π. Γεωργίου Ἀναγνωστόπουλου,
«Χριστός, Ἁγία Τριάδα, Ἐκκλησία στὸν 21ο αἰώνα: τὰ δόγματα
ἀλλάζουν;»*
antifono.gr, 09 June 2018 καὶ ἀποσπάσματα ἐν: Ὀρθόδοξος Τύπος 22.6.2018
Σεβαστοὶ
Πατέρες, ἀξιότιμοι κ. Πρόεδρε, ἀγαπητοὶ συνάδελφοι τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας, ἀγαπητοὶ
ἐν Κυρίω ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές.
Εὐχαριστῶ
κατ’ ἀρχὰς τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν πρόσκληση νὰ μιλήσω σ’ αὐτὸ τὸ
Συνέδριο μὲ σημαντικὴ ἱστορία, ὅπου ἔχουν ὁμιλήσει πρὶν ἀπὸ μᾶς σημαντικὲς μορφὲς
τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
Τὸ
θέμα μου εἶναι ἕνα πολὺ λεπτὸ θεολογικὸ
καὶ ἐκκλησιολογικὸ θέμα, καὶ γι’ αὐτὸ σας παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε κι ἐσεῖς αὐτὰ ποὺ
θὰ πῶ νὰ μὴν ἀδικήσουν τὴν ἀλήθεια, κατὰ τὸ δυνατόν, καὶ μήπως βγεῖ κάτι καλὸ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Θὰ
ἤθελα ἀρχικὰ νὰ μοῦ δώσετε ἕνα λεπτὸ πρὶν ξεκινήσω, νὰ ἀφιερώσω αὐτὴ τὴν ὁμιλία
μου στὸν γιό μου Χρίστο Ἀναγνωστόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸν Μάϊο τοῦ 2014, Κυριακὴ
πρωί, καθὼς πήγαινε νὰ ψάλλει σ’ ἕνα
χωριὸ τῆς Ξάνθης, πέταξε μ’ ἕνα Toyota Υariς στὸν Οὐρανό, κι ἐλπίζω κοντὰ στὸν
Χριστό, καθὼς καὶ στὸν γιό μου Γρηγόρη, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἑλβετία, διότι ἦσαν ἡ
ἀφορμή, καὶ οἱ δύο τους, τὰ τελευταῖα χρόνια νὰ ἀσχοληθῶ πιὸ ἐμπεριστατωμένα
καὶ συστηματικὰ μὲ τὰ θεολογικὰ γράμματα.
Αὐτοὶ
εἶναι οἱ στίχοι ποὺ βρήκαμε μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Χρίστου, σ’ ἕνα μικρὸ ἀπόκομμα
ἀπὸ ἕνα χαρτάκι
νὰ
βουτήξω καὶ νὰ δῶ χαμένες πολιτεῖες, θαμμένα ναυάγια
φύκια
καὶ μάρμαρα
χρυσὰ
μηχανάκια,
ἀγάλματα
πνιγμένων πριγκιπισσῶν, καλώδια καὶ ἀρχαία σκάφανδρα
σ'
ἕνα βυθὸ
ἕνα
βυθὸ φωτεινὸ κι ἀπρόσιτο
νὰ
ρουφήξω μ' ἕνα φιλὶ τὸν ἀέρα του
νὰ
μὲ συνοδεύει στὴν ἐπιφάνεια
(Χ.Α.
2001?)
Φαίνεται
κατ’ ἀρχὰς ὅτι δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ Συνέδριό μας. Θὰ κλείσω ὅμως τὴν ὁμιλία μου
μὲ μιὰ δική του, πάλι, φράση, καὶ
νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ στὸ
τέλος ὁ μεταξύ τους σύνδεσμος. Γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ προϊδεάσω εἶναι ἡ βαθειὰ σχέση πνευματικῆς ἀναζήτησης,
δόγματος καὶ ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Θὰ
ἀρχίσω τώρα τὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μου, ποὺ ἴσως σήμερα φαίνεται
ριζοσπαστικό.
Ἕνα
ἐκ τῶν σημαντικότερων θεολογικῶν θεμάτων ποὺ θέτει ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ
ἔμφαση στὴν θεώρηση τῶν μεγάλων χριστιανικῶν αἱρέσεων ὄχι ἐξ ἐπόψεως
διάκρισής τους ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία - ὡς μὴ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἀντίστροφη
προοπτική, στὰ πλαίσια τῆς προσπάθειας τῆς λεγομένης «ἑνώσεως τῶν διασπασμένων
χριστιανῶν».
Ἡ
ἀλλαγὴ προοπτικῆς ἔχει μερικὲς θεμελιώδεις αἰτίες καὶ ὁρισμένες ἱστορικὲς ἀφορμές:
ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἔγνοια γιὰ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ὁ πόνος γιὰ τὸν
χωρισμό, ἡ διασπορά, τὰ προβλήματα τῶν ἱεραποστολῶν, οἱ πιέσεις τῆς
παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ συγκρητιστικοῦ πνεύματος. Φυσικά, ἡ μαρτυρία, ὁ
διάλογος καὶ ἡ μέριμνα ἐπιστροφῆς τῶν χωρισθέντων μελῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι
καὶ πρέπει νὰ εἶναι ζωντανὴ κάθε στιγμή, κατὰ τὴν εὐχή: «τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε·
τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε, καὶ σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ»
(Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Γιὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεριμνᾶ
καὶ φέρνει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα μέσῳ τῆς θεολογίας της καὶ τῆς λατρείας της.
Ταυτόχρονα, ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ἐπίσημοι θεολογικοὶ διάλογοι μὲ ὁρισμένες ὁμολογίες.
Στὰ πλαίσια αὐτῶν τῶν διαλόγων ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι συμμερίζονται,
περισσότερο ἢ λιγότερο, μιὰ συγκρητιστικὴ προβληματική, ὅπως ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ
τὸν Προτεσταντισμὸ (ΠΣΕ, Culmann, Kung)
καὶ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ (Congar, Fries, Rahner). Ἑπομένως, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐξετάζουμε
προσεκτικὰ καὶ νὰ διορθώσουμε, ἂν ἀποδειχθεῖ ὅτι χρειάζεται, τὶς προϋποθέσεις τῆς
παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων στοὺς ἀνωτέρω διαλόγους.
Πρέπει
νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ εἰλικρίνεια τὸ ἐρώτημα:
Τὸ κριτήριο τῆς Ἀληθείας, ποὺ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, μπορεῖ
νὰ καλυφθεῖ, νὰ ὑποτιμηθεῖ ἢ καὶ νὰ συκοφαντηθεῖ, μὲ πρόσχημα ἄλλους ἱεροὺς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ ἑνότητα; Θὰ μποροῦσε τὸ
Παύλειο «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἑβρ.
13,8) νὰ ἐπανερμηνευθεῖ μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς ἄλλου Χριστοῦ, ἢ ἑνὸς Θεοῦ πέραν τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθεῖ; Μποροῦν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ἀλλάζουν
στὸ διάβα τοῦ χρόνου, παραμερίζοντας τὸ κριτήριο τῆς Ἀλήθειας; Καὶ σὲ ποιὸ βαθμὸ
εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ ἕνα πνεῦμα ἐλεύθερου
διαλόγου γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ 21ου αἰώνα μετὰ τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ
Μεγάλη Σύνοδο», ὅταν (α) ὡς σημαντικότερη ἐπιτυχία τῆς Συνόδου ποὺ ἀναδείχθηκε,
τόσο ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς ὅσο καὶ τοὺς ἐπικριτές της, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῶν ἄλλων
«ἐκκλησιῶν» καὶ δογμάτων, ἔστω καὶ ἔμμεσα,
καὶ (β) ὅταν οἱ θερμοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς Συνόδου, σχεδὸν μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες
μας, θεωροῦν ἐκ τῶν προτέρων ὁποιαδήποτε θεολογικὴ κριτικὴ τῆς Συνόδου ἐπικίνδυνη
γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἀποκρούεται γενικῶς ὡς φονταμενταλιστικὴ
ἢ ὅταν κριτικὴ εἶναι ἀποδεκτὴ μόνον ἐντὸς
προδιαγεγραμμένου πλαισίου;
Ἐπειδὴ
ἡ πρόσκληση τοῦ παρόντος Συνεδρίου ποὺ ἔλαβα ὑποδεικνύει μιὰ apriori ἀπολύτως
καθαγιαστικῆ θεώρηση ἔναντί της Συνόδου ἀποφάσισα νὰ σεβασθῶ τὶς προδιαγραφὲς τῆς
Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ νὰ περιοριστῶ
ἔτσι, κατὰ δύναμη, στὸ δεύτερο μέρος τῆς θεματολογίας τοῦ Συνεδρίου, δηλαδὴ γιὰ
τὴν «Ὀρθόδοξο Θεολογία στὸν 21οαιώνα». Ὁ
τίτλος τῆς ὁμιλίας μου, ὅπως ἤδη γνωρίζετε, εἶναι «Χριστός, Ἁγία Τριάδα, Ἐκκλησία
στὸν 21οαιώνα: τὰ δόγματα ἀλλάζουν;».
Ἂς
θεωρήσουμε μιὰ θεολογία ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: (α) ἄρνηση
πλήρους Θεότητας καὶ πλήρους ἀνθρωπίνης φύσεως ἢ θελήσεως στὸν Χριστό, (β) ἄρνηση
στὴν Ἁγία Τριάδα πλήρους ἰσότητας τῶν Προσώπων, Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου
Πνεύματος, (γ) ἄρνηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ χαρακτήρα της, καὶ (δ) ἄρνηση
τῆς Ὀρθοδόξου γνωσιολογίας ὡς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἄκτιστη Ἐκκλησία. Θὰ ἤθελα
λοιπὸν νὰ σκεφθοῦμε πάνω σε μιὰ τέτοια ἐξέλιξη. Θὰ μποροῦσε μιὰ θεολογία μὲ τὰ ἀνωτέρω
χαρακτηριστικὰ νὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία γιὰ τὸν 21οαιώνα;
Εἶναι
τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ρητορικό; Θὰ δείξω,
δυστυχῶς, ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἤδη ζοῦμε σὲ
χρόνο ὅπου μείζονες δογματικὲς ἀμφισβητήσεις ἔχουν ἐξαπολυθεῖ μέσα στὸ Σῶμα τῆς
Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάχονται τὸν ζωντανὸ ὀργανισμό Της.
Θὰ
ἀρχίσω ἀπὸ ὁρισμένη κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας
ποὺ προέβαλε Ὀρθόδοξος ἐκπρόσωπος στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
Ὑποστηρίχθηκε ὅτι: “Καθολικότητα εἶναι ἡ διάσταση ἐκείνη τῆς ἐκκλησίας ποὺ
φέρνει κοντὰ ἀκόμη καὶ ἱστορικὲς ταυτότητες καὶ παραδόσεις, μὲ τρόπο ποὺ νὰ
μποροῦν αὐτὲς νὰ ὑπερβαίνονται μέσα στὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Τὸ «φέρνει
κοντὰ» δὲν σημαίνει στὴν περίπτωση αὐτὴ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα εὐγένειας,
σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, μὲ τὸ ὁποῖο συχνὰ αὐτοπροβάλλεται ὁ
συγκρητισμός, ἀλλὰ πρόκειται, κατὰ τὸν ἴδιο ὁμιλητή, γιὰ «ὀργανικὴ ἑνότητα τῶν δύο βασικῶν παραδόσεων (Ἀνατολῆς
- Δύσεως) ποὺ συνιστοῦν τὴ μία καὶ κοινὴ ταυτότητά μας ὡς σώματος τοῦ
Χριστοῦ».
Ἡ
κατεύθυνση αὐτὴ τῆς συνθέσεως μιᾶς «ἐκκλησίας», μέσω τῆς ρευστοποιήσεως τῶν
διαφορετικῶν παραδόσεων σὲ «ὀργανικὴ ἑνότητα» ἀντιθέτων, ἐπιχειρεῖται νὰ
δικαιωθεῖ ὡς ἑξῆς: «ἡ ἀλλαγὴ ὅρων καὶ κλίματος ἐπικοινωνίας μεταβάλλει καὶ τὴ
σημασία τῶν διαφορῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν σημασία
τῆς “αἵρεσης” καὶ ζητάει νὰ ὁρισθεῖ ἐκ νέου». Ἐπαναλαμβάνω τὴν πρόταση: ἡ
«αἵρεση» στὸν 21ο αἰώνα «ζητάει νὰ ὁρισθεῖ ἐκ νέου».
Ποιὸς
εἶναι ὁ ὁρισμὸς τῆς αἵρεσης ποὺ ἀνταποκρίνεται στὶς νέες συνθῆκες; Κατὰ τὸν αὐτὸν
συνάδελφο ἀκαδημαϊκὸ καθηγητή: «ἡ αἵρεση δὲν βρίσκεται σὲ κάποιο δογματικὸ λάθος …, ἀλλὰ ἐντοπίζεται
στὴν ἀπόρριψη τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης».
Ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ποὺ
συμπυκνώνεται στὴν Θ. Λειτουργία, κατανοεῖ “τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, καὶ τὴν
κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” ὡς ἀδιάσπαστες προϋποθέσεις γιὰ τὴν πληρότητα τῆς
μετοχῆς στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν θεολογικὴ τάση ὅμως ποὺ περιγράφω μοιάζει
νὰ μὴν ὑπάρχουν ὀρθὲς καὶ λανθασμένες δογματικὲς διατυπώσεις στὸν χριστιανικὸ
κόσμο… Γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς νέας οἰκουμενικῆς “ἐκκλησίας” ἀρκεῖ μιὰ ἀμοιβαία
δογματικὴ ἀνοχή, μὲ μιὰ ἐλάχιστη συμφωνία, ἀνεξάρτητη προφανῶς ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια.
Ἡ συνύπαρξη δὲ ἀλήθειας καὶ τὸ ψεύδους μπορεῖ νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς ἀποδοχὴ τῆς ἑτερότητας
στὴν σύγχρονη πολυπολιτισμικὴ πραγματικότητα…
Τὰ
δόγματα τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἄσαρκα; Χωρὶς ζωή; Μποροῦμε νὰ τὰ ἀφήσουμε πίσω; Ἀρκεῖ
μιὰ ἀπροσδιόριστη ἀναφορὰ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ μιὰ συγχώνευση Ὀρθοδοξίας,
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ; Ὑπάρχει μία ἀντίληψη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ
τὴν Ἁγία Τριάδα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, στὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ τὶς
πολυάριθμες παραφυάδες τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου;
Σὲ
ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας στὸ ΠΣΕ, ποὺ ἀναφέρθηκα ἀνωτέρω, ὁ Σαρκωθεὶς Θεός, ὁ
Χριστός, θεωρεῖται μὴ πλήρης καὶ μοναδικὸς Θεός. Κατὰ λέξη: «ὁ Θεὸς πρέπει νὰ
παραμείνει ἐλεύθερος, ἐλεύθερος ἀκόμα καὶ
ἀπὸ τὴν δική του ἐμπλοκὴ στὴν ἱστορία.
Ἡ σάρκωση δὲν καθηλώνει τὸν Θεὸ στὴν ἱστορία». Στὴν ἴδια ὁμιλία ὁ Χριστὸς
τίθεται στὸ στόχαστρο μιᾶς δῆθεν ἐπιστημονικῆς ἀπομυθεύσεως. Ὑποστηρίζεται ὅτι
«ὅπως ἡ αὐθεντία τοῦ λόγου τῶν Γραφῶν, ἔτσι καὶ οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ, ὁ
χαρακτήρας ἢ ἡ συμπεριφορά του, ἀκόμη καὶ ἡ ἠθική του ποὺ δίδαξε, ἔχουν καταστεῖ
ἀντικείμενο σοβαρῆς ἀμφισβήτησης». Δὲν γνωρίζει λοιπὸν σήμερα ὁ ὁμιλητὴς «Ποιὸς»
εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν ἀποκαλύπτει σήμερα τὸν Χριστὸ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀλήθεια ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον. Τὰ πάντα ἀμφισβητοῦνται ἐν ὀνόματι μιᾶς εἰδωλοποιήσεως
τῆς ἐσχατολογίας, ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὸ παρελθόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Πρόκειται γιὰ μιὰ θρησκευτικὴ ἔκδοση τοῦ νεωτερικοῦ καὶ μετανεωτερικοῦ
πνεύματος, ὅπου το μελλοντικό, ὡς νεώτερο, θεωρεῖται πρόοδος, καὶ ὁ ὑποκειμενισμὸς μπορεῖ νὰ ἀπαιτεῖ τὸν ρόλο τῆς
νέας αὐθεντίας.
Εἶναι
βέβαια ἀντίθετο ὄχι μόνο πρὸς τὴν Θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ
τῶν ἄλλων Καππαδοκῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλης της Πατερικῆς Θεολογίας, ἡ ἄποψη τοῦ ἰδίου
συγγραφέως ὅτι ἡ τελικὴ Ἀλήθεια εἶναι ἡ
Μονάδα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναδύεται ὀντολογικὰ ἡ Τριάδα. Κατὰ τὸν αὐτὸν συγγραφέα, ἐρμηνεύοντας
πάλι τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Θεολόγο, «ὅταν ὁ Γρηγόριος… ἀναφέρεται στὸ πῶς ἡ Ἁγία
Τριάδα ἀναδύθηκε ὀντολογικὰ … ταυτίζει τὴν
Μονάδα μὲ τὸν Πατέρα», καὶ ὅταν ἀναφέρεται
στὸ πῶς ἡ Τριάδα ἀναδύεται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὴν Μονάδα, ταυτίζει τὴν Μονάδα μὲ τὸν
Πατέρα!
Ἐπισημαίνει
ὅμως ἀκριβέστατα ὁ μέγας Θεολόγος Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐκφράζοντας ὅλη τὴν
Ἐκκλησία : “οὐ γὰρ κατὰ παραγωγὴν ἐκ μονάδος Τριάς, ἀγένητος ὑπάρχουσα καὶ αὐτέκφαντος”.
«οὐ γὰρ ὑφέσει δυνάμεως διακέκριται τῆς μονάδος ἡ Τριάς, ἢ τῆς Τριάδος ἡ
μονάς». Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ κάποια «προτεραιότητα» ἢ «ὀντολογικὴ ἱεραρχία» μεταξὺ
Μονάδος – Τριάδος.
Ὁ
μετανεωτερικὸς θεολογικὸς ὑποκειμενισμὸς γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν λαὸ ἐμφανίζεται
ὡς Πατερικὴ θεολογία. Ἀποτολμᾶται, γιὰ
παράδειγμα, πέραν πάσης θεολογικῆς ἑρμηνείας, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικῆς
δεοντολογίας, ἡ διατύπωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ
μία, Θεός. Ἕνωσις δέ, ὁ Πατὴρ» νὰ
δημοσιεύεται (σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση) μὲ ἀποσιωπητικὰ στὴ λέξη «Θεὸς» καὶ νὰ
διαβάζεται ὡς ἑξῆς «Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ μία … Ἕνωσις δέ, ὁ Πατήρ», καὶ νὰ
συμπεραίνεται ὅτι ἡ τελικὴ ἀλήθεια εἶναι ὁ Πατὴρ ἢ ἡ Μονάς. (Ὁ συγγραφέας στοιχίζεται στὴν γραμμὴ τοῦ Rahner: “Karl Rahner has pertinently reminded us
that, in the Bible, God is the Father”).
Τὸ
σύγχρονο ἀντι-Τριαδικὸ νεοπλατωνίζον καὶ ἀπολλιναρίζον θεολογικὸ «μοντέλο», ποὺ
ἀπορρίπτει ὁ Ἅγ. Μάξιμος καὶ δι' αὐτοῦ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, θεωρεῖται ἐντούτοις
πολλαπλὰ χρήσιμο ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές του! Πρῶτον, διότι: «Μιὰ Τριαδικὴ
θεολογία ποὺ ταυτίζει τὸν ἕνα Θεὸ μὲ τὸν Πατέρα μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ περισσότερο πειστικὰ
στὸ πλαίσιο τοῦ διαλόγου μὲ μονοθεϊστικὲς
θρησκεῖες». Δεύτερον, διότι τὸ ἀντι-Τριαδικὸ
μοντέλο μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴν Ἐκκλησιολογία. Ὑποστηρίζεται: «Ἂν μέσα στὴν Ἁγία
Τριάδα, στὸ γνησιότερο Εἶναι ποὺ ὑπάρχει, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, ἂν ἐκεῖ μέσα
ὑπάρχει ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατὸν
ἡ ἐκκλησία ποῦ εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ μὴν ἀντανακλᾶ αὐτὴν τὴν κατάσταση;»
«Ἱεραρχία ἔχουμε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, διότι ἀκόμη μέσα στὸ σῶμα τῶν ἀποστόλων ἔχουμε
τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους»!
Σχετικὰ
μὲ τὴν σχέση «Πρώτου» καὶ Συνόδου, ἡ ἀνωτέρω ἄποψη θεωρεῖ ὅτι: «Ὁ πρῶτος
(primus) […] παρέχει στὴ σύνοδο τὴ θεολογική
της ὑπόσταση»! Δηλαδή, κατὰ τὴ νέα ἱεραρχικὴ ἐκκλησιολογία, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι,
πλὴν τοῦ Πρώτου, δὲν ἔχουν πλῆρες ἐπισκοπικὸ χάρισμα. Τὴν θεολογική της ὑπόσταση, ἀναπόσπαστο καὶ οὐσιῶδες
στοιχεῖο τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, τὴν λαμβάνει ἡ σύνοδος ἀπὸ τὸν Πρῶτο! (Θὰ
κάνω μιὰ μικρὴ παρέμβαση ἐδῶ, γιὰ νὰ σημειώσω ὅτι ἡ πυραμοειδὴς ἱεράρχηση στὴν ἐν
Κρήτη Σύνοδο σὲ «Πρώτους», ποὺ ψήφιζαν, σὲ ἐπισκόπους ποὺ παρευρίσκοντο - ἀλλὰ δὲν εἶχαν ψῆφο, καὶ σὲ ἐπισκόπους
ποὺ δὲν παρίσταντο, ὁμοιάζει ὡς σχῆμα στὴν ἱεραρχικὴ ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιολογίας
ποὺ προανέφερα, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ ἐλπίζω ὅτι ἦταν μία ἁπλὴ σύμπτωση).
Φοβοῦμαι
προσωπικὰ πὼς ἡ ἐπιχειρούμενη τοιουτοτρόπως
ὑπερύψωση τοῦ «πρωτείου» τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου δρᾶ ἀθέλητα ἐναντίον
του, καὶ ἴσως ροκανίζει καὶ αὐτὸ τὸ καλῶς νοούμενο «πρωτεῖο τιμῆς».
Στὶς
ἀνωτέρω καινοφανεῖς ἀπόψεις στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ μοναδικὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἐξ
ἀπείρου ἀγάπης σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀποκαλύψεως
τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν μονάδι Τριάδος παρακάμπονται. Βέβαια, ὅπως ἔχω πληροφορηθεῖ,
ἡ ἀντι-Τριαδικὴ αὐτὴ ἄποψη, ποὺ ξεχωρίζει τὸν Θεὸ-Πατέρα ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα (μὲ
πρακτικὸ στόχο τὴν προβολὴ αὐτοῦ τοῦ σχήματος στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεμελίωση
τοῦ «πρωτείου» ἐξουσίας), προτάθηκε σὲ Πανορθόδοξη Ἐπιτροπὴ πρὸ τῆς ἐν Κρήτη
Συνόδου, καὶ τελικῶς ἀποσύρθηκε.
Συμπεραίνοντας,
ἐκ τῶν ὀλίγων μαρτυριῶν ποὺ μπορέσαμε νὰ
ἀναφέρουμε στὴν παροῦσα εἰσήγηση, νομίζουμε ὅτι προκύπτουν ὁρισμένα
συμπεράσματα. (1) Οἱ εἰσηγητὲς τῆς μεταβολῆς τῶν δογμάτων τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ,
τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχουν καταθέσει οὐδόλως πειστικὴ ἐπιχειρηματολογία
περὶ τῆς νομιμότητας τέτοιων δογματικῶν μεταβολῶν. (2) Ἐν ὀνόματι τῆς λεγομένης
ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ὁρισμένες ἀπόψεις ποὺ ὑποστηρίζονται ἀπὸ ἐκπροσώπους τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν ἀστοχήσει πλήρως ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως, (3) Ὁ στόχος τῆς
ἑνότητας, ἐν ἀπουσία στέρεας Ὀρθοδόξου δογματικῆς συνειδήσεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς
διακρίσεως, ὄχι μόνο δὲν προσφέρει Ὀρθόδοξη μαρτυρία στοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ
παράγει μὴ Ὀρθόδοξη θεολογία ποὺ
σκοτίζει καὶ τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ καὶ εἶναι, δυνάμει, αἰτία σχισμάτων…
Δημιουργεῖται
ἕνα πολὺ συγκεκριμένο ἐρώτημα: Οἱ ἀλλοιώσεις τοῦ δόγματος, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν,
θεωροῦνται γενικῶς νόμιμες ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς προτεραιότητας τῆς
Χριστιανικῆς «ἑνότητας» ἔναντί τῆς Ἀληθείας; Ἐὰν ὄχι, ποιὲς κινήσεις ἔχουν
γίνει γιὰ τὴ διόρθωσή τους; Ἐάν, πάλι,
τέτοιες ἀλλαγὲς θεωροῦνται σήμερα νόμιμες ἢ δὲν ἀπορρίπτονται βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς
ἀνεκτικότητας, πιστεύω ὅτι θὰ ἀπορριφθοῦν ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία.
Ἡ
Ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ 21ου αἰώνα μπορεῖ νὰ ἔχει μέλλον, καὶ μάλιστα λαμπρό, ἐὰν
εἶναι, πρῶτον Χριστιανική, καὶ δεύτερον Ὀρθόδοξη! Ἡ Ἐκκλησία θὰ μπορεῖ νὰ
κινηθεῖ θεοπρεπῶς στὸν νέο αἰώνα ἐὰν ἐμβαθύνει
στὸ μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς της, στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ μυστήριο τῆς ὑπερουσίου
Τριάδος. Ἀπὸ κεῖ μπορεῖ νὰ πηγάζουν οἱ νέες ἐπίκαιρες φόρμες ἐκφράσεως τῆς ἀρρήτου
Ἀλήθειάς της καὶ ἀπαντήσεις στὰ καινοφανῆ ἐρωτήματα, τὶς προκλήσεις καὶ
προσκλήσεις τοῦ ἐπιστημονικοτεχνικοῦ φαινομένου, τῶν κοινωνικοπολιτικῶν ἀλλαγῶν,
τοῦ μηδενισμοῦ ποὺ διαπερνᾶ μεγάλο μέρος τῶν λεγομένων ἀνεπτυγμένων χωρῶν, τῶν
θρησκευτικοπολιτικῶν οὐτοπιῶν, καθὼς καὶ τῆς πνευματικῆς ἀναζητήσεως εὐαίσθητων
ἀνθρώπων ἀνὰ τὸν κόσμο.
Τελειώνω
μὲ μία φράση τοῦ γιοῦ μου, Χρίστου Ἀναγνωστόπουλου, ποὺ συνδέει τὸ κείμενο τῆς ὁμιλίας
μὲ τὸ ποίημα ποὺ σᾶς διάβασα στὴν ἀρχή της. Εἶναι μιὰ φράση, ποὺ ἐπίσης βρήκαμε
σ’ ἕνα ἡμερολόγιο λίγο μετὰ τὴν κοίμησή του:
«Ἕνας
Θεὸς ποὺ δὲν εἶναι Τριάδα Προσώπων
εἶναι
στ' ἀλήθεια φρικτός»!
*8o
Διεθνὲς Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στὸν 21ο αἰώνα, Θεολογικὴ
Σχολὴ Α.Π.Θ., 21-25 Μαΐου 2018. Ἡ εἰσήγηση περιέχει στοιχεῖα ἀπὸ ὑπὸ ἔκδοση
βιβλίο μὲ τίτλο «Ἁγία Τριάς, ὁ Θεὸς ἡμῶν», ὅπου καὶ παρουσιάζονται πλούσιες
βιβλιογραφικὲς ἀναφορές.
*καθηγητὴς
στὸν Τομέα Τηλεπικοινωνιῶν καὶ Διαστημικῆς (Ἐργαστήριο Ἠλεκτρομαγνητικῆς
Θεωρίας) τοῦ Πολυτεχνείου Ξάνθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου