Γιάννη Κ. Τσέντου
Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ἀκτῖνες (2014) 56-63
Μέρος Α΄
Τὸ
θέμα τῆς διάσωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ
ποῦμε μερικὰ πράγματα ποὺ εἶναι λίγο ὣς πολὺ γνωστὰ σὲ ὅλους· μᾶς δίνει ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε καὶ κάποια
σημεῖα ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους, πλὴν ὅμως ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴ
σωστὴ ἀποτίμηση τῆς στάσεως τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στὴν
ἑλληνικὴ παιδεία.
Τὸ κατηγορητήριο
Ἡ
τύχη τῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας συμβαίνει συχνὰ νὰ ἀποτελεῖ
ἀντικείμενο ὀξύτατων ἀντιπαραθέσεων. Ἀπὸ τὴ μιά, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ ὁμιλοῦν
γιὰ γόνιμη σύνθεση χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἑλληνικῆς παιδείας στὸ ἔργο τῶν
μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴ διάσωση μεγάλου
μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἀκούγεται ὅλο καὶ
συχνότερα ἕνα δριμύτατο κατηγορητήριο, τὸ ὁποῖο θὰ μπορούσαμε νὰ συμπυκνώσουμε ὡς
ἑξῆς:
«Ἂν
ἀναγνώσουμε τὰ πατερικὰ κείμενα, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ καταδικάζουν τὸν ἑλληνισμό, καὶ νὰ μιλοῦν μὲ τὴν πιὸ
μεγάλη περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ δύναμη
τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ διαρκὴς ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, χαρακτηριστικὰ τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, δὲν εἶχαν καμμία θέση στὴ χριστιανικὴ ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τοῦ
“Πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα”, τῆς καταπίεσης τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς ἐλεύθερης
σκέψης. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ἔπρεπε νὰ παύσει, τώρα ποὺ ἡ ἀλήθεια εἶχε “ἀποκαλυφθεῖ”.
Ἔτσι, οἱ χριστιανοὶ ἐπεδόθησαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς σὲ ἕνα συστηματικὸ διωγμὸ τῶν ἑλληνικῶν
γραμμάτων. Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ παρεῖχε ἄπλετο ἡ ἑλληνικὴ παιδεία, τὸ
Βυζάντιο βύθισε τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι τοῦ μεσαίωνα. Στοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες
ποὺ ἀκολούθησαν χάθηκαν ὁριστικὰ ἀνεκτίμητοι θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γραμματείας. Ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς καὶ διώκτης τοῦ ἑλληνικοῦ
πολιτισμοῦ. Καὶ χρειάζεται πολὺ θράσος, γιὰ νὰ μιλάει κανεὶς σήμερα γιά “γόνιμη
σύνθεση” ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ».
Οἱ ἀπώλειες
Σίγουρα,
ἕνα μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας δὲν ὑπάρχει πιά. Ἂν θελήσουμε ὅμως
νὰ προχωρήσουμε πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἐπιδέχεται
ἀμφισβήτηση, καὶ νὰ τολμήσουμε ἕναν καταλογισμὸ εὐθυνῶν γιὰ τὴν ἀπώλεια
πολλῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, δὲν θὰ δυσκολευθοῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ
ἱστορικὴ πραγματικότητα δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὶς ὑπεραπλουστευτικὲς
καὶ ἀνιστόρητες σχηματοποιήσεις ποὺ ἀκούγονται συχνά.
Πρῶτ’
ἀπ’ ὅλα, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ προσδιορίσουμε πότε ἀκριβῶς καὶ κάτω ἀπὸ
ποιὲς συνθῆκες χάθηκαν οἱ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας τῶν ὁποίων
ἐμεῖς σήμερα θρηνοῦμε τὴν ἀπώλεια. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ἐπ’ οὐδενὶ
περιπτώσει δὲν δικαιούμαστε νὰ περιορίσουμε χρονικὰ τὴν ἀπώλεια τῶν θησαυρῶν αὐτῶν
τῆς ἀρχαίας γραμματείας στούς «σκοτεινούς» αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ
σύγχρονος μελετητὴς δὲν μπορεῖ νὰ κλείνει τὰ μάτια του μπροστὰ στὸ γεγονὸς ὅτι
ἤδη ἀπὸ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα μεγάλο μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶχε
χαθεῖ ἢ κινδύνευε νὰ χαθεῖ ὁριστικά. Ὁ Ἰουλιανὸς σὲ μιὰ σῳζόμενη ἐπιστολή του
μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἤδη στὴν ἐποχή του εἶχαν χαθεῖ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα
τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν.[1]
Καὶ βεβαίως, ἂν εἶχαν χαθεῖ τὰ ἔργα δύο ὁλόκληρων φιλοσοφικῶν σχολῶν ποὺ εἶχαν
μεγάλη ἀπήχηση καὶ εἶχαν ἀσκήσει σημαντικὴ ἐπίδραση λίγο μόλις καιρὸ πρὶν ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ, τότε δὲν χρειάζεται μεγάλη φαντασία, γιὰ νὰ ἀναλογισθοῦμε
ποιὰ θὰ ἦταν ἡ μοῖρα ἄλλων συγγραμμάτων ἥσσονος σημασίας ἢ παλαιοτέρας ἐποχῆς.
Ἡ
μαρτυρία τοῦ Ἰουλιανοῦ δὲν εἶναι ἡ μόνη. Μερικὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰουλιανοῦ
στὸν θρόνο, ὁ φιλόσοφος Θεμίστιος στὸν λόγο του Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον χαιρετίζει τὴν πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα
γιὰ τὴν ὀργάνωση μεγάλου ἀντιγραφικοῦ ἐργαστηρίου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς μιὰ κίνηση
ποὺ σῴζει καὶ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὸν ᾍδη
«πολλοὺς ὑποφῆτες καὶ νεωκόρους τοῦ Ὁμήρου, πολλοὺς θεραπευτὲς τοῦ Ἡσιόδου,
καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χρύσιππο ἤδη καὶ τὸν Ζήνωνα καὶ τὸν Κλεάνθη, καὶ ὁλόκληρους χοροὺς
ἀπὸ τὸ Λύκειο καὶ τὴν Ἀκαδημία, καὶ μὲ λίγα λόγια ἀναρίθμητο στῖφος ἀρχαίας
σοφίας [...] θαμμένο στὸ σκοτάδι».[2]
Τὰ
λόγια τοῦ Θεμιστίου μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅτι ἤδη στὰ μέσα τοῦ τετάρτου αἰῶνα δὲν ἀντιμετώπιζαν
τὸ φάσμα τῆς ἀπωλείας μόνο τὰ συγγράμματα κάποιων ἄσημων ἢ καὶ τυχάρπαστων συγγραφέων,
ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα κορυφαίων ὀνομάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας: ὅλων σχεδὸν
τῶν ποιητῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν φιλοσόφων,
Στωικῶν, Ἀριστοτελικῶν καὶ Πλατωνικῶν. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ Θεμίστιος ὑπερβάλλει, ἐπιθυμώντας
νὰ ἐξάρει ἀκόμη περισσότερο τὴν πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου,[3]
τὰ ὅσα λέει μᾶς πείθουν ἀσφαλῶς ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας μεγάλο
μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας εἶχε χαθεῖ ἢ κινδύνευε νὰ χαθεῖ ὁριστικά.
Τὰ παραπάνω
καταδεικνύουν πόσο ἀφελὲς ἢ καὶ σκοπίμως παραπλανητικὸ εἶναι νὰ
καταλογίζουμε στό «κακό» Βυζάντιο τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν θησαυρῶν τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὅπως ἀναγνωρίζει σήμερα ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ἀπώλεια αὐτὴ εἶχε ἤδη
συντελεσθεῖ στὸ μεγαλύτερο μέρος
της, πολὺ προτοῦ ἀρχίσει νὰ ὑπάρχει Βυζάντιο. Οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel
Wilson ἐπισημαίνουν ὅτι ἤδη ἀπὸ
τὸν τρίτο αἰῶνα, δηλαδὴ πρὶν ἀρχίσει ἡ περίοδος ποὺ ὀνομάζουμε βυζαντινή, γίνεται
ὅλο καὶ πιὸ ἀσυνήθιστο νὰ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἕνας ὁποιοσδήποτε
μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ νὰ δείχνει ὅτι γνώριζε κείμενα
ποὺ δὲν ἔχουν σωθεῖ ὣς τὶς μέρες μας![4]
Σὲ μιὰ προσπάθεια μάλιστα νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτὴ ἡ πρώιμη ἀπώλεια,
ἔχει διατυπωθεῖ ἡ θεωρία ὅτι κάποιος
διακεκριμένος σχολάρχης τοῦ δευτέρου ἤ τοῦ τρίτου αἰῶνα εἶχε καταρτίσει ἕναν
κατάλογο κειμένων γιὰ σχολικὴ χρήση, ὁ ὁποῖος υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλες τὶς σχολὲς
καὶ ἔτυχε τέτοιας καθολικῆς ἀποδοχῆς, ὥστε κανένα
κείμενο ποὺ δὲν περιλαμβανόταν σὲ αὐτὸν τὸν κατάλογο δὲν διαβαζόταν πλέον
καὶ δὲν ἀντιγραφόταν τόσο συχνά, ὥστε νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἐπιβίωσή του· γιὰ
παράδειγμα, στὸν κατάλογο περιλαμβάνονταν ἀπὸ ἑπτὰ δράματα τοῦ Αἰσχύλου
καὶ τοῦ Σοφοκλέους, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει σωθεῖ
κανένα ἄλλο ἔργο τῶν δύο αὐτῶν τραγικῶν. Ἡ θεωρία αὐτὴ δὲν εἶναι βεβαίως
τίποτε περισσότερο ἀπὸ μιὰ ὑπόθεση, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται σὲ κάποια θετικὴ
μαρτυρία τῶν πηγῶν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο καὶ δὲν ἐπιδέχεται
καμμία ἀπολύτως ἀμφισβήτηση εἶναι ὅτι πολλοὶ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γραμματείας εἶχαν ἤδη χαθεῖ, πολὺ πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑπάρχει Βυζάντιο, καὶ ἄρα εἶναι
ἐντελῶς ἄστοχο νὰ θεωροῦμε τὸ Βυζάντιο ὑπεύθυνο γι’ αὐτὴ τὴν ἀπώλεια.
Πιθανὸν ὅμως νὰ ἀντιτείνει
κανεὶς ὅτι, παρ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀπώλειες, ὅταν ὁ Μέγας Φώτιος (820-891) συνέγραφε τὴ Μυριόβιβλό του τὸν ἔνατο αἰῶνα,[5]
εἶχε ἀκόμη μπροστά του ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἔργων ποὺ σήμερα ἔχουν χαθεῖ ὁριστικά. Ἄρα, κάποιες ἀπώλειες θὰ ἐπισυνέβησαν καὶ μετὰ τὸν ἔνατο αἰῶνα. Σύμφωνοι! Ὅσο ὅμως καὶ ἂν
προσπαθήσουμε, φαίνεται παράλογο νὰ καταλογίζουμε στὸ Βυζάντιο τὴν
εὐθύνη γι’ αὐτὲς τὶς ἀπώλειες.
Ἕνα τραγικὸ γεγονὸς ποὺ
εὐθύνεται γιὰ τὴν ἀπώλεια πολλῶν συγγραμμάτων εἶναι ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ
τοὺς κατ’ ὄνομα «σταυροφόρους» τῆς Δύσεως τὸ 1204. Τότε, τὸ 1204, ὑπολογίζεται ὅτι χάθηκαν ὁριστικὰ
στὰ χέρια τῶν βάρβαρων σταυροφόρων τόσοι θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε οἱ L.
D. Reynolds καὶ Nigel Wilson διατυπώνουν τὴν τολμηρὴ ἐκτίμηση
ὅτι γιὰ τὸν ἱστορικὸ τῆς λογοτεχνίας ἡ πρώτη αὐτὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἀποτελεῖ καταστροφὴ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅ,τι ἡ γνωστότερη ἅλωση
τοῦ 1453, καὶ συμπληρώνουν ὅτι, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν
Τούρκων, ἐλάχιστα πράγματα ἀπέμεναν πιὰ νὰ ἀνακαλυφθοῦν ἀπὸ τοὺς λογίους τῆς Ἀναγέννησης.[6]
Ὡστόσο, οἱ Τοῦρκοι δὲν παρέλειψαν νὰ συμπληρώσουν τὸ ἔργο τῆς
καταστροφῆς.
Ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως τὸ
1453 πολλὰ ἱερὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γραμματείας καὶ φιλοσοφικὰ συγγράμματα παρεδόθησαν στὴ φωτιά, καταπατήθηκαν
βάρβαρα ἢ πωλήθηκαν ἀντὶ εὐτελέστατου ποσοῦ, σὲ μιὰ προκλητικὴ ἐκδήλωση
περιφρόνησης τοῦ βάρβαρου νικητῆ γιὰ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἡττημένου.[7] Ὁ
Μιχαὴλ Δούκας ἀναφέρεται στὰ ἀμέτρητα βιβλία ποὺ διασκορπίσθηκαν σὲ ἀνατολὴ
καὶ δύση, καὶ γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι «μὲ
ἕνα νόμισμα πωλοῦνταν δέκα
βιβλία, ἀριστοτελικά, πλατωνικά, θεολογικὰ καὶ κάθε ἄλλο εἶδος βιβλίου».[8] Ἐξυπακούεται
ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία χάθηκαν ὁριστικά. Ἀλλὰ θὰ ἦταν βεβαίως ἐντελῶς
παράλογο νὰ θεωρήσουμε τὸ Βυζάντιο ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀπώλειες αὐτές, ποὺ ὑπῆρξαν
μία ἀπὸ τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἁλώσεως τοῦ 1453, ἢ καὶ τῆς προηγούμενης
ἁλώσεως τοῦ 1204.
Σίγουρα,
λοιπόν, χάθηκαν πραγματικοὶ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας· ἀλλὰ δὲν βλέπουμε πῶς θὰ μποροῦσαμε νὰ ἐγκαλέσουμε
γι’ αὐτὴ τὴν ἀπώλεια τὸ Βυζάντιο ἢ τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμό. Ἀπεναντίας,
μάλιστα, εἶναι χρήσιμο νὰ ποῦμε ἐδῶ διαρρήδην κάποια πράγματα ποὺ ὅλοι μας
λίγο ὣς πολὺ γνωρίζουμε, ἔστω καὶ χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ πλήρως τὴ σημασία
τους: ὅτι ὄχι μόνο δὲν δικαιούμαστε νὰ
ἐγκαλοῦμε τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμὸ γιὰ τὴν ἀπώλεια πολλῶν θησαυρῶν τῆς
ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀλλὰ ἀντιθέτως δὲν πρέπει νὰ παύσουμε οὔτε
στιγμὴ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε, γιατὶ σὲ αὐτὸν ὀφείλουμε ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς
ἀρχαιότητας ποὺ ἔχουμε ἀκόμη στὰ χέρια μας, καὶ οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε εἶναι καὶ αὐτοὶ
ποὺ μᾶς κάνουν νὰ νοσταλγοῦμε καὶ τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἔχουμε χάσει.
Ἡ ἐκστρατεία διάσωσης τῆς ἀρχαίας γραμματείας
Αὐτὸ
εἶναι ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ τονίσουμε ἰδιαίτερα. Ἂν ἔχουμε σήμερα στὰ
χέρια μας ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἂν ἔχουμε
τὴν εὐκαιρία καὶ τὸ προνόμιο νὰ διδασκόμαστε καὶ νὰ μελετᾶμε στὰ σχολεῖα καὶ
στὰ Πανεπιστήμια τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν, ἱστορικῶν καὶ φιλοσόφων, αὐτὸ
τὸ ὀφείλουμε στὸ Βυζάντιο. Διότι, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη
οὔτε ἡ τέχνη τῆς τυπογραφίας οὔτε τεχνικὲς συντήρησης τῶν χειρογράφων, ἡ ἐπιβίωση
τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας στηριζόταν ἀποκλειστικὰ σὲ μιὰ ἰδιαίτερα ἐπίπονη
καὶ ἀπαιτητικὴ ἐργασία ἀντιγραφῆς χειρογράφων, ἡ ὁποία ἐπὶ αἰῶνες ὁλόκληρους
γινόταν συστηματικὰ στὰ μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ ἀνώνυμους μοναχοὺς ἀντιγραφεῖς.
Δὲν
εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι κανένας ἀπολύτως, οὔτε λόγιος οὔτε ἐρευνητής, δὲν
ἔχει προσφέρει στὴν ἑλληνικὴ παιδεία ὅσα προσέφεραν ἐπὶ αἰῶνες αὐτοὶ οἱ ἀνώνυμοι
μοναχοί. Καὶ ἂν μὲν ζητούσαμε ἀπὸ ὅσους κόπτονται σήμερα γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς
παιδείας νὰ ἀντιγράψουν διὰ χειρὸς ἕνα καὶ μόνο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ σύγγραμμα, αὐτοὶ
θὰ ἔβρισκαν τὴ δουλειὰ ἰδιαίτερα ἐπίμοχθη· οἱ μοναχοὶ ἀντιγραφεῖς τοῦ
Βυζαντίου ἀντίθετα, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ καταδικάζουν ὡς ἐχθροὺς τῆς ἑλληνικῆς
παιδείας, ὄχι ἁπλῶς ἀντέγραφαν βιβλία ἐπὶ βιβλίων μὲ ἀπίστευτη ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή,
ἀλλὰ μᾶς ἄφησαν καὶ χειρόγραφα ποὺ κάθε σελίδα τους εἶναι καὶ ἕνα ἔργο
τέχνης.
Ἤδη
ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς βυζαντινῆς περιόδου, στήθηκε μιὰ τινάνια ἐπιχείρηση γιὰ τὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Τὸ 357 μ.Χ., κατὰ διαταγὴν τοῦ αὐτοκράτορα
Κωνσταντίου (317-361, αὐτ. 351-361), ἱδρύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη βιβλιοθήκη
καὶ ὀργανώθηκε μεγάλο ἀντιγραφικὸ ἐργαστήριο. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ
πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου ποὺ εἴδαμε παραπάνω νὰ ἐξαίρεται μὲ ἀνυπόκριτο ἐνθουσιασμὸ
ἀπὸ τὸν φιλόσοφο Θεμίστιο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐργαστήριο, τὸ ὁποῖο, ὅπως γράφει ρητῶς ὁ
Θεμίστιος,[9]
ἐπιχορηγεῖτο ἀπὸ τὸ κράτος, ἐπαγγελματίες καλλιγράφοι ἀντιγραφεῖς ἐργάζονταν
συστηματικὰ γιὰ τὴν ἀντιγραφή –καὶ συνεπῶς γιὰ τὴ διάσωση– τῶν παλαιῶν καὶ
φθαρμένων χειρογράφων.
Ὁ
Θεμίστιος, ἂν καὶ ἐθνικὸς τὸ φρόνημα, καὶ κατὰ συνέπειαν παρὰ τὶς διαφορετικὲς
ἀπὸ τὸν χριστιανὸ Κωνστάντιο θρησκευτικές του πεποιθήσεις, δὲν δίστασε οὔτε
στιγμὴ νὰ χαιρετίσει αὐτὴ τὴν πρωτοβουλία ὡς μιὰ κίνηση ποὺ θὰ ἐπέτρεπε νὰ
σωθοῦν ἔργα ποὺ διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο («κινδυνεύοντα
παντάπασιν»),[10]
καὶ γρήγορα θὰ ἔκανε νὰ ἀναβιώσουν ἐνώπιον ὅλων ὁ πάνσοφος Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης
καὶ ὁ Δημοσθένης καὶ ὁ Ἰσοκράτης καὶ ὁ Θουκυδίδης (ὅλοι αὐτοὶ ἀναφέρονται ἀπὸ
τὸν Θεμίστιο ὀνομαστικά).[11]
Καὶ αὐτοὶ μὲν οἱ συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τῆς ἐποχῆς,
μπορεῖ οὕτως ἢ ἄλλως νὰ μὴν κινδύνευαν, ἀλλὰ ὁ Θεμίστιος, ὅπως ἄλλωστε εἴδαμε,
σπεύδει νὰ τονίσει ὅτι ἡ πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου θὰ ἐπιτρέψει τὴ διάσωση «ἀναρίθμητου στίφους ἀρχαίας σοφίας», ποὺ
ἀντιμετώπιζε ἤδη τὸ φάσμα τῆς ἀπωλείας.[12]
Εἶναι σημαντικὸ νὰ
σημειώσουμε ὅτι οἱ διαφορετικὲς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις δὲν τύφλωσαν τὸν ἐθνικὸ Θεμίστιο καὶ δὲν
τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀνεπιφύλακτη καὶ ἀπεριόριστη ἐπιδοκιμασία του γιὰ
τὴν πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου,
ἡ ὁποία ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς. Ὅπως ἐπισημαίνει
καὶ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, εἰδικὰ στὸν Κωνστάντιο ἡ
ἀνθρωπότητα ὀφείλει πολλὲς χάριτες, διότι ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε ἡ πρώτη ἐπίσημη
προσπάθεια γιὰ διάσωση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ
κόσμου, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς ἐπικράτησε στὴ δημόσια ζωή.[13]
Ἡ κίνηση τοῦ Κωνσταντίου δὲν ἔμεινε χωρὶς συνέχεια. Μερικὰ
χρόνια ἀργότερα, στὶς 8 Μαΐου 372, ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης (328-378, αὐτ.
364-378) μὲ διάταγμά του[14]
διέταξε τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς βασιλικῆς βιβλιοθήκης καὶ τὴν πρόσληψη
νέων πεπειραμένων καλλιγράφων ἀντιγραφέων, μὲ στόχο τὴν ἐντατικοποίηση
τῆς προσπάθειας ἀντιγραφῆς καὶ διάσωσης τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἔτσι, θὰ μποροῦσε
κανεὶς νὰ θεωρήσει ὅτι ἡ πρωτοβουλία τοῦ Κωνσταντίου ἐγκαινίασε
μιὰ συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Μέχρι στιγμῆς ἔχουμε ἑστιάσει
τὴν προσοχή μας στὶς προσπάθειες ποὺ καταβλήθηκαν γιὰ τὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ
λησμονοῦμε ὅτι τὴν ἐποχὴ τοῦ
μεγάλου διαλόγου ἀνάμεσα στὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὸν χριστιανισμὸ τὰ μεγάλα κέντρα
τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πολὺ μακρύτερα, στὶς νοτιοανατολικὲς ἐπαρχίες τῆς
αὐτοκρατορίας, καὶ πρὸ πάντων στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια. Οἱ περιοχὲς αὐτὲς
δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀποτελοῦν τὰ σημαντικώτερα κέντρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, παρὰ μόνον τὸν
τραγικὸ ἐκεῖνο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν πρῶτα ἡ Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη τὸ 638 καὶ
κατόπιν ἡ Αἴγυπτος τὸ 642 ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἀράβων. Ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴ τὴν
κατάκτηση, ὁ Wilamowitz κάνει λόγο γιά «κατάρρευση» καὶ παρ’ ὀλίγον τέλος τῆς
φιλολογίας,[15] πρᾶγμα
ποὺ γίνεται ἀπολύτως κατανοητό, ἂν ἀναλογισθοῦμε ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν κατάκτηση βρέθηκαν
αἴφνης ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας τὰ κατὰ παράδοσιν σημαντικώτερα
κέντρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τὰ ὁποῖα προφανῶς σήκωναν τὸ
μεγαλύτερο μέρος τῆς προσπάθειας γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ὅπως
γράφει ὁ Nigel Wilson, μόνο τότε, ὅταν οἱ νοτιοανατολικὲς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας εἶχαν
πέσει στὰ χέρια τῶν Ἀράβων, ἄρχισε ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ κατέχει μιὰ ἀδιαφιλονίκητη
θέση ὡς τὸ κέντρο μάθησης καὶ παιδείας.[16]
Ἔτσι, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ
Κωνσταντινούπολη σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀποτέλεσε τὸ
μόνο κέντρο στὸ ὁποῖο προωθήθηκε ἡ προσπάθεια γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γραμματείας. Ὁ André Guillou ἐπισημαίνει
χωρὶς δόση ὑπερβολῆς ὅτι ὅλες οἱ
πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας γνώρισαν
κέντρα ἀντιγραφῆς ἑλληνικῶν κειμένων, καὶ μάλιστα δίδει ἕναν κατάλογο ἀπὸ πόλεις στὶς ὁποῖες ἔχουμε ἀσφαλεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη
τέτοιων ἀντιγραφικῶν κέντρων·[17]
ὁ κατάλογος ἐντυπωσιάζει, καθὼς ἀποκαλύπτει ὅτι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία
εἶχε στηθεῖ ἕνα τεράστιο ἐργαστήρι γιὰ τὴ διάσωση τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας.
Αὐτὸ
ποὺ εἶναι ἴσως ἀκόμη πιὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Βυζάντιο φαίνεται νὰ εἶχε σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ πλήρη συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Χάρη σὲ αὐτὴ τὴ συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς, κατέστη δυνατὸν νὰ ξεπερασθοῦν
πολλὰ ἐμπόδια ποὺ ὑπέσκαπταν τὴν προσπάθεια γιὰ
τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας.
Τὰ
ἐμπόδια δὲν περιορίζονταν βεβαίως στὴν ἀμείλικτη φθορὰ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου. Ἕνα σημαντικώτατο ἐμπόδιο ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: Πολλὰ συγγράμματα περιεῖχαν
–ἢ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι περιεῖχαν– ἀντιχριστιανικὲς θέσεις ἢ αἱρετικὲς
διδασκαλίες, συνεπείᾳ τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσαν κάλλιστα νὰ χαρακτηρισθοῦν «ἐπικίνδυνα»
καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν πικρὸ δρόμο τῆς καταστροφῆς καὶ τῆς ἀπώλειας. Καὶ ὅμως,
τὸ Βυζάντιο εἶχε τέτοια συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ὥστε βρῆκε τὸν τρόπο νὰ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ αὐτὸ
τὸ ἐμπόδιο: Οἱ μεγάλες βιβλιοθῆκες στὸ Βυζάντιο διατηροῦσαν ἕνα εἰδικὸ
κιβώτιο, στὸ ὁποῖο φυλάσσονταν κλειδωμένα τά «ὕποπτα» συγγράμματα, ὥστε νὰ
ξεφεύγουν τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ νὰ παραδίδονται στὶς ἑπόμενες γενιές, χωρὶς ὅμως
τὸ εὐρὺ κοινὸ νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει πρόσβαση σὲ αὐτὰ καὶ νὰ ζημιώνεται ἀπὸ τίς «ἐπικίνδυνες»
θέσεις τους. Ὁ Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ ὄγδοου αἰῶνα
(† 733), μνημονεύει ρητῶς ἕνα τέτοιο κιβώτιο ποὺ ὑπῆρχε στὴν πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη.[18]
Ἀφορμώμενος
ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ διατήρησης εἰδικοῦ κιβωτίου γιὰ τά «ὕποπτα»
συγγράμματα, ὁ Nigel Wilson βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τονίσει ὅτι «μιὰ συνεπὴς
πολιτικὴ καταστροφῆς κάθε κειμένου ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν στὴν ἀξίωση τῆς
καθαρῆς ὀρθοδοξίας δὲν μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ στὸ Βυζάντιο».[19]
Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε ἕνα βῆμα πέρα ἀπὸ τὸν Wilson, καὶ νὰ ὑποστηρίξουμε
ὅτι στὸ Βυζάντιο μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ μιὰ συνεπὴς πολιτικὴ γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἀκόμη
καὶ ὅταν κάποια βιβλία κρίνονταν ἐπικίνδυνα, οἱ ταγμένοι θεματοφύλακες τῆς ἀρχαίας
κληρονομιᾶς στὸ Βυζάντιο ἦταν πρόθυμοι νὰ καταφύγουν σὲ κάθε ἄλλη πρακτική, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ καταστρέψουν –ἢ ἔστω νὰ ἀφήσουν
νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου– τά «ἐπικίνδυνα» βιβλία. Ἡ διατήρηση καὶ
μόνο ἑνὸς τέτοιου κιβωτίου, τὸ ὁποῖο προοριζόταν νὰ εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας
γιὰ πλῆθος συγγραμμάτων ποὺ διαφορετικὰ θὰ χάνονταν ὁριστικά, εἶναι μιὰ
πραγματικὰ ἐκπληκτικὴ πρακτική, ἀπὸ ὅποια πλευρὰ καὶ ἂν τὴ δεῖ κανείς, καὶ ἀποδεικνύει
ὅτι τὸ Βυζάντιο εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ
τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς καὶ τὴν παράδοσή της στὶς ἑπόμενες γενεές.
(συνεχίζεται)
[1] Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΠΘʹb. Θεοδώρῳ ἀρχιερεῖ, ed. J. Bidez, 354-357: «Μήτε Ἐπικούρειος εἰσίτω λόγος μήτε
Πυρρώνειος·
ἤδη μὲν γὰρ
καλῶς ποιοῦντες οἱ θεοὶ
καὶ ἀνῃρήκασιν, ὥστε ἐπιλείπειν καὶ τὰ
πλεῖστα τῶν βιβλίων».
[2] Θεμιστίου, Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον, ed. H. Schenkl καὶ G. Downey, 60b7-c7: «τούτους βιάζεται θνητοὺς ὄντας ἀθανάτους
ποιεῖν ἡ βασιλέως προμήθεια, πολλοὺς μὲν Ὁμήρου ὑποφῆτας καὶ νεωκόρους, πολλοὺς
δὲ Ἡσιόδου θεραπευτάς, Χρύσιπόν τε αὐτὸν ἤδη καὶ Ζήνωνα καὶ Κλεάνθην, χορούς
τε ὅλους ἐκ Λυκείου καὶ Ἀκαδημίας, ἐν βραχεῖ τε εἰπεῖν στῖφος ἀνάριθμον ἀρχαίας
σοφίας, οὐ κοινῆς οὐδὲ ἐν μέσῳ κυλινδουμένης, ἀλλὰ σπανίου τε καὶ ἀποθέτου,
ἀμένηνόν τε ἤδη καὶ ἐξίτηλον, ἐν τῷ χρόνῳ ἐν σκότῳ κατορωρυγμένον, κινεῖ καὶ
ἐγείρει ὥσπερ ἐξ Ἅιδου, καὶ τοιαῦτα ἕτερα ὑμῖν καὶ ἀμείνω ἀγάλματα ἀνίστησι
τῶν Μουσῶν».
[3] Κατὰ τὸν Nigel Wilson βεβαίως «ἡ ἄποψη ὅτι οἱ ποιητὲς ἐκτὸς τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου κινδυνεύουν
εἶναι ὑπερβολή, μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἕνας συγγραφέας πανηγυρικοῦ μπορεῖ νὰ
ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του» [N. G. Wilson, Scholars of Byzantium , Duckworth, London 1983, σελ. 50 (= N. G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, μετάφρ. Νικ. Κονομῆ, Ἀθήνα 1991, σελ. 75)].
[4] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes
and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature,
Clarendon Press, Oxford
19752, σελ. 46 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ
φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν
κλασικῶν κειμένων, μετάφρ. Νικ. Μ.
Παναγιωτάκη, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1981, σελ. 71).
[5] Γιὰ τὴ
νεώτερη ἔκδοση τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ ἔργου βλ. ed. R. Henry, Photius. Bibliothèque, 8 vols, Les Belles Lettres, Paris 1959 (1),
1960 (2), 1962 (3), 1964 (4), 1967 (5), 1971 (6), 1974 (7), 1977 (8).
[6] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes
and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 63 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, σελ. 92).
[7] Μιχαὴλ
Κριτοβούλου, Ἱστορίαι, ed. D. R. Reinsch, Α΄ 62,
3.1-5: «Βίβλοι τε ἱεραὶ καὶ θεῖαι, ἀλλὰ
δὴ καὶ τῶν ἔξω μαθημάτων καὶ φιλοσόφων αἱ πλεῖσται, αἱ μὲν πυρὶ παρεδίδοντο, αἱ
δὲ ἀτίμως κατεπατοῦντο,
αἱ πλείους δὲ αὐτῶν οὐ πρὸς ἀπόδοσιν μᾶλλον ἢ ὕβριν δύο ἢ τριῶν νομισμάτων,
ἔστι δ’ ὅτε καὶ ὀβολῶν ἀπεδίδοντο».
[8] Μιχαὴλ
Δούκα, Ἱστορία Τουρκοβυζαντινή, ed. V. Grecu, 42,
1.11-14: «Τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας ὑπὲρ
ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας ταῖς ἁμάξαις φορτηγώσαντες ἁπανταχοῦ ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ
δύσει διέσπειραν. Δι’ ἑνὸς νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσκοντο,
Ἀριστοτελικοί, Πλατωνικοί, Θεολογικοὶ καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βιβλίου».
[9] Θεμιστίου,
ὅ.π., 60a1-2: «καὶ ἐπιδίδωσι τὴν χορηγίαν τῷ
ἐπιτηδεύματι».
[10] Θεμιστίου,
ὅ.π., 59d6-7.
[11] Θεμιστίου,
ὅ.π., 60a6-b1: «Καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ὑμῖν ἀναβιώσεται μὲν
δημοσίᾳ ὁ πάνσοφος Πλάτων,
ἀναβιώσεται δὲ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ὁ ῥήτωρ ὁ Παιανιεύς, καὶ ὁ τοῦ Θεοδώρου καὶ ὁ
τοῦ Ὀλώρου».
[12] Θεμιστίου,
ὅ.π., 60b1 κ.ἑ.
[13] Αἰκατερίνης
Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ ἱστορία,
Ἀθῆναι 1975, σελ. 123.
[14] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen καὶ Paulus M. Meyer, Weidmann,
Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 787, XIV, 9, 2.1-5 (372 Mai. 8): “IDEM [sc. IMPP. VAL(ENTINI)ANUS, VALENS ET
GR(ATI)ANUS] AAA. CLEARCHO P(RAEFECTO) U(RBI). Antiquarios ad bibliothecae codices componendos
vel pro vetustate reparandos quattor Graecos et tres Latinos scribendi peritos
legi iudemus. Quibus de caducis popularibus, et ipsi enim videntur e
populo, conpetentes inpertiantur annonae: ad eiusdem
bibliothecae custodiam condicionalibus et requirendis et protinus adponendis.
DAT. VIII ID. MAI. MOD(ESTO) ET ARINT(HAEO) CONSS.”.
[15] Urlich von Wilamowitz-Moellendorff, Geschichte der Philologie, Teubner, Stuttgart – Leipzig 1998 (ed. pr. 1921), σελ. 3 (= History of classical scholarship, transl. by Alan Harris, edited
with introduction and notes by Hugh Lloyd-Jones, Duckworth, London 1982, σελ. 6).
[16] Nigel G. Wilson, Scholars of
Byzantium, σελ. 49 (= Nigel
G. Wilson, Οἱ
λόγιοι στὸ Βυζάντιο,
σελ.
74).
[17] André Guillou, Ὁ βυζαντινὸς πολιτισμός, μετάφρ. Paolo Odorico καὶ
Σμαράγδας Τσοχανταρίδου, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1996, σελ. 380.
[18] Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως,
Πρὸς Ἄνθιμον διάκονον, Λόγος διηγηματικὸς
περί τε τῶν ἁγίων Συνόδων καὶ τῶν κατὰ καιροὺς ἀνέκαθεν τῷ ἀποστολικῷ
κηρύγματι ἀναφυεισῶν αἱρέσεων, ιδ΄, ed. J.- P. Migne, PG 98, 53.1-5: «Διὰ
ταύτας γὰρ αὐτοῦ [ἐνν. τοῦ Εὐσεβίου Παμφίλου] τὰς λεχθείσας δόξας, καὶ οἱ τὴν βιβλιοθήκην ἡμῖν κατασκευάσαντες, οὐδαμῶς
τοῖς ὀρθοδόξων πονήμασι τὰ βιβλία αὐτοῦ συναπέθεντο, ἀλλὰ χωρὶς μετὰ τὸ
πλήρωμα τούτων, εἰς τὴν ἀπαρχὴν τῶν αἱρετικῶν βιβλίων ἐν τῷ ἰδίῳ κιβωτίῳ ἐγκατέθεντο».
[19] Nigel G. Wilson,
Scholars of Byzantium, σελ. 15 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 32).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου