Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου
«Ὁ Ἰησοῦς τῆς μυθοπλασίας καὶ ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας»
Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ (2018) 3-11
1.
Εἰσαγωγὴ
Τὰ τελευταῖα
χρόνια ἡ κυκλοφορία πολλῶν βιβλίων, ἀλλὰ καὶ ἡ προβολὴ ταινιῶν σχετικῶν μὲ τὸ
πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀλλοιώσει στὶς συνειδήσεις πολλῶν συνανθρώπων
μας τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα Του. Παλαιότερα μεγάλης προβολῆς ἔτυχαν τὸ βιβλίο τοῦ
Νίκου Καζαντζάκη Τελευταῖος πειρασμὸς
καὶ ἡ βασισθεῖσα σὲ αὐτὸ κινηματογραφικὴ ταινία τοῦ Μάρτιν Σκορτζέζε. Νεώτερο
παράδειγμα ὑπῆρξε τὸ μπὲστ σέλλερ βιβλίο Κώδικας
Ντὰ Βίντσι, τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ αὐτὸ κινηματογραφικὴ ταινία. Ἐξ ἀφορμῆς
αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἐξεδόθησαν καὶ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι
ἀπεκάλυπταν μυστικὰ τῆς προσωπικότητος αὐτῆς, κεκρυμμένα γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Τὸ
2007 ἐκυκλοφορήθη ἄλλο μυθιστόρημα ὑπὸ τὸν τίτλο Τὸ μυστικὸ τοῦ 13ου ἀπόστολου, ὅπου ἐκεῖ ἀναζητοῦνται
«τὰ ἴχνη μιᾶς ἐπιστολῆς καὶ ἑνὸς μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουν χαθεῖ στὸ πέρασμα
τῶν αἰώνων»[1].
Τέτοια μυθιστορήματα, βεβαίως, ἀντιπαρέρχονται τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ: «ἐγὼ
παρρησία λελάληκα τῷ κόσμῳ, ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ,
ὅπου πάντες οἱ Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν»[2].
Τὸ ἐρώτημα τοῦ
ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς Ἰησοῦς δὲν εἶναι νέο· ὑπάρχει ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς
ἐπιγείου παρουσίας καὶ δράσεως τοῦ Κυρίου μας. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο
κάποτε ὁ Ἰησοῦς ἐρώτησε τοὺς μαθητές Του «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ
Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν»[3].
Ἀκόμη καὶ τότε ὑπῆρχε διαφωνία γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν.
2.
Πορτραῖτα καὶ παρερμηνεῖες περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ
α. Ἡ ἀλλοίωσις
τῆς αὐθεντικῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐσυνεχίσθη καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του.
Οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐδημιούργησαν δικιά τους ἡ κάθε μία εἰκόνα
γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ σπουδαιότερες αἱρέσεις, σχετικὲς μὲ τὸ
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἦταν οἱ ἀκόλουθες:
Γνωστικισμός. Ἡ αἵρεσις αὐτὴ
δημιουργεῖται ἤδη στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων καὶ ἀναφέρεται σὲ ἀποστολικὰ κείμενα
τῆς Κ. Διαθήκης ὡς «ψευδώνυμος γνῶσις»[4].
Ὑποστήριζε ὅτι κατέχει μία ἀπόκρυφο γνῶσι, στὴν ὁποία μποροῦν νὰ μυηθοῦν καὶ νὰ
μετάσχουν μόνον οἱ ἐκλεκτοὶ καὶ ὄχι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Θεωροῦσε τὴν διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἁπλοϊκὴ καὶ ἀτελῆ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν συμπλήρωνε μὲ γνωστικὰ
κείμενα ἀγνώστου προελεύσεως. Ὁ Γνωστικισμὸς εἶχε πολλὲς παραφυάδες καὶ
ἐταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες. Σύμφωνα μὲ τὶς
ποικίλες καὶ συγκρουόμενες θεωρίες του ὁ Ἰησοῦς ἄλλοτε ἦταν ὁ ἀγαθὸς Θεὸς τῆς
Κ. Διαθήκης σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν κακὸ Θεὸ - Δημιουργὸ τῆς Π. Διαθήκης, ἄλλοτε
ἦταν ἀπορροὴ κάποιου «αἰῶνος», ποτέ, ὅμως, ὅπως τὸν ἔβλεπε, τὸν ἐδίδασκε καὶ
τὸν ἐλάτρευε ἡ Ἐκκλησία Του.
Δοκητισμός. Καὶ αὐτὴ ἡ αἵρεσις
ἀναφέρεται σὲ κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης. Κατὰ τὴν θεωρία αὐτὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
«κατὰ δόκησιν» (δηλ. κατὰ φαντασίαν) ὑπῆρξε ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἔγινε πραγματικὸς
ἄνθρωπος, δὲν ὑπῆρξε ἐνσάρκωσις καὶ ἀληθὴς ἐνανθρώπησίς Του. Ὁ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης, καταπολεμῶν αὐτὴ τὴν αἵρεσι, σημείωνε: «πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν
Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστιν, καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν
Ἰησοῦν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστιν»[5].
Ἀρειανισμός. Ἡ αἵρεσις αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη
συστηματικὴ προσπάθεια νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ κατανοηθῆ ἡ χριστιανικὴ πίστις μὲ
βάσι τὸν φιλοσοφικὸ λόγο, ἐρήμην τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Γιὰ νὰ διαφυλάξη
τὴν μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἄρειος ἐθυσίασε τὴν τριαδικότητά Του. Ὁ Χριστός,
κατὰ συνέπεια, γι’ αὐτόν, ἦταν τὸ πρῶτο καὶ ἀνώτερο δημιούργημα (κτίσμα) τοῦ
Θεοῦ Πατρός. Τὴν κακοδοξία αὐτὴ ἐπολέμησε καὶ κατεδίκασε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος, στὴν Νίκαια τῆς Βιθηνίας τὸ 325 μ.Χ. Κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁ
Κύριός μας εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθεὶς οὐ
ποιηθεὶς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων».
Νεστοριανισμός. Τὴν ἑπομένη μεγάλη
αἵρεσι στὸν χῶρο τῆς Χριστολογίας τὴν εἰσηγεῖται ὁ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος. Κατὰ τὴν θεωρία του ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ἁπλὸς
ἄνθρωπος, στὸν ὁποῖο εἰσῆλθε τὸ πνεῦμα καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κατέστησε
ὄργανό του. Ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἐγέννησε κανονικὸ ἄνθρωπο, πρέπει νὰ
ὀνομάζεται Ἀνθρωποτόκος ἢ Χριστοτόκος. Τὶς κακοδοξίες αὐτὲς κατεδίκασε ἡ Γ’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία διετύπωσε στὴν ἀπόφασί της τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία
γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου μας (θεία καὶ ἀνθρωπίνη), οἱ ὁποῖες ἑνώθησαν στὸ
ἕνα καὶ μοναδικὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀρθῶς ἀποκαλοῦμε τὴν
Παναγία Θεοτόκο, ἀφοῦ ἐγέννησε Θεάνθρωπο καὶ ὄχι ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωσις τῶν δύο
φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἔγινε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως».
Μονοφυσιτισμός. Γιὰ νὰ καταπολεμήση τὴν
αἵρεσι τοῦ Νεστορίου ἕνας ἄλλος θεολόγος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχής, ἐδημιούργησε
μία ἄλλη αἵρεσι, τὸν Μονοφυσιτισμό. Κατὰ τὴν κακοδοξία αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς εἶχε μόνο
μία φύσι, τὴν θεία, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του ἀπερροφήθη καὶ ἐξηφανίσθη ἀπὸ τὴν
θεία, ὅπως μία σταγόνα ἐξαφανίζεται στὸν ὠκεανό. Ἡ αἵρεσις αὐτὴ ἀπησχόλησε τὴν
Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου διετυπώθη ἡ ὀρθόδοξος ἄποψις ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ
Κυρίου μας ἡνώθησαν μεταξύ τους στὸ ἕνα Πρόσωπό Του «ἀσυγχύτως καὶ ἀτρέπτως,
ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεώς Του, «ἐκ Πνεύματος
Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», οἱ δύο φύσεις τοῦ Κυρίου οὔτε μετατρέπονται ἡ
θεία σὲ ἀνθρωπίνη καὶ τὸ ἀντίστροφο, ἀλλὰ οὔτε καὶ ξεχωρίζουν, δὲν ὑπάρχουν
πλέον ξεχωριστά· ὁ Κύριος ἐνεργεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς Θεάνθρωπος, ἀκόμη καὶ
στὸν Σταυρὸ καὶ στὸν θάνατο.
Μονοθελητισμὸς καὶ Μονοενεργητισμός. Οἱ
αἱρέσεις αὐτὲς εἶναι ἀκόμη πιὸ λεπτὲς ἀποχρώσεις τῆς κακοδοξίας τοῦ
Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνήθηκαν τὴν ἀνθρωπίνη θέλησι ἢ τὴν ἀνθρωπίνη ἐνέργεια στὸ
πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ε’ καὶ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο
διετύπωσε τὴν ὀρθὴ πίστι γιὰ δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Θεανθρώπου,
ἔστω καὶ ἂν ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις ὑπετάσσετο ἑκουσίως στὴν θεία θέλησι τοῦ Θεοῦ
Λόγου, μὲ τὴν διάκρισι γνωμικοῦ καὶ φυσικοῦ θελήματος.
β. Νεώτερα θεολογικὰ πορτραῖτα. Στὰ νεώτερα
χρόνια, μετὰ τὴν Ἀναγέννησι, νέες φιλοσοφικὲς θεωρίες ἐπηρεάζουν τοὺς θεολόγους
τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους θέλησαν νὰ ἀνακαλύψουν τὸν πραγματικὸ
Ἰησοῦ τῆς Ἱστορίας, διακρίνοντάς τον ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐδίδασκε ἡ
Ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ ἡ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη. Ἔτσι πολλὰ θεολογικὰ πορτραῖτα
ἐφιλοτεχνήθησαν κατὰ διαστήματα. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρομε τρία: τοῦ Ραϊμάρους, τοῦ
Στράους, καὶ τοῦ Ρενάν.
Κατὰ τὴν ἄποψι
τοῦ Ραϊμάρους ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρξε ἕνας δάσκαλος τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος
μετεβλήθη σὲ κοινωνικὸ ἐπαναστάτη καὶ ὡς τέτοιος θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους.
Φυσικὰ οὔτε λόγος νὰ γίνεται γιὰ τὴν θεία φύσι τοῦ Ἰησοῦ. Τὰ θαύματά του
ἀπορρίπτονται ἢ ἑρμηνεύονται ὀρθολογικῶς.
Κατὰ τὴν ἄποψι
τοῦ Στράους ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνας μῦθος, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο.
Ἐκφράζει ἁπλῶς τὶς αἰώνιες ἐλπίδες καὶ ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἀγάπη,
εἰρήνη, ὁμόνοια, κοινοκτημοσύνη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὰ εἶναι τὰ μόνα
πραγματικὰ δεδομένα καὶ ἐδημιουργήθη ἕνα μυθικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο θὰ τὰ
ἐνσάρκωνε καὶ θὰ τὰ ἐδίδασκε στοὺς ἀνθρώπους. Τὴν ἄποψι αὐτὴ δέχονται, μέχρι
σήμερα, πολλοὶ ἄνθρωποι, τὴν ἀναφέρει μάλιστα καὶ ἡ Μεγάλη Σοβιετικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, στὸ λῆμμα «Ἰησοῦς».
Ὁ βίος τοῦ
Ἰησοῦ τοῦ Ρενὰν περιγράφεται-κρίνεται ἀπὸ τὸν Σβάϊτσερ ὡς ἑξῆς: «Μόλις ὑπάρχει
ἕνα ἔργο, ποὺ νὰ εἶναι τόσο γεμάτο ἀπὸ ἀκαλαισθησίες – καὶ τοῦ πιὸ φρικτοῦ
εἴδους -, ὅσο ἡ ‘Ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ’ τοῦ Renan. Εἶναι ‘χριστιανικὴ τέχνη’ μὲ τὴν πιὸ ἄσχημη ἔννοια τῆς
λέξεως, τέχνη κέρινων μορφῶν. Τὸν πράο Ἰησοῦ, τὶς ὡραῖες Μαρίες καὶ τὶς
τρυφερὲς Γαλιλαῖες, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ συνοδεία τοῦ ‘γοητευτικοῦ μαραγκοῦ’, ὅλα
τὰ ἔκλεψε ἀπὸ τὶς βιτρίνες τῶν χριστιανικῶν καταστημάτων τέχνης τῆς Place St. Sulpice. Ὡστόσο εἶναι ἕνα θαύμα.
Πληγώνει καὶ τραβάει πάλι. Μ’ αὐτὸ δὲν θὰ τελειώσει κανεὶς ποτὲ ἐντελῶς καὶ
δύσκολα θὰ ξεπεραστεῖ ποτέ, γιατὶ ἡ φύση εἶναι φειδωλὴ σ’ ἀνθρώπους, ποὺ
μποροῦν νὰ γράψουν ἔτσι, καὶ μόνο σπάνια μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἕνα βιβλίο ἔτσι σὰν
παιδὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ὅπως τὸ ἔργο ποὺ ἐσχεδίαζε ὁ Renan ἐκεῖ στοὺς λόφους τῆς Γαλιλαίας»[6].
Καὶ ἐπισημαίνει ὅτι «ἀσήμαντες σκηνὲς περιγράφονται ἀπὸ τὸ Renan διεξοδικά, σπουδαῖες συχνὰ μόλις
ἀναφέρονται ἀκροθιγῶς»[7].
Στὴν συνέχεια
φέρει παραδείγματα, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὴν διαστροφὴ τῆς ἀληθείας περὶ τὴν
ζωὴ τοῦ Κυρίου, ὅπως τὴν κατέγραψαν οἱ εὐαγγελιστές. «Δὲν ἀρκεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς
καβαλίκεψε μιὰ φορὰ ἕνα γαϊδούρι, ὅπου οἱ μαθητὲς σὲ παραλήρημα χαρᾶς ἅπλωσαν
τὰ ροῦχα τους πάνω στὸ δρόμο: σύμφωνα μὲ τὸ Renan ἤδη στὴ Γαλιλαία καβαλίκευε πάντα ἕνα μουλάρι, ‘αὐτὸ τὸ
τόσο πράο καὶ σίγουρο στὴν Ἀνατολὴ ὑποζύγιο, ποὺ τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια,
σκιασμένα μὲ μακριὲς βλεφαρίδες, ἔχουν πολλὴ ἡμερότητα’»[8].
Ὁ νεαρὸς ραββῖνος συγκεντρώνει γύρω του μία ὁμάδα ἀφοσιωμένων ὀπαδῶν. «Μιὰ
ὁμάδα ἀπὸ ἄντρες καὶ γυναῖκες, δονημένοι ὅλοι ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα νεανικῆς
ἁγνότητας καὶ ἀφελοῦς ἀθωότητας, τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ ἔλεγαν: ‘Σὺ εἶσαι ὁ
Μεσσίας’. Ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἀγαπιόταν περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό
του· ἀλλὰ ἀπὸ ‘πάθος’ γιὰ τὴ δόξα τοῦ πατέρα τραβοῦσε κοντά του τὰ ὡραῖα αὐτὰ
δημιουργήματα (belles creatures)
καὶ ὑπόφερε, ὅτι ὑπηρετοῦσαν αὐτὸν καὶ τὸ Θεό. Τρεῖς ἢ τέσσερις ἀφοσιωμένες
Γαλιλαῖες τὸν συνόδευαν πάντα καὶ φιλονικοῦσαν γιὰ τὴν εὐχαρίστηση νὰ τὸν
ἀκοῦνε καὶ νὰ τὸν περιποιοῦνται. Μερικὲς ἀπ’ αὐτὲς ἦταν πλούσιες καὶ μὲ τὴν
περιουσία τους τοῦ ἔδιναν τὴ δυνατότητα νὰ ζεῖ χωρὶς νὰ ἀσκεῖ τὴν τέχνη του. Ἡ
πιὸ ἀφοσιωμένη του ἦταν ἡ Μαγδαληνή, ποὺ ὁ ταραγμένος ὀργανισμός της
θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν ἁγνὴ καὶ γλυκιὰ ὡραιότητα (par la beauté pure et douce) τοῦ νεαροῦ ραββί»[9].
Κατὰ τὸν Ρενὰν ὁ Ἰησοῦς ἠναγκάσθη νὰ κάνη «θαύματα», ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ
περίστασις: «Πρέπει νὰ διαλέξει: ἢ νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποστολή του ἢ νὰ
γίνει θαυματουργός. Ἔτσι προσφέρθηκε νὰ παίξει ἐνεργὸ ρόλο σὲ μερικὰ θαύματα.
Γεμάτοι κατανόηση φίλοι τὸν βοηθοῦσαν γι’ αὐτό. Στὴ Βηθανία συνέβηκε κάτι, ποὺ
θεωρήθηκε σὰν ἀνάσταση. Ἴσως αὐτὸ τὸ θαῦμα σκηνοθετήθηκε ἀπὸ τὸ Λάζαρο. Βαριὰ
ἄρρωστος ἄφησε νὰ τὸν περιτυλίξουν σὰν νεκρό. Οἱ ἀδελφὲς κάλεσαν τὸν Ἰησοῦ καὶ
τὸν ἔφεραν στὸν τάφο, ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Ἤθελε νὰ δεῖ τὸ φίλο του ἀκόμα μιὰ
φορὰ καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς βαθιὰ ταραγμένος τὸν φώναξε, ἐκεῖνος βγῆκε ἔξω. Γιατὶ
ἔπρεπε νὰ δειλιάσουν οἱ ἀδελφὲς νὰ κάμουν ἕνα θαῦμα γιὰ τὸν Κύριο, ποὺ στὰ
θαύματά του πίστευαν πράγματι»[10].
Ὁ Σβάϊτσερ
ἐπισημαίνει τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἔργου τοῦ Ρενάν. «Ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὴν ἠθικὴ αὐτὴ
συνείδηση, ἔκανε πὼς δὲν ἔβλεπε μὲ ὀξυδέρκεια, ὅπου ἔπρεπε. Μιὰ μεγάλη
ἀναλήθεια τραβάει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου ὣς τὸ τέλος. Ὁ Renan θέλει νὰ περιγράψει τὸ Χριστὸ τοῦ
τέταρτου εὐαγγελίου καὶ δὲν πιστεύει στὴν αὐθεντία καὶ στὰ θαύματα τοῦ ἴδιου.
Θέλει νὰ γράψει ἕνα ἐπιστημονικὸ ἔργο καὶ σκέφτεται τὸ μεγάλο κοινό, στὸ ὁποῖο
πρέπει νὰ ἐπιδράσει. Ἔτσι συγκόλλησε δυὸ βιβλία τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο. Ὁ
ἱστορικὸς δύσκολα τοῦ συγχωρεῖ, ὅτι δὲν ἐρεύνησε βαθύτερα τὸ πρόβλημα τῆς
ἐξελίξεως τοῦ Ἰησοῦ, στὸ ὁποῖο ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἰσχυρό του τονισμὸ τῆς
ἐσχατολογίας καὶ στὴ θέση τῆς λύσεως ἔδωσε μυθιστορηματικὲς κενολογίες»[11].
«Καὶ οἱ ἀδυναμίες του; Ὅτι γράφηκε ἀπὸ ἕναν, στὸν ὁποῖο ἡ Καινὴ Διαθήκη ἦταν
τελικὰ κάτι ξένο, ποὺ δὲν τὴν εἶχε διαβάσει ἀπὸ τὰ νιάτα του στὴ μητρικὴ
γλώσσα, δὲν ζοῦσε καὶ ἀνάπνεε σ’ ἐκεῖνο τὸν ἁπλὸ καθαρὸ κόσμο, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ
τὸν ἀρωματίσει μὲ αἰσθηματικότητα γιὰ νὰ αἰσθάνεται καλὰ μέσα σ’ αὐτόν»[12].
Παρ’ ὅλα αὐτὰ «ὁ κόσμος ὅμως ἦταν συγκινημένος καὶ πίστευε, ὅτι ἔβλεπε τὸν
Ἰησοῦ, γιατὶ μαζὶ μὲ τὸ Renan
ἔβλεπε γαλανὸ οὐρανό, θάλασσα σπαρτῶν ποὺ κυμάτιζε, μακρινὰ βουνὰ καὶ φωτεινὰ
κρίνα γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη Γεννησαρὲτ καὶ ἄκουγε μαζί του στὴν καλαμιὰ ποὺ θρόϊζε
τὴν αἰώνια μελωδία τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας»[13].
Καὶ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται, δυστυχῶς, μὲ τὰ ποικίλα πορτραῖτα, τὰ ὁποῖα κατὰ
καιροὺς κατασκεύαζαν φιλόσοφοι, θεολόγοι, καλλιτέχνες.
Γιὰ ἕνα
διάστημα τὴν δυτικὴ θεολογία ἐβασάνιζε τὸ πρόβλημα τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ»,
δηλαδὴ ποιὸς πραγματικῶς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὄχι πῶς τὸν εἶδε ἡ πρώτη Ἐκκλησία.
Τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα θεολογικὰ πορτραῖτα δὲν ἔδωσαν λύσι στὸ πρόβλημα. Ὁ
Ἀλβέρτος Σβάϊτσερ (θεολόγος, ἱεραπόστολος καὶ ἰατρὸς) συνέγραψε στὶς ἀρχὲς τοῦ
20ου αἰῶνος μία ἐργασία, στὴν ὁποία ἔκρινε αὐτὰ τὰ θεολογικὰ
πορτραῖτα καὶ ἀπεδείκνυε τὴν σαθρότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Στὸ τέλος,
κατέληγε στὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα:
«Τὸ λάθος ἦταν
ὅτι πίστεψαν πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κάτι περισσότερο γιὰ τὴν ἐποχή
μας, ἂν ἔμπαινε σ’ αὐτὴ ζωντανά, σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι μας. Ὅμως αὐτὸ δὲν
εἶναι δυνατό. Ἀπὸ τὴ μιὰ γιατὶ ἕνας τέτοιος Ἰησοῦς δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Κι ἀπὸ τὴν
ἄλλη γιατὶ ἡ ἱστορικὴ γνώση μπορεῖ βέβαια νὰ ἐπιφέρει μιὰ κάθαρση σὲ μιὰ ἤδη
ὑπάρχουσα πνευματικὴ ζωή, δὲν μπορεῖ ὅμως ποτὲ νὰ γεννήσει τὴ ζωὴ αὐτή. Μπορεῖ
νὰ συμφιλιώσει τὸ παρὸν μὲ τὸ παρελθόν, νὰ κάνει τὸ παρὸν νὰ εἰσδύσει μέχρι ἕνα
ὁρισμένο βαθμὸ στὸ παρελθόν· δὲν τῆς ἔχει δοθεῖ ὅμως ἡ δυνατότητα νὰ φτιάξει τὸ
παρόν»[14].
«Διατρέξαμε
τὸν κίνδυνο νὰ θέσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν εὐαγγελίων
καὶ νὰ ἐμποδίσουμε τὸν καθένα νά ‘ρθει μόνος του σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ λόγια τοῦ
Ἰησοῦ. Διατρέξαμε ἀκόμα τὸν κίνδυνο νὰ προσφέρουμε ἕναν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν πολὺ
μικρός, γιατὶ τὸν εἴχαμε προσαρμόσει μὲ τὴ βία στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ τὴν
ἀνθρώπινη ψυχολογία ... Πολλὰ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα λόγια του βρίσκονται
παραπεταμένα στὴ γωνία σὰν κελύφη βομβῶν ποὺ τοὺς ἔχει ἀφαιρεθεῖ τὸ ἐκρηκτικὸ
ὑλικό. Κάναμε τὸν Ἰησοῦ νὰ μιλήσει μὲ τὴν ἐποχή μας μιὰ διαφορετικὴ γλώσσα ἀπὸ ἐκείνη
ποὺ πράγματι ὁ ἴδιος μίλησε»[15].
«Τελικά, ἡ
σχέση μας μὲ τὸν Ἰησοῦ εἶναι μυστικῆς ὑφῆς. Καμιὰ προσωπικότητα τοῦ παρελθόντος
δὲν μπορεῖ νὰ ζωντανέψει στὸ παρὸν μὲ ἱστορικὲς θεωρήσεις ἢ ἀναφορὲς στὴν
κυριαρχική της σημασία. Μόνο τότε ἀποκτοῦμε σχέση μαζί της, ὅταν στὴ γνώση μιᾶς
κοινῆς θελήσεως μ’ αὐτήν, ζοῦμε μιὰ κάθαρση, ἕναν ἐμπλουτισμὸ καὶ μιὰ
ἀναζωογόνηση τῆς θελήσεώς μας ἀπὸ τὴ δική της καὶ ξαναβρίσκουμε μέσα της τοὺς
ἴδιους μας τοὺς ἑαυτούς. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, κάθε βαθειὰ σχέση γενικά, μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων, εἶναι μυστικῆς ὑφῆς»[16].
«Ἔρχεται σ’
ἐμᾶς σὰν ἕνας ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος, ὅπως σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀκτὴ
τῆς θάλασσας, ποὺ δὲν ἤξεραν ποιὸς εἶναι. Λέει ξανὰ τὰ ἴδια λόγια: ‘Σύ,
ἀκολούθει μοι!΄ καὶ μᾶς θέτει μπροστὰ στὸ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ ἐπιτελέσει στὴν
ἐποχή μας. Κυριαρχεῖ. Καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑπακούουν, σοφοὺς καὶ ἀσόφους, θὰ
ἀποκαλυφθεῖ σ’ ὅλα ὅσα μποροῦν νὰ ζήσουν μαζί του, στὴν εἰρήνη καὶ τὴ δράση,
στοὺς ἀγῶνες καὶ στὸ πάθος. Καὶ σὰν ἕνα ἀνείπωτο μυστικό, θὰ γνωρίσουν ποιὸς εἶναι»[17].
Τὴν ἴδια ἐποχὴ
ἔχομε καὶ πληθώρα πορτραίτων ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας, τῆς ψυχολογίας, τῆς
λογοτεχνίας. Ἀναφέρομε ἐπὶ παραδείγματι τὸν πατροκτόνο υἱὸ τῶν Ψυχαναλυτῶν, τὸ
νεστοριανικῆς προελεύσεως πορτραῖτο τοῦ Νίκου Καζαντζάκη[18],
τὸ μιούζικαλ «Ἰησοῦς Χριστὸς Σοῦπερ Στάρ», τὴν κινηματογραφικὴ ταινία
«Τελευταῖος πειρασμός», καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα διεμόρφωσαν τὴν εἰκόνα περὶ
τοῦ Ἰησοῦ στὴν πλειοψηφία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι αὐτὰ
τὰ μυθιστορήματα καὶ ἔργα τέχνης ἀποδίδουν πιστότερα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια τῆς
Ἐκκλησίας τὴν εἰκόνα τοῦ αὐθεντικοῦ Ἰησοῦ.
3. Ἡ
ἱστορικότης τοῦ Ἰησοῦ
Ἡ ἱστορικότης
τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἀδιαμφισβήτητος ἀπὸ κάθε καλοπροαίρετο ἐρευνητὴ
καὶ βασίζεται ἀφ’ ἑνὸς στὴν ἀξιοπιστία καὶ στὴν ἀκρίβεια τῶν Εὐαγγελίων τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου σὲ ὀλίγες μέν, ἀλλὰ ἀξιόλογες, ἐξωχριστιανικὲς
μαρτυρίες.
α. Τὰ
εὐαγγέλια καὶ τὰ ὑπόλοιπα κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι ἀξιόπιστα κείμενα γιὰ
τὴν ἱστορικὴ προσέγγισι τοῦ Θεανθρώπου. Βεβαίως, δὲν εἶναι ἱστορικὲς βιογραφίες
τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲν ἀναφέρουν πολλὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ θέλαμε ἐξ ἀνθρωπίνης
περιεργείας νὰ γνωρίζωμε γι’ Αὐτόν. Ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν ἀποκρύπτουν τίποτα
ἀπὸ τὰ οὐσιώδη καὶ κυρίως δὲν ἀλλοιώνουν - ἐξωραΐζουν τὴν εἰκόνα Του. Στὰ
εὐαγγέλια ἀναγράφονται σὲ ἀρκετὰ σημεῖα πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐπαινετικὰ
γιὰ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν στᾶσι τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι
ὅτι φιλονικοῦσαν γιὰ τὸ ποιὸς θὰ εἶναι δεξιὰ καὶ ἀριστερά του, θεωροῦσαν ὅτι ἡ
δόξα του θὰ ἦταν ἐπίγειος βασιλεία ἐπὶ τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἀρνήθηκαν ἀπὸ φόβο στὴν
δοκιμασία τοῦ πάθους Του καὶ τὸν ἄφησαν μόνο Του καὶ τόσα ἄλλα. Μάλιστα στὸ
εὐαγγέλιο ὑπάρχουν καὶ ἐπιτιμήσεις τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι
εἴτε δὲν τὸν καταλάβαιναν εἴτε δὲν ἄντεχαν τὴν διδασκαλία Του. «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς
ἀσύνετοί ἐστε;»[19],
«μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[20].
Ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύουν ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν εἶναι κατασκευάσματα κάποιων
μυθομανῶν, ἀλλὰ αὐθεντικὲς μαρτυρίες τῶν «αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων».
Τὸ κυριώτερο,
ὅμως, ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τῶν εὐαγγελίων εἶναι ὅτι σχεδὸν ὅλοι οἱ
συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης ἐπεσφράγισαν τὴν γραπτὴ μαρτυρία τους περὶ τοῦ Ἰησοῦ
μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς τους. Καὶ ὅλοι γνωρίζομε ὅτι οὐδεὶς θυσιάζεται γιὰ κάτι,
τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀλήθεια καὶ
στὴν πραγματικότητα· οὐδεὶς θυσιάζεται γιὰ ἕνα κατασκευασμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο
μύθευμα.
β. Οἱ
ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐπαρκεῖς. Μὴ
λησμονοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔζησε καὶ ἔδρασε ὡς ἕνας ἄσημος ραββῖνος στὴν Ἰουδαία.
Δὲν ἦταν, λοιπόν, δυνατὸν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτὸν καὶ μὲ τὸ κίνημά του πολλοὶ
ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς. Σημειώνομε κατωτέρω τὶς σημαντικώτερες ἐξωχριστιανικὲς
μαρτυρίες[21]:
Μαρτυρία Θαλλοῦ: «Τοῦτο τὸ σκότος ἔκλειψιν
ἡλίου Θαλλὸς ἀποκαλεῖ ἐν τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ ἀλόγως»[22].
Μαρτυρία Μαρὰ
βὰρ Σαραπίωνος: «Ποίαν ὠφέλειαν ἀπεκόμισαν τάχα οἱ Ἀθηναῖοι φονεύσαντες τὸν
Σωκράτην, παρὰ μόνον τὴν ἀνταπόδοσιν μὲ λιμὸν καὶ λοιμόν; Ἢ οἱ Σάμιοι
ἐξορίσαντες τὸν Πυθαγόραν, παρὰ τὸ ὅτι ἡ χώρα των ἐκαλύφθη ἀπὸ τὴν ἄμμον; Ἢ οἱ
Ἰουδαῖοι ἐκ τῆς καταδίκης τοῦ σοφοῦ των Βασιλέως, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀπὸ τότε
τοὺς ἀφῃρέθη τὸ βασίλειον; Διότι δικαίως ἐξεδικήθη ὁ Θεὸς διὰ τοὺς τρεῖς
ἐκείνους σοφούς ... οἱ δ’ Ἰουδαῖοι καταστραφέντες καὶ ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν
διωχθέντες ζῶσιν ἐν τῇ διασπορᾷ ... ὁ σοφὸς βασιλεὺς δὲν ἀπέθανε χάρις εἰς τοὺς
νέους νόμους ποὺ ἔδωσε»[23].
Μαρτυρία
Τακίτου: «Ὁ Νέρων ὑπέβαλεν εἰς ἰδιαιτέρας τιμωρίας ἐκείνους τοὺς ὁποίους ... ὁ
λαὸς ὠνόμαζε Χριστιανούς. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖον προῆλθε τὸ ὄνομα εἶναι ὁ
Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐθανατώθη ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Τιβερίου, ὅταν διοικητὴς τῆς
ἐπαρχίας (τῆς Ἰουδαίας) ἦτο ὁ Πόντιος Πιλᾶτος. Ἡ πρὸς καιρὸν κατασταλεῖσα
ὀλεθρία δεισιδαιμονία ἀνεφάνη πάλιν ὄχι μόνον εἰς τὴν Ἰουδαίαν, τὴν ἑστίαν
αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου ἀπὸ παντοῦ μαζεύονται καὶ
ἀκούονται ὅλα τὰ κακὰ καὶ αἰσχρά»[24].
Μαρτυρία
Σουετωνίου: «ὑπέστησαν τιμωρίας οἱ Χριστιανοί, ἄνθρωποι νέας καὶ κακοποιοῦ
δεισιδαιμονίας»[25].
«Τοὺς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι τῇ ὑποκινήσει τοῦ Χρήστου (Chresto) ἐδημιούργουν θόρυβον εἰς τὴν
Ρώμην, τοὺς ἐξώρισεν»[26].
Μαρτυρία
Πλινίου: «ἡ μόνη ἐνοχὴ ἢ πλάνη τῶν Χριστιανῶν ἦτο αὐτή: συνήθιζον νὰ
συνέρχωνται εἰς τακτὴν ἡμέραν πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ νὰ ἀναπέμπουν
ὕμνον εἰς τὸν Χριστὸν ὡς εἰς Θεόν»[27].
Μαρτυρία
Ἰωσήπου: «Ὁ Ἄνανος (ἀρχιερεύς) ... καθίζει συνέδριον κριτῶν καὶ παραγαγὼν εἰς
αὐτὸ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ (Ἰάκωβος ὄνομα αὐτῷ) καί τινας
ἑτέρους, ὡς παρανομησάντων κατηγορίαν ποιησάμενος παρέδωκε λευσθησομένους»[28].
«Γίγνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς, σοφὸς ἀνήρ, εἴ γε ἄνδρα αὐτὸν
λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ
τἀληθῆ δεχομένων. καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ
ἐπηγάγετο. ὁ Χριστὸς οὗτος ἦν. καὶ αὐτόν, ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν τῶν παρ’
ἡμῖν, σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου, οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον αὐτὸν
ἀγαπήσαντες· ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν
ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία θαυμάσια περὶ αὐτοῦ εἰρηκότων· εἰσέτι τε νῦν τῶν
χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένων οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον»[29].
4. Ἡ
ὀρθόδοξος πίστις περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Συνοπτικῶς ἡ
Ἐκκλησία μας διδάσκει τὰ ἑξῆς περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ εἶναι
ἡ αὐθεντινὴ εἰκών, τὴν ὁποία εἶδαν καὶ ἔζησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ
ὁμότροποι αὐτῶν ἅγιοι Πατέρες.
α. Ὁ Κύριός
μας εἶναι Θεάνθρωπος. Στὸ προαιώνιο Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἡνώθη
«ὅτε ἦλθεν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»[30]
ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Κυρίου, ἡ πλήρης καὶ τελεία ἀνθρωπίνη φύσις (σῶμα καὶ
ψυχὴ) χωρὶς τὸ ἐπείσακτο τῆς ἁμαρτίας κηλίδωμα. Ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων, ἡ
ἐνανθρώπησις δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε στὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ
τὴν ἕνωσι τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὸ κτιστό. Καὶ θὰ γινόταν ἀκόμη καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος
δὲν ἔπιπτε (ἀπροϋπόθετος ἐνσάρκωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ).
β. Ἡ
ὑποστατικὴ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἔχει σημαντικὲς συνέπειες γιὰ τὴν
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀποδίδουμε χαρακτηριστικὰ καὶ φράσεις στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ
Κυρίου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν «ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως». Γι’
αὐτὸ καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς πάσχει (ἀναφερόμενοι βεβαίως στὴν
πάσχουσα ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ), ἡ ὁποία, ὅμως, ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὴν
θεία ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου μας. Σὲ ἕνα ὡραῖο
δογματικὸ ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζομε: «Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης, Λόγε,
ἧς μετέσχες σαρκός· εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου ὁ ναὸς ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, ἀλλὰ
καὶ οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς Θεότητος καὶ τῆς σαρκός σου· ἐν ἀμφοτέροις γὰρ
εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος»[31].
Ἀκολουθία τῆς
ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι καὶ ἡ ἐπωνυμία τῆς Παναγίας ὡς
Θεοτόκου.
γ. Μὲ τὸ
γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ γίνεται πλήρωσις τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ δωρίζεται ἡ σωτηρία στὸ
ἀνθρώπινο γένος. Μετὰ τὴν ἐνσάρκωσι καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Κυρίου εἶναι
δυνατὴ ἡ προσοικείωσις τῆς δεδομένης σωτηρίας, ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
στὴν οὐσία της εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς
αἰῶνες, ὅπως τὴν ὥρισε ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος.
5.
Γνωριμία καὶ σχέσις μὲ τὸν ζῶντα Κύριο Ἰησοῦ
Πῶς γνωρίζομε,
ὅμως, καὶ συσχετιζόμαστε μὲ τὸν ἀληθινὸ Ἰησοῦ Χριστό; Στὸ ἐρώτημα αὐτό,
συνοπτικῶς ἀπαντοῦμε ὡς ἑξῆς:
α. Ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ. Τὸ αὐθεντικὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ διαφυλάσσεται μόνο στὴν
ἱστορικὴ Ἐκκλησία, στὴν συνέχεια τῆς Ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ
Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία. Ἐάν, κατὰ συνέπεια, κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίση τὸν Κύριο τῆς
Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἐνταχθῆ σὲ αὐτὴ καὶ νὰ ζήση κατὰ τὸν τρόπο ζωῆς αὐτῆς. Κατὰ
τὴν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριος Ἰησοῦς, εἰ μὴ
ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[32].
β. Μελέτη
Γραφῆς – Πατέρων. Ἀκόμη, χρειάζεται σοβαρὰ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν
πατερικῶν κειμένων γιὰ νὰ γνωρίση κάποιος τὸν Χριστό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε
προτρέψη τοὺς μαθητές Του: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς
ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ»[33].
Καὶ ἡ ἀνάγνωσις καὶ μελέτη τῶν Γραφῶν πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν βοήθεια τῶν
ἑρμηνειῶν τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι αὐτοὶ μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή
τους καὶ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔζησαν καὶ ἐβίωσαν σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ
τὴν ὕπαρξι τοῦ Κυρίου στὴν ζωή τους. Μὲ τὴν βοήθεια καὶ χειραγωγία τους μπορεῖ
κάθε πιστὸς νὰ προσεγγίση καὶ νὰ πλησιάση τὸ ἐρώμενο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου
Σωτῆρος. Ἐὰν κάποιος δὲν πεισθῆ ἀπὸ τὰ γραφόμενα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὰ
Παράδοσι περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁποιοδήποτε θαῦμα καὶ νὰ δῆ μὲ τὰ
μάτια του θὰ ἀπιστήση. Κατὰ τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας «εἰ Μωϋσέως καὶ
τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ’ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»[34].
γ. Λατρεία –
Προσευχή. Τρίτος τρόπος γνωριμίας καὶ συσχετίσεως μὲ τὸν Κύριο εἶναι ἡ λατρεία
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ προσευχή. Μέσα στὰ κείμενα τῆς λατρείας μας ἔχουν διασωθῆ
οἱ μεγάλες δογματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου μας καὶ
γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Οἱ ὑμνογράφοι ἦταν πρῶτα θεολόγοι καὶ
ἔπειτα ποιητές.
δ. Ἄσκησις –
τήρησις ἐντολῶν Χριστοῦ. Τὸν Κύριο τὸν γνωρίζομε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν τήρησι τῶν
ἐντολῶν Του. Ὁ ἴδιος μᾶς ἔχει πῆ: «ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς
τηρήσατε»[35].
Μὲ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ γνωρίζομε τὸ θέλημά Του καὶ ζῶντες κατ’
αὐτὸ ἀποκτοῦμε σταδιακῶς «νοῦν Χριστοῦ»[36].
Ὁ ἀγωνιζόμενος πιστὸς ἀλλοιοῦται καὶ μεταμορφώνεται σταδιακῶς καὶ ὁμολογεῖ μετὰ
τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»[37].
ε. Θεία
Εὐχαριστία. Ἡ ἀμεσωτέρα συσχέτισις καὶ ἕνωσις τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν λατρευόμενο
Κύριο γίνεται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ χριστιανός,
προετοιμασμένος καταλλήλως, δέχεται μέσα τὸν ἴδιο τὸν Κύριο («Σῶμα καὶ Αἷμα
Χριστοῦ») καὶ κατὰ συνέπεια καὶ μὲ τὴν δική του μικρὴ συνεργασία φωτίζεται,
ἁγιάζεται καὶ θεοῦται, χριστοποιούμενος. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν Ὀρθόδοξο
Ἐκκλησία ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔδιναν μεγάλη βαρύτητα καὶ θεωροῦσαν ὡς ζωτικὴ ἀνάγκη
τὴν συχνὴ (ἐνίοτε καὶ καθημερινὴ) συμμετοχή τους στὸ μυστήριο τῆς θείας
Εὐχαριστίας.
6.
Ἐπίλογος
Κατὰ τὰ λόγια
αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας θὰ ὑπάρξη αὔξησις τῶν διαστρεβλωμένων προσεγγίσεων τοῦ
Ἰησοῦ πρὸ τῆς δευτέρας ἐλεύσεώς Του. «Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου
λέγοντες· ἐγώ εἰμι ὁ χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν ... Τότε ἐάν τις ὑμῖν
εἴπῃ· ἰδοὺ ὦδε ὁ χριστός, ἤ· ὦδε, μὴ πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσιν σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα ὥστε πλανῆσαι, εἰ
δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν· ἰδοὺ ἐν
τῇ ἐρήμῳ ἐστίν, μὴ ἐξέλθητε· ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· ὥσπερ γὰρ ἡ
ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται ἡ παρουσία
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί»[38].
Αὐτὸ τὸ βλέπομε νὰ ἐπαληθεύεται στὶς ἡμέρες μας σὲ μεγάλο βαθμό. Ψεύτικοι
μεσσίες καὶ ἑκατοντάδες βιβλία, τὰ ὁποῖα διαστρεβλώνουν τὴν εἰκόνα τοῦ
αὐθεντικοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Διάφορα
γεγονότα τῆς ζωῆς μας, ἐνίοτε θλιβερά, καθίστανται καιρὸς - εὐκαιρία ἀνευρέσεως
τοῦ αὐθεντικοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὲ μᾶς μένει νὰ τὰ
ἀξιοποιήσωμε καὶ νὰ ἀναφωνήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ
Θεός μου»[39]!
Βιβλιογραφια
[Gillet Lev], Ἰησοῦς,
Ἀθήνα: Δόμος, 1983.
Grillmeier Aloys, Christ in Christian Tradition, vol. I-IV, Atlanta: John Knox Press,
1987.
Guardini Romano, Ὁ Κύριος, Ἀθῆναι: Δαμασκός, 19832.
Schweitzer Albert, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982.
Βενεδικτου ΙΣΤ’, Ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τόμ. Α’, Ἀθήνα: Ψυχογιός, 2007.
Διαμαντοπουλου Λεωνιδα, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης, Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824.
Μπαθρελλου
Δημητριου, Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος. Τὸ δόγμα τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ, Ἀθήνα: Ἐν
πλῷ, 2017.
Παπινι Τζοβαννι, Ἱστορία τοῦ
Χριστοῦ, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 19784.
Πατρωνου
Γεωργιου, Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα: Δόμος, 1991.
Ραμφου Στελιου, Τὸ μυστικὸ τοῦ
Ἰησοῦ, Ἀθήνα: Ἁρμός, 2006.
Σαντερς Ε.Π., Τὸ ἱστορικὸ
πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα: Φιλίστωρ, 20003.
Σιαμακη
Κωνσταντινου, Ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς χριστιανούς,
Θεσσαλονίκη: Ἱ. Μητρόπολις Ἐδέσσης, 1995.
Τρεμπελα
Παναγιωτου, Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ [Ἀπολογητικαὶ Μελέται, τόμ. Ε’], Ἀθῆναι:
Σωτήρ, 19734.
Φουγια Μεθοδιου, Τὸ πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Ἀθῆναι: Ἀποστολικὴ
Διακονία, 1997.
[1]
Βλ. βιβλιοπαρουσίασι τοῦ βιβλίου τοῦ Μισὲλ Μπενουά, Τὸ μυστικὸ τοῦ 13ου ἀπόστολου (Ἀθήνα: Ὠκεανίδα, 2007),
ἐν: Καθημερινὴ 11.11.2007.
[2]
Ἰω. 18: 20.
[3]
Ματθ. 16: 13-14.
[4]
Α’ Τιμ. 6: 20.
[5]
Α’ Ἰω. 4: 2-3.
[6]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 211.
[7]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 213.
[8]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 213.
[9]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 214.
[10]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 216.
[11]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 221-222.
[12]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 222.
[13]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 210.
[14]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 506.
[15]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 507.
[16]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 516.
[17]
Albert
Schweitzer, Ἱστορία τῆς ἔρευνας τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ
(Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1982), σ. 517.
[18]
Βλ. Δημήτρη Σταθόπουλου, «Ἡ ‘Χριστολογία’ τοῦ Καζαντζάκη», ἐν τοῦ αὐτοῦ: Homo reliogiosus
(Ἀθήνα: Φιλιππότης, 1981), σσ. 170-173.
[19]
Ματθ. 15: 16.
[20]
Ἰω. 6: 67.
[21]
Βλ. γενικώτερον: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς
ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824),
Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Ἐξωχριστιανικὲς
μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανοὺς (Θεσσαλονίκη: Ἱ. Μητρόπολις
Ἐδέσσης, 1995).
[22]
Ἰουλίου Ἀφρικανοῦ, Χρονογραφίαι (ΒΕΠ
17, 182). Πρβλ. Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς
ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ.
74.
[23]
Χειρόγραφο στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο, παρά: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης
(Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 75.
[24]
Τακίτου, Annales, XV, 14, παρά: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης
(Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 77.
[25]
Σουετωνίου, Vita Neronis, XVI,
2, παρά: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ
Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 79.
[26]
Σουετωνίου, Vita Claudii,
XXXV, 4, παρά: Λεωνίδα
Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς
ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 79.
[27]
Πλινίου, Ἐπιστολή, X, 96, παρά: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης
(Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 82.
[28]
Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκὴ Ἀρχαιολογία, XX, 9, 1, παρά: Λεωνίδα
Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὡς
ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ. 85.
[29]
Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκὴ Ἀρχαιολογία, XVIII,
3, 3, παρά: Λεωνίδα Διαμαντοπούλου, Ἰησοῦς
ὁ Χριστὸς ὡς ἱστορικὴ προσωπικότης (Ἀθῆναι: Σωτήρ, 19824), σ.
87.
[30]
Γαλ. 4: 4.
[31]
Πρῶτο τροπάριο στ’ ὠδῆς ὄρθρου Μ. Σαββάτου.
[32]
Α’ Κορ. 12: 3.
[33]
Ἰω. 5: 39.
[34]
Λουκ. 16: 31.
[35]
Ἰω. 14: 15.
[36]
Α’ Κορ. 2: 16.
[37]
Γαλ. 2: 20.
[38]
Ματθ. 24: 5, 23-28.
[39]
Ἰω. 20: 28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου