τὴν ἀγάπη Του μὲ συγκεκριμένη
σχέση μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ
Υἱὸς καὶ Λόγος Του προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, «σαρκοῦται». Τὸ μοναδικὸ
νόημα τῆς ἑορτῆς διατυπώνει εὔστοχα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ὁ Λόγος Σὰρξ ἐγένετο, ἵνα
τὸν ἄνθρωπον δεκτικὸν θεότητος ποιήση» (ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ὁδηγήσει
τοὺς ἀνθρώπους στὴ θέωση). Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μοιάζει μὲ ἐμβόλιο ἀγάπης, ποὺ
ἐνεργεῖ μυστικὰ καὶ διαχέεται μακροπρόθεσμα στὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀγάπη ὅλο
καὶ περισσότερο προσελκύει τὸν γενικὸ σεβασμὸ καὶ θαυμασμὸ καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς
ἡ κατεξοχὴν πανανθρώπινη ἀξία.
Κάθε
πιστὸς καλεῖται τὴν περίοδο αὐτῶν τῶν ἑορτῶν σὲ ἐσωτερικὴ ἀνασύνταξη. Καλεῖται
νὰ συνειδητοποιήσει βαθύτερα τὸ νόημα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὴν ἱστορικὴ
πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ Γεγονὸς αὐτὸ παραμένει ἡ ρίζα τῆς Χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως
καὶ τροφοδοτεῖ κάθε ἄλλη χριστιανικὴ πρόταση καὶ ἀξία.
Εἶναι
ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι πρῶτος ὁ Θεὸς ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη Του: «Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ
ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ'
ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν
ἠμῶν» (Α' Ἰω. 4: 10). Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πηγὴ ἀγάπης ἀναβλύζει τὸ χρέος τῆς δικῆς μας
ἀγάπης: «Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν»
(Α' Ἰω. 4: 11). Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν οἱ ἄλλοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης
του καὶ ἂν τελικὰ ἀνταποκρίνονται σ’ αὐτήν. Ἀκτινοβολεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι: Ἀγάπη.
Καὶ σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ποιότητα ἀγάπης προσκαλεῖ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν.
Ὑπάρχει
ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη ἀκόμη ἀλλοίωση· αὐτὴ τραυματίζει ἐπικίνδυνα τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης.
Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ λέξη χρησιμοποιεῖται μὲ διάφορες σημασίες, ποὺ μεταλλάσσουν τὸ οὐσιαστικὸ
νόημά της. Αὐτὸ ἰσχύει σὲ ποικίλες μορφὲς τέχνης τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε νὰ διερωτᾶται
κανείς: Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ χάθηκε στὸν ἐρωτισμό; Καὶ ποῦ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἔρωτας
ποὺ χάθηκε σὲ πάθη ἀκατονόμαστα;
Ἡ
Ἐκκλησία, ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», δὲν παύει νὰ προβάλλει σταθερὰ τὸ νόημα τῆς ἀγάπης,
ὅπως τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Γέννησή Του καὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ καὶ τὴ
διδασκαλία Του. Ἡ ἀγάπη συνυφαίνεται μὲ ἐθελούσια ταπείνωση. Ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε στὸν
κόσμο ὡς ἀθῶο βρέφος. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκπληκτικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνέκφραστου καὶ
ἀπερινόητου Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀσύλληπτη γιὰ τὶς συχνότητες τῆς ἀντιληπτικῆς
δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ
ἀγάπη εἶναι μία κίνηση ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ.
Καθορίζει τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις της. Ἡ ἀγάπη
μακροθυμεῖ, ἔχει τὴ δύναμη νὰ συγχωρεῖ, δὲν ζηλεύει, δὲν φέρεται μὲ ἀλαζονεία,
δὲν ὑπερηφανεύεται, δὲν ζητάει τὰ δικά της, δὲν ὀργίζεται, δὲν σκέπτεται τὸ κακὸ
γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲν χαίρεται μὲ τὴν ἀδικία, ἀλλὰ μετέχει στὴ χαρὰ ὅταν βλέπει
νὰ ἐπικρατεῖ ἡ ἀλήθεια (πρβλ. Α' Κορ. κεφ. 13). Ἡ ἀγάπη δὲν περιορίζεται ἀπὸ
κανένα σύνορο, φυλετικό, κοινωνικό, πολιτικό.
Στὴν
ἐπιδημία πλεονεξίας καὶ ἀδικίας, ποὺ μαστίζει τὶς ἐκκοσμικευμένες καπιταλιστικὲς
κοινωνίες, ὅπως καὶ στὸ ἀμὸκ τῆς βίας καὶ τοῦ μίσους, ποὺ στὸν αἰώνα μᾶς ἐκρήγνυνται
μὲ συνθήματα θρησκευτικά, ἡ ἀντίδραση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ βίωση καὶ
προσφορὰ ἀγάπης, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ θυσιαστικὴ διάθεση. Κανεὶς κοινωνικὸς
θεσμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν Ἐκκλησία σ’ αὐτὴ τὴν προσφορά. Αὐτὴ εἶναι
τὸ διαχρονικὸ ἐργαστήριο ἀγάπης. Ἔχοντας κεφαλή της τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ
Σαρκωμένη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διακηρύσσει ὅτι «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» (Α' Ἰω. 4: 16), καὶ ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ
ζήσουμε ἀληθινὰ εἶναι νὰ βιώσουμε τὴν ἀγάπη, ὅπως τὴν ἔζησαν ἀναρίθμητα πλήθη Ἁγίων
σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Μόνο ἔτσι θὰ «ζήσωμεν δι' αὐτοῦ» καὶ θὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία
μαζί Του: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς
ἐν αὐτῷ» (Α' Ἰω. 4: 16).
Ἡ
ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει ἕνα ἀπροσμέτρητο μέγεθος ἀγάπης. Ἂς
τὸ προσεγγίσουμε μὲ περισυλλογή, προσευχή, μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ δῶρο
τοῦ Θεοῦ.
Εὐλογημένα
Χριστούγεννα, μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη στὴν καρδιά μας, ὅπως τὴν ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Κύριός μας, μὲ μιὰ ἀγάπη γεμάτη ταπείνωση, εἰρήνη καὶ
κοινωνικὴ εὐαισθησία.
Καθημερινὴ 23.12.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου