Γιάννη Κ. Τσέντου
Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μέρος Β΄
Ἀκτῖνες (2014) 92-99
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
Ρητορικὴ παιδεία καὶ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας
Ἕνας
παράγοντας ποὺ παραδόξως εὐνόησε κατεξοχὴν τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας
στὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ γλωσσικὸς συντηρητισμὸς τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ξεχωριστὴ
θέση ποὺ εἶχε ἡ ρητορικὴ στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν. Αὐτὸς ὁ παράγοντας, ὁ ὁποῖος
κατὰ τ’ ἄλλα προκαλεῖ ἀκόμη καὶ τὴν ἀποστροφὴ τῶν σύγχρονων μελετητῶν, φαίνεται
ὅτι ἐπέδρασε πραγματικὰ καταλυτικὰ στὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Εἶναι
λοιπὸν χρήσιμο νὰ δοῦμε ἐδῶ σύντομα τὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν παιδεία τῶν
Βυζαντινῶν, πρὶν προχωρήσουμε σὲ μιὰ προσπάθεια ἀποτίμησης τῆς συμβολῆς της στὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας.
Οἱ Βυζαντινοὶ προσέδιδαν
τέτοια ἀξία στὴ ρητορική, ὥστε ὁ Herbert Hunger θέτει ἀνοικτὰ τὸ ἐρώτημα: «Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξηγήσει
τὸ ὅτι ἕνας λαὸς μὲ ἔντονο αἰσθητικὸ κριτήριο, ὅπως οἱ Ἕλληνες τοῦ Μεσαίωνα, ὑποτάχθηκε
στὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῆς ρητορικῆς τόσο ὁλοκληρωτικὰ καί, κατὰ τὰ φαινόμενα,
μὲ τὴ θέλησή του;».[1]
Ἡ ἱστορικὴ ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου βρίσκεται εὔκολα
στὰ μορφωτικὰ πρότυπα τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Jones, ὅσο
δύσκολο καὶ ἂν μᾶς εἶναι σήμερα νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν τεράστια σημασία ποὺ
προσέδιδε ἡ ὕστερη ἀρχαιότητα στὴ λεκτικὴ μορφή, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι
στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἡ ἀνώτερη ἐκπαίδευση ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀφιερωμένη
στὴ ρητορική, τὴν τέχνη τοῦ ὀρθοῦ καὶ κομψοῦ λόγου, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ
τύγχαναν μιᾶς τέτοιας ἐκπαίδευσης εἶχαν τὴ φυσικὴ τάση νὰ προσδίδουν
μεγαλύτερη σημασία στὴ μορφὴ παρὰ στὸ περιεχόμενο αὐτοῦ ποὺ διάβαζαν.[2]
Τὸ Βυζάντιο ἐνέμεινε στὰ παιδευτικὰ πρότυπα τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας,
καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε, ὅπως σημειώνει ὁ Herbert Hunger, οἱ θεωρητικὲς
ἀρχὲς τῆς ρητορικῆς ἴσχυαν στοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς αἰῶνες ἀκριβῶς ὅπως
καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς σχολῆς τῆς Γάζας στὸ τέλος τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας.[3] Οἱ
L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson, ἐξάλλου, φέρνοντας τὸ παράδειγμα τοῦ ἱστορικοῦ
Κριτοβούλου, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ
τοὺς Τούρκους τὸ 1453 σὲ ὕφος ποὺ προσπαθεῖ ὁλοφάνερα νὰ μιμηθεῖ τὸ ὕφος τοῦ
Θουκυδίδη, παρατηροῦν ὅτι παρόμοια περίπτωση ὑφολογικοῦ ἀρχαϊσμοῦ σὲ τέτοια
κλίμακα δὲν ὑπάρχει στὴν ἱστορία![4] Ὁ
Arnold J. Toynbee μάλιστα θεωρεῖ ἐντελῶς παράδοξο τὸν συνδυασμὸ τῆς
φιλελεύθερης στάσεως τῶν Βυζαντινῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στὶς ἄλλες γλῶσσες (πρβ.
τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προωθήθηκε ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων ἀπὸ τὸν Κύριλλο
καὶ τὸν Μεθόδιο) μὲ τὴν ἐχθρικὴ στάση ποὺ ἔδειχναν οἱ ἴδιοι ἀπέναντι στὴ ζωντανὴ
μορφὴ τῆς δικῆς τους, μητρικῆς γλώσσας.[5]
Ὅσο καὶ ἂν ἡ
ξεχωριστὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν καὶ ὁ πρωτοφανὴς αὐτὸς γλωσσικὸς ἀρχαϊσμὸς ἔχουν τὴν ἱστορική
τους ἐξήγηση, ὁ σύγχρονος μελετητὴς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ νιώθει ἀκόμη
καὶ ἀποστροφὴ γιὰ τὴν ἐπιτηδευμένη κενολογία πολλῶν συγγραφέων στὸ Βυζάντιο
καὶ εὔλογη ἀπορία γιὰ τὸ συνεχῶς
διευρυνόμενο χάσμα ἀνάμεσα στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ καὶ τὸν λόγο τῶν λογίων. Ὁ Hans-Georg Beck φθάνει μάλιστα μέχρι τοῦ
σημείου νὰ γράφει ὅτι ἡ βυζαντινὴ ρητορική, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀποθαρρύνει τὸν σύγχρονο
μελετητὴ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ Βυζάντιο.[6] Καὶ
εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ Beck ἔχει ἀπόλυτο δίκιο.
Δὲν
εἶναι βεβαίως τοῦ παρόντος νὰ ἀναλύσουμε ἐδῶ περαιτέρω τὴ θέση τῆς ρητορικῆς στὴν
παιδεία τῶν Βυζαντινῶν, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε καὶ νὰ παραλείψουμε
νὰ ἐπισημάνουμε τὴν καταλυτικὴ ἐπίδραση ποὺ εἶχε αὐτὸς ὁ παράγοντας
στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ Βυζαντινοὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία.
Διότι ἡ προσκόλληση τῶν Βυζαντινῶν στὴ ρητορικὴ μπορεῖ
νὰ ἔχει χίλια κακά, ἀλλὰ ἔχει ἕνα
τοὐλάχιστον καλό, ποὺ δὲν πρέπει νὰ περνάει ἀπαρατήρητο: ὅτι ἐπέτρεπε στοὺς
Βυζαντινοὺς νὰ βλέπουν στὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων τὰ ἄφθαστα πρότυπα τοῦ ὕφους,
ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ περιεχόμενό τους τοὺς ἄφηνε παγερὰ ἀδιάφορους.
Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται
κανεὶς ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἄνοιγε ἕνας ἀκόμη δρόμος γιὰ τὴ
διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς.
Ὅπως
ἐξηγοῦν οἱ L. D. Reynolds καὶ Nigel Wilson, ἡ ἀπαίτηση νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ ἀττικὴ
διάλεκτος τῆς ἐποχῆς τῆς ἀκμῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συνεχίσουν νὰ διδάσκονται
οἱ κλασικοὶ τῆς ἀθηναϊκῆς λογοτεχνίας ὡς μέρος τοῦ κανονικοῦ σχολικοῦ προγράμματος,
καὶ αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του σήμαινε ὅτι δὲ θὰ σταματοῦσε ἡ ἀντιγραφὴ νέων χειρογράφων
τοῦ κειμένου τῶν κυριώτερων ἔργων σὲ ἀριθμὸ ἐπαρκῆ.[7] Ἔτσι
κατέστη δυνατὴ ἡ διάσωση ἀκόμη καὶ κειμένων ποὺ δὲν εἶχαν καμμία ἀπολύτως σχέση
μὲ τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμό.
Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ
ὁ Rowland
Smith, ἡ ἐπιβίωση ἀκόμη καὶ τῶν ἔργων τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη δὲν πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ
σὲ σύμπτωση, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ ἔργα του κατεγράφησαν
μεθοδικὰ ἀπὸ χριστιανοὺς ἀντιγραφεῖς,
οἱ ὁποῖοι διέκριναν στὸν ἀποστάτη αὐτοκράτορα ἕνα συγγραφέα μὲ σημαντικὴ
μόρφωση καὶ λογοτεχνικὴ δύναμη.[8]
Καὶ ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα:
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα ποὺ μᾶς διασῴζουν τὸν λόγο τοῦ Ἰουλιανοῦ Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον (Marc. Gr. 436), ὁ Βυζαντινὸς ἀντιγραφέας
σημειώνει ὅτι τὸ ἔργο εἶναι γεμάτο ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ
ἀσέβεια καὶ ἀπὸ ἀνοησίες, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ γεμάτο ἀπὸ ρητορικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ δύναμη![9]
Πραγματικά, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ νιώθουμε σήμερα εὐτυχεῖς, ποὺ ἡ
ρητορικὴ παιδεία καὶ ὁ γλωσσικὸς συντηρητισμὸς ἐπέτρεψε στοὺς
Βυζαντινοὺς νὰ δοῦν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κάποια ἔργα ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχαν
τὴν παραμικρὴ ἐλπίδα σωτηρίας.
Τὰ
παραπάνω ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευθοῦν ἁπλῶς καὶ μόνον ὡς ἀποτέλεσμα τῆς
ξεχωριστῆς θέσης ποὺ εἶχε ἡ ρητορικὴ στὴν παιδεία τῶν Βυζαντινῶν, ἀλλὰ πρέπει
νὰ ἐκτιμηθοῦν στὸ πλαίσιο τῆς εὐρύτερης συνεποῦς πολιτικῆς τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ
πολιτισμοῦ γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς. Διότι, ἂν οἱ χριστιανοὶ εἶχαν ἐπιλέξει νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν τύχη
τῆς ἀρχαίας γραμματείας, δὲν θὰ τοὺς ἔλειπαν οἱ προφάσεις γι’ αὐτή τους τὴν ἀδιαφορία:
στὸ ἕνα ἔργο θὰ ἀποδοκίμαζαν τὸ περιεχόμενο, στὸ ἄλλο τὴ μορφή. Ἔχοντας ὅμως ἐπιλέξει
ἀντ’ αὐτοῦ νὰ ἀναλάβουν μὲ συνέπεια καὶ ὑπευθυνότητα τὸ ἔργο τῆς προστασίας
καὶ διάσωσης τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας, μποροῦσαν νὰ ἐξαίρουν μὲ ἀνυπόκριτο
θαυμασμὸ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ὕφος ἀκόμη καὶ ἐκείνων τῶν ἔργων τῶν ὁποίων τὸ
περιεχόμενο κρινόταν ἀδιάφορο ἢ καὶ ἀνόητο.
Τί θὰ γινόταν, ἄν...
Ὅλα
τὰ παραπάνω –κυρίως τὰ ὅσα εἴδαμε στὸ πρῶτο μέρος αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου–
καταδεικνύουν περιφανῶς τὴν ἀνεκτίμητη συμβολὴ τοῦ Βυζαντίου στὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἂν μολαταῦτα ἐπειγόταν κανεὶς νὰ ἐνοχοποιήσει ὁπωσδήποτε
τὸ Βυζάντιο –ὅπως δυστυχῶς βλέπουμε πολλοὺς νὰ ἐπείγονται νὰ κάνουν–, τότε
φαίνεται ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἔμενε παρὰ ἕνα καὶ μόνο, τελευταῖο ἐπιχείρημα: νὰ ἀναγνωρίσει
μὲν τὴ διάσωση μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, νὰ ὁμολογήσει
τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ ὀφείλεται σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνώνυμους μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν
γιὰ τὴ διάσωσή της, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι θὰ εἶχε σωθεῖ πολὺ
μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ... ἂν τὰ πράγματα ἦσαν διαφορετικά·
ἂν δηλαδὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία δὲν βρισκόταν γιὰ παράδειγμα στὰ χέρια αὐτοκρατόρων
ὅπως ὁ Ἰουστινιανός, ἀλλὰ πολιτικῶν ἀνδρῶν ὅπως ὁ Ἰουλιανός, καὶ ἡ παιδεία δὲν ἀναγνώριζε
τὴν αὐθεντία ἑνὸς Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλὰ ἑνὸς Πρόκλου (τοῦ ἄλλου ἐξυμνούμενου
προτύπου πολλῶν ποὺ ἐπείγονται νὰ ἀρνηθοῦν καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴ σύζευξη καὶ
συμπόρευση ἑλληνικῆς παιδείας καὶ χριστιανικῆς πίστεως). Πῶς θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς
νὰ ἀποκρούσουμε αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό;
Κατ’
ἀρχάς, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς στηρίζεται σὲ μιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση
(τί θὰ εἶχε συμβεῖ, ἄν...). Ἡ διάσωση μεγάλου μέρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας
εἶναι μιὰ ἀδιαφιλονίκητη ἱστορικὴ πραγματικότητα· ὁ ἱστορικὸς τοῦ σήμερα
μπορεῖ νὰ ἀξιολογεῖ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτὴ τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἱστορικὴ πραγματικότητα,
μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναζητεῖ τὶς αἰτίες –βαθύτερες καὶ ἐπιφανειακές– ποὺ ὁδήγησαν
σὲ αὐτήν, ἀλλὰ σὲ καμμία περίπτωση δὲν δικαιοῦται νὰ ἐξάγει αὐθαίρετα
συμπεράσματα, στηριζόμενος ἁπλῶς καὶ μόνον σὲ ὑποθέσεις.
Τὸ
θέμα θὰ μποροῦσε νὰ κλείσει ἐδῶ, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη, καὶ μάλιστα πολὺ ἐντυπωσιακὴ
πτυχή του: ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν δικαιούμασταν νὰ στηριχθοῦμε σὲ ὑποθέσεις, καὶ
πάλι τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἕνας Ἰουλιανὸς ἢ ἕνας
Πρόκλος θὰ εἶχαν εὐνοήσει περισσότερο τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἂς
δοῦμε ἀναλυτικώτερα αὐτὲς τὶς δύο περιπτώσεις.
Ὁ
Ἰουλιανὸς ἦταν βεβαίως ἄνθρωπος μὲ ἐξαιρετικὴ μόρφωση, καὶ ὁ ἴδιος καυχᾶται ὅτι
δὲν εἶχε διαβάσει λιγώτερα βιβλία ἀπὸ κανένα συνομήλικό του.[10]
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἐξυμνούμενος ὡς «ἐστεμμένος φιλόσοφος» δὲν φαίνεται νὰ εἶχε τὸ ἀνοικτὸ
πνεῦμα ποὺ χαρακτήριζε ἐν προκειμένῳ τοὺς ἀνώνυμους μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν γιὰ
τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα: Μετὰ τὴν
ἄγρια δολοφονία τοῦ ἐπισκόπου Γεωργίου ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Ἀλεξανδρείας,[11]
ὁ Ἰουλιανὸς ἐξεδήλωσε τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν τύχη τῆς πλούσιας
βιβλιοθήκης ποὺ διατηροῦσε ὁ δολοφονημένος ἐπίσκοπος· τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰουλιανοῦ μαρτυρεῖται σὲ δύο ἀπὸ τὶς σῳζόμενες
ἐπιστολές του,[12] σὲ μία ὅμως
ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναφέρεται στὰ βιβλία «τῆς
τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων διδασκαλίας» (δηλαδὴ τὰ χριστιανικὰ βιβλία) τῆς
βιβλιοθήκης τοῦ Γεωργίου, καὶ δηλώνει ἀνοικτὰ ὅτι ὁ ἴδιος θὰ ἤθελε αὐτὰ νὰ ἀφανισθοῦν
παντελῶς! Συγκεκριμένα, ὁ Ἰουλιανὸς γράφει τὰ ἑξῆς:
«Αὐτός [ἐνν. ὁ Γεώργιος] εἶχε
πολλὰ φιλοσοφικὰ ἔργα, καὶ πολλὰ ρητορικά, καὶ πολλὰ τῆς διδασκαλίας τῶν δυσσεβῶν
Γαλιλαίων·
αὐτὰ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ ἀφανισθοῦν παντελῶς, ἀλλά, γιὰ νὰ μὴν ἀφαιρεθοῦν κρυφὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὰ χρησιμώτερα, νὰ
ζητηθοῦν καὶ ὅλα ἐκεῖνα μὲ ἀκρίβεια».[13]
Καμμία
σχέση βεβαίως μὲ τὴ στάση τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων,
καὶ μάλιστα ἀκόμη καὶ ἀπέναντι σὲ ἔργα ποὺ τὸ περιεχόμενό τους δὲν συνᾴδει
καθόλου πρὸς τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία! Φανερά, ὁ Ἰουλιανὸς φοβᾶται ἁπλῶς
μήπως μαζὶ μὲ τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα ἀπωλεσθοῦν καὶ ἄλλα, «χρησιμώτερα», καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος
λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν κάνει τὴν ἐπιθυμία του διαταγή, διατάσσοντας τὴν ὁλοσχερῆ
καταστροφὴ τῶν ἔργων «τῆς τῶν δυσσεβῶν
Γαλιλαίων διδασκαλίας» ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του ὁ Γεώργιος. Καὶ βεβαίως ἐξυπακούεται ὅτι δὲν θὰ
μπορούσαμε νὰ περιμένουμε ἀπὸ κάποιον μὲ τὴ νοοτροπία τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ ἐπιδείξει
τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ διάσωση τῆς χριστιανικῆς γραμματείας.
Σημειωτέον
πρὸς τούτοις ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς δὲν ἐπεδείκνυε αὐτὴ τὴν ἄνευ προηγουμένου ἀδιαφορία
μόνο γιὰ τὴν τύχη τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Στὴν ΠΘ΄ Ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀρχιερέα τῆς εἰδωλολατρίας Θεόδωρο, ὁ Ἰουλιανὸς
γράφει ὠμὰ ὅτι ὁ ἱερέας πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνει ἐπιλήψιμες πράξεις, ἀλλὰ
καὶ νὰ μὴ διαβάζει ἐπιλήψιμα βιβλία, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μὴ διαβάζει οὔτε τὸν
Ἀρχίλοχο, οὔτε τὸν Ἱππώνακτα, οὔτε ὅσους γράφουν ὅμοια μὲ αὐτούς, καὶ νὰ ἀποφεύγει
τὰ ἐπιλήψιμα ἔργα τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας, ἢ ἀκόμη καλύτερα ὅλα![14]
Παρακάτω μάλιστα στὴν ἴδια ἐπιστολὴ προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο, καὶ δὲν περιορίζεται
ἁπλῶς στὸ νὰ ἀποτρέπει τὸν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν
Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκδηλώνει ἀνοικτὰ τὴν ἱκανοποίησή του
γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν περισσότερων ἐπικουρείων καὶ σκεπτικῶν συγγραμμάτων, τὴν ὁποία
μάλιστα φθάνει νὰ ἀποδίδει... στὴν ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν![15]
Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ
συγκρίνουμε τὸν δῆθεν «ἐστεμμένο φιλόσοφο» Ἰουλιανὸ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας γραμματείας; Ὁ μὲν Ἰουλιανός, ὅπως εἴδαμε,
ὄχι μόνο ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀφανισθοῦν παντελῶς τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γεωργίου, ὄχι μόνο ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση μεγάλου μέρους ἀκόμη καὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀλλὰ καὶ ἐκδηλώνει ἀνοικτὰ τὴν ἱκανοποίησή
του γιὰ τήν «ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν» ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τῶν ἔργων τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Σκεπτικῶν· οἱ ἀνώνυμοι αὐτοὶ μοναχοί, ἀντιθέτως, ὄχι
μόνον ἐργάσθηκαν γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας
γραμματείας, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὴ περιεῖχε ἀντιλήψεις ἀντίθετες πρὸς τὶς δικές τους, ἀλλὰ
καὶ διέσωσαν ἀκόμη καὶ τὰ ἔργα
τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «ξεπέρασε σὲ ἀσέβεια ὅλους τοὺς βασιλεῖς».[16]
Ἡ
περίπτωση τοῦ Πρόκλου, τοῦ φιλοσόφου τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας ποὺ ἐξυμνεῖται
κατ’ ἐξοχὴν σὲ κάποιους σύγχρονους ἀρχαιολατρικοὺς κύκλους, εἶναι ἴσως ἀκόμη πιὸ
ἀποκαλυπτική. Ὁ μαθητὴς τοῦ Πρόκλου Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης, ὁ ὁποῖος ἔχει
συγγράψει μία ἐκθειαστικὴ βιογραφία τοῦ Πρόκλου, ἀνάλογη μὲ τοὺς
χριστιανικοὺς Βίους τῶν ἁγίων, μᾶς
παραδίδει ὅτι ὁ Πρόκλος συνήθιζε νὰ λέει (ὄχι ἁπλῶς δηλαδὴ εἶπε κάποτε, ἀλλὰ συνήθιζε νὰ λέει μὲ κάθε εὐκαιρία) τὸ ἑξῆς
ἐξωφρενικό:
«Ἂν εἶχα τὴν ἐξουσία, ἀπὸ ὅλα τὰ ἀρχαῖα βιβλία θὰ ἄφηνα νὰ κυκλοφοροῦν οἱ Χαλδαϊκοὶ χρησμοὶ καὶ ὁ Τίμαιος, καὶ
ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ ἐξαφάνιζα ἀπὸ τοὺς
τωρινοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ βλάπτονται μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὰ διαβάζουν στὴν
τύχη καὶ ἀβασάνιστα».[17]
Τί
λοιπόν; Ποῦ θὰ βρίσκονταν σήμερα οἱ
θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἂν ὁ Πρόκλος εἶχε τὴν ἐξουσία ποὺ
εὔχεται νὰ εἶχε; Καὶ δὲν εἴμαστε στ’ ἀλήθεια εὐτυχεῖς, ποὺ τὸ καθῆκον τῆς
διάσωσης τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς ἔπεσε στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν, καὶ ὄχι στὰ
χέρια τοῦ Πρόκλου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ;
Ἐπαναλαμβάνουμε
βεβαίως ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπισφαλὲς νὰ ἐξάγουμε συμπεράσματα στηριζόμενοι σὲ
ὑποθέσεις. Ἀκόμη ὅμως καὶ
ἂν δικαιούμασταν νὰ στηριχθοῦμε σὲ ὑποθέσεις, ἀκόμη καὶ τότε δὲν βλέπουμε πῶς θὰ
μπορούσαμε ποτὲ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχε
καλύτερη τύχη στὰ χέρια ἑνὸς Ἰουλιανοῦ ἢ ἑνὸς Πρόκλου, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν
πρῶτος ἐκφράζει τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τήν «ὀρθὴ κρίση τῶν θεῶν» ποὺ ὁδήγησε
στὴν ἀπώλεια μέρους τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ὁ δὲ δεύτερος δηλώνει ἀνοικτὰ ὅτι,
ἂν ἦταν στὸ χέρι του, ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα θὰ ἄφηνε νὰ κυκλοφοροῦν μόνον οἱ Χαλδαϊκοὶ χρησμοὶ καὶ ὁ πλατωνικὸς Τίμαιος, καὶ θὰ ἀφάνιζε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα...
Ἐπίμετρον
Κατόπιν
ὅλων τῶν παραπάνω, μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε στὶς πραγματικές του διαστάσεις τὸ ἔπος
τῆς διάσωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας στὸ Βυζάντιο. Ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς
πολιτισμός, ὅπως ἀποδεικνύεται, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἀνέλαβε καὶ ἔφερε εἰς πέρας μὲ
ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης καὶ μὲ ἀπροσδόκητη ἐπιτυχία τὸ δύσκολο ἐγχείρημα τῆς
διάσωσης τῆς πολύτιμης κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας· θὰ ἦταν ἀγνωμοσύνη νὰ μὴν τοῦ τὸ ἀναγνωρίσουμε αὐτό· ἀλλὰ θὰ ἦταν
κἄτι περισσότερο ἀπὸ ἀγνωμοσύνη, θὰ ἦταν τοὐλάχιστον διαστροφὴ καὶ
παράνοια, νὰ τοῦ καταλογίσουμε καὶ εὐθύνη γιὰ ὅσα ἔργα δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ
περισωθοῦν...
Ἂν κάπου ἡ ἑλληνικὴ
παιδεία διώχθηκε πραγματικά, αὐτὸ συνέβη στὴ Δύση καὶ ὄχι στὸ Βυζάντιο. Ἰδοὺ μία καὶ μόνο κραυγαλέα διαφορά: Στὴ Δύση
ὁ Ἀριστοτέλης κυνηγήθηκε, καὶ
μόνον μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες τόν «ἀνακάλυψαν» ἐκ νέου καὶ τὸν ἀνήγαγαν σὲ ἀπόλυτη
αὐθεντία, περνώντας βεβαίως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ μία ὑπερβολὴ στὴν ἄλλη.
Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τὸ πολὺ γνωστὸ μυθιστόρημα τοῦ Umberto
Eco, Il nome della rosa (Τὸ ὄνομα
τοῦ ρόδου)[18] ἢ
ἔχουν ἔστω δεῖ τὴν ὁμώνυμη ταινία καταλαβαίνουν πολὺ καλὰ τί ἐννοοῦμε ἐδῶ, ὅταν
λέμε ὅτι στὴ Δύση «ὁ Ἀριστοτέλης κυνηγήθηκε». Ἀλλὰ αὐτὰ συνέβησαν στὴ Δύση.
Ἂν περάσουμε στὸ
Βυζάντιο, τότε ὄχι μόνο βλέπουμε
ὅτι γενικὰ δὲν ἔχει ὣς τώρα ἐπισημανθεῖ οὔτε μία περίπτωση ἡ Ἐκκλησία
νὰ ἔχει λάβει παρόμοια μέτρα ἐναντίον κάποιου κλασικοῦ κειμένου, ὅπως σημειώνουν οἱ L.
D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson,[19]
ἀλλὰ καὶ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα πραγματικὰ ἐκπληκτικό, ἕνα χωρὶς ὑπερβολὴ
ἀπίστευτο στοιχεῖο: Ἂν πάρουμε τὸ σύνολο τῶν σῳζόμενων ἑλληνικῶν
χειρογράφων, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ τέταρτος σὲ ἀριθμὸ
παραδεδομένων χειρογράφων συγγραφέας, μετὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν
Δαμασκηνό! Μετὰ δηλαδὴ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο
καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, στὰ μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου προτιμοῦσαν νὰ ἀντιγράφουν
ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη![20]
Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ἐκπληκτικό, καὶ θὰ ἀρκοῦσε ἴσως καὶ ἀπὸ μόνο
του, γιὰ νὰ κάνει νὰ καταρρεύσουν οἱ ψευδεῖς καὶ ἀνυπόστατοι ἰσχυρισμοὶ περὶ δῆθεν
διωγμοῦ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας στὸ Βυζάντιο.
Σὰν ἀπὸ μιὰ ἀπίστευτη εὔνοια
τῆς τύχης ἢ τῆς πρόνοιας, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ τὸ Βυζάντιο ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἔκανε στὴ Δύση τὰ πρῶτά
της βήματα ἡ τυπογραφία. Τὰ κείμενα ποὺ εἶχαν διατηρηθεῖ ἐπὶ αἰῶνες στὴν κιβωτὸ σωτηρίας τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς αὐτοκρατορίας μπόρεσαν πλέον νὰ νὰ
ξεφύγουν ὁριστικὰ τὸν κίνδυνο τῆς
ἀπωλείας χάρη στὶς νέες τεχνικὲς καὶ στὴ σπουδὴ τῶν λογίων τῆς Ἀναγέννησης. Κατὰ τοὺς L. D. Reynolds καὶ
Nigel Wilson, ἡ κυριώτερη συμβολὴ τῶν Βυζαντινῶν ἦταν ὅτι ἔδειξαν ἐνδιαφέρον γιὰ
μιὰ τόσο μεγάλη ποικιλία κλασικῶν κειμένων, καὶ ἔτσι τὰ διέσωσαν, ὣς τὴν ἐποχὴ
ποὺ λόγιοι ἀπὸ ἕνα ἄλλο ἔθνος μπόρεσαν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν καὶ νὰ ἐκτιμήσουν
τὴν ἀξία τους.[21]
Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο φιλολογικό. Οἱ Ἕλληνες λόγιοι ποὺ μετὰ
τὴν ἅλωση κατέφυγαν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη μεταλαμπάδευσαν στὴ Δύση τὸ φῶς τοῦ ἑλληνικοῦ
πολιτισμοῦ, ποὺ ἐπὶ περισσότερο ἀπὸ μία χιλιετία εἶχε διατηρήσει ἄσβεστο τὸ
Βυζάντιο. Καὶ χάρη σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φῶς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Δύση
μπόρεσε νὰ ἀποτινάξει τὸ σκοτάδι τοῦ μεσαίωνα.
Ἡ διάσωση λοιπὸν τόσο μεγάλου
μέρους τῆς ἀρχαίας γραμματείας ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου ἀποτελεῖ χωρὶς ὑπερβολὴ
τὴν κορυφαία συνεισφορὰ τοῦ Βυζαντίου στὸν παγκόσμιο πολιτισμό. Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα
εἶχε συνειδητοποιήσει τὸ χρέος της ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνώνυμους ἀνθρώπους
ποὺ ἐργάσθηκαν στὸ Βυζάντιο γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας,
τότε κάθε Πανεπιστήμιο θὰ ὤφειλε νὰ ἔχει στὸν περίβολό του ἕνα ἄγαλμα ἢ
μνημεῖο ἀφιερωμένο σὲ αὐτούς.
[1] Herbert Hunger, Βυζαντινὴ λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ
γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμος Α΄, μετάφρ. Λ. Γ. Μπενάκη, Ἰ. Β.
Ἀναστασίου, Γ. Χ. Μακρῆ, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 19912,
σελ. 125.
[2] A. H. M. Jones, “The social background of the struggle
between paganism and Christianity”, ἐν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century,
Clarendon Press, Oxford
1963, σελ.
20.
[3] Herbert Hunger, Βυζαντινὴ
λογοτεχνία. Ἡ λόγια
κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμος Α΄, σελ. 33.
[4] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes
and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 41 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ
ἱστορικὸ τῆς
παράδοσης τῶν κλασικῶν
κειμένων,
σελ.
64).
[5] Arnold J. Toynbee, The
Greeks and their heritages, Oxford University Press, Oxford 1981, σελ. 135.
[6] Hans-Georg Beck, Ἡ βυζαντινὴ
χιλιετία,
μετάφρ.
Δημοσθ. Κούρτοβικ, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα
Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1992, σελ. 209.
[7] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes
and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 41 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ
ἱστορικὸ τῆς
παράδοσης τῶν κλασικῶν
κειμένων,
σελ.
64).
[8] Rowland Smith, Julian’s
gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apostate,
Routledge, London
1995, σελ.
10.
[9] J. Bidez, La
tradition manuscrite et les éditions des discours de l’empereur Julien,
Gand / Paris 1929, σελ.
68.
[10] Ἰουλιανοῦ, Ἀντιοχικὸς ἢ
Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade,
16.8-10: «καὶ ταῦτα
τῶν ἡλικιωτῶν τῶν ἐμῶν,
ὡς ἐμαυτὸν πείθω, βιβλία ἀνελίξας οὐδενὸς ἀριθμὸν ἐλάττω».
[11] Γιὰ τὴ
δολοφονία τοῦ Γεωργίου βλ. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. W. Bright, Γʹ 2.1-31·
Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ed. J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Εʹ 7, 5-8·
Φιλοστοργίου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Ζ΄ 2, ed. J. Bidez, 77.4-7.
[12] Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΡϚ΄. Πρὸς Πορφύριον καθολικόν
καὶ Ἐπιστολὴ ΡΖ΄. Ἐκδικίῳ ἐπάρχῳ Αἰγύπτου,
ed. J. Bidez.
[13] Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΡΖ΄. Ἐκδικίῳ ἐπάρχῳ Αἰγύπτου, ed. J. Bidez, 8-12: «Πολλὰ μὲν γὰρ ἦν φιλόσοφα παρ’ αὐτῷ,
πολλὰ δὲ ἦν καὶ τῆς τῶν δυσσεβῶν Γαλιλαίων διδασκαλίας· ἃ βουλοίμην μὲν ἠφανίσθαι πάντη, τοῦ δὲ μὴ σὺν τούτοις
ὑφαιρεθῆναι τὰ χρησιμώτερα, ζητείσθω κἀκεῖνα μετ’ ἀκριβείας ἅπαντα».
[14] Ἰουλιανοῦ, Ἐπιστολὴ ΠΘʹb. Θεοδώρῳ ἀρχιερεῖ, ed. J. Bidez, 324-331: «Ἁγνεύειν δὲ χρὴ τοὺς ἱερέας οὐκ ἔργων
μόνον ἀκαθάρτων οὐδὲ ἀσελγῶν πράξεων, ἀλλὰ καὶ ῥημάτων καὶ ἀκροαμάτων τοιούτων.
Ἐξελετέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν πάντα τὰ ἐπαχθῆ σκώμματα, πᾶσα δὲ ἀσελγὴς ὁμιλία. Καὶ
ὅπως εἰδέναι ἔχῃς ὃ βούλομαι φράζειν, ἱερωμένος τις μήτε Ἀρχίλοχον ἀναγινωσκέτω
μήτε Ἱππώνακτα μήτε ἄλλον τινὰ τῶν τὰ τοιαῦτα γραφόντων. Ἀποκλινέτω καὶ τῆς
παλαιᾶς κωμῳδίας ὅσα τῆς τοιαύτης ἰδέας·
ἄμεινον μὲν γὰρ καὶ πάντα».
[15] Ἰουλιανοῦ,
ὅ.π., 354-357: «Μήτε Ἐπικούρειος εἰσίτω
λόγος μήτε Πυρρώνειος· ἤδη μὲν γὰρ καλῶς
ποιοῦντες οἱ θεοὶ καὶ ἀνῃρήκασιν, ὥστε ἐπιλείπειν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν βιβλίων».
[16] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατὰ
Ἰουδαίων, Λόγος Ε΄, ed. J.- P. Migne, PG 48, 900.42-43: «Ἰουλιανοῦ γάρ, τοῦ
πάντας ἀσεβείᾳ τοὺς βασιλέας νικήσαντος...».
[17] Μαρίνου
Νεαπολίτου, Πρόκλος ἢ Περὶ εὐδαιμονίας, 38,
ed.
R. Masullo, 915-919: «Εἰώθει δὲ πολλάκις καὶ τοῦτο λέγειν ὅτι “κύριος εἰ ἦν, μόνα ἂν τῶν ἀρχαίων
ἁπάντων βιβλίων ἐποίουν φέρεσθαι τὰ λόγια καὶ τὸν Τίμαιον, τὰ δὲ ἄλλα ἠφάνιζον
ἐκ τῶν νῦν ἀνθρώπων, διὰ τὸ καὶ βλάπτεσθαι ἐνίους τῶν εἰκῆ καὶ ἀβασανίστως ἐντυγχανόντων
αὐτοῖς”».
[18] Γιὰ μία
νεώτερη ἑλληνικὴ μετάφραση βλ. Οὐμπέρτο Ἔκκο, Τὸ ὄνομα τοῦ ρόδου, μετάφρ. Ἔφης Καλλιφατίδη, Ἐκδόσεις Γνώση,
Ἀθήνα 1985.
[19] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes and scholars. A guide to the transmission of Greek
and Latin literature, σελ. 45 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ
ἱστορικὸ τῆς
παράδοσης τῶν κλασικῶν
κειμένων,
σελ.
69).
[20] Αὐτὸ τὸ πραγματικὰ ἐκπληκτικὸ στοιχεῖο σημειώνει ὁ Herbert Hunger (Βυζαντινὴ λογοτεχνία, τόμος Αʹ, σελ. 55), παραπέμποντας στὸν D. Harlfinger (Die Textgeschichte der pseudo-aristotelischen Schrift Περὶ ἀτόμων γραμμῶν, Amsterdam 1971, σελ. 40 κ.ἑ.).
[21] L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Scribes
and scholars. A guide to the transmission of Greek and Latin literature, σελ. 69 (= L. D. Reynolds καὶ Nigel G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ φιλόλογοι. Τὸ
ἱστορικὸ τῆς παράδοσης
τῶν κλασικῶν κειμένων,
σελ.
99).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου